ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Aρθρα

    Mουσικά όργανα–από το Α έως το Ω (Mέρος Γ')

    Στο Γ' Μέρος της παρουσίασης των μουσικών οργάνων παρουσιάζεται το βιολί, το βιολεντσέλο, το γκονγκ, το γιουκαλίλι τσέλο, το γκούζλα, η γκραν κάσα και το εκκλησιαστικό όργανο.

    Βιολί
    Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (σολ, ρε, λα, μι), που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Η προέλευσή του, όπως άλλωστε και όλων των οργάνων με τόξο, είναι αβέβαιη. Ίσως να προέρχεται από το αραβικό ρεμπάμπ, που έγινε γνωστό στην Ευρώπη μετά την αραβική εισβολή στην Ισπανία το 711 μ.Χ. Η σημερινή του ονομασία απαντάται για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1577, όταν ο βιολονίστας και χορογράφος Μπαλτατζαρόνι αναφέρεται ότι πήγε στο Τορίνο με «μια ομάδα από βιολονίστες»...
    Γράφει ο Γιώργος Αξάς (rapsodos)
    20 άρθρα στο MusicHeaven
    Τετάρτη 23 Φεβ 2005
    Ωστόσο, πατρίδα του βιολιού είναι η Ιταλία. Και πραγματικά, τα πρώτα αυθεντικά όργανα του είδους είναι ιταλικής κατασκευής, καθώς ιταλικές ήταν και οι οικογένειες οργανοποιών (μεταξύ των οποίων οι Αμάτι, Γκουαρνέρι και Στραντιβάριους), που κατάφεραν να κατασκευάσουν όργανα ανυπέρβλητης τελειότητας.
    Όργανο δεξιοτεχνίας με πλούσια ηχοχρώματα και μεγάλη τονική έκταση, το βιολί γνώρισε πάντα εξαιρετική δόξα, είτε χρησιμοποιήθηκε ως όργανο-σολίστ είτε ως όργανο ορχήστρας, όπου μάλιστα ο αριθμός των βιολιών ξεπερνά κατά πολύ τον αριθμό όλων των άλλων οργάνων. Είναι αδύνατον να αναφέρει κανείς όλα τα έργα για βιολί που γράφτηκαν από τον Μπαχ και ύστερα. Ωστόσο, ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν τα δύο Κοντσέρτα,σε λα μείζονα και μι ελάσσονα του Μπαχ, το Κοντσέρτο σε ρε μείζονα του Μπετόβεν, και τα Κοντσέρτα των Μότσαρτ, Μέντελσον, Μπραμς, Τσαϊκόφσκι, Μπάρτοκ κλπ. Λαμπρές δεξιοτεχνικές παρτιτούρες για βιολί έγραψαν ο Μορίς Ραβέλ και ο Κάρολ Σιμανόφσκι. Τέλος, διάσημοι δεξιοτέχνες, από τον Τζουζέπε Ταρτίνι έως τον Νταβίντ Όιστραχ, συνετέλεσαν ώστε σε κάθε εποχή ο ανυπέρβλητος ήχος του βιολί να διαδίδεται όλο και περισσότερο.
    Το βιολί είναι ένα από τα ελάχιστα όργανα με παρουσία σε εθνικές μουσικές χωρών τόσο απομακρυσμένων μεταξύ τους: από τη Ρωσία και τις σκανδιναβικές χώρες έως τη νότια Ευρώπη και την Αμερική. Σε καθεμία έχει διαφορετικό ρόλο και σημασία. Στη χώρα μας, το βιολί συνδέθηκε και με τη λαϊκή (δημοτική) μουσική διαφόρων περιοχών, κυρίως όμως των νησιών του Αιγαίου (νησιώτικα) και των περιοχών όπου διέμεναν οι Τσιγγάνοι, στη μουσική των οποίων έχει πρωταρχικό ρόλο. Στην Αμερική πάλι, συνδέθηκε με τη μουσική κάντρι, της αγροτικής επικράτειας, όπου μάλιστα ονομάζεται διαφορετικά (fiddle). Μια γλωσσική παρεξήγηση οδήγησε εξάλλου στη σύγχυση μεταξύ βιολιστή και βιολονίστα, καθώς στη χώρα μας η βιόλα ήταν όργανο αποκομμένο από τη λαϊκή μουσική και οι οργανοπαίκτες του βιολιού μονοπώλησαν τον όρο βιολιστής.


    Bιολοντσέλο ή τσέλο

    Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο και για πολύ καιρό προοριζόταν να εκτελεί αποκλειστικά μουσικούς φθόγγους βαθύτερους από εκείνους της βιόλας. Κατά καιρούς υπέστη πολλές τροποποιήσεις και άργησε να επιβληθεί ως όργανο δεξιοτεχνίας. Η άνοδός του άρχισε στην Ιταλία τον 17o αι. Τον 18o αι. εμφανίστηκε ο πρώτος μεγάλος δεξιοτέχνης του βιολοντσέλου, ο Ναπολιτάνος Φραντσέσκο Αλμπόρεα (1691-1770). Με τον Μπενεντέτο Μαρτσέλο και τον Μπαχ (είναι γνωστές οι Σουίτες του Μπαχ για σόλο βιολοντσέλο) το όργανο αυτό άρχισε να επιβάλλεται, ενώ ο Μποκερίνι υπήρξε εκείνος που κατάλαβε τις κρυμμένες τεχνικές και εκφραστικές δυνατότητές του. Με τον ρομαντισμό, το βιολοντσέλο έλαβε ξεχωριστή θέση στην ορχήστρα ως στοιχείο αυτόνομο, στο οποίο οι συνθέτες εμπιστεύονταν ορισμένα χαρακτηριστικά μουσικά θέματα, όπως π.χ. συμβαίνει στην αρχή του τελευταίου μέρους της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Το βιολοντσέλο έπαιξε αξιόλογο ρόλο και ως βασικός συντελεστής του κουαρτέτου εγχόρδων, που είναι μία από τις πιο ολοκληρωμένες μορφές σε ολόκληρη την ιστορία της μουσικής. Από τον Χάιντν έως τον Μπραμς, με ενδιάμεσους σταθμούς τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν και τον Σούμπερτ, το βιολοντσέλο σιγά-σιγά απελευθερώθηκε από τον ρόλο του ως αρμονικού και μόνο στηρίγματος και, σείση μοίρα με τα υπόλοιπα όργανα, δημιούργησε ένα τέλειο ακουστικό αμάλγαμα με εξαίσια μελωδικά στοιχεία. Από τα κοντσέρτα για βιολοντσέλο αναφέρουμε αυτά των Μποκερίνι, Χάιντν, Σούμαν, Ντβόρζακ, Σεν-Σανς κλπ. Ανάμεσα στις σονάτες για βιολοντσέλο, οι πιο αξιόλογες είναι του Μπετόβεν, του Μπραμς, του Σοπέν, του Φορέ και του Χίντεμιτ.


    Γιουκουλέλι ή γιουκαλίλι

    Μουσικό τετράχορδο όργανο, παρόμοιο με την κιθάρα. Το γιουκαλέλι είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στα νησιά της Χαβάης όπου είναι περισσότερο γνωστό ως χαβανέζικη κιθάρα. Πορτογαλικής προέλευσης, έγινε γνωστό στα νησιά αυτά στο τέλος του 19ου αι. ως παραλλαγή της πορτογαλικής κιθάρας (machete), και έχει ηχείο στρογγυλωπό με μακριά λαβή. To γιουκαλέλι διακρίνεται για τη γλυκύτητα του ήχου του, που είναι ιδιαίτερα υποβλητικός, για την έκταση των αρμονικών φθόγγων και για την απαλότητα του πορταμέντο, τη δυνατότητα δηλαδή μετάβασης από τον έναν φθόγγο στον άλλο με γλίστρημα του δάχτυλου πάνω στη χορδή.

    Γκονγκ

    (gong).Κρουστό μουσικό όργανο. Είναι κυρτός μπρούτζινος δίσκος που, όταν τον χτυπούν με το ματσόλα, ένα ειδικό σφυρί, παράγει μακρόσυρτο μελωδικό ήχο. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους λαούς της νοτιοανατολικής Ασίας, είτε για να επισημάνει την έναρξη μιας τελετής ή μιας δεξίωσης είτε για να συνοδεύει χορούς και παραστάσεις κουκλοθέατρου.



    Γκούζλα ή γκούσλα

    Μουσικό όργανο μονόχορδο ή δίχορδο. Το χρησιμοποιούν οι σλαβόφωνοι λαοί των Βαλκανίων. Το όργανο παίζεται με δοξάρι. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο σκαλισμένο σε σχήμα αχλαδιού. Η ανοικτή του πλευρά είναι σκεπασμένη με μία δερμάτινη μεμβράνη και η χορδή του φτιάχνεται από τρίχα ουράς αλόγου. Σε σπάνιες περιπτώσεις υπάρχουν δύο ή και τρεις χορδές. Με το όργανο αυτό συνοδεύονται κυρίως δημοτικά τραγούδια.


    Γκραν κάσα

    Μουσικό κρουστό όργανο με αμετάβλητο ήχο. Αρχικά τη χρησιμοποιούσαν στις μουσικές μπάντες για να κρατάει τον ρυθμό. Από το δεύτερο όμως μισό του 18ου αι. καθιερώθηκε ως όργανο της συμφωνικής ορχήστρας, οπότε και κέντρισε τη φαντασία των συνθετών με τον υπόκωφο, βαθύ, αν και όχι διαπεραστικό ήχο της, που παράγεται χτυπώντας με χοντρές μπαγκέτες τη μία ή και τις δύο μεγάλες μεμβράνες της, οι οποίες είναι τεντωμένες και βιδωμένες πάνω στις δύο πλευρές από ένα πλατύ στεφάνι. Την γκραν κάσα χρησιμοποίησε ο Μότσαρτ στην όπερά του Απαγωγή από το Σεράι για να δημιουργήσει κωμικές εντυπώσεις ενώ ο Βέρντι (Αΐντα, Φάλσταφ, Ρέκβιεμ, Οθέλλος)για να υπογραμμίσει εντυπώσεις οργής ή έκπληξης. Ο Ντεμπισί, στο συμφωνικό του σκίτσο Η θάλασσα,τη χρησιμοποίησε σε τρέμολα που σβήνουν και ο Τσαϊκόφσκι στην Εισαγωγή 1812,για να μιμηθεί βολές κανονιού.





    Σχηματική διάρθρωση του μηχανισμού εκκλησιαστικού οργάνου: 1) ηχείο· 2) πτυσσόμενες θυρίδες· 3) αυλοί· 4) αεραντλία· 5) διακόπτες (registres)· 6) πληκτροφόρες σειρές (clavier)· 7) έπιπλο· 8) κινητήρας παραγωγής αέρα· 9) ποδόπληκτρα.


    Εκκλησιαστικό όργανο

    Μουσικό όργανο με πλήκτρα, εφοδιασμένο με ειδικούς αυλούς για την παραγωγή του ήχου και με φυσερά, που εξασφαλίζουν την πίεση του αέρα. Τα φυσερά παλαιότερα ήταν χειροκίνητα, αλλά πλέον λειτουργούν με ηλεκτρισμό.
    Η ιστορία του εκκλησιαστικού οργάνου είναι συνυφασμένη με πολλές εφευρέσεις, δυσκολίες και αλλαγές. Ο πρώτος τύπος αυτού του οργάνου, η ύδραυλις, που λειτουργούσε με υδραυλικό σύστημα και ήταν γνωστή ήδη από τον 3o αι. π.Χ., παρουσίαζε ενδιαφέρον πιο πολύ για την ιδιομορφία του παρά για την πρακτική του χρησιμότητα. Έτσι, ως σπάνιο και ακριβό δώρο, το 757 μ.Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Ε’ το έστειλε στον βασιλιά των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ. Από τότε άρχισε η τελειοποίηση και η ραγδαία εξάπλωση του οργάνου αυτού στη Δύση. Και όπως την αρχαία ύδραυλι αντικατέστησε ένα τύπος οργάνου με φυσερά, που ήταν πρακτικότερος, έτσι και τα μεγάλα εκκλησιαστικά όργανα, τα οποία ήδη από τον 9o και τον 10o αι. ήταν τοποθετημένα σε ορισμένους δυτικούς καθεδρικούς ναούς (π.χ. στο Γουίντσεστερ περίπου το 980 λειτουργούσε ένα εκκλησιαστικό όργανο με 400 αυλούς), τα αντικατέστησαν όργανα μικρότερων διαστάσεων (που δεν ξεπερνούσαν δηλαδή τους 20 αυλούς). Από την άλλη μεριά, επειδή δεν ήταν ακόμα γνωστός ο τρόπος διαφοροποίησης των ηχοχρωμάτων με ειδικούς διακόπτες (ρετζίστρα), οι περισσότεροι από τους αυλούς αυτούς –εκτός του μεγάλου αριθμού βοηθών που ήταν απαραίτητοι για τη λειτουργία των φυσερών (για παράδειγμα, το εκκλησιαστικό όργανο του Γουίντσεστερ απαιτούσε περίπου 70 βοηθούς)– δεν συντελούσαν αναγκαστικά και στον μεγαλύτερο εμπλουτισμό του ήχου του οργάνου. Αυτό επιτεύχθηκε μόνο τον 13o αι. και τελειοποιήθηκε πολύ έπειτα από πολλές προσπάθειες, που απέβλεπαν στο να γίνει πιο εύχρηστος ο χειρισμός των ρετζίστρων. Μέχρι τον 15o αι. ο εκτελεστής έπρεπε να χτυπά τα πλήκτρα με τις γροθιές του και να τα κρατά έπειτα κατεβασμένα με τους αγκώνες. Η δυσκολία αυτή, ενώ από τη μία μεριά δεν διευκόλυνε την αυτονομία του εκκλησιαστικού οργάνου, από την άλλη συνετέλεσε ώστε να αναπτυχθούν μερικοί τύποι οργάνων πιο απλοί, όπως το φορητό (αρκούσε μόνο ένας εκτελεστής, που χρησιμοποιούσε το ένα του χέρι για τα πλήκτρα και το άλλο για το φυσερό) –του οποίου παραλλαγές ήταν το λεγόμενο όργανο ποζιτίβο, που είχε αυλούς από ξύλο και το χειρίζονταν δύο πρόσωπα– και το όργανο ρεγκάλε, το οποίο διέθετε αυλούς με γλωττίδα, καθώς και μικρά φυσερά. Το εκκλησιαστικό όργανο τέλος, εφοδιασμένο με δύο ή και περισσότερες σειρές πλήκτρων (clavier), με μία πλήρη σειρά ποδόπληκτρων (pedal) και –κυρίως τον 17o και τον 18o αι.– με ένα τελειοποιημένο σύστημα ρετζίστρων, γνώρισε μια περίοδο ακμής, χάρη επίσης στο ενδιαφέρον που έδειξαν γι’ αυτό οι μεγαλύτεροι συνθέτες της εποχής, από τον Φρεσκομπάλντι έως τον Ντίτριχ Μπουξτεχούντε και τον Μπαχ.
    Στη ρομαντική περίοδο, το εκκλησιαστικό όργανο περιορίστηκε να ενισχύει ακόμα περισσότερο τον ηχητικό όγκο της συμφωνικής ορχήστρας, χάνοντας έτσι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ως αυτόνομου μουσικού οργάνου, τα οποία ωστόσο απέκτησε ξανά κατά τον 19o αι. με τον Σεζάρ Φρανκ και, λίγο αργότερα, με τον Μαξ Ρέγκερ.
    Την κατασκευή εκκλησιαστικών οργάνων γιγαντιαίων διαστάσεων (στις ΗΠΑ κατασκευάστηκε εκκλησιαστικό όργανο με περισσότερους από 33.000 αυλούς) ακολούθησε η κατασκευή οργάνων μικρότερων διαστάσεων. Τα όργανα του είδους αυτού εξακολούθησαν να κατασκευάζονται και αργότερα, ιδιαίτερα μάλιστα με την εφαρμογή μηχανισμού που λειτουργούσε με ηλεκτρισμό. Προς την κατεύθυνση της τελειοποίησης του εκκλησιαστικού οργάνου εργάστηκε και ο Άγγλος Μπάρκερ, ο οποίος το 1832 εφηύρε την αεραντλία με μοχλό.

    Το εκκλησιαστικό όργανο, στην προσπάθεια παραγωγής μηχανοποιημένου ήχου, στάθηκε η αφετηρία κατασκευής πολλών μουσικών οργάνων με αυλούς. Ένα από αυτά υπήρξε το παλιό οργανέτο, γνωστό ως Orgue de Barbarie, που έμοιαζε με τη ρομβία, αλλά διέθετε αυλούς αντί κουδουνάκια. Το Orgue de Barbarie είχε ως μηχανισμό έναν κύλινδρο με ακίδες. Αυτές ήταν τοποθετημένες κατά τέτοιο τρόπο ώστε με την περιστροφή του κυλίνδρου να ελευθερώνουν τις βαλβίδες ορισμένων αυλών. Με τον τρόπο αυτό παράγονταν ήχοι, το τονικό ύψος των οποίων καθοριζόταν ανάλογα με τη διάταξη των ακίδων πάνω στον κύλινδρο. Το φυσερό λειτουργούσε με μανιβέλα.
    Το εκκλησιαστικό όργανο χρησιμοποιείται στις Δυτικές Εκκλησίες (καθολικών και διαμαρτυρομένων), όπου είναι απαραίτητο για την τέλεση της λειτουργίας και συχνά αντικαθίσταται με το πιο οικονομικό αρμόνιο, αλλά και στις μεγάλες αίθουσες συναυλιών, ως μουσικό όργανο δεξιοτεχνίας ή και ορχήστρας.






    Καμπάνα

    Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80χαλκό και 20κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η καμπάνα αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν χτυπηθεί με ένα γλωσσίδι ή σφυρί. Οι καμπάνες τοποθετούνται σε ειδικούς πύργους (καμπαναριά) και μπορεί να είναι μόνιμα στερεωμένες ή κινητές πάνω σε οριζόντιο άξονα, έτσι ώστε το γλωσσίδι να χτυπά διαδοχικά δύο σημεία του χείλους διαμετρικά αντίθετα. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση η καμπάνα, ανάλογα με τον τρόπο στήριξής της στο ξύλο που συνδέει το όργανο με τον οριζόντιο άξονα, μπορεί να εκτελεί δύο διαφορετικές κινήσεις (ταλαντεύσεις ή περιστροφές), οι οποίες προκαλούν δύο διαφορετικά συστήματα κωδωνοκρουσίας.
    Η κατασκευή της καμπάνας συνιστά λεπτή εργασία και γι’ αυτό αναλαμβάνεται από εξαιρετικά ειδικευμένους τεχνίτες. Από τον σχεδιασμό του σχήματος μέχρι το λιώσιμο και την τελική επεξεργασία, όλες οι φάσεις της κατασκευής πρέπει να είναι προσεγμένες για να έχει ο ήχος τη μεγαλύτερη δυνατή καθαρότητα. Ακόμα και μικρά λάθη στο σχήμα της καμπάνας ή μικρά ελαττώματα στο χύσιμο μπορεί να επιφέρουν ανεπανόρθωτες αλλοιώσεις στο ηχητικό αποτέλεσμα.
    Κατασκευή. Κατά την προπαρασκευαστική εργασία κατασκευάζεται το ξύλινο καλούπι, που μελετάται με βάση το ηχόχρωμα που επιθυμεί ο κατασκευαστής να δώσει στην καμπάνα. Το κατασκευασμένο καλούπι στηρίζεται σε ένα σιδερένιο κοντάρι, τοποθετημένο κάθετα για να αποτελέσει τον άξονα περιστροφής για το κατοπινό τορνάρισμα. Η εργασία αυτή γίνεται στο αρσενικόπυρήνα, που κατασκευάζεται από άργιλο ή χώμα στο ίδιο σχήμα με το καλούπι. Πάνω στο αρσενικό κατασκευάζεται μια ψεύτικη καμπάνα από κρητίδα, που έπειτα θα τορναριστεί και θα καλυφθεί από ελαφρό στρώμα λίπους, το οποίο έχει σκοπό να στηρίξει τα κοσμήματα από κερί. Η φάση του φορμαρίσματος της καμπάνας ολοκληρώνεται με την επικάλυψη της εξωτερικής επιφάνειας με διαδοχικά στρώματα κρητίδας (πουκάμισο), τα οποία συγκρατούνται με ταινίες. Οι δύο τελευταίες φάσεις περιλαμβάνουν το ψήσιμο και το λιώσιμο. Το πρώτο πραγματοποιείται στο εσωτερικό του αρσενικού με ξυλοκάρβουνα. Στη συνέχεια αφαιρείται το πουκάμισο και κομματιάζεται η καμπάνα από κρητίδα. Το κενό που δημιουργείται, όταν στη σωστή θέση τοποθετηθεί πάλι το πουκάμισο πάνω στο αρσενικό, προορίζεται για να δεχτεί τον λιωμένο μπρούντζο. Για την εργασία αυτή είναι έτοιμος ένας εξωτερικός οπλισμός γεμάτος με χώμα για τη στήριξη της φόρμας και αγωγοί για το πέρασμα του λιωμένου μπρούντζου και την έξοδο των αερίων.
    Μετά την ψύξη απελευθερώνεται η καμπάνα, λειαίνεται το μέταλλο και πραγματοποιείται η ηχητική δοκιμή. Ενδεχόμενες διορθώσεις του ήχου γίνονται είτε με μείωση από το εσωτερικό του πάχους της καμπάνας είτε με το λιμάρισμα του κάτω χείλους για να μικρύνει η διάμετρός της.
    Ιστορία. Η ιστορία της καμπάνας συνδέεται με την ιστορία της Εκκλησίας, αν και υπήρχαν και στην κλασική αρχαιότητα μικρές καμπάνες, οι οποίες συνδέονταν με τη λατρεία και με θρησκευτικές προλήψεις – που διατηρήθηκαν άλλωστε και στη χριστιανική χρήση. Η καμπάνα, περίπου με τη σημερινή μορφή της, εμφανίστηκε στα καμπαναριά από τον 5o-6ο αι., όχι μόνο στις εκκλησίες αλλά και σε μη θρησκευτικά οικοδομήματα (κοινοτικά καταστήματα) ή και σε αμάξια, με σκοπό να καλούνται σε συγκέντρωση οι πολίτες για την εκτέλεση των θρησκευτικών ή των πολιτικών καθηκόντων τους.
    Αρχικά σιδερένια, η καμπάνα άρχισε γρήγορα να κατασκευάζεται από μπρούντζο και να διακοσμείται με σταυρούς και γεωμετρικά σχήματα, επιγραφές με τα ονόματα των δωρητών, χρονολογίες κ.ά. Οι αφιερώσεις άρχισαν να εμφανίζονται μετά τον 12o αι. Γενικά έως τον 18ο αι. οι καμπάνες κατασκευάζονταν από ειδικευμένες ομάδες τεχνιτών –μοναχών ή λαϊκών– που μετακινούνταν από χώρα σε χώρα: ρωσικές, ιταλικές, ολλανδικές, γαλλικές και γερμανικές οικογένειες μεταβίβαζαν την τέχνη από πατέρα σε γιο. Ανάμεσα στις εκκλησιαστικές καμπάνες πρέπει να αναφερθούν, για το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, εκείνες που χρησιμοποιούνται ακόμα στη Ρώμη στη βασιλική του Αγίου Πέτρου (από το 1289) και στο Σαν Κοζιμάτο, του 12ου και του 13ου αι. Οι σιδερένιες καμπάνες κατασκευάζονταν στην Ισπανία και στη Γερμανία. Από τις αρχαιότερες είναι μία καμπάνα του 9ου αι., που βρίσκεται στο μουσείο της Κόρντομπα, στην Ισπανία. Από τις καμπάνες που δεν προορίζονταν για θρησκευτική χρήση ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι καμπάνες του παλαιού ανακτόρου της Φλωρεντίας, του Καπιτωλίου της Ρώμης και των ρολογιών των πόλεων, όπως της Βενετίας, την οποία χτυπούν με σφυριά.
    Στην Ελλάδα η μεγαλύτερη καμπάνα είναι αυτή της ρωσικής εκκλησίας της Αθήνας, στην οδό Φιλελλήνων.
    (Μουσ.) Όργανο με σωληνωτό σχήμα, η καμπάνα έχει σκοπό να εμπλουτίζει τα ηχοχρώματα της ορχήστρας, με τη μίμηση του ήχου της κοινής καμπάνας. Εκτός από τους πρακτικούς αυτούς λόγους, την προσφυγή στο όργανο αυτό επέβαλε και η αδυναμία να πραγματοποιηθούν με τις συνηθισμένες καμπάνες ήχοι διαφορετικού ύψους, οι οποίοι αντίθετα είναι εύκολο να αποδοθούν με το σωληνωτό όργανο, χάρη στις διαφορετικές διαστάσεις των σωλήνων του. Αφού χρησιμοποιήθηκε πρώτα σε λειτουργικές συνθέσεις (για παράδειγμα σε ορισμένες καντάτες του Μπαχ), η καμπάνα εισήλθε αργότερα και στο λυρικό θέατρο (Ουγενότοι του Μάγιερμπερ, Τροβατόρε του Βέρντι, Τόσκα του Πουτσίνι, Μεφιστοφελής του Μπόιτο, Πάρσιφαλ του Βάγκνερ) καθώς και σε συμφωνικά έργα (Ουβερτούρα 1812 του Τσαϊκόφσκι, Μια νύχτα στο φαλακρό βουνό του Μουσόργκσκι, Φανταστικήσυμφωνία του Μπερλιόζ, Οι γάμοι του Στραβίνσκι). Ένας ήχος καμπάνας με έντονα δραματική έκφραση υπάρχει και στη μουσική σύνθεση Στη γέφυρα της Χιροσίμα του Λ. Νόνο.


    (Πηγή: Δομή)

    Tags
    Μουσικά Είδη:ΌπεραΜουσικά Όργανα:βιολίκιθάραΚαλλιτέχνες:ΒέρντιΜότσαρτΤσαϊκόφσκιΜουσική Εκπαίδευση:παρτιτούρες



    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #1573   /   23.02.2005, 01:07   /   Αναφορά
    Εξαιρετικό το άρθρο σου και κατατοπιστικότατο... Σε ευχαριστούμε πολύ Orpheus.

    Θα περιμενω και την συνέχεια!!
    #1574   /   23.02.2005, 02:29   /   Αναφορά
    Εντυπωσιακό... Πολύ καλή δουλειά.

    Σίγουρα χρειαζόμαστε εδώ στο ΜΗ μια "βάση δεδομένων" για μουσικά όργανα.

    Περιμένω κι εγώ τη συνέχεια.

    ;-)
    #1575   /   23.02.2005, 02:54   /   Αναφορά
    Πάρα πολύ χρήσιμα τα άρθρα σου Γιώργο! Εξαιρετική δουλειά πραγματικά. Νομίζω πως θα είναι χρήσιμο να κάνουμε παραπομπή στους σχετικούς όρους, από την εγκυκλοπαίδεια του Μ/Η (που για καιρό την έχουμε αφήσει, ομολογουμένως, ελλιπή...και ζητώ συγγνώμη γι' αυτό) προς τα άρθρα σου, μιας και πρόκεινται για μια μικρή εγκυκοπαίδεια κι αυτά... ή έστω να εντάξουμε τα όργανα στην εγκλυκλοπαίδεια, με τους ίδιους ορισμούς και πιθανόν με μικρή διαφοροποίηση ως προς την έκταση, παραπέμποντας ταυτόχρονα στα κείμενά σου...(Μάλλον το δεύτερο είναι προτιμότερο...) Συμφωνείς φαντάζομαι....;

    #1577   /   23.02.2005, 10:08   /   Αναφορά
    Σας ευχαριστώ παιδιά αν και πιστεύω οτι δεν μου αξίζουν τα όμορφά σας σχόλια. Μακάρι να ήταν δικά μου άρθρα να τα δεχόμουν με πολλή ευχαρίστηση. Συγχαρητήρια χρειάζονται μέλη όπως ο vouliakis, o orfeus, η gate και πολλοί άλλοι οι οποίοι παρουσιάζουν και καταθέτουν κομάτια του εαυτού τους σε κάθε τους άρθρο. Εγώ με μια απλή αναζήτηση και αντιγραφή δεν μπορώ να θεωρήσω οτι αξίζω συγχαρητήρια. Οπως και να έχει πάντως ... σας ευχαριστώ.

    #1578   /   23.02.2005, 11:25   /   Αναφορά
    George...



    * * * * *



    Υ.Γ. (Το χθεσινοβραδυνό μου σχόλιο .......εξαφανίστηκε!!!!)



    #1579   /   23.02.2005, 21:26
    Ενα μεγάλο ευχαριστώ κι απο μένα, που με πλούτηνες !!!

    #1580   /   23.02.2005, 23:58   /   Αναφορά
    Τι μαθαίνει κανεις..!! Μπράβο Γιώργο! Πολύ καλό! Περιμένουμε το Δ' Μέρος! :-)
    #1594   /   24.02.2005, 14:08   /   Αναφορά
    Εξαιρετική δουλειά Γιώργο, με πήγες χρόνια πίσω τότε που τα διάβαζα 16 ώρες το 24ωρο για να τα μάθω να τα δώσω εξετάσεις... Τις περισσότερες λεπτομέρειες τις είχα ξεχάσει!! Ανυπομονώ για τη συνέχεια!!! :)) Σ' ευχαριστώ!!!
    #1610   /   25.02.2005, 18:41   /   Αναφορά
    Μπράβο Γιώργο εξαιρετική δουλειά και χρήσιμες γνώσεις για οποιον ασχοληθεί.Αξιζε ο κόπος

    #23181   /   06.08.2011, 09:21   /   Αναφορά
    συγχαρητήρια πολύ ενδιαφέρον το άρθρο σου!