Ο
Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1905, στην Άνω Χώρα, στην Ερμούπολη της Σύρου. Το 1917 κατέβηκε στο Πειραιά, κι αφού εργάστηκε ως χαμάλης και εκδοροσφαγέας κατέληξε να γίνει μουσικός. Έμαθε μπουζούκι στους τεκέδες του Πειραιά και στις αρχές της Δεκαετίας του ’30 είχε ήδη ηχογραφήσει αρκετά τραγούδια [ κυρίως διασκευές παλαιότερων τραγουδιών, προσαρμοσμένα στο μπουζούκι].
Δεν ήταν ο πρώτος που ηχογραφούσε ρεμπέτικα. Η αρχή είχε γίνει στην Αμερική με το "Μινόρε του τεκέ", του Ιωάννη Χαλκιά, που είχε θεαματική απήχηση και έμελλε να αποτελέσει την θρυαλίδα της ρεμπέτικης δισκογραφίας. Ωστόσο ο Μάρκος, εκεί κάπου στις αρχές του ’30, έλαβε μιαν απόφαση που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η γέννηση του σύγχρονου Αστικού Λαϊκού τραγουδιού...
Σμύρνη και Πειραιάς:
Οι κοιτίδες του Λαϊκού τραγουδιού
Στη Σμύρνη, στα καφέ αμάν, το λαϊκό τραγούδι, με τα σαντουροβιόλια, διήγαγε την ακμή του. Όλοι οι Μεγάλοι μουσικοί συνέρρεαν στην πρωτεύουσα της Ιωνίας, όπως στις μέρες μας συρρέουν στην Αθήνα. Όμως η τραγική Μικρασιατική καταστροφή θα μεταφέρει το θέατρο των μουσικών εξελίξεων στον Πειραιά. Μαζί με όλην την προσφυγία, που στοιβάζεται στις άθλιες παράγκες της Κοκκινιάς και στο λιμάνι, και οι μουσικοί, θα κάνουν μια νέα αρχή. Εκεί θα μεταφερθεί πλέον αποκλειστικά όλο το σκηνικό. Τα καφέ αμάν με τα Βιολιά τα ούτια και τα σαντούρια. Οι τεκέδες των νταήδων με τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες. Οι Μάγκες εγκαθίσιτανται πέριξ του λιμένα και ξαναστήνουν, πλάι σ’ εκείνους του Πειραιά, τις παλιές τους νόμιμες και παράνομες επιχειρήσεις. Κοντά τους κι οι Ρεμπέτες, παράσιτοι και υμνητές τους. Το μπουζούκι, χαρακτηριστικό όργανο του τεκέ, ήταν εξίσου κακόφημο με τον Μάγκα, και σχεδόν πάντα συνώνυμο της παρανομίας. Ο ρεμπέτης [που ρέμβαζε αενάως και ατάκτως] είναι ο άεργος, απείθαρχος, ημιπαράνομος τύπος της εποχής. Όμως, δεν έμελλε για πολύ ακόμα ο ρεμπέτης και το μπουζούκι να μένουν αποκλεισμένοι στο κοινωνικό περιθώριο...
Οι πρόσφυγες, μαζί με όλην τους την κουλτούρα κουβάλησαν και την μουσική της Μ.Ασίας, την τόσο βαθιά επηρεσμένη από τους λαούς της Μέσης Ανατολής. Όμως στην νέα Ελλάδα που δημιουργείται, δυο νέες κοινωνικές τάξεις αναδύονται και ισχυροποιούνται: Οι Αστοί και οι Εργάτες. Οι εξελίξεις τρέχουν γρήγορα. Οι παλιές αξίες αμφισβητούνται. Η πολιτιστική ποικιλότητα του Ελληνισμού, εννοποιείται και στρέφει το βλέμα προς την δύση - καθοριστικό πλέον παράγοντα των όποιων εξελιξεων. Μοιραία, τα πολύπλοκα, και απαιτητικά στο παίξιμο, μουσικά όργανα του Καφέ αμαν, που συν τοις άλλοις "μυρίζουν" Ανατολή, αρχίζουν σιγά-σιγά να χάνουν την απήχησή τους. Η νέα κουλτούρα, που συνδιαμορφώνουν οι πανέλληνες στην Αθήνα και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, αναζητά τον νέο εκφραστή της. Είναι η ώρα του Μπουζουκιού.
Το μπουζούκι [ από το Τούρκικο bozouk =λάθος, γιατί ήταν ένα ατελές για τα δεδομένα της Μ.Ασίας όργανο, που δεν μπορούσε να πάιξει σωστά] δεν είναι παρά ένα σάζι, ένας ταμπουράς, που στη θέση των κινητών Μπερντέδων [τα διαχωριστικά ελάσματα στο μανίκι του οργάνου] έχει τα σταθερά τάστα. Αυτό το γεγονός του αφαιρεί το πλεονέκτημα να αποδίδει τα μόρια [υποδιαιρέσεις των τόνων] που αποτελούν το χαρακτηριστικό γνώρισμα του μικρασιάτικου ήχου. Έτσι, το μπουζούκι προσιδιάζει περισσότερο στην δυτική - συγκερασμένη μουσική παρά στην Μικρασιατική.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και σε συνδιασμό με την δημοφιλία των Νταήδων [ που συγκροτούσαν μιαν άτυπη κλεφτουριά των πόλεων], το μπουζούκι άρχισε να αποχτά την συμπάθεια του λαού. Τόσο που η πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι αποτέλεσε τεράστια εμπορική επιτυχία. Οι ρεμπέτες, σιγά-σιγά βγαίνουν από τα στενά πλαίσια του τεκέ και της φυλακής [ κατ’ εξοχήν χώροι δημιουργίας ως τότε] και εμφανίζονται σε ταβέρνες, αρχικά ως πλανόδιοι Μουσικοί. Κι εκεί κάπου στις αρχές του ’30 ο
Μάρκος Βαμβακάρης κάνει την [δεύτερη μετά την δισκογραφία] υπέρβαση: Ιδρύει την πρώτη ορχήστρα με μπουζούκια!
Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς
Από τις μαρτυρίες προκύπτει πως ο Βαμβακάρης δυσκολεύτηκε πολύ να βρει μαγαζί για να εμφνιστεί η τετράδα. Μια τετράδα αστέρων του ρεμπέτικου. Ο ίδιος ο Μάρκος ήταν ο δημοφιλέστερος τότε δημιουργός με πλούσια, σχετικά, δισκογραφία. Ο
Ανέστης Δελιάς, ο βασικός σολίστας της τετράδας, ήταν το καλύτερο ίσως μπουζούκι της εποχής -προσωπικός ρεμπέτης του Μάγκα Νίκου Μάθεση. Ο
Στράτος Παγιουμτζής ήταν ο κορυφαίος ερμηνευτής, ο άνθρωπος που με την φωνή του σφράγισε την εποχή του ρεμπέτικου και αποτέλεσε πρότυπο για τους μετέπειτα αστέρες της λαϊκής μουσικής. Τέλος, ο
Γιώργος Μπάτης με τις αμέτρητες γνωριμίες του, την μακρά θητεία στις φυλακές και τους τεκέδες, ήταν η χατρακτηριστικότερη φιγόυρα του ρεμπέτη της εποχής... Όταν το 1941 ο Ανεστης Δελιάς θα πεθάνει από υπερβολική δόση ηρωίνης, [επαληθεύοντας το προφητικό του τραγούδι «Ο πόνος του Πρεζάκια»] θα αντικατασταθεί από τον δέυτερο μεγαλύτερο σολίστα της εποχής, τον Απόστολο Χατζηχρήστο.
Εν τω μεταξύ το ρεμπέτικο μεταλλάσεται. Από μουσική του περιθωρίου καθίσταται πλέον λαϊκή μουσική. Πλάι στην τετράδα κι άλλοι μουσικοί αρχίζουν να εμφανίζονται στις ταβέρνες και να ηχογραφούν δίσκους. Γιάννης Παπαιωάννου,
Βαγγέλης Παπάζογλου, Γιοβάν Τσαούς, Μπαγιαντέρας, Παναγιώτης Τούντας, και πολλοί άλλοι. Ήταν δε, τόση η απήχηση του ρεμπέτικου που, κατά τον Γ.Παπαϊωάννου, οι συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού [πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων] πανικοβλήθηκαν και φτάσαν στο σημείο να μισούν και να πολεμούν τους λαϊκούς δημιουργούς. Άλλοι πάλι, ηχογράφησαν , υπογράφοντας με ψευδώνυμα, τραγούδια ρεμπέτικου ύφους, ακόμα και με χασικλίδικα λόγια, όπως το "Είμαι πρεζάκιας" των Σώσου Ιωαννίδη και Αιμίλιου Σαββίδη που τραγουδά η ρεμπέτισσα
Ρόζα Εσκενάζη. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’30 θα εμφανιστεί στο προσκήνιο και ο
Βασίλης Τσιτσάνης. Αυτός θα χαράξει μια νέα φάση στην εξέλιξη της Λαίκής μουσικής....
Το άρθρο αυτό είναι μέρος του αφιερώματος που περιέχεται στη σελίδα
Music & music