''Τα τραγούδια πρέπει να είναι αληθινά για να είναι λαϊκά''
Ο Δημήτρης Χατζηδιάκος αφηγείται την ιστορία της Αθηναϊκής Κομπανίας, μίας από τις μακροβιότερες και πιο επιτυχημένες κομπανίες της ελληνικής δισκογραφίας, αλλά και τις ιστορίες πίσω από τα δημοφιλέστερα τραγούδια που έγραψε ο ίδιος. Κυρίως, όμως, δίνει μαθήματα για το πως πρέπει να είναι ένα γνήσιο λαϊκό τραγούδι.
Δ.Χ.: Εγώ και τα παιδιά μεγαλώσαμε σε δυτικές λαϊκές γειτονιές, στο Χαϊδάρι, και συνοικίες όπου το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι είναι ο εκφραστής του έρωτα, της αδικίας, του αγώνα -του καθημερινού αγώνα για επιβίωση-, της χαράς και του καημού. Ζώντας σ’ αυτό το περιβάλλον, έρχεσαι σ’ επαφή μ’ ό,τι δημιουργεί το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Κύριος πυρήνας σ’ όλα αυτά, απ’ τη μουσική μεριά, είναι το μπουζούκι. Πάνω σ’ αυτό το όργανο έχουν γραφτεί τα περισσότερα, αν όχι όλα, ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια. Εγώ ξεκίνησα με μια κιθάρα του πατέρα μου -ο πατέρας μου έπαιζε και τραγούδαγε πολύ ωραία και σιγοντάκια με κιθάρα- αλλά γρήγορα τον έβαλα και πήγαμε κι αγοράσαμε μπουζούκι. Μελετούσα πολλές φορές, μάθαινα τραγούδια, μέχρι που μέσω ενός φίλου βρέθηκα στην αυλή του Μάρκου Βαμβακάρη, όπου μου έδειξε δύο πραγματάκια, μόνο μία φορά, και μου είπε:
- Αυτό είναι άλλο. Το έχεις, θα το μάθεις.
Από πολύ μικρός προσπαθούσα να καταλάβω αυτό το εξαιρετικό όργανο, το μαγικό όργανο, γιατί ήθελα ό,τι βλέπω, ό,τι μου συμβαίνει εμένα και ό,τι συνέβαινε στους γύρω από μένα και πιο μακριά αν μπορούσα, να το κάνω τραγούδι. Και γι’ αυτό έψαχνα τον τρόπο να το ντύσω με μουσική. Έκανα μεγάλη προσπάθεια και κάποια τραγούδια τα έχω γράψει σε πάρα πολύ μικρή ηλικία.
Πώς σχηματίστηκε η Αθηναϊκή Κομπανία;
Δ.Χ.: Κάποια στιγμή, μέσα στους πειραματισμούς και στην αναζήτηση, βρέθηκα με τον Χρήστο Κανελλόπουλο και τον Νίκο Δούκα και αρχίσαμε να παίζουμε πιο συχνά μαζί, σε διάφορες εκδηλώσεις, σε γλεντάκια, ώσπου βρεθήκαμε με τον δάσκαλο Γιώργο Μητσάκη, από τον οποίο μάθαμε πάρα πολλά πράγματα, στο Θεμέλιο στην Πλάκα. Από κει βρεθήκαμε στα Μικρά Δειλινά με τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Χάρρυ Κλυνν, τον Μανώλη Μητσιά, τη Λιζέτα Νικολάου…
Αυτές ήταν πάρα πολύ ωραίες δουλειές για μας που ξεκινάγαμε και είχαμε όνειρα. Είχαμε ονομαστεί Ερασιτεχνική Ρεμπέτικη Κομπανία Χαϊδαρίου. Εγώ, λοιπόν, έπαιζα μπουζούκι και τραγουδούσα, ο Χρήστος έπαιζε μπαγλαμά και τραγουδούσε, ο Νίκος έπαιζε κιθάρα και προστέθηκε και ο Γιώργος Νικολέρης που έπαιζε μπουζούκι κι έκανε φωνητικά. Εκείνη η τετράδα ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη ως Αθηναϊκή Ρεμπέτικη Κομπανία. Κάτσαμε δύο χρόνια, γυρίσαμε στην Αθήνα κι εγώ είχα σχεδόν τελειώσει με όλο τον πρώτο κύκλο τραγουδιών από τον δίσκο που ονομάστηκε «Αγαπητέ Μου Θείε Τάκη» (1981). Άρχισα τις επαφές μου με τις εταιρείες και μέσω ενός φίλου, του Βασίλη Δερτιλή, γνώρισα τον Ηλία Μπενέτο, έναν άνθρωπο με ανοιχτό μυαλό και γνώστη της παραγωγής. Έγινε γρήγορα το ραντεβού με τον κύριο Μάτσα και υπογράψαμε συμβόλαια και από κει και πέρα αυτό οδήγησε σε άλλα πράγματα, γιατί μετά την κυκλοφορία του δίσκου πήγαμε για λίγο πάλι στη Θεσσαλονίκη, αλλά αυτή η συνεργασία με την πολύ μεγάλη Χαρούλα Αλεξίου μας οδήγησε στον Ζυγό, όπου δουλέψαμε μαζί τον χειμώνα. Από κει έχουν ξεκινήσει τα όνειρα τα δικά μου, να μπορώ να εκφραστώ μέσα από τα τραγούδια, και με τα παιδιά να παίζουμε παράλληλα τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά. Στον πρώτο αυτό δίσκο, το «Αγαπητέ Μου Θείε Τάκη», έχει προστεθεί και η πρώτη γυναικεία φωνή που είχαμε στην Αθηναϊκή Κομπανία, η Σοφία Εμφιετζή. Αμέσως, δυο-τρεις μήνες μετά, κάναμε το «Θυμήσου Θείε Τάκη» (1982) με παλιά λαϊκά τραγούδια, του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου κ.λπ. Εκεί προστέθηκε και η Βούλα Καραχάλιου. Αυτή η εξάδα είναι το κεντρικό σημείο της γνωστής ομάδας που έχει κάνει το όνομα Αθηναϊκή Κομπανία και έχει δουλέψει πάρα πολύ πάνω στον χώρο του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού.
Και εμφανιστήκατε στο θρυλικό «Μινόρε της Αυγής».
Δ.Χ.: Όπως ήταν η εξάδα, ήρθε ο δίσκος -πάλι με δικά μου τραγούδια- «Στην Επόμενη Στάση» και κάπου εκεί, στα τέλη του 1982, γνωρίσαμε τον Φώτη Μεσθεναίο, αυτό τον τεράστιο σκηνοθέτη, ο οποίος μας ζήτησε -και φυσικά είπαμε «ναι»- να συνεργαστούμε και να κάνουμε τη μουσική επένδυση της κινηματογραφημένης σειράς «Το Μινόρε Της Αυγής» (1983-1984), όπου συμμετείχαν ο Γιώργος Ξηντάρης, η Χαρούλα Αλεξίου, ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Γιώργος Σαρρής… Έγινε μία παρά πολύ ωραία σειρά, που παίχτηκε και σε πολλές επαναλήψεις και μας άφησε τις καλύτερες αναμνήσεις.
Ως συγκρότημα έχετε πολύ σημαντικές συνεργασίες στο βιογραφικό σας.
Δ.Χ.: Στην πορεία μας έχουμε συνεργαστεί με τον δάσκαλο Γιώργο Μητσάκη, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Στράτο Διονυσίου, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, φυσικά τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Γιάννη Πουλόπουλο, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, την Ελένη Βιτάλη, τον Αντώνη Βαρδή, τον Γιάννη Γιοκαρίνη, τον Ηλία Κλωναρίδη, τον Γιώργο Σαρρή, τον Γιώργο Κόρο, τον Γιάννη Βασιλόπουλο, τον Βασίλη Παπαδόπουλο και βέβαια τον Δημήτρη Μητροπάνο, ο οποίος είπε σε δύο δίσκους δικά μας τραγούδια και είμαστε πολύ περήφανοι γι’ αυτό. Να πω εδώ ότι κάποια στιγμή έφυγε η Καραχάλιου από τη σύνθεση του συγκροτήματος και μπήκε η Αναστασία Μουτσάτσου. Μετά έφυγαν και η Σοφία Εμφιετζή και η Αναστασία και το 1990 ήρθε η Ελένη Φειδάκη.
Πείτε μας μερικά λόγια για τη δισκογραφία σας.
Δ.Χ.: Ο πρώτος ο δίσκος ήταν τα δικά μου τραγούδια. Κυκλοφόρησε το 1981 και είχε τον τίτλο «Αγαπητέ Μου Θείε Τάκη», σε στίχους και μουσική δικοί μου. Ακολούθησε το 1982, με παλιά τραγούδια μεγάλων συνθετών και στιχουργών -Τσιτσάνης, Βίρβος, Μάρκος- το «Θυμήσου Θείε Τάκη». Ακολούθησαν το «Μινόρε Της Αυγής» -η πρώτη περίοδος- το 1983 και «Στην Επόμενη Στάση», σε στίχους και μουσική δικοί μου, όπου μέσα σε αυτήν τη δουλειά είναι και το τραγούδι «Η Ζωή Μας Τελειώνει». Μετά ήταν η δεύτερη περίοδος από το «Μινόρε Της Αυγής», το 1984, και το «Χόρεψέ Το Θείε Τάκη». Υπάρχει κι ένας δίσκος με συμμετοχή της Ελένης Βιτάλη, του Μανώλη Μητσιά και της Κατερίνας Κόρου, λεγόταν «Πάντα Τέτοια». Ήταν ένας δίσκος ένα κι ένα για μεγάλα κέφια! (γέλια) Το 1985, κυκλοφόρησε ένα διπλό άλμπουμ, το «Πολιτικώς Αντίθετοι Μα Η Αγάπη, Αγάπη». Ο τίτλος είναι από δικό μου τραγούδι. Η μία πλευρά είναι με δικά μου τραγούδια, η μία με τραγούδια του Χρήστου Νικολόπουλου και του Μπαλαμπανίδη, του Κλεφτογιώργου κ.ά., η άλλη είναι του Γιώργου Κόρου και μία τέταρτη πλευρά με έντεχνους συνθέτες. Κάπου εκεί έχουμε πάει κι έχουμε κάνει και μία συμμετοχή σ’ έναν δίσκο του Τάκη Μουσαφίρη. Είναι ο «Ταξιτζής», όπου ο Διονυσίου έχει πει το ομώνυμο τραγούδι, και συμμετείχε η Λίτσα Διαμάντη, η Χαρούλα Ντάνου κι εμείς. Επίσης, το 1987 κυκλοφόρησε κι ένας δίσκος με τα καλύτερα της Αθηναϊκής και το «Τέσσερις + Μία», με δικά μου τραγούδια. Ο τίτλος πηγάζει από τη Σοφία Εμφιετζή, που είχε μείνει μόνη της, και είχε να κάνει με μας τους τέσσερις. Υπάρχει μετά ένα κενό και το 1990 ακολούθησε ένας δίσκος, πάλι με δικά μου τραγούδια, που λέγεται «Πάλι Στα Φώτα». Σ’ αυτόν τον δίσκο εμφανίστηκε και δισκογραφικά η Ελένη Φειδάκη. Το 1993 βγήκε ο δίσκος «Ο Παίζων», με δικά μου τραγούδια κι ένα του Καλδάρα, ένα κλασικό που είχε πρωτοπεί ο Καζαντζίδης -το «Για Μπάνιο Πάω»- και συμμετέχει σε δύο τραγούδια ο Δημήτρης Μητροπάνος. Το ένα είναι το «Μια Νύχτα Ακόμη» και το άλλο είναι το «Η Ζωή Σου Ο Θάνατός Μου». Το 1995, κάναμε δίσκο με παλιά τραγούδια λαϊκά. Είναι το «Μέχρι Πρωίας», που έχει μέσα τον «Διαβολάκο», την «Απρόσωπη» κ.α. Με τον διπλό δίσκο «Ζωντανά Στα Εννέα Όγδοα» (2003) κλείσαμε έναν κύκλο και την ίδια χρονιά υπάρχει ακόμα μία δισκογραφική συμμετοχή σ’ έναν δίσκο με τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, όπου την επιμέλεια και την παραγωγή έχει κάνει ο Κώστας Χατζηδουλής, που λέγεται «Γεια Σου Ζωή Μου Όμορφη». Σ’ αυτόν τον δίσκο συμμετείχε και ο Στέλιος Βαμβακάρης. Ήταν πολύ ωραία δουλειά αυτή. Σήμερα τα μέλη της Αθηναϊκής Κομπανίας είναι -βάζω και τον εαυτό μου- οι Δημήτρης Χατζηδιάκος, Γιώργος Νικολέρης, Νίκος Δούκας και Ελένη Φειδάκη.
Στη δισκογραφία σας περιλαμβάνονται, όπως αναφέρατε, τους δίσκους «Αγαπητέ Μου Θείε Τάκη», «Θυμήσου Θείε Τάκη» και «Χόρεψέ Το Θείε Τάκη». Ο θείος Τάκης ήταν υπαρκτό πρόσωπο; Και για ποιο λόγο χρησιμοποιήσατε τρεις φορές το όνομά του; Δεν είναι κάτι που συνηθίζεται στη δισκογραφία.
Δ.Χ.: Κωνσταντίνε, το τραγούδι «Αγαπητέ Μου Θείε Τάκη» λέει «Γράμμα σου στέλνω θείε μου που ‘σαι στη Νέα Υόρκη μήπως με πάρεις προς τα κει να νοικοκυρευτώ». Ο θείος Τάκης είναι το σημείο αναφοράς της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή. Ο θείος θα μας βοηθήσει να πάρουμε τη βίζα να ταξιδέψουμε, να πάμε στην Αμερική, κι αλλού, στη Γερμανία κ.λπ., αλλά κυρίως στην Αμερική. Ο θείος Τάκης είχε πάει το ταξίδι το δικό του, με τη δική του κρίση. Εμείς ήρθαμε μετά, μια γενιά που έχουμε τη δική μας κρίση. Οι σημερινοί άνθρωποι έχουν τη δική τους κρίση. Και στην αναζήτηση ελπίδας το κεντρικό πρόσωπο ήταν ο θείος. Ακούγοντας το τραγούδι, μου λέει ο Ηλίας [Μπενέτος]:
- Πώς τον λεν τον θείο;
Και τον βάφτισε Τάκη γιατί για όλους το «Τάκης» είναι ο πιο κοντινός άνθρωπος. Είναι το πιο κοντινό όνομα για θείο στην Αμερική. Εγώ στη συνέχεια, επειδή ήθελα να παίζουμε τα παλιά τραγούδια, να χορεύουμε τα ζεϊμπέκικα, να τραγουδάμε τα δικά μας τραγούδια, είχα την ιδέα και αυτό πήγε σε τρεις δίσκους λέγοντας στον θείο Τάκη «Θείε, έλα να θυμηθούμε μαζί τα τραγούδια τα δικά σας, να τραγουδήσουμε κι εμείς. Έλα να χορέψουμε τα δικά μας και τα δικά σας». Κι αυτό έγινε μία συνέχεια με τον θείο Τάκη που μάλλον είχε επιτυχία.
Θα σας διαβάσω τίτλους τραγουδιών, των οποίων είστε δημιουργός, και θα ήθελα να μας πείτε την ιστορία τους.
ΕΓΙΝΕ ΒΟΥΛΗ Ο ΚΑΦΕΝΕΣ – Χάρις Αλεξίου
(1981, μουσική-στίχοι: Δημήτρης Χατζηδιάκος)
Δ.Χ.: Οι στίχοι των τραγουδιών συνήθως λένε την αλήθεια. Από μόνα τους σε οδηγούν να καταλάβεις πώς μπορεί αυτό το τραγούδι να έχει γραφτεί ή πως φαντάστηκε ότι θέλει να είναι. Το τραγούδι αυτό, λοιπόν, που ξεκινάει με τον στίχο «Έλα να σου πω το μυστικό μου», είναι η παρέα που μαζεύεται κάθε μεσημέρι ή απόγευμα -εκείνη την ημέρα που το έγραψα ήταν μεσημέρι- για να τα πούμε. Να πούμε τι έγινε στη δουλειά, τι νομίζουμε ότι θα γίνει αύριο, τι θα γίνει μεθαύριο… κι αυτό είχε ξεκινήσει σε μία εποχή που ήταν πολύ έντονες οι συζητήσεις στις παρέες. Και οι παρέες μιλάγανε μεταξύ τους. Έβαλα σαν στόχο το καφενείο, «Έγινε Βουλή Ο Καφενές», πρώτον γιατί όταν έπεσε η χούντα και είχε επιστρέψει ο Καραμανλής, είχε έρθει κι ο Παπανδρέου με μία δυναμική, με μία πολιτική ισορροπιών, ο Φλωράκης… υπήρχαν δηλαδή πολύ ψηλές προσωπικότητες στα κόμματα, τα καφενεία πάψανε να είναι μονοχνωτικά, πάψανε να είναι τα καφενεία των δεξιών, καφενεία των αριστερών, καφενεία των κεντρώων, και αρχίσανε αυτές οι ισορροπίες της πολιτικής και του εκλογικού σώματος να φέρνουνε ισορροπία και στα καφενεία. Ερχότανε κόσμος από διάφορες κατευθύνσεις, με αποτέλεσμα να είναι έντονες οι συζητήσεις και σιγά-σιγά οι καφενέδες να παίζουν και πολιτιστικό ρόλο και να έχουν λόγο κοινοβουλίου, να γίνονταν δηλαδή μικρές «βουλές» και να εκφράζονταν προβλήματα μέσα σ’ αυτούς τους χώρους. Έτσι το είδα, έτσι το έγραψα και μάλιστα άμα διαβάσεις τους στίχους σιγά-σιγά, βλέπεις ότι εξελίσσεται ακριβώς αυτό που συνέβαινε. Έλα στην παρέα μας να μπεις, να λύσουμε τα προβλήματα, να κάνουμε παγκόσμια κουβέντα. Πού είναι αυτό; Πού είμαστε; Κάτω απ’ του καφενέ την τέντα, στο Χαϊδάρι. Αλλά κάποια στιγμή πρέπει να φύγουμε, γιατί πρέπει να ξυπνήσουμε πρωί. Κάποιοι έχουν μπλεχτεί στα δίχτυα της κουβέντας και πρέπει να τη λύσουμε τη συζήτηση γιατί θα έχουμε κι άλλα προβλήματα αύριο και πήγαινε η κουβέντα μέχρι τα χαράματα. Δεν έχει σημασία αν λύσαμε τα προβλήματα, πάντως μιλάγανε οι άνθρωποι μεταξύ τους και τα καφενεία παίζανε πολύ σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητα για να υπάρχουνε φίλοι, και εχθροί αν θέλεις, αλλά να λένε μεταξύ τους τα προβλήματα. Κάπου ανάμεσα στα λόγια του τραγουδιού υπάρχουν και χαμένες ευκαιρίες, υπάρχουν και οι απαισιόδοξες φράσεις, αλλά αν το δεις από την άλλη πλευρά, μπορεί το να είναι διαχωρισμένα τα πράγματα να δημιουργεί και έναν πόλο καλύτερου αποτελέσματος. Αυτό το τραγούδι, μαζί με άλλα, το έγραψα σε μια κασέτα. Μέσω του κοινού μας φίλου, του Βασίλη Δερτιλή από τους Αποκάλυψις, βρέθηκα στο γραφείο του Ηλία Μπενέτου, όπου άρχισα να του εξηγώ τι θέλω να κάνω και μου λέει:
- Φέρε ν’ ακούσουμε!
Βάλαμε την κασέτα, την ακούσαμε και το αποτέλεσμα ήταν να φτάσουμε πολύ γρήγορα στο γραφείο του κ. Μάτσα κι ετοιμάσαμε τα συμβόλαια για το τι θα γίνει με αυτά τα τραγούδια. Μου έγινε μία πρόταση να πούνε τα τραγούδια μεγάλοι, καταξιωμένοι, καλλιτέχνες και να έχω μια συμμετοχή. Βέβαια, όλο αυτό το διάστημα, η προσπάθεια ήταν να υπάρχει ένα συγκρότημα, για να έχουμε έναν συγκεκριμένο ήχο, με το οποίο θα ερμηνεύαμε σύγχρονους στίχους. Τελικά καταλήξαμε τα τραγούδια να τα πούμε εμείς, η Αθηναϊκή Ρεμπέτικη Κομπανία. Ο Μάτσας έλεγε:
- Δεν μπορούμε να πούμε Αθηναϊκή Ρεμπέτικη Κομπανία. Τα τραγούδια είναι καινούργια. Θα τ’ αφήσουμε το «Ρεμπέτικη» και θα βάλουμε κατευθείαν «Αθηναϊκή Κομπανία»!
Κι έτσι έμεινε ο τίτλος. Φυσικά, μας προτείνεται να πει η Χάρις Αλεξίου δύο τραγούδια απ’ αυτά και δέχθηκα αμέσως. Εδώ, Κωνσταντίνε, να κάνω μια παρένθεση. Εγώ πιστεύω ότι μετά τους 5-10 κλασικούς που υπάρχουνε στη σχολή απ’ την οποία όλοι έχουμε μαγευτεί, Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Πάνος Γαβαλάς -να μην ξεχάσω και κανέναν από τους μεγάλους- η έκφραση της ελληνικής λαϊκής μουσικής είναι η Χάρις Αλεξίου. Αφού συνεννοηθήκαμε για κάποια διαδικαστικά, μου είπε ο Ηλίας Μπενέτος:
- Θα πας στον Ζυγό, όπου κάνει πρόβες η Χαρούλα, να της πεις πως θες τα τραγούδια και να συζητήσετε πως θα κάνετε πρόβα για να τα μάθει, γιατί θα μπούμε στο στούντιο την άλλη εβδομάδα.
Πήγα στον Ζυγό και περίμενα να τελειώσει η πρόβα που έκανε η Χαρούλα σε κάποια δουλειά που ήτανε τότε μαζί με τη Δήμητρα Γαλάνη και, όπως περίμενα, άνοιξε η κουρτίνα και με φώναξε να πάω μέσα. Όπως πήγα μέσα, μου τραγούδησε το «Έγινε Βουλή Ο Καφενές» και κοντέψανε να με πιάσουν τα κλάματα γιατί δεν περίμενα ότι το είχε μάθει μέσα σε μία ώρα. Φυσικά ήρθε στο στούντιο και τα τραγούδησε ανεπανάληπτα αυτά τα δύο τραγούδια (σ.σ. το άλλο είναι το «Αγαπητέ Μου Θείε Τάκη») -την ευχαριστώ και τώρα- και αυτό μας οδήγησε σιγά-σιγά σε διάφορα πράγματα, στον Ζυγό και σε συνεργασίες με συναυλίες κ.λπ. Για το «Έγινε Βουλή Ο Καφενές» θέλω να πω, επίσης, ότι είχαμε πάει να παίξουμε σ’ ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα στην Ολλανδία και είχα πάει με τον Νικολέρη μια βόλτα, να πιούμε καμιά μπύρα εκεί στην πλατεία στο Άμστερνταμ, και σε 2-3 μπυραρίες που υπήρχανε άκουγες αυτό το τραγούδι και τη μαγική φωνή της Χαρούλας και, όταν μας είδαν, είχαν γνωρίσει τα πρόσωπα από τον δίσκο και μας λέγανε κάτι που δεν καταλαβαίναμε… κι αυτό που μας λέγανε ήτανε:
- Αποκλείεται να πληρώσετε! Είναι κερασμένες οι μπύρες!
Το θυμάμαι σαν τώρα.
Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ – Αθηναϊκή Κομπανία
(1983, μουσική-στίχοι: Δημήτρης Χατζηδιάκος)
Δ.Χ.: Κωνσταντίνε, δεν ξέρω αν πρέπει να πω κάτι για το τραγούδι αυτό. Θα πω δυο λόγια για τον συγκεκριμένο δίσκο που περιέχει το τραγούδι και για το ίδιο το τραγούδι γιατί είχανε συμβεί πράγματα τα οποία ήταν άξια απορίας. Δηλαδή κάποια στιγμή με το που εμείς και άλλα παιδιά που ήταν σε άλλες κομπανίες, έπαιρναν μέρος στην πραγματική λαϊκή διασκέδαση, κάποιοι αρχίσανε να έχουνε πρόβλημα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο ή δεν θέλω να πω για ποιο λόγο. Και αρχίσανε να λένε ότι η κομπανία θα σβήσει, αυτός τι θα κάνει κ.λπ. Εγώ δεν έχω βγει να γράψω τραγούδια για να γίνω πλούσιος. Εγώ ήθελα να εκφραστώ. Γούσταρα να παίζω και να τραγουδάω αυτά τα τραγούδια. Γούσταρα να γράφω τραγούδια που να λένε τι συμβαίνει στην παρέα, όπως στο «Η Ζωή Μας Τελειώνει». Αν το τραγούδι γινότανε μια σκηνοθετημένη ταινία, θα πρωταγωνιστούσε αυτή η παρέα του καφενείου, όπου ο καθένας είχε την άποψή του. Και όλοι μαζί κάναμε παρέα μιλώντας ζωηρά και ακούγοντας τον απέναντι, τραγουδώντας, πίνοντας κανά κρασί, μαλώνοντας, ποιος είναι καλύτερος τραγουδιστής, ποιος είναι καλύτερος ηθοποιός, ποιο είναι το καλύτερο τραγούδι, ποια είναι η καλύτερη ταινία… Τα λέγαμε όμως. Τα λέγαμε. Εδώ είσαι κι εδώ είμαι. Ανθρώπινα. Θέλω να πω μια στιγμή γι’ αυτό το τραγούδι, ότι το έχω γράψει, έχω ετοιμάσει όλη τη σειρά των τραγουδιών «Η Επόμενη Στάση» και μας έχει καλέσει ο Ηλίας Μπενέτος στο παλιό του σπίτι να πιούμε κρασάκι. Έχουμε πάει, λοιπόν, κι έχουμε βάλει στο πορτ-μπαγκάζ τα μπουζουκάκια. Και όπως καθόμαστε κι έχουνε πέσει τα κεφτεδάκια, το κρασάκι κ.λπ., λέω:
- Θέλετε ν’ ακούσετε το καινούργιο τραγούδι που θα κάνει η Κομπανία;
- Ναι, ναι!
Πάμε, φέρνουμε τα μπουζούκια και το παίζουμε για πρώτη φορά εκεί στο κουζινάκι με τον Ηλία Μπενέτο και τη γυναίκα του, την Καίτη. Στο δεύτερο ρεφρέν το τραγουδήσαμε όλοι μαζί: «Η ζωή μας τελειώνει καφενείο και ταβέρνα / η ζωή μας τελειώνει μ’ ήρωες του σινεμά». Ήταν η πρώτη φορά που είπαμε το τραγούδι κι εκείνη τη στιγμή αποφασίστηκε πότε θ’ αρχίσουμε να το γράφουμε.
Την εποχή που οι λαϊκές κομπανίες ήταν «της μόδας», υπήρχε και η Οπισθοδρομική Κομπανία, η Ρεμπέτικη Κομπανία, Τα Παιδιά από την Πάτρα κ.λπ. Είχατε κάποιον ανταγωνισμό μεταξύ σας;
Δ.Χ.: Βεβαίως υπήρχε ανταγωνισμός και πάντα προς το καλύτερο. Αρκεί να σου πω ότι μία από τις καλύτερες βραδιές που έχουμε κάνει, είναι μία βραδιά που κάναμε μαζί με την Οπισθοδρομική Κομπανία στην Ιθάκη. Είχαμε κάνει μια καταπληκτική βραδιά, όπου εμφανίστηκαν στο μισό πρόγραμμα τα παιδιά της Οπισθοδρομικής και στο άλλο μισό η Αθηναϊκή. Είχαμε συνταξιδέψει με το καράβι και είχαμε συνεννοηθεί σε διάφορα πράγματα και έγινε μια εκπληκτική βραδιά. Αυτά γίνανε στην Ιθάκη, στις πρώτες μεγάλες και καλές συναυλίες. Εξάλλου όλοι ήταν πάρα πολύ καλοί σ’ αυτό που κάνανε. Ήτανε λάτρεις του λαϊκού τραγουδιού και πιστεύω ότι δεν έγινε τίποτα από κανέναν από τα παιδιά μόνο για οικονομικούς λόγους.
Ετοιμάζετε κάποια καινούργια τραγούδια;
Δ.Χ.: Εγώ δεν έχω σταματήσει ποτέ να γράφω τραγούδια. Ό,τι συμβαίνει, ό,τι αντιλαμβάνομαι γύρω, το κάνω τραγούδι. Τα τραγούδια γράφονται για να πούνε την αλήθεια. Ό,τι λες να είναι κατανοητό. Εκεί είναι το δύσκολο. Να βρεις την κατάλληλη ρίμα, τις κατάλληλες λέξεις, να κάνεις ανάγλυφο ένα πρόβλημα που βλέπεις, ή μια χαρά ή έναν έρωτα ή κάτι κοινωνικό που βλέπεις. Τα τραγούδια πρέπει να είναι αληθινά για να είναι λαϊκά. Δήθεν, δεν μπορούν να υπάρχουν. Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος δεν τα κρατάει. Ο χρόνος κρατάει τα ανοξείδωτα τραγούδια. Δεν έχω σταματήσει ποτέ να γράφω, λοιπόν. Έχω δημιουργήσει 3-4 ενότητες τραγουδιών, που δεν τα έγραψα για να τα πει ο Γιάννης, ο Θανάσης, η Κομπανία, ο Μήτσος…, τα ‘χω γράψει σαν τραγούδια. Την κατάλληλη στιγμή, αυτά θα πρέπει να βγουν και να ειπωθούν. Από μένα θα ειπωθούν; Από την Κομπανία, από κάποιους συναδέλφους -σε μερικούς, τους ταιριάζουν κάποια- δεν το ξέρω αυτό, αλλά περιμένω την κατάλληλη στιγμή. Όσο γι’ αυτό που έλεγα προηγουμένως για την κρίση που μας κυνηγάει από γενιά σε γενιά, ένα από τα καινούργια τραγούδια που δεν έχουν δισκογραφηθεί, παρά μόνο το έχουμε ανεβάσει σε ερασιτεχνική ηχογράφηση, είναι «Το Μέλλον Είναι Αβέβαιο» όπου το τρίτο στιχάκι λέει «Από παιδί ζούμε την ίδια αγωνία / τα όνειρά μας ήταν πάντοτε θολά / από παλιά θυμάμαι η ίδια ιστορία / όλο για κρίση πάντα κάποιος θα μιλά. / Το μόνο που είναι βέβαιο, το μέλλον είναι αβέβαιο». Αυτό είναι ένα απ’ τα καινούργια τραγούδια, τ’ ακυκλοφόρητα, το οποίο μαζί με κάποια άλλα κάνουν μία σειρά τραγουδιών πάνω σ’ αυτή τη φόρμα, που μπορείς να την πεις λαϊκό τραγούδι. Μέσα στα καινούργια τραγούδια, υπάρχουν και τραγούδια ελπίδας, ό,τι όλα αυτά που συμβαίνουν κάποια στιγμή θα γίνουν καλύτερα, και σε προσωπικές σχέσεις και στην καθημερινότητα. Ας πούμε υπάρχει ένα τραγούδι που έχω δώσει και τη μουσική φτιάχνει ο Γιάννης Μηλιώκας, που λέει «Τώρα που έφτιαξε ο καιρός και γλύκαναν τα βράδια / και τίποτα δεν φαίνεται απ’ την καταστροφή / τώρα που μάθαμε πολλά στης μοναξιάς τα βράδια / είναι η καλύτερη στιγμή για την επιστροφή. / Έλα ν’ αρχίσουμε μαζί ζωή καινούργια / τώρα που μάθαμε κι οι δυο να αγαπάμε / έλα να κάνουμε τη νέα μας αρχή / τώρα που μάθαμε κι οι δυο να συγχωράμε».
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο