Έπειτα θα πείτε πως έγινα μουσικός; Έγινα, έγινα με μια κρυφή ελπίδα, ότι εάν δε γίνω μεγάλος, το είχα βαθειά μες στην ψυχή μου αυτό, εάν δε γίνω μεγάλος, θα εγκαταλείψω γρήγορα. Δεν ήθελα τη μέση κατάσταση. Δεν την ήθελα.
"Αισθανόμουνα ταπεινός, πιο μικρός από τους άλλους ανθρώπους, γιατί ο μουσικός τότε είχε την κακή φήμη, ήτανε κείνο που λέμε, πήγαινε στα πανηγύρια κι ο καθένας κολλούσε τις δεκάρες, παίξε ρε, καταλαβαίνεται τώρα, μην πω και τα υπόλοιπα. Γι' αυτά κ' είχα μια φοβία, μια φοβία είχα, σε μια τέτοια κατάσταση βρισκόμουνα. Έπειτα θα πείτε πως έγινα μουσικός; Έγινα, έγινα με μια κρυφή ελπίδα, ότι εάν δε γίνω μεγάλος, το είχα βαθειά μες στην ψυχή μου αυτό, εάν δε γίνω μεγάλος, θα εγκαταλείψω γρήγορα. Δεν ήθελα τη μέση κατάσταση. Δεν την ήθελα. Εάν δεν ήμουνα αυτός που ήμουνα, κάτι άλλο θα ήμουνα, εκτός από μουσικός."
1. Μέρα μεγάλης θρησκευτικής γιορτής. Αγίου Αθανασίου, 18 Ιανουαρίου 1915. Αυτή είναι η γενέθλια μέρα του Βασίλη Τσιτσάνη, που έλαβε χώρα στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. (Η ημερομηνία γέννησης είναι η συμβατική που έχει δηλωθεί στο ληξιαρχείο),
Ηπειρώτικης καταγωγής, αφού και οι δύο του γονείς κατάγονται από την Ήπειρο.
Ο πατέρας του, Κώστας Τσατσάνης ή Τσιτσάνης, καταγότανε από τα Ιωάννινα, η δε μητέρα του Βικτωρία - Βίτω Λάζου ήταν Ζαγορίτισσα, από το Τσεπέλοβο.
Κοντά στα 1900, ο Κώστας Τσιτσάνης εγκαταλείπει τα Γιάννενα και την Ήπειρο, για να εγκατασταθεί οριστικά στα Τρίκαλα.
Τα Τρίκαλα ήσαν ήδη, από το 1881, προσαρτημένα στην ελεύθερη Ελλάδα, με αποτέλεσμα να αποτελεί για τους συνορίτες ηπειρώτες, σκαλοπάτι για καλλίτερη κι ελεύθερη ζωή, μακριά από την τουρκιά.
Τα Ιωάννινα, (αν και επισήμως από το 1878, στο Συνέδριο του Βερολίνου, παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα,) δεν κατάφεραν παρά στο 1913, να ενωθούν οριστικά και μάλιστα ύστερα από την πολύμηνη πολιορκία της πόλης από τον Ελληνικό Στρατό. Ημέρα Παράδοσης και Ένωσης των Ιωαννίνων, ήτανε η 21η Φεβρουαρίου 1913.
Η οικογένεια του Κώστα Τσιτσάνη, ύστερα από πόνους και θρήνους, ένεκα απώλειας μιας περίπου δεκάδας παιδιών τους, κατέληξε με τα ζώντα τρία αγόρια και το ένα κορίτσι τους, να συμπληρώνουν την οικογένεια και τα αδέρφια του Βασίλη.
Από τα δεκατέσσερα παιδιά της οικογένειας, αυτά ήσαν όσα επέζησαν: Νίκος, Χρήστος, Βασίλης και Τερψιχόρη.
Ένα παιδί τους, που έφυγε μεγάλο από τη ζωή, στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, κατά το έτος 1916, ήταν η αιτία ώστε, το νεογέννητο και μόλις ενός έτους παιδί τους, να λάβει στη μνήμη του το όνομά του, Βασίλης.
Το ίδιο είχε συμβεί και με τον αδερφό του Χρήστο.
Ο Χρήστος Τσιτσάνης, ο αδελφός του Βασίλη, που έπαιζε και αυτός μπουζούκι, ήταν επί σειρά ετών ιδιοκτήτης και ιδιο-απασχολούμενος στο οικογενειακό τους καφενείο στα Τρίκαλα, που έφερε την επωνυμία, Τσιτσάνης. Το μαγαζί είχε αρχικά ονομαστεί Μουριά, το άνοιξαν δε, μετά το θάνατο του πατέρα τους Κώστα. Βρισκότανε κοντά στο πατρικό τους σπίτι, επί της οδού Λαρίσης.
Το πατρικό τους σπίτι, που ο Κώστας Τσιτσάνης το έφτιαξε λίγο μετά την μετοίκησή τους από τα Ιωάννινα, ως δείγμα της άμεσης οικονομικής ευμάρειας στην οποία περιήλθε, βρισκότανε στη θέση Χιλιόμετρο, Απείχε ακριβώς ένα χιλιόμετρο από την Πόλη, ενώ έξω από το σπίτι τους βρισκότανε και η τοποθετημένη πέτρινη ένδειξη με τον αριθμό ένα -1-. Ο δρόμος αυτός είχε ονομαστεί οδός Λαρίσης, ενώ σήμερα φέρει το όνομα του τιμώμενου Τρικαλινού Συνθέτη, Βασίλη Τσιτσάνη.
Αργότερα, από το δικό του γάμο με τη Ζωή Σαμαρά, ο Βασίλης Τσιτσάνης θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Το επάγγελμα του πατέρα του ήταν τσαρουχάς. Ένας εξαίρετος κατασκευαστής τσαρουχιών, τσαγκάρης δηλαδή, με ειδίκευση στα υποδήματα αυτά, που τόσο χρησιμοποιούνταν από τους Ηπειρώτες, τους Θεσσαλούς αλλά και σχεδόν από όλους τους Έλληνες της υπαίθρου εκείνη την εποχή. Ο Κώστας Τσιτσάνης υπήρξε και εκ των βασικών προμηθευτών του Ελληνικού Στρατού και των Ευζώνων, έχοντας δε αποκτήσει και το όνομα του άριστου τεχνίτη, αύξαινε την πελατεία του κατά πολύ. Μέχρι και για το Παλάτι κατασκεύαζε τσαρούχια.
Είχε στην περιοχή των τσαρουχάδικων, στα Τρίκαλα, το δικό του εργαστήριο και κατάστημα, όπου και ασκούσε το επάγγελμα του τσαρουχά.
Τα καταστήματα, συνηθιζότανε τότε, κατά κάποιο τρόπο και σήμερα, να βρίσκονται κατά ομάδες και κατά είδος συναφές, είτε εμπορικά, είτε παροχής υπηρεσίας, σε αλυσίδες ομοιογένειας. Εμπορικά, ασπρορουχάδικα, τσαγκαράδικα, ψαράδικα, πεταλάδικα, σαμαράδικα, τσαρουχάδικα κ.λ.π.
Κατά τον ελεύθερο χρόνο του, ο Κώστας Τσιτσάνης, έπαιζε με το μαντολίνο του. Μία ιταλική μαντόλα. Με τη συνοδεία του μαντολίνου του τραγουδούσε κιόλας διάφορα παραδοσιακά, κατά προτίμηση κλέφτικα και άλλα δημοτικά άσματα, της Ελλάδας και της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ηπείρου.
Πληροφορίες που προέρχονται από σπουδαίους συντάκτες εργασιών, για τη ζωή και το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη, λένε πως ο Πατέρας Τσιτσάνης έπαιζε και άλλα είδη μουσικής, με το μαντολίνο του, που έφταναν στο μουσικό του ενδιαφέρον, είτε από την ταβέρνα που βρισκότανε πίσω από το σπίτι του, είτε από τους φωνογράφους, που είχαν αρχίσει να κατακτούν την ύπαιθρο διασκέδαση, είτε από τα πανηγύρια.
Δεν είναι καθόλου περίεργο μάλιστα, που αυτός ο ίδιος, (κατ' άλλους με κατοπινή εντολή του Βασίλη και βέβαια ύστερα από το θάνατο του πατέρα του,) έκανε τη μετατροπή της μαντόλας σε μπουζούκι, για να μπορεί να εκφράζεται περισσότερο, στις νέες ανάγκες και στα νέα μουσικά ακούσματα και ερεθίσματα.
Η απαγόρευση όμως, ρητή και κατηγορηματική από τον πατέρα Κώστα: όσο ζω, κανένας δεν αγγίζει το μαντολίνο, κανένας δεν αγγίζει το όργανο. Δεν είναι όργανο αυτό για σας.
Πολύ γρήγορα όμως, ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα Κώστα Τσιτσάνη, το 1926, φέρνει στα χέρια του μικρού εντεκάχρονου τότε, Βασίλη, το πολυπόθητο κι απαγορευμένο όργανό του, είτε από περιέργεια ή και από αφόρητο ζήλο, για να το αγγίζει και να το χρησιμοποιεί.
Όσο ζούσε ο πατέρας μου, δεν άφηνε κανέναν να το αγγίξει, έγραφε ο Τσιτσάνης. Μόνο μετά από το θάνατό του το 'πιασα στα χέρια μου και άρχισα να το σκαλίζω. Πρώτη φορά άγγιξαν τα χέρια στα τέλια του οργάνου. Είχα μαγευτεί. Δεν ξεκολλούσα ώρες ολόκληρες, δε μ' ενδιέφεραν τα παιχνίδια με τα παιδιά της γειτονιάς. Είχα απομονωθεί, ζούσα σ' ένα κόσμο μοναξιάς, απομονώσεως λόγω σκεπτικισμού και μπορώ να πω μελαγχολικού.
Από κει και πέρα και για τα σχεδόν πενήντα επόμενα χρόνια, ο μοναχικός δημιουργικός δρόμος του Τσιτσάνη, θα συνέχιζε να είναι, δύσβατος όσο οι λεωφόροι ενός πενταγράμμου, εύκολος όσο οι νότες που γράφονταν πάνω στις παρτιτούρες του, ελεύθερος σαν τα μουσικά του χελιδόνια που μαύριζαν το γαλάζιο του απέραντο μουσικό ουρανό.
Μην ακούτε βυζαντινή και Βαμβακάρη και ρεμπέτικα και δημοτικά, τίποτα απ’ όλα αυτά. Είχα δικό μου μουσικό κόσμο εγώ, θα πει πολύ αργότερα σε συνέντευξή του.
Θα συνεχιζότανε ο μοναχικός αυτός δρόμος, με τον ίδιο πάντα ταπεινό, πάντα μαχόμενο τρόπο του, για την υπόδειξη και τη διατήρηση του αληθινού δρόμου της μουσικής και του τραγουδιού, πάντα σκληρά εργαζόμενος, να σμιλεύει στην καλλιτεχνική έκφραση, τον έρωτα, τη χαρά και τη λύπη, την προσευχή και τη ζωή ολόκληρη, μέσα από τα τραγούδια του, μέσα από τις μουσικές του, μέσα από τις ψυχο-συνθετικές του αναζητήσεις, μέσα από τον ίδιο του το βίο.
Υπηρέτης, για σχεδόν πενήντα χρόνια, μιας ακούραστης εργατικότητας, που πήγαζε και ξεπετιότανε από: το μυαλό του, την ψυχή του, το ταλέντο του, την αδάμαστη κι ακαταμάχητη τελειομανία του, την καρδιά του.
Τα μουσικά του ακούσματα, αν και έζησε και μεγάλωσε στην επαρχία, είχαν να κάνουν με τις προσλαμβάνουσες εξ όσων ο πατέρας του και το περιβάλλον του τραγουδούσε και έπαιζε. Είχαν να κάνουν και με όσα ο ίδιος άκουγε και συνέλλεγε στον εισπρακτικό του μουσικό εγκέφαλο, μέσα από το σπίτι του, από τη μητέρα του, τα αδέρφια του, τους φίλους του, τη γειτονιά του, την Κεντρική Πλατεία, από τους διερχόμενους μουσικούς, από τις ταβέρνες, από τους ξενύχτηδες, από τις άμαξες, από τα πανηγύρια, τους γυρολόγους μουσικούς, τους γύφτους και τους τσιγγάνους, τους γάμους, τα βαφτίσια, τις στρατιωτικές μπάντες, τη φιλαρμονική, τις κηδείες.
Από παντού κι όσο μπορούσε, κατάφερνε, με τη συνεσταλμένη του παρατηρητικότητα, με την αθόρυβη μελαγχολία του, να περιδιαβαίνει και να συλλέγει, από την πληθωρική πολυπολιτισμική κοινωνία, που όλο ερχότανε, για να εγκατασταθεί εκεί και που αποτελούσε τον αναπτυσσόμενο αριθμητικά πληθυσμό και τη ραγδαία ανάπτυξη της Πρωτεύουσας της Κεντρικής Ελλάδας, της Ελεύθερης Ελλάδας και των Τρικάλων.
Το μαντολίνο του ο πατέρας Κώστας, όταν θα έχουν μεγαλώσει αρκετά τα παιδιά του, το πήγε μάλλον ο ίδιος, για να το μετατρέψει πια σε μπουζούκι, εμπιστευόμενος τον περίφημο διερχόμενο οργανοποιό, τον Καρύδα, που καταγότανε από τα Πετράλωνα της Αθήνας. Η αλλαγή του μπράτσου του, που έγινε μακρύτερο, αποκατάστησε πια τη μαντόλα σε μπουζούκι. Η μετατροπή πρέπει να έχει γίνει περί το 1922 – 1923.
Το μπουζούκι είχε ήδη, εκείνη την εποχή, μπει για τα καλά στα τραγούδια και τις ορχήστρες. Τα περισσότερα πια τραγούδια είχαν αρχίσει να γράφονται για το μπουζούκι, να παίζονται με το μπουζούκι, και να διαδίδονται με το όργανο αυτό.
Η σαφής τοποθέτηση του πατέρα, μακριά από το μπουζούκι, φέρνει, από πολύ νωρίς ακόμα, το Βασίλη Τσιτσάνη να έχει αρχίσει μαθήματα βιολιού, ενός οργάνου που, είτε ως απωθημένο το είχε ο πατέρας του, είτε που ως όργανο του καλού κόσμου το θεωρούσε, γράφοντάς τον να παρακολουθεί μαθήματα.
Η πρόοδος του μικρού ήταν απίστευτη. Το βιολί το έμαθε σε χρόνο καταπληκτικά κι απίστευτα γρήγορο, φέρνοντας το Βασίλη σε κάθε ευκαιρία, να λαμβάνει μέρος στις τοπικές εκδηλώσεις και γιορτές. Από την ευκολία με την οποία πέρναγε τα μαθήματα, όσο μάθαινε βιολί, ώθησε τον καθηγητή του, το Ράφαελ Γκιόσσα ή Ραφαήλ Γιόσσα, που ήταν Ιταλικής καταγωγής, να βάζει στο μυαλό και στα σχέδια του μικρού μαθητή του, προοπτικές και ιδέες, πως πρέπει να ασχοληθεί με την κλασική μουσική.
Από τότε, στο Γυμνάσιο ακόμα, είχε ήδη ξεκινήσει να διευθύνει τις σχολικές συναυλίες, αλλά και να παίζει στον τοπικό κινηματογράφο, Πανελλήνιον, με το τρίο Μπαρόνι.
Το Τρίο Μπαρόνι ήταν μουσικό σχήμα αποτελούμενο από τρία όργανα ή και περισσότερα, που όμως έπαιζαν οι ίδιοι αυτοί μουσικοί, που το μετακαλούσαν κατά τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, για να παίζει στα σινεμά. Μαέστρος ήταν ο Ιταλός Μπαρόνε.
Ο κινηματογράφος τότε ήταν βωβός, κατ' ανάγκη, κάποιος ή κάποιοι, έπαιζαν μουσική ζωντανά, ώστε να μη λιγοστεύει το ενδιαφέρον των θεατών, αλλά να συμπληρώνουν και να δίνουν και την ευχάριστη, ρομαντική, χαρμόσυνη, λυπητερή ή υποβλητική, μέσω της μουσικής τους, ατμόσφαιρα, στις βουβές σκηνές που προβάλλονταν στο λευκό πανί ή στον άσπρο τοίχο. Όλα αυτά περί το 1932 και το 1933, στον Κινηματογράφο Πανελλήνιον, με τον Τσιτσάνη στην ηλικία των 16, 17, 18 χρονών.
Ο τελειόφοιτος μαθητής ή ο μόλις απόφοιτος του Γυμνασίου, έπαιζε τότε, κάνοντας μία δουλειά του ποδαριού, για την εξοικονόμηση του όποιου τιμήματος, αλλά (ίσως) και γιατί ο δάσκαλός του Γιόσσα τον παρότρυνε να το κάνει ή και γιατί ο ίδιος του ο εαυτός τον οδηγούσε εκεί, από εσωτερική παρόρμηση, να βρίσκεται πάντα στο δρόμο του μέλλοντός του, πάντα κοντά στη μουσική και στη σκηνή.
Εγώ με τη μουσική θα ζήσω. Με το όργανο θα γίνω διάσημος. Αυτό είχε πει στους συμμαθητές του, μικρός ακόμα κι άγουρος.
Ο ίδιος ο Τσιτσάνης έλεγε πως κανένας δε φανταζότανε πως από δεξιοτέχνης του βιολιού, πως από την κλασικής μουσικής προοπτική, θα κατέληγε μπουζουξής.
Η αριστοκρατία των Τρικάλων με χλεύαζε. Ήμουν παιδάκι και με περιφρονούσαν. Εγώ όμως πήρα την εκδίκησή μου με τις μετέπειτα επιτυχίες μου.
Διάφορες μικροδουλειές είχε αναγκαστεί να κάνει, μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Διανομέας τοπικής εφημερίδας, καθαριότητα σε ταβέρνα με γραμμόφωνο, μικροθελήματα κι ότι μπορούσε να του αποφέρει κάποιο αντίτιμο οικονομικής φύσεως. Στην ταβέρνα Χαραυγή, του Καλαμπούκα, έπαιζε κιόλας κάποια βράδια, αργά, όταν είχαν ξωμείνει πίσω – πίσω, μόνο φαντάροι.
Ένεκα όλων αυτών αναφέρει χαρακτηριστικά:
αισθανόμουνα ταπεινός, πιο μικρός από τους άλλους ανθρώπους, γιατί ο μουσικός τότε είχε την κακή φήμη, ήτανε κείνο που λέμε, πήγαινε στα πανηγύρια κι ο καθένας κολλούσε τις δεκάρες, παίξε ρε, καταλαβαίνεται τώρα, μην πω και τα υπόλοιπα. Γι' αυτά κ' είχα μια φοβία, μια φοβία είχα, σε μια τέτοια κατάσταση βρισκόμουνα. Έπειτα θα πείτε πως έγινα μουσικός; Έγινα, έγινα με μια κρυφή ελπίδα, ότι εάν δε γίνω μεγάλος, το είχα βαθειά μες στην ψυχή μου αυτό, εάν δε γίνω μεγάλος, θα εγκαταλείψω γρήγορα. Δεν ήθελα τη μέση κατάσταση. Δεν την ήθελα. Εάν δεν ήμουνα αυτός που ήμουνα, κάτι άλλο θα ήμουνα, εκτός από μουσικός.
2. Πολύ γρήγορα όμως, το ανέντιμο και απαγορευμένο μπουζούκι, το χωρίς υπόληψη αυτό μουσικό όργανο, από την εποχή εκείνη, μέσα από την κλειστή κοινωνία της περιοχής των Τρικάλων, τον κυρίευσε και τελικά ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με αυτό.
Από την ηλικία των 15 ετών, έχει κιόλας συνθέσει, τα πρώτα του τραγούδια πάνω σε αυτό, τα οποία δεν είναι και ολίγα.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, 1934, ύστερα από την επιτυχή περίοδο επανεξέτασής του ως μετεξεταστέου, έχει αρχίσει ήδη την ετοιμασία του για τη μεγάλη φυγή. Προορισμός η Αθήνα. Σκοπός οι σπουδές στη Νομική. Ήθελε να γίνει δικηγόρος.
Όμως οι σπουδές του και τα δικαστικά έδρανα και οι αίθουσες
των δικαστηρίων τον περιμένουν ακόμα, αφού η μουσική τον κέρδισε, βιοποριστικά, καλλιτεχνικά και οριστικά.
Έχοντας λοιπόν γράψει τα πρώτα του τραγούδια από το Γυμνάσιο ήδη, επηρεασμένος από τα ακούσματά του, Βαγγέλη Παπάζογλου και Μάρκο Βαμβακάρη, έχοντας το μουσικό του δισάκι γεμάτο, ξεκινάει να δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά, απ' όπου συγκέντρωνε χρήματα για τα προσωπικά του έξοδα, αλλά και για να στέλνει και κάποια από αυτά τα χρήματα, πίσω, στη μητέρα του και στα αδέρφια του, αποδίδοντας την οικονομική του υποστήριξη, στα Τρίκαλα.
Από μαγαζί σε μαγαζί κι από στέκι σε στέκι, έφτασε σ' ένα ταβερνάκι, στον Πλάτανο, κοντά στο σταθμό Λαρίσης, όπου διάφοροι φοιτητές συγκεντρώνονταν για να φάνε, αλλά που και που, παίζανε και κάποια τραγουδάκια.
Η ανακάλυψη δεν άργησε να έρθει.
Ο μαέστρος Μισαηλίδης, ερχότανε και με άκουγε εκεί στον Πλάτανο, χωρίς να το ξέρω εγώ. Κάποια μέρα με πλησίασε, μου έδωσε την κάρτα του και μου είπε να πάω στην Εταιρεία για ακρόαση. Πήγα και έπαιξα όλα μου τα κομμάτια, που είχα μέχρι τότε, 30 με 40 τραγούδια. Ύστερα ηχογράφησα ένα τραγούδι κατ' επιθυμία της εταιρείας, του Περδικόπουλου, Σιγά καλέ μου την άμαξα, όπου έπαιξα μπουζούκι. Αυτά όσον αφορά την Columbia.
Αυτή είναι η πρώτη του ηχογραφημένη δουλειά και παρουσία, στη δισκογραφία. Νωρίτερα όμως, είχε ήδη γράψει το πρώτο τραγούδι στην ODEON, με τον αξέχαστο Μάρκο Βαμβακάρη, Να γιατί Γυρνώ μεσ' την Αθήνα.
Στο μαγαζί Τα Μπιζέλια, στον Κολωνό, ήταν που έπαιξε ύστερα από τις ηχογραφήσεις, όπου και συναντήθηκε στο πάλκο με τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο.
Ο Δημήτρης Περδικόπουλος, υπήρξε πολύ αδικημένος παρ’ ό,τι σπουδαίος καλλιτέχνης και πάρα πολύ καλός μουσικός και τραγουδιστής. Μαζί με τον Περδικόπουλο και ο Βασίλης Τσιτσάνης. Έπαιξαν σε πολλά μαγαζιά της Αθήνας.
Με τον Περδικόπουλο, είχαν συναντηθεί ενωρίτερα ακόμα. Όταν, στα Τρίκαλα, σε πανηγύρι της περιοχής, 14 Σεπτεμβρίου 1934, (μάλλον του Σταυρού),είχε πάει ο Περδικόπουλος, ως γυρολόγος τραγουδιστής, για να τραγουδήσει δημοτικά και παραδοσιακά τραγούδια.
Ο μικρός τότε επαρχιώτης, Βασίλης Τσιτσάνης, με κάποιο τρόπο τον πλησίασε και για να του δείξει τις ικανότητές του, ανάγκασε τον Περδικόπουλο να τον ακούσει.
Του άρεσε και του πρότεινε να τον πάρει μαζί του στη Λαμία, στο επόμενο πανηγύρι, όπως κι έγινε, όπου τον ανέβασε στο πάλκο για να παίξει.
Το βάπτισμα του πάλκου είχε παρθεί. Ύστερα ήταν που του είπε, πως αν κατέβει Αθήνα να πάει να τον βρει, μαζί με το μπουζούκι του.
Ο Περδικόπουλος, συνάντησε τον Βασίλη, μετά την κάθοδό του στην Αθήνα και τον οδηγεί στην ODEON του Παναγιώτη Τούντα. Εκεί, το 1937, ηχογραφούνται τα: Σ' έναν τεκέ μπουκάρανε, ζεϊμπέκικο του Τσιτσάνη και το Σιγά καλέ μου την άμαξα, του Περδικόπουλου. Έτσι το πρώτο τραγούδι της μουσικής σταδιοδρομίας του Τσιτσάνη είχε ήδη εγγραφεί. Ο Βασίλης Τσιτσάνης 1936–1937 πολιτογραφήθηκε στο Ελληνικό Τραγούδι.
Υπάρχει πάντως μία κάποια σύγχυση σχετικά με το πιο ήταν το πρώτο του τραγούδι.
Αν όμως παρακολουθήσουμε τα λεγόμενα του ίδιου του Τσιτσάνη, σε συνεντεύξεις ή από τις μαρτυρίες που έχουν οι συγγραφείς των βιβλίων προς τιμή του, θα διαπιστώσουμε και την αλήθεια αλλά και την κάποια σύγχυση, που από τον ίδιο τον Τσιτσάνη λαμβάνουμε. Μέσα από τις προφορικές του δηλώσεις και συνεντεύξεις, σκοπίμως σχεδόν παράγεται κι αναπαράγεται μία σύγχυση. Όχι σε ένα μόνο αντικείμενο. Αυτό συμβαίνει με πολλά καίρια σημεία της ζωής του, της προσωπικής αλλά και της καλλιτεχνικής του. Αυτό συμβαίνει όμως ακόμα και με την γνησιότητα πατρότητας των διαφόρων τραγουδιών του, πάντα όμως στιχουργικά. Διάφοροι, κατά καιρούς, διεκδίκησαν στίχους επιτυχημένων τραγουδιών του Τσιτσάνη, ως δικούς τους, που άλλοτε δικαιώθηκαν κι άλλοτε όχι. Περισσότερες ήσαν όμως αυτές οι φορές, που δεν δικαιώθηκαν οι επίδοξοι διεκδικητές.
Το πρώτο ρεμπέτικο που άκουσε, ήταν όπως θυμάται ο ίδιος, μάλλον του Μάρκου. Αυτά που τον γοήτευσαν όμως ήσαν τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου, που ποτέ του όμως δε γνώρισε.
Ξεκίνησε κάτω από την επιρροή του Παπάζογλου, τον οποίο διαρκώς εξυμνούσε, για τους μουσικούς του τρόπους. Συνέχισε όμως στους καλλιτεχνικούς δρόμους που είχε ανοίξει, διδάξει, διαλαλήσει, ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Της καθόδου του Βασίλη Τσιτσάνη στην Αθήνα, έχει προηγηθεί η Λογοκρισία, η οποία συνεχίζει να ισχύει, αν και δεν έχει ακόμα νομοθετηθεί, αλλά συνεχίζεται. Οι μουσικές απαγορεύσεις συνεχίζονται, τα εμβατήρια δίνουνε και παίρνουνε, αναγκάζοντας το νέο συνθέτη, στο να μην έχει την ανταπόκριση που θα έπρεπε.
Στο άμεσο διάστημα που ακολούθησε και μέχρι το 1940, συνεχίζει τις ηχογραφήσεις του, με τον Περδικόπουλο, αλλά και με τις φωνές των μεγάλων της εποχής εκείνης, Μάρκο Βαμβακάρη, Στέλιο Κερομύτη, Στράτο Παγιουμτζή, Στελλάκη Περπινιάδη.
Στις ηχογραφήσεις αυτές, ο Τσιτσάνης, που ήτανε και ο μεταρρυθμιστής του καθεστώτος τρόπου, τραγουδούσε στους δίσκους και ο ίδιος, κάνοντας σιγόντο, κρατώντας δεύτερη φωνή για τον εαυτό του.
Το 1938 κατατάσσεται στις τάξεις του Στρατού. Ραδιοτηλεγραφητής. Ο Χαρίλαος Φλωράκης θυμάται πως υπηρετούσαν μαζί. Κάθε βράδυ σχεδόν ο Τσιτσάνης την κοπάναγε, είτε μόνος του αυτός, είτε με τη συνοδεία φίλου του συναδέλφου, -μάλλον το Γιώργο Τσανάκα εννοεί, - πηδώντας το σύρμα κι έφευγε για να πάει να δουλέψει έξω σε κάποιο μαγαζί ή για να διασκεδάσει ή για να κατέβει στην Αθήνα, με τις σαρανταοχτάωρες που έπαιρνε για να ηχογραφεί στις εταιρείες. Μέχρι τα ξημερώματα. Κάποιες φορές όμως, παραβίαζε κανονικά τις εξόδους και τις άδειες, με αποτέλεσμα να γίνεται αντιληπτός και να τιμωρείται δεόντως και φυσικά με πειθαρχείο. Τον τσάκωσε λοιπόν ο επιλοχίας κατά την επιστροφή του, τον ρώτησε τι θέλει στα σύρματα της περίφραξης κι ο Τσιτσάνης του απάντησε: τηλεγραφητής δεν είμαι; Λόγω ειδικότητας. Να δω τα σύρματα και να τα επιθεωρήσω αν δουλεύουν σωστά κι αν είναι στη θέση τους.
Τη συνέχεια την ήξεραν όλοι, ο Βασίλης ο τηλεγραφητής πολύ καλύτερα, Πειθαρχείο.
Εκεί στο πειθαρχείο, μετά τη δεκαήμερη που έφαγε, έγραψε και τρία τέσσερα τραγούδια, αριστουργηματικά. Τρία που τα ονόμασαν της φυγής: Με λικέρ και με σαμπάνια, Ο Τσιτσάνης στη ζούγκλα, Ο Τσιτσάνης στο Μόντε Κάρλο.
Στο πειθαρχείο είχε γνωριστεί με τον Γιώργο Τσανάκα που έπαιζε πολύ καλή κιθάρα και είχε όμορφη φωνή, με τον οποίο δούλεψαν μαζί, αργότερα, σε πολλά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης.
Ξεχασμένος κάποτε στο πειθαρχείο, έγραφε και δοκίμαζε με το μπουζούκι του νέα τραγούδια, όταν πείνασε, καταλαβαίνοντας πως δεν του έχουνε φέρει φαγητό. Απ’ το παράθυρο φωνάζει το φύλακα, εεε με ξεχάσατε; Πείνασα… εδώ το έχω, πολύ ώρα τώρα… και γιατί δε μου το ’φερες; Σ’ άκουσα που έπαιζες δεν ήθελα να σε διακόψω… έτσι με τον Τσανάκα έγιναν πολύ φίλοι, έγινε ο προσωπικός του κιθαρίστας, συνδέθηκαν οικογενειακά και λίγο αργότερα έγιναν κουμπάροι.
Με τη λήξη της θητείας του, κατεβαίνει στην Αθήνα όπου αμέσως καταγράφει σε δίσκους μερικά από τα σπουδαιότερα τραγούδια του. Τα τραγούδια αυτά αποτελούν κοσμήματα και για ολόκληρη την Ελληνική Δισκογραφία γενικότερα. Τα τραγούδια αυτά ήσαν όσα είχε γράψει σε αυτήν ακριβώς την περίοδο του στρατού και δη, τα περισσότερα, στο πειθαρχείο του Τάγματος Τηλεγραφητών.
Με την εκδήλωση του Πολέμου φεύγει στο Μέτωπο της Αλβανίας. Μία σύμπτωση τον φέρνει νωρίτερα από τη ήττα, να βρίσκεται στα Ιωάννινα και από κει στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Μετά την ήττα από τους Γερμανούς, πηγαίνει για λίγο στα Τρίκαλα όπου βρίσκει το σπίτι του μισο-γκρεμισμένο και αναχωρεί ξανά για τη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει δικό του μαγαζί, το Ουζερί ο Τσιτσάνης, Χειμώνας του 1941. Κατ’ άλλους Φθινόπωρο 1942. Το μαγαζί αυτό, παρ’ όλη τη ναζιστική πολεμική περίοδο, ανέλπιστα, πήγε πολύ καλά, όχι τόσο οικονομικά, μιας και όλα βρίσκονταν στη μαύρη αγορά, αλλά επειδή ήταν γραφτό να γίνει σημείο αναφοράς. Ένα στέκι σημαντικό, απ' αυτά της Θεσσαλονίκης, που παρουσιάζονταν οι καλλιτέχνες, αλλά και κρυφό σημείο της Εθνικής Αντίστασης. Υπήρξε όμως και το θερμοκήπιο όπου ο Τσιτσάνης ανέπτυξε τη μουσικο-καλλιτεχνική δημιουργία του, γράφοντας πια το όνομά του στην ιστορία της Πόλης.
Σύμφωνα με την έννοια και την αξία της Αρχαίας Ελληνικής Αρετής, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ως Άνθρωπος, πολίτης της Χώρας του, τίμησε κατά πολύ με την παρουσία του και το έργο του, το Λαό της, τον πολιτισμό της, την ιστορία της και τις Πόλεις, όλες, μία προς μία, που τον φιλοξενήσανε, με τη σχεδόν μισού αιώνα πορεία του, με την άξια συνολική παρουσία του.
Στις αποδιδόμενες ιδιότητες της Αρετής, υπάρχει και η τιμή που έπρεπε να προσφέρει κάποιος, σε κάποια πόλη, αν ήθελε εξ αυτής, να του αποδοθούν τιμές και να καταστεί για αυτήν, ο ξεχωριστός της.
Με την έννοια της Αρχαίας Ελληνικής Αρετής, ο Τσιτσάνης υπήρξε άξιο στέλεχος και μέλος της Ελληνικής Κοινωνίας.
Τρίκαλα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ελλάδα.
Τον τίμησαν με την φιλοξενία τους, τον τίμησαν και ηθικά, αργά, αλλά τον τίμησαν, ενώ αυτός ανταπέδωσε, το μέγιστο ανθρωπίνως δυνατό, αντίτιμό του.
3. Το ουζερί Τσιτσάνης βρισκότανε στην οδό Παύλου Μελά 21. Στην ίδια αυτή περίοδο, την περίοδο της διαμονής του στη Θεσσαλονίκη, ο Τσιτσάνης εργάστηκε και εμφανίστηκε και σε διάφορα άλλα μαγαζιά και Κέντρα της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη σημάδεψε το Βασίλη Τσιτσάνη.
Η περίοδος αυτή, όμως, έμελλε να σημαδέψει και την εξέλιξη και τη μετέπειτα Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού, ώστε να φτάσουμε μέχρι και την Πατριαρχική, εξ αυτού ίδρυση κι εγκαινίαση του Νέου πλέον Τραγουδιού, της Νέας Μόδας, του Ελληνικού Λαϊκού Τραγουδιού.
Στη Θεσσαλονίκη συνεχίζει την παραγωγή τραγουδιών με συνθέσεις και στίχους δικούς του, που τα παρουσιάζει στην κατεχόμενη πόλη, στα διάφορα μαγαζιά της, αλλά που τα ηχογράφησε, τα περισσότερα εξ αυτών, μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, κάνοντας αρχή από το 1946, όταν πλέον είχαν ανοίξει πάλι τα εργοστάσια κοπής δίσκων και αφού επέστρεψε στην Αθήνα.
4. Η Θεσσαλονίκη, η πόλη αυτή του Ελληνικού Βορρά, πάντα στην Ιστορία της, υπήρξε συνδεδεμένη με στενούς δεσμούς, με τα Βαλκάνια, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Από τους γύρω αυτούς λαούς, από την πολυσπερμία που χαρακτήριζε τον πληθυσμό της – τους πληθυσμούς της,- είχε δεχτεί από ιδρύσεώς της, στη Νεότερη Ιστορία της και από τις αρχές του προηγούμενου 20ου αιώνα, τη φυσική μουσική επιρροή και του Μικρασιάτικου και του Πολίτικου και του Σμυρναίικου και του Ρεμπέτικου Τραγουδιού, που είχαν πρωτογεννηθεί σε αυτές τις Απέναντι Ελληνικές Πόλεις της Αρχαιότητας. Οι μουσικές αυτές και τα τραγούδια αυτά, - Ελληνικά Καλλιεργημένα Ρεύματα και Τρόποι -, ήρθαν εδώ μαζί με τους μετανάστες, τους εμπόρους, τους ναυτικούς, αλλά και ύστερα από το Μεγάλο Διωγμό του 1922, της Καταστροφής της Σμύρνης. Όμως δεν έμειναν εδώ, απλώθηκαν σε όλα τα σημεία της Ελεύθερης Ελλάδας, με τους εκδιωχθέντες πρόσφυγες, να περιπλανώνται ανά την Ελλάδα, έχοντας μαζί τους και τους ερασιτέχνες τους ή επαγγελματίες μουσικούς τους. Επειδή η ζωή συνεχίζεται, άλλοι εκ των μουσικών αυτών, σιγανο-τραγουδούσαν στις αυλές τους και στα καφενεία και τα καφέ αμάν που υπήρχανε ή σε αυτά που δημιουργήθηκαν, ενώ άλλοι πιο σπουδαγμένοι, ανέλαβαν και επαγγελματικά την υπόθεση του τραγουδιού. Τα όργανα που έφεραν μαζί τους, τα όργανα με τα οποία έπαιζαν οι Σμυρνιοί οι Πολίτες κ’ οι άλλοι, δε διέφεραν και πολύ από αυτά που ακούγονται στις ηχογραφήσεις που είχαν γίνει στη Σμύρνη πριν από το 1922 και ήσαν βιολί, σαντούρι, μαντολίνο, κιθάρα. Επίσης το βιολοντσέλο, το πιάνο, το ντέφι και το ούτι, δεν είναι τόσο συχνά και δεν ακούγονται παρά σποραδικά σε κάποιες ηχογραφήσεις. Λιγότερο ή καθόλου, ακούγονται η λύρα, η κόψα (έγχορδο, έμοιαζε με λαούτο, μάλλον ρουμανικό), η άρπα, αλλά και αρμόνικα, κλαρίνο, τουμπελέκι, νταούλι, ζίλια.
Μέσα και κάτω από όλες αυτές τις νέες μουσικές επιρροές, βρίσκονται να είναι τα ακούσματα, των εγχώριων μουσικών, αλλά και των εκπαιδευόμενων μουσικά νέων, όσων μπορούσαν για κείνη την περίοδο να παρακολουθούν μουσικά μαθήματα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ακούει από το περιβάλλον, παρακολουθεί τον πατέρα του, εκπαιδεύεται στο βιολί, παραλαμβάνει το μαντολινο-μπουζούκι του πατέρα του και αναπτύσσει αυτόν τον ξεχωριστό μουσικό του κόσμο.
Τον κόσμο του που έμελλε να φέρει και την οριστική επανάσταση στο Ελληνικό Τραγούδι. Να καταφέρει να δημιουργήσει το Λαϊκό Ελληνικό Τραγούδι.
Οι περιπλανώμενες ορχήστρες, που έφταναν κατά καιρούς στα Τρίκαλα, τα πιο οργανωμένα ευκαιριακά πανηγύρια, οι πλανόδιοι γραμμοφωνατζήδες, είναι εκείνα τα πρώτα ερεθίσματα του Βασίλη Τσιτσάνη.
Ο Συνθέτης ήξερε να συνθέτει, πολύ δε περισσότερο ήξερε να μην ανασυνθέτει ό,τι άκουγε, αλλά να το μεθερμηνεύει. Ήξερε πολύ καλά να συρράπτει, με τον δημιουργικό επεξεργαστικό νου του, φέρνοντας στην επιφάνεια εκείνο που οι άλλοι, απλά δεν έβλεπαν ή δεν ήξεραν τον τρόπο για να το κάνουν.
5. Ο κατάλογος αυτός που ακολουθεί, αφορά σε τραγούδια που ομολογεί ο ίδιος, ο Τσιτσάνης, πως έγραψε στην περίοδο της κατοχής, στη Θεσσαλονίκη.
Αλφαβητικά:
Αραπίνες, Αχάριστη, Βάρκα γιαλό, Εγώ πληρώνω τα μάτια π' αγαπώ, Ζητιάνος της αγάπης, Η λιτανεία του μάγκα, Η Μαγκιόρα, Μπαξέ τσιφλίκι, Ντερμπεντέρισσα, Νύχτες μαγικές, Συννεφιασμένη Κυριακή, Τα Πέριξ, Το σταυροδρόμι, Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις,
Μερικά μόνο, από τα τραγούδια του, που τα έγραψε, τα τραγούδησε, τα έκανε γνωστές επιτυχίες, εκείνη την περίοδο στο Ουζερί Τσιτσάνης, που τα τραγουδούσαν σε ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη, αλλά και που είχαν ήδη διαδοθεί και στη υπόλοιπη Ελλάδα. Κυρίως στα στέκια της Αθήνας και του Πειραιά.
Να μην ξεχνάμε πως τα τραγούδια ταξιδεύουν μαζί με τους πλανόδιους μουσικούς, με τους ναυτικούς, τους εμπόρους, αλλά και τους επαγγελματίες μουσικούς, που έφταναν κατά καιρούς και στην περίοδο της κατοχής στη Θεσσαλονίκη, προς επιβίωση.
Με αυτά τα τραγούδια, προσπαθεί να αντιπαρατεθεί απέναντι στο ισχυρό τείχος που έχει αναπτυχθεί κιόλας, εκ των συγχρόνων του δημιουργών, που αποτελείται από τους: Απόστολο Καλδάρα, Γεράσιμο Κλουβάτο, Γιώργο Μητσάκη, Μπάμπη Μπακάλη, Μανώλη Χιώτη και τη σχολή εκείνη που είχε δημιουργηθεί στο μεταξύ, στην Αθήνα και στον Πειραιά, κατά την απουσία του και μέχρι την επιστροφή του.
6. Ο Νέαρχος Γεωργιάδης παρουσιάζει τον Ιανουάριο του 2008, ένα άγνωστο αντιστασιακό τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη.
Λίγα Ιστορικά: Το 1943, αφού η Ιταλία συνθηκολόγησε, η Μεραρχία Πινερόλι παραδίδεται στους αντάρτες, ολόκληρη και με τα όπλα της. Πολλοί απ' αυτούς τους Ιταλούς που παραδόθηκαν, προσχώρησαν και εντάχθηκαν στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης της Ελλάδας, πολεμώντας στη συνέχεια κατά των Γερμανών. Οι αντάρτες των Τρικάλων και της πέριξ περιοχής μαζεύονται σε ένδειξη εορτασμού, στην Πύλη Τρικάλων, μαζί με πολύ κόσμο από τους κατοίκους. Ο Καπετάν Κόζιακας, ήταν επικεφαλής τμήματος φουστανελοφόρων, που είχε την ονομασία Ευζωνικό.
Το ψευδώνυμό του το είχε πάρει από το όρος Κόζιακας, που δεν είναι άλλο από το Αρχαίο Ελληνικό Όρος Κερκέτιον. Εκτείνεται στο Ανατολικό Άκρο της Κεντρικής Πίνδου, ανήκει δε στο Νομό Τρικάλων.
Ο Βασίλης με την ορχήστρα του, φεύγει επί τούτου από τη Θεσσαλονίκη και πηγαίνει στα Τρίκαλα, -ύστερα φυσικά από επίμονη πρόσκληση και πίεση του ΕΑΜ,- στην Πύλη, για την υποδοχή και για να συμμετάσχει και αυτός, σ' αυτήν την εκδήλωση, όπου εκεί,
παίζουν και τραγουδούν, αυτός και οι άνθρωποί του, δημοτικά, παραδοσιακά διάφορα, ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια. Πολλά ήσαν τα κομμάτια που παίξανε εκείνη την ημέρα.
Στην επίσκεψή του αυτή τον είχαν ακολουθήσει όλοι από την οικογένειά του, η Ζωή και ο αδερφός της.
Από τη μνήμη του αυτόπτη και αυτήκοου αντάρτη, Σπύρου Οικονόμου, διασώθηκαν οι στίχοι ενός τραγουδιού που ο Τσιτσάνης συνέταξε και σύνθεσε εκείνη τη στιγμή, για κείνη την περίσταση.
Καλώς τα τ’ ανταρτόπουλα
απ' τα νερά τα κρύα
που πολεμάνε στα βουνά
για την ελευθερία.
Κατέβηκε κι ο Κόζιακας
απάνω απ' το βουνό
παρέλαση να κάνει
με το ευζωνικό.
Εδιάλεξε παιδάκια
με μάτια γαλανά
ξέρουν να πολεμάνε
για την ελευθεριά.
Υπάρχει όμως και δεύτερη καταγεγραμμένη εκδοχή, ίσως η πιο σωστή, που είναι:
Καλώς τα, τα ανταρτάκια μας
απ’ τα νερά τα κρύα
που πολεμούσαν στα βουνά
για την Ελευθερία
Κατέβηκε ο Κόζιακας
ψηλά απ’ το βουνό
να κάνουνε παρέλαση
με το ευζωνικό
Διάλεξε παιδάκια
με μάτια γαλανά
που ξέρουν να πολεμάνε
για την ελευθεριά..
Πληροφορία του Σπύρου Οικονόμου, αντάρτη του ΕΛΑΣ, που προκύπτει από προσωπικό σχόλιο του υιού του, Ερευνητή – Φωτογράφου, Μίμη Σπύρου Οικονόμου στο http://panosz.wordpress.com/2009/11/27/civil_war-32/
Αυτοί είναι οι στίχοι, όμως δεν έχει σωθεί η μουσική του. Κατά μαρτυρία, η μελωδία ήταν ρεμπέτικη.
Ο Καπετάν Κόζιακας – Θωμάς Πάλλας το κανονικό του όνομα, αργότερα, καταδικάστηκε τρις εις θάνατον, ενώ η εκτέλεση του τελέστηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Είχε γεννηθεί το 1917 και εκτελέστηκε το 1949. Υπήρξε το πρώτο μάλλον θύμα, μετά την υπογραφή για τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Θεωρείτο και θεωρείται ως ο στυλοβάτης και ο υποστηρικτής της ανάπτυξης του σπουδαίου κορμού της Αντίστασης και των τμημάτων αντάρτικου στη Θεσσαλία. Η δράση του έφτασε μέχρι την Ήπειρο αλλά και στη Δράμα.
7. Να σημειωθεί πως ο Τσιτσάνης κατά την περίοδο της διαμονής του στη Θεσσαλονίκη, τη χρησιμοποίησε πολλές φορές ως έδρα και αφετηρία, για να κάνει τις διάφορες εξορμήσεις του, στους γύρω νομούς και στις πόλεις, όπου έπαιζε με την ορχήστρα του και τραγουδούσε τα κομμάτια του, σε γιορτές, πανηγύρια, γάμους κι όπου τον καλούσαν, για να εξασφαλίζει τα προς το ζην.
8. Στη Θεσσαλονίκη ο Τσιτσάνης, είχε δουλέψει και εμφανιστεί σε πολλά μαγαζιά, όπως στην Ταβέρνα του Μακρίδη, μία μάντρα στο τέρμα Χαριλάου, στους Χορτατζήδες στο γήπεδο του Ηρακλή, στη Μεγάλη Ταβέρνα Αετός δίπλα στο σινεμά Ιλίσια, στη Φωλιά, στην Ταβέρνα του Κέρκυρα, αυτό ήτανε το όνομα του ιδιοκτήτη, κοντά στο Σινέ Ίλιον επί της οδού Ειρήνης, -εκεί κατέφυγε κυνηγημένος ο Τάκης Μπίνης, να ζητήσει βοήθεια από τον Τσιτσάνη, επειδή τον έψαχναν για να τον σκοτώσουν οι ταγματασφαλίτες και Γερμανοί αφού ήταν δηλωμένος κομμουνιστής. Αυτό θα συμβεί και δεύτερη φορά αργότερα, στην κατοχή, όταν τον πάλι τον κυνηγούσανε οι ταγματασφαλίτες. Τον Τάκη Μπίνη πρέπει να τον είχε γνωρίσει από τη θητεία του, στους τηλεγραφητές, όταν τον είχαν εκεί φυλακίσει οι Μεταξικές αρχές επειδή είχε αρνηθεί να ενταχθεί στην ΕΟΝ, αυτός, όπως και άλλα παιδιά της ηλικίας του. Όταν τον κλείσανε εκεί, στο στρατόπεδο, είχε ήδη βασανιστεί απάνθρωπα από το καθεστώς της τετάρτης Αυγούστου του Μεταξά. Επίσης ο Τσιτσάνης, δούλεψε στην Ταβέρνα Έλατος, στην Ταβέρνα Χατζημπαχτσές, στην Ταβέρνα του Παράσχου, στην άλλη Μεγάλη Ταβέρνα της Θεσσαλονίκης Μιμόζα στην Ερμού, στο Κέντρο Πράσινος Μύλος στη Βάρνα, στην Ταβέρνα Το Αμπέλι που ήταν επίσης Μεγάλο Μαγαζί, μέχρι το 1946, λίγο πριν φύγει για να επιστρέψει στην Αθήνα και φυσικά στην Ταβέρνα Κούτσουρα στη Μάντρα του Δαλαμάγκα, ιδιοκτήτης της οποίας ήταν ο Γιώργος Δαλαμάγκας. Από το 1936 μέχρι το 1946, κράτησε ο Δαλαμάγκας την ιστορική αυτή ταβέρνα, που βρισκότανε στη συμβολή Νικηφόρου Φωκά και Τσιμισκή. Αργότερα μεταφέρθηκε στην οδό Αγίας Σοφίας 22, όπου έμεινε μέχρι το 1958. Μετά την οικονομική του κατάρρευση, ο Δαλαμάγκας, δούλευε σε ξένες ταβέρνες, μέχρι που το 1968 πέθανε σε γηροκομείο, στο Λεμπέτ της Θεσσαλονίκης. Οι φήμες τον θέλουν Άρχοντα και ανοιχτοχέρη.
Στου Δαλαμάγκα ο Τσιτσάνης είχε συμφωνία για τις εμφανίσεις του, από το Μάιο του 1942, όχι με αμοιβή μεροκάματου, αλλά με ποσοστά.
Στα Κούτσουρα είχαν εμφανιστεί και οι Παπαϊωάννου, Βαμβακάρης, κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής Κατοχής.
Την εποχή της διαμονής του στη Θεσσαλονίκη, προπολεμικά αλλά και στη διάρκεια της Κατοχής, ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε συνδεθεί ιδιαίτερα πολύ με τον ιδιότυπο αστυνομικό Νίκο Μουσχουντή, ο οποίος στην κυριολεξία έγινε ο σπουδαιότερος και πιο ένθερμος υποστηρικτής του και οπαδός του, αλλά και που έσωσε ή προστάτεψε, το ρεμπέτικο τραγούδι σε αυτήν την πόλη.
Εδώ έπαιξαν ακόμα και οι πιο απαγορευμένοι, όπως η θρυλική τετράδα του Πειραιά, Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Ανέστης Δελη(ι)άς, Στράτος Παγιουμτζής, με την ανοχή πάντα του Νίκου Μουσχουντή.
Στη Θεσσαλονίκη ο Τσιτσάνης, με τα τραγούδια του, το ταλέντο του, τη φαντασία του, τσάκισε στην ουσία το ρεμπέτικο, μέσα στην φυσική του κοιτίδα. Αφού, όπως αλλού αναφέρω, οι εδώ καταβολές του Σμυρναίικου, ήσαν ταυτόχρονες με τη θεμελίωση αυτής της ίδιας της Πόλης. Ύστερα το διέλυσε, το ανασύνταξε και το οικειοποιήθηκε και στην πρώτη Μητρόπολή του, τον Πειραιά και στην Αθήνα, όταν ξανακατέβηκε εκεί, μετά την αποχώρησή του από την Θεσσαλονίκη.
9. Ο Μουσχουντής είχε ιδιαίτερη αγάπη κι εκτίμηση, για το έργο και το πρόσωπο του Βασίλη Τσιτσάνη. Αργότερα έγινε και κουμπάρος του, αφού πάντρεψε τη Ζωή Σαμαρά με το Βασίλη.
Περίεργη κι αμφιλεγόμενη η προσωπικότητα του ιδιότυπου αυτού αστυνομικού. Στην Κατοχή φυγάδευε Άγγλους στο Κάιρο. Συνελήφθη από τους Γερμανούς, ελευθερώθηκε, στη συνέχεια έγινε ένας από τους πιο ανηλεείς κυνηγούς Κομμουνιστών. Διάφορες ιστορίες αλλά και η υπόθεση Πολκ – Στακτόπουλου του έχουν καταλογιστεί.
Σχετικά με τον Βασίλη όμως, υπάρχει το ανέκδοτο πως λόγω της μεγάλης αγάπης για τον Τσιτσάνη, σκάρωνε το εξής κόλπο, εν υπηρεσία ή εκτός: μάζευε από τους δρόμους της Θεσσαλονίκης όποιον έβλεπε πως είναι σε κάπως κατάσταση, αλητήριους ή σχετικά ύποπτους, τους έβαζε στη σειρά με τους άλλους που είχε ήδη συλλάβει, τους περπατούσε στους δρόμους χωρίς να κατευθύνονται προς το Τμήμα, αλλά τους περνούσε έξω από το μαγαζί του Τσιτσάνη, περιμένοντας το Βασίλη να βγει έξω. Όταν συνέβαινε αυτό, ο Μουσχουντής ρωτούσε τους υπό κράτηση, αν γνωρίζουν αυτόν τον άνθρωπο. Όταν απαντούσαν όχι, δεν τον γνωρίζω, έλεγε: Μέσα, εσύ κρατείσαι, όταν του απαντούσαν είναι ο, οοο, Βασίλης ο Τσιτσάνης, τότε έλεγε: Εσύ Έξω, Είσαι Ελεύθερος.
10. Η εμφυλιοπολεμική περίοδος που ακολουθεί φέρνει ξανά στον Τσιτσάνη νέες ανάγκες έκφρασης.
Γράφει και πάλι τραγούδια, που τα περνάει από το κόσκινο για την τελειοποίησή τους και παρ' όλη τη λογοκρισία που ισχύει, βρίσκει τρόπους και ηχογραφεί ξανά, περνώντας με τον τρόπο του τη σκόπελο των δυσκολιών. Πολλά τα τραγούδια αυτής της περιόδου, που έμειναν στο συρτάρι. Μερικά εξ αυτών, αργότερα ηχογραφήθηκαν. Άλλα πολύ αργότερα, και κάποια παραμένουν ακόμα στο συρτάρι τους.
11. Οι νέες αυτές ηχογραφήσεις, αποτελούν πρόκληση, αλλά και πρόταση, για τα μουσικά πράγματα της εποχής εκείνης, που την έχει διαδεχτεί η αυστηρή Λογοκρισία του Μεταξά, της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936, που με το νόμο 1619.1936 και με το άρθρο 21, καταργούσε κάθε έννοια ελεύθερης ηχογράφησης σε οποιαδήποτε δισκογραφική εταιρεία, του οποιουδήποτε συνθέτη ή στιχουργού, αν προηγουμένως δεν είχαν λογοκριθεί, απαγορευτεί, μετατραπεί, μεταρρυθμιστεί, οι στίχοι αλλά και οι μουσικές, από την Επιτροπή Λογοκρισίας.
12. Την εποχή εκείνη, που επεβλήθη η Λογοκρισία, η μουσική πραγματικότητα είχε κυριευτεί από το Σμυρναίικο και το Πολίτικο Τραγούδι, τα οποία βεβαίως είχαν υποστεί και την τελική επιρροή του περιθωριακού χώρου και κόσμου, φέρνοντας όχι πάρα πολλά, αλλά αρκετά λούμπεν, χασισοτράγουδα, μάγκικα, περιθωριακά, της φυλακής, στις δισκογραφικές εταιρείες, προς ηχογράφηση.
Οι μεγάλες φωνές και οι μεγάλοι συνθέτες και στιχουργοί της εποχής μέχρι το 1936, ακολουθούν και αυτοί με τη σειρά τους τη μόδα αυτή, με αποκορύφωμα το τραγούδι που τραγούδησε, η τεραστίων διαστάσεων, φωνητικά, Ρόζα Εσκενάζη: Πρέζα όταν πιεις, που είχε για συγγραφέα των στίχων του, τον μετέπειτα εισηγητή του νόμου Λογοκρισίας, Αιμίλιο Σαββίδη ή Σαβαίμ ή Βοσπορινό ή Ν. Δέλτα και συνθέτη το Σώσο Ιωαννίδη ή Ψυριώτη. Να προσθέσω πως ο Σαββίδης υπήρξε ένας από τους πιο ένθερμους και σκληρούς διώκτες του χασικλίδικου και περιθωριακού τραγουδιού αργότερα, καθώς επίσης και του ρεμπέτικου τραγουδιού, συνολικά.
Της λογοκριμένης Εσκενάζη, είχε προηγηθεί η απαγόρευση του τραγουδιού η Βαρβάρα, που με το χιουμοριστικό της αλληγορικό ήχο και στίχο, κατακεραύνωνε την ηθική της μίας κόρης του Μεταξά. Το τραγούδι είχε γράψει ο Παναγιώτης Τούντας.
Η Λογοκρισία έφερε την απομάκρυνση από τις ηχογραφήσεις λόγω υπερηφάνειας και εγωισμού, αρκετών εκ των μέχρι τότε δημιουργών, που δεν ήθελαν να λογοκρίνονται, αλλά που δεν ήξεραν κιόλας να γράφουν πεντάγραμμο, παρτιτούρες, που έπρεπε υποχρεωτικά να συνυποβάλλουν μαζί με όλα τα άλλα σχετικά, στην Επιτροπή Λογοκρισίας, με αποτέλεσμα να κάνουν παύση εργασιών. Δύο από αυτούς ήσαν οι Γιοβάν Τσαούς και Βαγγέλης Παπάζογλου.
Να πούμε πως, σε παγκόσμια πρώτη, πρωτιά που κρατάει ακόμα και σήμερα, με το νόμο του Μεταξά δε λογοκρινότανε μόνον ο στίχος των τραγουδιών αλλά και η μουσική τους.
Σε αυτήν ακριβώς την εποχή, ο Βασίλης Τσιτσάνης εμφανίζεται ως ο από μηχανής θεός, 1935 – 1936, που με το ταλέντο του, τη φαντασία του, τις γνώσεις του και την πρωτοποριακή σκέψη του, φέρνει τη συνέχεια, στα Ελληνικά Μουσικά Ιστορικά πράγματα.
13. Το νέο είδος, ο νέος τρόπος, που εισήγαγε ο Τσιτσάνης, βρήκε τρομακτική απήχηση στο πλατύ μουσικόφιλο κοινό, φέρνοντας, όλο και περισσότερους ανθρώπους να ακούν και να απολαμβάνουν, αυτή τη νέα πρόταση
Το ρεμπέτικο τραγούδι, ήταν εκ φύσεως ένα κλειστό μουσικο-ψυχαγωγικό μοντέλο, που λόγω της επιρροής του από το περιθώριο, είχε στενέψει κι άλλο το εκτόπισμά του, σε κοινωνικό επίπεδο αλλά και σε θεματική απόδοση.
Τεκέδες, χαμαιτυπεία, καφέ αμάν, φυλακές, πορνεία, καβάτζες κλειστές σε σπίτια ή σε σπηλιές, ήσαν τα σημεία που πήγαιναν οι χασισοπότες και λοιποί για να απολαύσουν τα κομμάτια αυτά.
Έκλεισε σχεδόν ο κύκλος, αφού ξέφυγε από την αρχική του προοπτική το Σμυρναίικο και το Πολίτικο τραγούδι, φτάνοντας πια στο κατώτατο κοινωνικό του σημείο.
Το πρώτο ρεμπέτικο, είχε ήδη κλείσει τον κύκλο του, ήρθε και η λογοκρισία και όλα έμοιαζαν έρημα.
Έτσι το λαϊκό τραγούδι αποκτάει τη νέα του μορφή, με την είσοδο του Βασίλη Τσιτσάνη στη μουσική αγορά της Αθήνας του 1936.
Η Λογοκρισία πια δεν έχει λόγους να εισηγηθεί απαγόρευση, αφού οι μουσικές, δεν έχουν ανατολίτικα ή τούρκικα στοιχεία, οι ενορχηστρώσεις και οι συνθέσεις φέρνουν στοιχεία κλασικής ευρωπαϊκής υφής, οι στίχοι δε, έχουν άλλες θεματικές, ελεύθερες και φυσικά περισσότερο ζητήσιμες και συζητήσιμες από όλο και πιο ευρύ κοινό.
14. Τώρα, στο 1946 όμως, σε κάποιο κενό νόμου και για 40 με 45 ημέρες, (που δε λειτούργησε ο νόμος της λογοκρισίας, λόγω έλλειψης Επιτροπής ή για όποιον άλλον λόγο), πιάνοντας την ευκαιρία, ο Τσιτσάνης, ηχογραφεί τα δύο του τραγούδια: Τα Πέριξ και Δροσούλα, αλλά και το Μάγκας βγήκε στο σεργιάνι.
Η πρώτη έκδοση είχε γίνει στην ODEON, η δεύτερη μετά την επιτυχία τους, έγινε και στην Columbia.
Πανέξυπνη η σκέψη και η πραγμάτωση των δύο, διαφορετικών εκτελέσεων, για το καθένα και με διαφορετικούς τραγουδιστές. Εταιρεία, Τσιτσάνης και ο Μάτσας, σκέφτηκαν κι έπραξαν. Έτσι έχουμε πια τις δύο υπέροχες και μοναδικά σπάνιες εκτελέσεις με τους Μάρκο Βαμβακάρη και Στράτο Παγιουμτζή και Στελλάκη Περπινιάδη, για αυτά τα τραγούδια.
Η Λογοκρισία όμως επέστρεψε. Παρέμεινε δε μέχρι το 1970.
15. Κάποια στιγμή, από την πρώιμη εποχή του Τσιτσάνη μέσα στα στούντιο, ακούστηκε η φράση: τι λες ρε το βλαχάκι; που είχε εκστομίσει ο Στράτος Παγιουμτζής, κατά τη διάρκεια αναμονής τους στους διαδρόμους της εταιρείας, πριν από κάποια τους εγγραφή. Συζητώντας για τον Τσιτσάνη, είχαν προχωρήσει σε καζούρα και δούλεμα στο ψιλό, λέγοντας διάφορα, όπως παίζουν κ’ οι Βλάχοι μπουζούκι;, αλλά όταν τον άκουσαν όμως λίγο αργότερα, να παίζει στην ηχογράφηση που ακολούθησε, κυριολεκτικά αποστομώθηκαν.
Ο Στράτος είπε τότε τη φράση: τι λες ρε το βλαχάκι...;
16. Οι εισαγωγές του στα μουσικά κομμάτια, οι πλούσιες μελωδικές του γραμμές, ο δεξιοτεχνικός τρόπος με τον οποίο δινόταν η τελική απόδοση των τραγουδιών του, από τις σπουδαίες φωνές που τα εξέφρασαν, τα απέδωσαν, ερμήνευσαν, αλλά και οι αιρετικές δυνατότητές του, προτάσεις του, να φέρνει στις εγγραφές των δίσκων: ταξίμι – προεισαγωγή – εισαγωγή – θέμα, φανέρωνε δυναμικά, πως δεν έχει προβλήματα σπουδών, αλλά και πως οι γνώσεις του, το ταλέντο του και η φαντασία του, δεν περιορίζονται κατά τη μελωδική έκφραση.
Σε πολλά από τα τραγούδια μου, προ της κυρίας εισαγωγής, έχω την προεισαγωγή, αυτή ήταν η προθέρμανσις. Η δε εισαγωγή ήταν η ζωή μου.
17. Ο Τσιτσάνης, από τα σχολικά του χρόνια ακόμα, είχε δηλώσει στους συμμαθητές του, πως μακαρίζει όλους όσους είχαν την τύχη να ασχοληθούν με το τραγούδι και τη μουσική και πως κάποια μέρα και αυτός θα συνέχιζε με τη μουσική. Με αυτήν θα ζήσω, έλεγε χαρακτηριστικά.
18. Το μεγάλο θετικό του ταλέντου του, ήταν πως είχε καταφέρει, το μοναδικό επίτευγμα, να είναι η μουσική του και το σύνολο του έργου του, ενωτικό.
Κανένας άλλος, μουσικός, ζωγράφος, ποιητής, συγγραφέας, πλην του Σολωμού, δεν έχει καταφέρει, αλλά ούτε στη γενικότερη λογοτεχνία, στο σινεμά ή θέατρο, ούτε στη γλυπτική, ή σε όποια άλλη μορφή Τέχνης έχει ξανά συμβεί αυτό.
Κανένας άλλος δεν κατάφερε να ενώσει με το έργο του, τόσους διαφορετικούς τόσους πολλούς.
Ούτε βέβαια συνέβη αυτό με κάποιον από τους άλλους μουσικούς είτε προηγούμενους, είτε συγχρόνους του, είτε ύστερους αυτού.
Κανένας δεν κατάφερε να ενώσει τους ακροατές και το λαϊκό αίσθημα, όπως αυτός, ο Βασίλης Τσιτσάνης.
19. Μία νέα μόδα αργότερα, τα αραβικά στοιχεία και τα ινδικά ακούσματα, οι τουρκογενείς ήχοι, οι μουσικές της Αιγύπτυ, φέρνουν μία αρνητική επανάσταση, εντός κι εκτός των εισαγωγικών τους, έχοντας ξανά τις δισκογραφικές εταιρείες να προτείνουν: ό,τι βρουν μπροστά τους, και το Βασίλη Τσιτσάνη, να μην εγκαταλείπει τους τρόπους του και το ύφος του, αλλά να παίρνει ενεργό μέρος και να δημιουργεί πρωτότυπο έργο, ακόμα και με αυτές τις νέες εισαγόμενες και επιβαλλόμενες μεθόδους.
Όποτε κι αν χρειάστηκε, ο Τσιτσάνης δεν έπαψε να είναι εκεί, να δίνει το δικό του παρόν, να προσαρμόζεται πανεύκολα, με απίστευτη καλλιτεχνική ευχέρεια, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, αλλά πάντοτε με ποιότητα και χωρίς καμία ηθική μουσική στιχουργική έκπτωση.
Όσες αλλαγές και προσταγές των καιρών, αλλά και όσες των καταστροφικών προτάσεων των δισκογραφικών εταιρειών κι αν ακολούθησαν ή επήλθαν, ο Τσιτσάνης κατάφερνε να προσαρμόζεται και να αναπνέει, σε κάθε νέα ατμοσφαιρική κατάσταση, που οι μουσικές επιλογές έφερναν, αλλά και να προσφέρει το δικό του μουσικό και προσωπικό οξυγόνο, ανανεώνοντας βιολογικά τις καταστάσεις.
20. Μετά τη Δικτατορία των Παπαδόπουλου – Ιωαννίδη, έγινε μία ακόμα αρχή για τα ελληνικά μουσικά πράγματα. Οι μουσικοί οι στιχουργοί οι συνθέτες, είχαν στην υπηρεσία τους πλέον τις συναυλίες.
Οι ανοιχτοί χώροι, γήπεδα, στάδια, θέατρα, άνοιξαν τις πόρτες τους για την πρωτιά των ανοιχτών συναυλιών.
Αυτό το γεγονός πραγματικά αποτέλεσε καινοτομία. Το Λαϊκό τραγούδι έκανε την εμφάνισή του, σε πολύ μεγάλα αλώνια. Έφευγε από τα όρια της κλειστής αίθουσας των μπουζουξίδικων και ανέβαινε με τις ανοιχτές συναυλίες στα ουράνια μήκη και πλάτη της ελληνικής μουσικής γεωγραφίας και της Πατριδογνωσίας.
Κατά τη δημαρχία του Στέλιου Λογοθέτη στη Νίκαια, με τη βοήθεια του Μεγάλου μας Μίκη Θεοδωράκη, οργανώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το Πρώτο Πολιτιστικό Καλοκαίρι της Ελλάδας.
Εκεί τελέστηκε και η τελευταία δημόσια εμφάνιση του Βασίλη Τσιτσάνη, σε τιμητική ανοιχτού χώρου εκδήλωση.
Σε αυτήν την εκδήλωση ο Μαθητής Μίκης αναγγέλλει και ανοίγει την εκδήλωση με τα πάρα κάτω λόγια:
Αγαπητέ Βασίλη Τσιτσάνη, φίλοι και φίλες, σήμερα ο λαός και πάλι σπάει την παράδοση. Νομίζω, ότι για πρώτη φορά, ο Ελληνικός λαός τιμάει έναν μεγάλο, όσο είναι ακόμα ζωντανός. Ο Βασίλης Τσιτσάνης σφραγίζει με το έργο του, βαθειά και τελειωτικά, την εποχή μας. Ξέρουμε ότι έπρεπε να έρθει ο Σεφέρης και ο Ελύτης για να ανακαλυφτεί ο Θεόφιλος, όμως στην περίπτωση του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη, του Καλδάρα, του Χιώτη, του Μπιθικώτση και προ παντός του Βασίλη Τσιτσάνη, ο λαός δεν είχε ανάγκη από μεσάζοντες για να τους ανακαλύψει, γιατί απλούστατα ο λαός μας τους ζούσε εντατικά, κάθε στιγμή.
Πως έγινε αυτό το θαύμα κι αυτό το παιδί από τα Τρίκαλα, που έφηβος ξενιτεύτηκε στη Θεσσαλονίκη, να μετουσιώσει μέσα στην ψυχή και στο μυαλό του, όλη την πεμπτουσία της μουσικής μας παράδοσης και να μας την ξαναδώσει σε νέες απλές και τέλειες μουσικές φόρμες.
Πόσες χιλιάδες, πόσες δεκάδες χιλιάδες τραγούδια ελαφρά, ελαφρολαϊκά, τούρκικα, ινδικά, καψούρικα και βλαχοδυτικά, κουλτουριάρικα και μυξολυρικά, πόσα και πόσα δε γράφτηκαν μετά τη Συννεφιασμένη Κυριακή; Ποιος τα θυμάται;
Ανάμεσα σε δυο βράχια, ανάμεσα σε δυο πλατάνια, έτσι είναι, τι να γίνει Βασίλη, θα φυτρώσουν και χορταράκια και μολόχες και τσουκνίδες.
Όλα είναι καλά και άγια στη φύση, μονάχα βέβαια, σε καταλαβαίνω, όταν αρχίσουν οι μολόχες, να κάνουν δηλώσεις κι ο κόσμος να τους παίρνει για πλατάνια, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.
Να όμως που εμείς, μια ολόκληρη γενιά μουσικοί και ποιητές, σε αναγνωρίσαμε και σε αναγνωρίζουμε για Δάσκαλό μας.
Ακολουθήσαμε με τις δικές μας δυνάμεις, το δρόμο που εσύ και οι σύντροφοί σου, πρώτοι, χαράξατε. Και σήμερα, σε καλέσαμε σ' αυτό τον Κόκκινο Βράχο, για να σε τιμήσουμε με όλη μας την καρδιά, για όσα μας έδωσες.
21. Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε Μαθητής και Δάσκαλος ταυτόχρονα. Υπήρξε υπηρέτης εργάτης κι αφεντικό. Υπήρξε πρόσκοπος, ερευνητής και θαλασσοπόρος.
Υπήρξε όμως σπουδαιότερος από τους Δασκάλους του:
Μάρκο Βαμβακάρη ή Φράγκο, Γιώργο Μπάτη ή Αμπάτη - κανονικό όνομα Γιώργος Τσώρος, Βαγγέλη Παπάζογλου ή Αγγούρη, Απόστολο Χατζηχρήστου.
Κατ' ομολογία όμως και των ιδίων, υπήρξε και σημαντικότερος των μαθητών του: Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι.
Ισχυρότερος κατά πολύ, των συνομηλίκων του και συγχρόνων του: Απόστολου Καλδάρα κανονικό όνομα Καρδάρα και Γιάννη Παπαϊωάννου.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Η Πνευματική Ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά τον Ν. 2121/93 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει Κυρωθεί με το Ν.100/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, η αποθήκευσή του σε βάση δεδομένων, η αναμετάδοσή του σε ηλεκτρονική ή μηχανική ή οποιαδήποτε άλλη μορφή, η φωτοανατύπωσή του και η ηχογράφησή του με οποιοδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή χωρίς γραπτή άδεια του δημιουργού υπογράφοντος συγγραφέα. ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ musicheaven.gr
ΤΕΛΟΣ Α’ ΜΕΡΟΥΣ
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#27959 / 11.10.2013, 21:12 / Αναφορά Φαίδωνα συγχαρητήρια! Το διάβασα όλο "μονορούφι" και περιμένω να διαβάσω και τη συνέχεια. Όσα και να γραφτούν για τον Τσιτσάνη θα είναι λίγα. Είναι ανεξάντλητος! |
#27960 / 11.10.2013, 22:26 / Αναφορά Ένα από τα πρώτα του τραγούδια. Το "αυτοβιογραφικό" "Είμαι παιδάκι με ψυχή" -"Όλα τά'χω βαρεθεί-", στην 1η του εκτέλεση, Περδικόπουλος και Τσιτσάνης 1937. Και τρία ορχηστρικά "σόλο" του Τσιτσάνη: Σόλο "ατελείωτο" (1938) Σόλο χασαποσέρβικο "Τα ωραία του Τσιτσάνη" (1948) Σόλο "Λα μινόρε 5/8" |
#27961 / 11.10.2013, 22:33 / Αναφορά Σόλο "ατελείωτο" (1938) Σόλο χασαποσέρβικο "Τα ωραία του Τσιτσάνη" (1948) Σόλο "Λα μινόρε 5/8" |
#27965 / 14.10.2013, 22:43 / Αναφορά Ωραιότατο άρθρο για τον μεγάλο δημιουργό , τον Βασίλη Τσιτσάνη. Νομίζω πως χρειάστηκε αρκετός καιρός Φαίδων, επίμονη και επίπονη έρευνα, για να φέρεις στην επιφάνεια αυτές τις λεπτομέρειες που «ρούφηξα» διαβάζοντας το άρθρο. Σ’ ευχαριστούμε . |
#27983 / 20.10.2013, 02:48 / Αναφορά Άξιος ο λόγος σου ! Μέγας και κομβικός συνθέτης, αιώνια η κόντρα του με τον Καλδάρα και τους επιγόνους του Βαμβακάρη. Κατηγορήθηκε και αυτός για "οικειοποιήσεις" τραγουδιών, ειδικά για την Συννεφιασμένη Κυριακή (πιθανόν υπάρχει βάση υπάρχει και μαρτυρία του Βίρβου). Ο Καλδάρας όμως παρότι δεν ήταν κομβικός έχει μοναδική πορεία σε διαφορετικά είδη και τον θεωρώ τουλάχιστον ισάξιο παρότι υποτιμημένο σε σχέση με τον Τσιτσάνη. |