Ιστορίες με ηχογραφήσεις, ακροάσεις, γκάφες, ''πατάτες'',...ταψιά, αστυνομίες και...παρανομίες. Συμπτώσεις, κωμικοτραγικές σκηνές αλλά και... μεγάλες καρδιές. Και το τραγούδι είναι μόνο η αφορμή...
Κάθε
τραγούδι είναι και μια
ιστορία. Ή μάλλον… δύο. Αφ’ ενός έχει ένα θέμα, μια «υπόθεση» εντός του, αφ’ ετέρου, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον και τη διάθεση πολλών ανθρώπων που προσπαθούν να το «βγάλουν προς τα έξω», δημιουργεί ένα μικρό ή μεγάλο «μύθο», έξω απ’ το τραγούδι αυτό καθ’ αυτό. Η δεύτερη αυτή περίπτωση, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαδικασία της διαμόρφωσης και της ηχογράφησης του τραγουδιού, είναι μια άλλη… ιστορία, στην οποία περικλείονται αγάπη, μεράκι, διάθεση, γέλιο, αλλά και… νεύρα, φασαρίες, λογομαχίες, απρόοπτα, «κουφά» περιστατικά που πολλές φορές μοιάζουν χωρίς υπερβολή με πετυχημένα ανέκδοτα. Δηλώσεις, συζητήσεις, γκάφες μέχρι και… συλλήψεις υπήρξαν στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ποιος είπε ότι η μουσική ενώνει πάντα τους ανθρώπους; :)
Παρακάτω, είναι κάμποσες ιστορίες τραγουδιών. Ιστορίες από το πώς και πότε γράφτηκαν, κάτω από ποιες συνθήκες, ιστορίες από τα στούντιο ηχογραφήσεων, αντιδράσεις ανθρώπων –ιθυνόντων και μη, γκάφες και πλάκες, κρίσεις και εκτιμήσεις μετά από πολλά χρόνια για το αν δικαιώθηκαν κάποια τραγούδια κλπ. Πολλές φορές το τραγούδι (γενικότερα) είναι η αφορμή μόνο για να ξεδιπλώσει κάποιος τις αναμνήσεις του από κάποιο πρόσωπο! Φυσικά οι ιστορίες -όπως και τα τραγούδια- είναι ατέλειωτες και δεν είναι δυνατόν να καταγραφούν όλες. Επίσης, δεν τίθεται θέμα «βαρύτητας» καλλιτεχνών, ούτε συγκρίσεων.
Ιστορίες για «αγρίους» λοιπόν – τα συμπεράσματα δικά σας! Αρχίζουμε…
- «Την Πέμπτη να είσαι έτοιμος να γράψεις το τραγούδι του Χιώτη», είπε ο
Μίνως Μάτσας στον
Τάκη Μπίνη που ως εκείνη την ώρα ήταν ανένδοτος. «Μα ήταν τραγούδι αυτό; Ήταν στίχος; Άκου κει: ‘Τάκα τάκα τα πεταλάκια, ντρίγκι ντρίγκι τα κουδουνάκια’. Ούτε στο θέατρο του Καραγκιόζη δηλαδή». Τελικά πήγε. Πρωί πρωί της Πέμπτης ήταν εκεί, άυπνος και μισομεθυσμένος. Αρχίζουν την ηχογράφηση –ήταν και η Άννα Χρυσάφη μαζί του και ηχολήπτης ο Αρεταίος- και αφού χαλάει δυό κεριά (μήτρες) με τα φάλτσα που επίτηδες κάνει, βγαίνει από το μηχάνημα ο Μάτσας και τον προειδοποιεί ότι άλλο φάλτσο δεν έχει γιατί την επόμενη φορά θα έγραφαν το κομμάτι όπως και αν ήταν. Τελειώνοντας το στούντιο κάνει την τελευταία προσπάθεια για να χαλάσει όσο γίνεται το μέλλον του δίσκου. Ο ίδιος θυμάται: «Τελείωσα και κάτι άλλα τραγούδια που είχα να πω και απόγευμα πια μπήκα στο λεωφορείο και κατέβηκα στην Ομόνοια, άναψα ένα κεράκι και προσευχήθηκα να μην πουληθεί ούτε ένας δίσκος για να δικαιωθώ στον Χιώτη». Τρεις μήνες αργότερα, στις 13 Φεβρουαρίου του 1950, «του έφυγε η μαγκιά κι ο εγωισμός». Πηγαίνοντας πάλι στο στούντιο για να ηχογραφήσει αυτή τη φορά δυό τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη άκουσε την πρέσα του εργοστασίου να δουλεύει ρυθμικά. «Τι έγινε;» ρωτάει την κυρά-Λένη που του έφερε καφέ. «Ξενύχτι είχατε;». «Ναι» του απαντά εκείνη. «Από χτες κόβουν μεγάλη παραγγελία για την Οντεόν». «Και ποιο τραγούδι είναι;» ρωτάει πάλι εκείνος. «Το δικό σας κύριε Μπίνη.
Τα ‘Πεταλάκια’.» Τα ‘Πεταλάκια’ είχαν ξεπεράσει το αστρονομικό, για την εποχή, νούμερο πωλήσεων των 5.000 αντιτύπων για να φτάσουν τις 20.000 τον επόμενο χρόνο. (1)
- Τη δεκαετία του ’60, οι ηχογραφήσεις ήταν καθημερινές. Οι μαέστροι της εποχής ήταν, κατά συνέπεια, μονίμως απασχολημένοι στα στούντιο και δεν είχαν πάντα την ευχέρεια να ακούσουν τους τραγουδιστές που «αλίευαν» οι δισκογραφικές. Το πρόβλημα λύθηκε με την καθιέρωση της «ώρας των ακροάσεων»: 10 – 11 το πρωί. Έτσι, οι επίδοξοι τραγουδιστές έκλειναν το ραντεβού τους με τους μαέστρους μέσω των παραγωγών. Μια «ξανθιά» της εποχής, λοιπόν, συστημένη από κάποια εταιρεία, πήγε στο
Γιώργο Ζαμπέτα για να τη δοκιμάσει: «Ποιο τραγούδι θα πεις;». Η κοπέλα διάλεξε ένα κι ο μαέστρος την ρώτησε: «Σε τι τόνο;». «Μι μινόρε» απάντησε εκείνη. Ο Ζαμπέτας έπαιξε στο πιάνο συνοδεύοντάς την. Ο τόνος δεν ήταν καλός: πολύ ψηλός. «Να το πιάσουμε φα δίεση», της πρότεινε. Ο τόνος πάλι δεν ήταν καλός: πολύ χαμηλός. Τότε ο μαέστρος απεφάνθη: «Άκου κοπέλα μου, ούτε στα άσπρα πλήκτρα είσαι ούτε στα μαύρα. Στις χαραμάδες είσαι!». (2)
- Η
Βίκυ Μοσχολιού αναπολώντας τη συνεργασία της με το
Γιώργο Ζαμπέτα αναφέρει: «Σαν άνθρωπος ήταν πάντα χαρούμενος. Με το καλαμπουράκι του και το γέλιο του... Ακόμη και κάποια στενοχώρια να περνούσε δεν την έδειχνε. Δεν τον καταλάβαινες εύκολα αν ήταν στενοχωρημένος. Εγώ τον καταλάβαινα γιατί δουλέψαμε τρία τέσσερα χρόνια μαζί και πάντα με είχε κοντά του... Με προστάτευε με συμβουλές, ήξερε τους γονείς μου πολύ καλά. Όταν γέννησα τα παιδιά μου ερχόταν σπίτι μου, τους έφερνε παιχνίδια και αυτά τον έλεγαν "παππού παππού"!». Κι ακόμα: «Ήταν όλο καλαμπούρι. Όλα τα ξεπέρναγε με την πλάκα, ακόμη και τη στενοχώρια. Δεν έβγαζε κακομοιριά. Μου έλεγε τα παράπονά του και μετά πέταγε ένα: ‘Εντάξει, μανίτσα μου, θα το ξεπεράσουμε. Πάμε τώρα στη μουράδα να τραγουδήσουμε’. Η «μουράδα» ήταν η πίστα. Δηλαδή, πάμε στη μουράδα να πουλήσουμε μούρη. Εγώ του έλεγα: ''Κοίτα μη με σηκώσεις να χορέψω τσιφτετέλι!''». Ένα απ’ τα μεγάλα τραγούδια που της εμπιστεύτηκε ο Ζαμπέτας ήτανε και ο
«Αλήτης». Ο οποίος… αλήτης, δεν έκανε χαλασμό μόνο στα κέντρα που τραγουδούσε η Μοσχολιού, αλλά και στα… γήπεδα! Από τα πιο διάσημα ζευγάρια στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου ήταν η Μοσχολιού με τον άσσο του Παναθηναϊκού
Μίμη Δομάζο. Οταν έβγαινε ο Δομάζος πάντα πρώτος από τα αποδυτήρια στον αγωνιστικό χώρο και από τα μεγάφωνα έπαιζαν τον «Αλήτη» του Γιώργου Ζαμπέτα με τη Μοσχολιού, το θερμόμετρο ανέβαινε στα ύψη. Οι παναθηναϊκοί παθιάζονταν, ενώ οι αντίπαλοι οπαδοί σκαρφίζονταν συνθήματα για να τον πικάρουν. Τις μεγάλες επιτυχίες τους οι παίκτες του Παναθηναϊκού τις γλεντούσαν στο κέντρο που τραγουδούσε η Μοσχολιού, όπου σύχναζε τα περισσότερα βράδια ο «στρατηγός», χωρίς το ξενύχτι να επηρεάσει την καριέρα του (έπαιξε μπάλα ως τα σαράντα). Ζαμπέτας και Μοσχολιού ήταν πάντοτε φίλοι – μια ολόκληρη ιστορία… (3)
- «Απαγορεύεται το τρώγειν». Η πινακίδα στον τοίχο του στούντιο της Κολούμπια τράβηξε την προσοχή του νεαρού
Διονύση Σαββόπουλου που πρωτοβρέθηκε στον θρυλικό χώρο της Ριζούπολης το 1962. «Μα γιατί να απαγορεύεται το ‘τρώγειν’», αναρωτήθηκε. «Δε θα ήταν λογικότερο να απαγορεύεται το ‘ομιλείν’;». Εξωτερίκευσε τη σκέψη του και οι συνεργάτες του, εμπειρότεροι στις «ηχογραφικές» συνήθειες του συγκεκριμένου στούντιο, έσπευσαν να του λύσουν την απορία: «Οι λαϊκοί έρχονται εδώ μέσα με ταψιά…». (4)
- Για το
«Άξιον Εστί» έχουν γραφτεί πολλά. Αν και συγκαταλέγεται στους πιο εμπορικούς δίσκους της ελληνικής αγοράς, οι ελληνικές εταιρείες αντιμετώπισαν με καχυποψία και φόβο αυτή τη μεγάλη στροφή στην ελληνική έντεχνη – λαϊκή μουσική. Έτσι, η Κολούμπια είπε να ξερό «όχι», όταν ο συνθέτης πρότεινε να ηχογραφηθεί το έργο. Όμως ο
Θεοδωράκης δεν το έβαζε τόσο εύκολα κάτω. Γι’ αυτό κατέφυγε σ’ έναν όρο του συμβολαίου του, ο οποίος υποχρέωνε την εταιρεία να ηχογραφεί ένα μεγάλο συμφωνικό του έργο κάθε χρόνο. Έτσι το «Άξιον Εστί» βαφτίστηκε «συμφωνικό» για να μπουν επιτέλους οι μουσικοί στο στούντιο στις αρχές του 1964. Ελλείψει στούντιο που να χωράνε πάνω από 10 – 15 μουσικούς, επιλέχτηκε το Alpha στα Μελίσσια το οποίο δεν ήταν… στούντιο, αλλά ένα πλατό για κινηματογραφικές λήψεις, το οποίο επιπλέον δεν είχε εξοπλισμό για ηχοληψία μουσικής. Ψηλά πάνω από την αίθουσα, χωρίς οπτική επαφή, στο κουβούκλιο από όπου γινόταν η προβολή των φιλμ, ο ηχολήπτης Νίκος Δεσποτίδης φορώντας ακουστικά προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που του μεταφέρανε τα 5-6 μικρόφωνα που είχε εγκαταστήσει μπροστά στους σολίστ, τη χορωδία, τους μουσικούς και τους ηθοποιούς. Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης συνέβαινε να αποχωρούν πότε ο ένας και πότε ο άλλος μουσικός είτε χορωδός γιατί… ξέχασαν να τον πληρώσουν, παρά το γεγονός ότι είχαν δεχτεί οι μουσικοί να πληρωθούν με ευνοϊκούς για την εταιρεία όρους. Με λίγα λόγια, χάος κανονικό… Μέσα σ’ όλα, μεγάλο πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν οι Χορωδοί έπρεπε να τραγουδήσουν στο Alpha ακούγοντας από τα μεγάφωνα (δεν υπήρχαν τότε ατομικά ακουστικά) επάνω στην ηχογράφηση του τραγουδιού. Εξ ου και η έλλειψη συντονισμού που φυσικά έγινε αργότερα ένα από τα κύρια επιχειρήματα αυτών που ήθελαν να θάψουν το έργο πριν καν γεννηθεί. Γιατί κι αυτό έγινε… Δηλαδή, εκπρόσωπος της εταιρείας θέλησε να έχει τη γνώμη γνωστών κύκλων της μουσικής και της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας και γι’ αυτό το σκοπό οργανώθηκε κρυφά από το συνθέτη ακρόαση της ηχογράφησης. Η κρίση ήταν σχεδόν ομόφωνη: «Πρόκειται περί εκτρώματος που θα ντροπιάσει την εταιρεία και τους συντελεστές». (5)
- Ένα ιστορικό ανέκδοτο που διηγείται ο ίδιος ο
Θεοδωράκης δείχνει το μέγεθος της δύναμης του έργου στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Ήταν φθινόπωρο του ’64 και βρισκόταν στις Σέρρες για συναυλία. Μπροστά σ’ ένα κατάστημα δίσκων βλέπει αρκετό κόσμο να περιμένει σχηματίζοντας ουρά. Πλησιάζει και ρωτάει έναν από εκείνους που περίμεναν, ο οποίος μάλιστα φαινόταν αγρότης: «Τι περιμένεις πατριώτη, στην ουρά να αγοράσεις;» «Με έστειλαν από το χωριό μου στις Σέρρες να αγοράσω το Άξιον Εστί, που μάθαμε ότι σήμερα θα έρθει στην πόλη». (6)
- «Δεν τραγουδάω», έλεγε και ξανάλεγε στους έκπληκτους και συνάμα αμήχανους συνεργάτες του ο
Γρηγόρης Μπιθικώτσης όταν πήγε στο στούντιο για να ηχογραφήσει τη
«Ρωμιοσύνη» (1966). «Πρέπει πρώτα να δω τον ποιητή», εξήγησε. Έτσι κι έγινε. Του έκλεισαν ραντεβού με το
Γιάννη Ρίτσο. Στη συνάντησή τους, ο τραγουδιστής ζήτησε από τον ποιητή να του εξηγήσει τους στίχους: Μόνον αφού έλυσε τις απορίες του και κατανόησε το έργο δέχτηκε να ερμηνεύσει. (7)
- Στούντιο ΕΡΑ κι ο παραγωγός
Γιώργος Μακράκης έχει δώσει ραντεβού για πρώτη φορά με τον
Σταύρο Ξαρχάκο για να γράψει τον πρώτο του δίσκο. Μπαίνει λοιπόν στο στούντιο κι ακούει κάποιον να παίζει
Χατζιδάκι στο πιάνο στα σκοτεινά. Ήταν ο Ξαρχάκος που είχε έρθει νωρίτερα και έπαιζε έτσι, για τον εαυτό του. Του λέει λοιπόν ο Μακράκης έκπληκτος: «Μα καλά, Χατζιδάκι παίζεις τέτοια ώρα;», περιμένοντας ότι ο συνθέτης –λίγο πριν την ηχογράφηση του δικού του δίσκου- θα έπαιζε κάτι δικό του. Κι ο Ξαρχάκος γυρνάει και λέει: «Μα είναι Χατζιδάκις!». (8)
- Ο
Μίνως Μάτσας, όπως λέει ο
Λευτέρης Παπαδόπουλος, στην αρχή δεν είχε καλή γνώμη για το
Λοίζο. Όταν πήγε λοιπόν ο δεύτερος να τον δει και να του ζητήσει ν’ ακούσει τραγούδια του Λοίζου, τον κοίταξε με κάποια αμηχανία και του είπε: «Ευχαρίστως να τα δω, αλλά αυτό το παιδί είναι κάπως περίεργο. Ήρθε, κάποτε, να με βρει, μου έπαιξε κάποια τραγούδια, που ήταν συμπαθητικά από την άποψη της μελωδίας, αλλά υστερούσαν, κατά τη γνώμη μου, από πλευράς στίχου. Του είπα, λοιπόν, ν’ αλλάξει τους στίχους και να μου τα ξαναφέρει. Και ξέρεις τι μου απάντησε; ‘Αυτό αποκλείεται! Οι στίχοι είναι της γυναίκας μου και δεν τους αλλάζω!’. Τι του λες κατόπιν αυτού;». (9)
- Συνεχίζει ο
Λευτέρης Παπαδόπουλος: Ο
Αλέκος Πατσιφάς, της «Λύρα», προφανώς κάτι έβλεπε στο Λοίζο, εφόσον του έβγαζε δίσκους. Κι ο Λοίζος συμπαθούσε τον Πατσιφά, αν και τον θεωρούσε τσιγκούνη. Μου είπε κάποτε: «Είχα γράψει στον Πατσιφά το
‘Δρόμο’ με τη
Σούλα Μπιρμπίλη και κάνα δυό άλλα με το Ζωγράφο. Οι πωλήσεις ήταν ασήμαντες. Αλλά εγώ έπρεπε να ζήσω. Έπαιρνα, λοιπόν, το Σαββόπουλο και πηγαίναμε στην εταιρεία να ζητήσουμε κάνα φράγκο. Μας έβλεπε ο Πατσιφάς και γινόταν θηρίο! Και με το δίκιο του ο άνθρωπος: αφού δεν πουλάγαμε τίποτα, τι λεφτά να μας δώσει; Παρόλ’ αυτά και μολονότι φώναζε ‘πάλι εσείς εδώ;’, γύριζε στον Κυριάκο το Μαραβέλια και του λεγε: ‘Δώσ’ τους από ένα πενηντάρικο να φύγουν!’. Παίρναμε το πενηντάρικο, λέγαμε ‘ευχαριστώ’ και φεύγαμε, ταπεινωμένοι μεν, αλλά με εξασφαλισμένη τη μεσημεριανή μακαρονάδα. Και με σάλτσα…». (10)
- Άνοιξη του ’68 κι ο
Μάνος Λοίζος με το
Λευτέρη Παπαδόπουλο αποφασίζουν να κάνουν τον πρώτο τους μεγάλο δίσκο εν μέσω δικτατορίας. Ένα πρωί, καθώς συνήθιζε ο Παπαδόπουλος, πηγαίνοντας στο Βοτανικό, σ’ ένα σπίτι με αυλή που είχε παραχωρήσει ο Μπούτσικος στο Λοίζο για πρόβες κλπ, για να βρει το Μάνο και να δουλέψουνε, βρήκε το σπίτι άδειο. Βγήκε κι άρχισε να κάνει βόλτες. Δε θα ‘χε περάσει μισή ώρα και τον βλέπει να ‘ρχεται από πέρα μαζί με το Γλέζο κι έναν αστυφύλακα. «Τι τρέχει;» ρωτάει ο Παπαδόπουλος. «Τι να τρέχει;» λέει ο Λοίζος και του δείχνει το Γλέζο, που κουβαλούσε στον ώμο το μαγνητόφωνό του. «Η Ασφάλεια νόμιζε ότι το μαγνητόφωνο ήταν ασύρματος. Και μας έπιασε. Πες, σε παρακαλώ, στον κύριο ότι είμαστε καλά παιδιά και δεν ανακατευόμαστε με τέτοια επικίνδυνα πράματα…». (11)
- Ο
Γιώργος Νταλάρας διηγείται τη «δοκιμασία» που πέρασε όταν τραγούδησε μπροστά στο Λοίζο: «Ο Μάνος ήταν ένας άνθρωπος γλυκός, ζεστός, που σε κέρδιζε αμέσως κάνοντάς σε να αισθάνεσαι οικεία. Το «αγκάθι» στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο
Λευτέρης Παπαδόπουλος, το χιούμορ του οποίου με έφερνε σε αμηχανία. Κλονίστηκα. Ο Λευτέρης, που τον γνώριζα από τα πολιτικά του άρθρα και τον σεβόμουν, μου έλεγε: ‘Τραγούδα, ρε!’ και αμέσως μετά: ‘Πώς τραγουδάς έτσι;’. Ο Μάνος προσπαθούσε να τον συγκρατήσει λέγοντάς του: ‘Έλα, Λευτέρη, σταμάτα αυτήν την πλάκα…!’». Συνεχίζει: «Λόγω της σχέσης μας, τον πείραζα πάντα. ‘Κεφάλα’, του έλεγα, ‘ό,τι και να κάνεις δεν θα γράψεις ποτέ ένα τραγούδι σαν του
Κουγιουμτζή’. Ο Μάνος τον θαύμαζε. Λάτρευε το εύρος των μελωδιών του που περιέχουν κάτι από τον Θεοδωράκη και τον Τσιτσάνη μαζί. Μια μέρα ήρθε και μου είπε: ‘Κάτσε τώρα να ακούσεις!’. Μου έβαλε να ακούσω το
«Αχ, χελιδόνι μου». Συγκλονίστηκα. Ήταν σαν να άκουγα ένα τραγούδι του Κουγιουμτζή. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω, γνωρίζοντας μάλιστα ότι ήμουν η αιτία για να γράψει μια τέτοια μελωδία. ‘Λοιπόν, πες μου τώρα’, μου είπε, ‘είναι Κουγιουμτζής αυτό ή δεν είναι;’» (12)
- «Δεν μπορώ να σε ακούω, σαν τον Λουτσιάνο Ταγιόλι τραγουδάς», είπε ο
Δήμος Μούτσης στον
Γρηγόρη Μπιθικώτση ακούγοντάς τον να ερμηνεύει το
«Αύριο πάλι» (1969). «Άκου να δεις αγοράκι μου, μετά από λίγο καιρό θα χεις άλλη άποψη» του απάντησε ο τραγουδιστής και συνέχισε απτόητος την ηχογράφηση εμμένοντας στη δική του ερμηνευτική άποψη, την οποία τελικά δικαίωσε η μεγάλη επιτυχία του τραγουδιού. (13)
- Οι ιδέες έπεφταν βροχή εκείνο το απόγευμα στο στούντιο 3 της Κολούμπια. Να βάλουμε το τάδε όργανο, να ειπωθεί έτσι το ρεφρέν, να κάνουμε αυτό, να κάνουμε εκείνο… Μία από τις ιδέες ήταν να βάλουν και παλαμάκια. Αυτό όμως χρειαζόταν μπόλικα χέρια. Επιστρατεύτηκαν λοιπόν όλοι οι διαθέσιμοι. Από τον καφετζή μέχρι την καθαρίστρια. Και πράγματι, στον δίσκο Εγνατίας 406, όπου πρωταγωνιστεί ο
Γρηγόρης Μπιθικώτσης ως συνθέτης και ως τραγουδιστής, έχουν συμβάλλει πολλοί αφανείς ήρωες, μεταξύ των οποίων και ο επιφανής
Κώστας Βίρβος. Λέει λοιπόν ο Βίρβος στην ομήγυρη όταν τελειώνει η ηχογράφηση: «Πω, πω κοιτάξτε πώς έγιναν τα χέρια μου. Φωτιές βγάζουν». Και, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ο Μπιθικώτσης του απαντά: «Ε, τράβα κι εσύ να πληρωθείς μαζί με τους μουσικούς». Πραγματικά, λίγες μέρες μετά τον ειδοποίησαν ότι υπήρχαν κάτι χρήματα στο όνομά του στο λογιστήριο της εταιρείας. Στην κατάσταση που κρατά το λογιστήριο υπέγραψε: «
Κώστας Βίρβος» και σημείωσε το όργανο: «χαντς μπαμ». (14)
- Είναι γνωστό ότι ο μεγάλος
Μάνος Χατζιδάκις είχε από ένα σημείο και μετά ένα «αγκάθι»: αν δεν απαξίωνε, τουλάχιστον διαχώριζε κατά κάποιον τρόπο μια κατηγορία τραγουδιών του (ιδίως εκείνα που έγραψε για τον εμπορικό ελληνικό κινηματογράφο) από το άλλο του έργο, δίνοντας σε μια μερίδα της κοινής γνώμης την εντύπωση ότι αυτά είναι έργα υποδεέστερα ή, τέλος πάντων, όχι ισάξια με τα άλλα. Κάποτε λοιπόν, κυκλοφόρησε ένα ανέκδοτο (όπως τα περισσότερα ανέκδοτα δε ξέρουμε αν το εν λόγω γεγονός ήταν αληθές), ένας υποτιθέμενος διάλογος του συνθέτη με την
Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Μάνος Χατζιδάκις: «Αλίκη μου, δεν μπορώ να σου γράψω τραγούδια, γιατί ακόμα πληρώνω ακριβά το
‘Νιάου νιάου βρε γατούλα’…».
Αλίκη Βουγιουκλάκη: «Ναι, Μάνο μου, αλλά το πληρώθηκες και ακριβά…». (15)
- Στο στούντιο Sierra βρισκόταν ο
Μάνος Χατζιδάκις όταν άκουσε κάποια στιγμή τους ηχολήπτες Άκη Γκολφίδη και Κώστα Καλημέρη να μιλούν για τον τελευταίο δίσκο του Μάικλ Τζάκσον. Κουβέντα στην κουβέντα, ανέφεραν και το όνομα του
Κουίνσι Τζόουνς. Τότε, ο Χατζιδάκις ενδιαφέρθηκε να μπει κι αυτός στη συζήτηση. «Τι λέτε;» τους ρωτάει. «Τίποτα ενδιαφέρον, κύριε Χατζιδάκι» του απαντάει ο Καλημέρης «για τον
Κουίνσι Τζόουνς, τον έχετε ακουστά;». «Τον έχω», απαντά εκείνος. «Όταν τον γνώρισα τον διάλεξα γιατί φαινόταν ωραίος τύπος». Και συνεχίζει: «Το Χαμόγελο της Τζοκόντας το έχετε;». «Και βέβαια το έχουμε», του απάντησε ο Γκολφίδης. «Τότε κοιτάξτε ποιος είναι ο παραγωγός». Κι αυτός δεν ήταν άλλος απ’ τον νεαρό τότε Κουίνσι Τζόουνς που ο Χατζιδάκις τον είχε διαλέξει ανάμεσα σε δεκάδες μαθητευόμενους παραγωγούς στο Berklee College της Βοστόνης. (16)
- Φανερά ευτυχισμένος που τελείωσε η ηχογράφηση του λαϊκού άσματος
«Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια» (Ζεϊμπέκικο) με τη
Σωτηρία Μπέλλου, ο
Διονύσης Σαββόπουλος επιδίδεται σε διάφορες φιλοφρονήσεις προς την τραγουδίστρια. Χαρούμενη κι εκείνη που πήγαν όλα καλά του λέει: «Α, ρε Διονύση, μέχρι και ποπ μ’ έβαλες να τραγουδήσω». (17)
- 1972. Ο
Μανώλης Ρασούλης «εκεί στα ξένα» γράφει το πρώτο του τραγούδι, προσπαθώντας να προλάβει ή και να ξεπεράσει το χρόνο και τις... αναπόφευκτες εξελίξεις. Έμενε τότε σε μια σοφίτα στην περιοχή του Φίλσμπερι Παρκ, στο Βόρειο Λονδίνο. Ο ίδιος θυμάται ότι ήταν ένα συνηθισμένο χειμωνιάτικο απόγευμα. Έβρεχε (ασφαλώς) και το νερό έτρεχε από μια χαραμάδα στη στέγη. Από το ταβάνι και μέσω του καλωδίου κάποιες σταγόνες κατέληγαν ακριβώς στη βάση της λάμπας. Το τελευταίο «τσαφ» φαινόταν αναπόφευκτο κι ο νεαρός στιχοπλόκος αγωνιούσε να προλάβει, να τελειώσει το πόνημά του, που για πρώτη φορά του έδινε την εντύπωση του ολοκληρωμένου. Ήταν τυχερός. Η τελευταία λέξη γράφτηκε στο χαρτί δευτερόλεπταα πριν από το βραχυκύκλωμα που βύθισε στο σκοτάδι το μικρό δωμάτιο. Είχε γεννηθεί το
«Μεσ’ τη Μικρή Αγκάλη σου». Λίγες μέρες αργότερα ο
Μάριος Στεφανόπουλος προσέθετε τη μουσική, αλλά το τραγούδι δεν στάθηκε δυνατόν να ηχογραφηθεί παρά μόνο 12 χρόνια μετά, όταν ο Ρασούλης παρουσίασε το δίσκο «Ναι στο ναι και ναι στο όχι». (18)
- 1973. Στο σπίτι του
Νίκου Ξυλούρη, ένα πρωί χτυπάει το τηλέφωνο έξι η ώρα. Το σηκώνει η γυναίκα του, Ουρανία. Ήταν ο
Σταύρος Ξαρχάκος. Της λέει: «ξύπνησε το Νίκο και πες του να ρθει απ’ το στούντιο». Τον ξυπνάει λοιπόν η Ουρανία και του λέει: «Πήρε ο Σταύρος τηλέφωνο και θέλει να πας, έχετε στούντιο». «Δεν έχουμε στούντιο, τα έχουμε γράψει, λάθος κάνει» απαντά ο Ψαρονίκος. Μετά από λίγο ξαναπαίρνει ο Ξαρχάκος, αυτό συνεχίστηκε δυό με τρεις φορές, στο τέλος λέει η Ουρανία στον άντρα της: «είπε να πάτε γιατί σας περιμένει στο στούντιο». Πάει λοιπόν ο Ξυλούρης στο στούντιο και του δίνει ο Ξαρχάκος το περίφημο
«Ήτανε μια φορά», σε στίχους του
Κώστα Φέρρη. Ούτε που το είχε ξαναδεί. Το διαβάζει και μπαίνει μέσα και το λέει! Αυτό ήταν. Έτσι συνήθιζε να γράφει ο Ξυλούρης – με την πρώτη. Δε χρειαζόταν να το πει δεύτερη φορά. (19)
- Ο
Νίκος Ξυλούρης, βγαίνοντας κάποια στιγμή από το στούντιο –ηχογραφούσε τότε τα
«Ερωτικά» (1977)- βρήκε τους συνεργάτες του στο κοντρόλ θορυβημένους. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Να, δεν τραγούδησες καλά» του απάντησαν σοβαρά. «Αφήστε τις ανοησίες, μια χαρά τραγούδησα», είπε. Του έβαλαν τότε να ακούσει την εγγραφή: Πράγματι, η φωνή του ακουγόταν αλλοιωμένη σα να μάσαγε το μαγνητόφωνο την κασέτα. «Βρε παιδιά μήπως είχε κάτι το μικρόφωνο;» παρατήρησε ο τραγουδιστής και έκανε την ομήγυρη να σκάσει στα γέλια. Προδόθηκαν. Με σκοπό να του κάνουν πλάκα, είχαν τοποθετήσει ένα equalizer στο μικρόφωνο. Αυτό λοιπόν ήταν υπεύθυνο για το ανέλπιστα κακόφωνο αποτέλεσμα. (20)
- Αποφασισμένος να γλυκαίνει όλους τους συνεργάτες του ήταν ο κύριος της Λύρα, Αλέκος Πατσιφάς. Επισκεπτόταν το στούντιο κρατώντας κάθε φορά μια χαρτοσακούλα γεμάτη κουλουράκια –αγορασμένα πάντα από έναν συγκεκριμένο φούρνο στο Γαλάτσι- και κερνούσε τους πάντες. (21)
- Στη Ριζούπολη στο στούντιο της Κολούμπια υπήρχαν δύο αίθουσες ηχογράφησης κλεισμένες με τζαμαρία. Στο τζάμι συνήθιζαν να κρεμούν πινακάκια όπου σημειωνόταν ποιος «γράφει» στην κάθε αίθουσα. Στη μία λοιπόν ήταν ο
Παύλος Σιδηρόπουλος και στην άλλη η
Δήμητρα Γαλάνη. Κάποια στιγμή ο Σιδηρόπουλος, ξέροντας πως η Γαλάνη δουλεύει δίπλα, πλησίασε στη τζαμαρία για να τον δει και της έγνεψε. Εκείνη πήγε κοντά του. «Δήμητρα, έλα να τραγουδήσεις κάτι» της πρότεινε. Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις αφού οι εταιρείες δεν επέτρεπαν τότε τις συνεργασίες. Οι συνθήκες όμως τους διευκόλυναν: δύο τζαμαρίες τους χώριζαν. Η Γαλάνη πήγε και τραγούδησε στα κλεφτά. Η συμμετοχή θα έμενε μεταξύ τους. Έτσι, όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος ‘Φλου’ (1978) του Παύλου Σιδηρόπουλου με τους
Σπυριδούλα, συμμετείχε και μια γυναίκα που ερμήνευε την
«Ώρα του stuff». Το όνομά της δεν αναφερόταν στο κάλυμμα του δίσκου. Ήταν η Γαλάνη, που ο ρόκερ την προστάτευσε με τη διευκρίνιση: «συμμετέχει μια κοπέλα». (22)
- Την ίδια χρονιά -1978- η μοναδική
Τάνια Τσανακλίδου πηγαίνει στη
Eurovision. Λίγο καιρό πριν μάλιστα, επειδή κωλυόταν αν έπρεπε να πάει ή όχι, έβαλε το τραγούδι με το οποίο θα συμμετείχε
(«Τσάρλι Τσάπλιν») στη
Μελίνα Μερκούρη, η οποία της είπε: «Αν δεν πας θα σε σφάξω!». Η συνέχεια από την ίδια: «Κι όμως! Δεν βγήκα ποτέ να σας πω αν είμαι ερωτευμένη και με ποιον. Έγινε τυχαία το ’78 στη
Eurovision, εν τη αφελεία και τη αγνοία μου. Θα σας εξηγήσω: στην Ελλάδα είχαμε ακόμα τότε πολύ παλιάς τεχνολογίας κάμερες χωρίς ενσωματωμένο μικρόφωνο. Στο Παρίσι υπήρχε λοιπόν μια κάμερα που μας συνόδευε από το χώρο των καμαρινιών μέχρι τη σκηνή. Εγώ που δεν έβλεπα μικρόφωνο, ούτε ‘μπουμ’, ανεβαίνοντας για να τραγουδήσω είπα, για να ξεπεράσω τον τρόμο μου, «Γιαννάκη σ’ αγαπάω». Το είπα για μένα, σίγουρη πως δεν θ’ ακουστεί. Όταν το βράδυ μίλησα με το Γιάννη και μου είπε ‘τι είπες τέρας;’, ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί…!» (τότε η Τάνια ήτανε ζευγάρι με τον ηθοποιό
Γιάννη Φέρτη). (23)
- Ο
«Σταυρός του Νότου» σε μουσική
Μικρούτσικου πάνω σε ποιήματα του
Νίκου Καββαδία ξεκίνησε σαν ιδέα από μια... παραγγελιά. Ο Τάσος Ψαρράς ετοίμαζε ένα σίριαλ με ναυτικό θέμα για την κρατική τηλεόραση, το «Πορεία μηδέν ενενήντα» και ζήτησε από το Μικρούτσικο να γράψει τη μουσική. Η σειρά «Πορεία 090» ήταν μια υπερπαραγωγή (πρώτη έγχρωμη σειρά της τότε ΥΕΝΕΔ) σχετικά με τη ζωή των ναυτικών και με γυρίσματα –μεταξύ άλλων- στη Νέα Ορλεάνη στις ΗΠΑ, στη Βομβάη (Ινδία), Γιοκοχάμα και Τόκιο στην Ιαπωνία, στις παραλίες της Βραζιλίας και στο Δέλτα του Αμαζονίου. «Τι πιο ταιριαστοί στίχοι απ’ αυτούς του Καββαδία», σκέφτηκε ο συνθέτης, ο οποίος σε εφηβική ηλικία είχε επιχειρήσει να μελοποιήσει Καββαδία. Έτσι κι έγινε. Με αφορμή τα τραγούδια της σειράς, ο Μικρούτσικος μελοποίησε κι άλλα κι όταν τελείωσε τα πήγε στον Πατσιφά. Η αντίδραση του Πατσιφά στην πρόταση του συνθέτη ποια ήταν;;; Κατ’ αρχάς τον ρώτησε: «Γιατί θέλεις να βγάλεις ένα δίσκο που θα πουλήσει 2000 αντίτυπα και επιπλέον θα πρέπει να συνοδεύεται από γλωσσάρι, αφού οι στίχοι περιέχουν 40 άγνωστες λέξεις;» (!). Τελικά ενέδωσε: «Αυτόν τον δίσκο θα σ' τον κάνω δώρο, επειδή σ' αγαπάω. Αλλά να το ξέρεις, δεν θα πουλήσει τίποτα!». Ο δίσκος κυκλοφόρησε λίγες εβδομάδες πριν την προβολή του πρώτου επεισοδίου. Η υποδοχή του κοινού ήταν «χλιαρή» ενώ οι περισσότεροι κριτικοί τον έθαψαν κανονικά. Χαρακτηριστική η αντίδραση του δημοσιογράφου Δημήτρη Κωσταντάρα, ο οποίος γράφει στα Επίκαιρα της 20ης Μαρτίου 1980: «Ο Μικρούτσικος φτιάχνει 11 τραγούδια χωρίς εναλλαγές, χωρίς μεταλλαγές, χωρίς μετατροπές της μελωδικής γραμμής. Το αποτέλεσμα είναι τραγούδια μονότονα, κουραστικά και στο τέλος εκνευριστικά.». Κι επανέρχεται: «Για το μεγάλο ταλέντο του Θ. Μικρούτσικου δεν υπάρχει καμία απολύτως δικαιολογία σε ό,τι αφορά την κατάντια των ποιημάτων του Καββαδία» (!!). Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, ο δίσκος –ευτυχώς- δεν είχε την τύχη του φιλόδοξου αυτού φιλμ, το οποίο, ακολουθώντας τη συνήθη ελληνική πρακτική, καταστράφηκε λόγω κακής συντήρησης (!). Μετά από πολλούς επαναπροσδιορισμούς και επανεκτελέσεις του «Σταυρού του Νότου» δισκογραφικά και συναυλιακά, ο δίσκος και οι «απόγονοί» του έγιναν κλασσικοί, ενώ ο ίδιος παραμένει ένας απ’ τους διαχρονικότερους και εμπορικότερους δίσκους της ελληνικής αγοράς και φυσικά «στίγμα» και σημείο αναφοράς του συνθέτη Θάνου Μικρούτσικου. (24)
- Όταν κυκλοφόρησε η «Ρεζέρβα» του Διονύση Σαββόπουλου, είχε μέσα ένα σημαδιακό τραγούδι το
«Μακρύ Ζεϊμπέκικο για το Νίκο». Το τραγούδι –όπως κι άλλα του «Νιόνιου»- είχε ενοχλήσει πολλούς, κρατούντες ή μη, σύμφωνα με τους οποίους «το τραγούδι απλώς υπερασπιζόταν ένα δολοφόνο». Ο
Άρης Δαβαράκης δούλευε τότε στο Γ’ Πρόγραμμα (εποχή Χατζιδάκι) κι όπως ήταν φυσικό παίξανε το τραγούδι μόλις έφτασε στα χέρια τους. Ο Χατζιδάκις που δεν είχε φτάσει ακόμα στο σταθμό τηλεφώνησε να το ξαναπαίξουν για να το ακούσει κι αυτός. Εν τω μεταξύ, το ίδιο απόγευμα το τραγούδι απαγορεύτηκε ρητώς και τελεσιδίκως με βάση το νόμο περί λογοκρισίας που ίσχυε ακόμα (αν και υπνώσει). Η απάντηση του Χατζιδάκι ήταν σαφής: Απαγορεύεται ξε-απαγορεύεται εμείς θα το παίζουμε τουλάχιστον μία φορά ανά δύο ώρες επί 24ωρου βάσεως. Ο Χατζιδάκις ήταν φίλος του
Κωνσταντίνου Καραμανλή, Προέδρου της Δημοκρατίας τότε, αλλά είχε και μια θαυμάσια σχέση με τον
Τσαλδάρη που τον ήξερε πολλές δεκαετίες και είχε την οικειότητα να τον φωνάζει «Νανά» - όπως όλοι οι φίλοι του εξ’ άλλου. Την επόμενη της απαγορεύσεως, ο Χατζιδάκις κάλεσε το Δαβαράκη και τους υπόλοιπους συνεργάτες του στο γραφείο του. Μιλούσε με τον υπουργό ο οποίος ήταν έξαλλος. Ο Μάνος δεν απαντούσε, τον άκουγε μόνο που φώναζε και κουνούσε το κεφάλι του. Τέντωνε τ’ ακουστικό για να ακούσουν κι οι άλλοι. Μετά από πολλές φωνές από τον υπουργό και προειδοποιήσεις για απαγόρευση και παραδειγματισμό, ο Χατζιδάκις τους έκλεισε το μάτι, είπε: «Νανά, είσαι βλαξ!» και έκλεισε το τηλέφωνο. «Πηγαίνετε», τους είπε, «και σε καμιά ώρα θα το ξαναπαίξουμε». (25)
- Πάλι Τρίτο Πρόγραμμα, αυτή τη φορά «Λιλιπούπολη». Η
Μαριανίνα Κριεζή λέει: «Του είχα τηλεφωνήσει μια φορά για να του πω ότι μας ψάχνει από το πρωί ο υπουργός Τσαλδάρης για τη
«Λιλιπούπολη» και την εκπομπή που αναφερόμασταν στα νέα φακελώματα. «Δεν είναι δουλειά δική σου τι κάνει ο Τσαλδάρης. Αύριο δεν έχεις εκπομπή; Τι κάθεσαι και ασχολείσαι;» μου είπε. Εκ των υστέρων έμαθα και την απάντησή του για το θέμα που είχε προκύψει: «Δεν την άκουσα αυτή την εκπομπή για την οποία φωνάζει ο υπουργός. Ας τη βάλουν επανάληψη τρεις φορές, να προλάβω μία από τις τρεις να την ακούσω και θα του πω!». (26)
- 1980 κι η
Τάνια Τσανακλίδου τραγουδάει τους
«Δρόμους του Βερολίνου» για μια παράσταση με μεταφρασμένα τραγούδια της
Edith Piaf («Piaf»). Κατά πολλούς ο τρόπος με τον οποίο αποδίδει τα τραγούδια αυτά είναι συγκλονιστικός, η ίδια βέβαια μετά από πολλά χρόνια, με το γνωστό χιούμορ και τη διαχυτικότητα που τη διακρίνουν, θα δηλώσει για εκείνη την εκτέλεση του τραγουδιού: «Ακούω ας πούμε τώρα πώς είχα τραγουδήσει το 1980 το ‘Αντίο δρόμοι του Βερολίνου’. Είναι απίστευτο! Γελάω και ντρέπομαι που το ακούω. ‘Χριστέ μου’, λέω. Και καλά εγώ το ψώνιο. Ένας άνθρωπος δε βρέθηκε να μου πει ‘καλέ μαζέψου!’». (27)
- Ο
Βασίλης Παπακωνσταντίνου «έγραφε» τον δίσκο
«Φοβάμαι» (1982) στο στούντιο του Δράκου, στη Φιλοθέη. Είχε στη διάθεσή του τα ντέμο των τραγουδιών από διάφορους συνθέτες και, ανάμεσά τους, ένα του
Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ. Ο τελευταίος περνούσε καθημερινά από εκεί ρωτώντας: «Τι έγινε; Τα δικά μου τραγούδια τα βάλατε;». «Όχι» του απαντούσε ο τραγουδιστής. Οι μέρες περνούσαν. Ηχογραφήθηκε
η «Πρέβεζα», το «Φοβάμαι» και η «Στέλλα» ενώ ο τραγουδοποιός πηγαινοερχόταν μάταια στο στούντιο αγωνιώντας για την τύχη των κομματιών του. Κάποια μέρα, ήρθε επιτέλους κι η σειρά για το δικό του ντέμο. Έγιναν ορισμένες διορθώσεις και… έτοιμος ο
«Κουρσάρος». Πριν περαστεί η φωνή, η «ομάδα κρούσης» του δίσκου συγκεντρώθηκε στο κοντρόλ για να ακούσει με μεγάλη προσοχή το πλέι μπακ του τραγουδιού. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Λάκης. Κανείς δεν του έδωσε σημασία και επιπλέον του έβαλαν τις φωνές που τόλμησε να καλησπερίσει! Μόλις ολοκληρώθηκε η ακρόαση, ο νεοφερμένος παρατήρησε: «Πολύ ωραίο κομμάτι. Ποιανού είναι;». «Το δικό σου είναι», τον πληροφόρησε ο Παπακωνσταντίνου. (28)
- Στον ίδιο δίσκο («Φοβάμαι»), υπάρχει και η διασκευή του
«Σεμπάστιαν» του Steve Harley σε απόδοση στα ελληνικά του
Σάκη Μπουλά. Ο Παπακωνσταντίνου εκείνη την περίοδο είχε «ταυτιστεί» μ’ αυτό το τραγούδι πάρα πολύ, όπως έχει πει σε συνεντεύξεις του. Ο Παπακωνσταντίνου δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία γεμάτη πάθος και ένταση. Αν ακούσει κανείς το τραγούδι, θα παρατηρήσει ότι από τη μέση περίπου και μετά ο Βασίλης απ’ τον υπερβολικό ενθουσιασμό και τη δύναμη της φωνής του κάνει κάποια… «κοκοράκια» - κάτι ασυνήθιστο γι’ αυτόν. Ο ίδιος ομολογεί: «…συνέβη μάλιστα κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης να φορτιστώ αρκετά κι έτσι βγήκε αυθόρμητα ο λυγμός!». Τελικά, κρατήσανε αυτήν την εκτέλεση την «παθιασμένη» παρά τα όποια φωνητικά «ολισθήματα» - η οποία και μετά δικαιώθηκε. (29)
- 1982, οι ηχογραφήσεις του
«ΞΑΝΑΠΕΣ (ο)» του
Νικόλα Άσιμου τελειώνουν. Ο
Γιώργος Κορδέλλας αφηγείται: «Γίνεται μια σύσκεψη στη ΜΙΝΩΣ, πάω. Βλέπουνε το πρώτο εξώφυλλο που έφτιαξα. Ήταν ασπρόμαυρο με τίτλο: ‘Όπως η Ατλαντίς’. Μου λένε: ‘Τι είναι αυτό; Αυτό είναι σοβαρό! Λες κι είναι για τη Γαλάνη!...’ Τέλος πάντων, δε βρήκαμε άκρη, λέω στον Άσιμο: ‘Ξέχνα το...’ Λίγες μέρες μετά έρχεται σπίτι μου. Μου λέει: ‘Έλα να δούμε τι θα κάνουμε. Μια μαλακία εξώφυλλο θέλουνε, μια μαλακία θα κάνουμε’. Καθίσαμε επιτόπου και κάναμε κολάζ. Κόβαμε φωτογραφίες από περιοδικά. Βρήκαμε αυτό το άγαλμα, του βάλαμε το κεφάλι του Νικόλα. Βάλαμε κι εκείνο το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου που γινότανε τότε στη Βραζιλία, ξέρω γω που γινότανε... Το κείμενο του οπισθόφυλλου είναι γραμμένο στην IBM γραφομηχανή της Κατερίνας της Γώγου, δεν ήταν καν φωτοσύνθεση. Το κοιτάει: ‘Ωραίο...’, λέει. Του λέω: ‘Σ’ αρέσει αυτό το πράγμα;’, μου λέει: ‘Μ’ αρέσει’. Του λέω: ‘Ε, πάρ’ το...’. (30)
- Με αυστηρότατο ύφος, ο
Γιάννης Σμυρναίος ρώτησε το Διονύση Σαββόπουλο γιατί σταμάτησε την ηχογράφηση του τραγουδιού
"Πρωτομαγιά" (Τραπεζάκια Έξω, 1983). Μέσα από το τζάμι, η
Ελευθερία Αρβανιτάκη, που είχε κληθεί να κάνει ντουέτο με το Νιόνιο, έβγαλε τα ακουστικά και περίμενε νεότερες οδηγίες από τους δύο άντρες που έμοιαζαν να διαφωνούν για κάτι το οποίο εκείνη δε μπορούσε να ακούσει. «Μα δεν το βλέπεις, είναι φάλτσα», έλεγε ο Νιόνιος στον ηχολήπτη που –είναι γνωστό τοις πάσι- δεν δέχεται εύκολα παρεμβάσεις στη δουλειά του. «Είσαι σίγουρος;» είπε με τη σειρά του ο Γ. Σμυρναίος ενοχλημένος απ’ την άσκοπη διακοπή. Εντός δευτερολέπτων, η φωνή της τραγουδίστριας είχε γεμίσει μόνη της το στούντιο Polysound δίνοντας την απάντηση στο διαφωνούντα Νιόνιο. «Έχεις δίκιο» παραδέχτηκε αμέσως εκείνος και κοιτώντας την της είπε: «Ελευθερία, κόλλα παιδί μου στον τραγουδιστή (στη δική του φωνή δηλαδή) γιατί είναι φάλτσος». (31)
- Δεκέμβριος του 1983. Η Αθήνα χιονισμένη. Στο στούντιο του Δράκου «γράφουν» τη
"Διαίρεση" του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ο
Κώστας Γανωσέλλης χρειάζεται κάποιους ειδικούς ήχους και γι’ αυτό έχει παραγγείλει στον Νάκα ένα σπέσιαλ αρμόνιο – συνθεσάιζερ. Το έφερε ένα φορτηγό γιατί ήταν τεραστίων διαστάσεων. Δοκίμασαν να το περάσουν από την πόρτα του κτηρίου –ένα παλιό σπίτι ήταν- αλλά δε χωρούσε. Δοκίμασαν από ένα μεγάλο παράθυρο. Και πάλι δεν κατάφεραν τίποτα. Στην αυλή, κοντά στο δρόμο, υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο σκεπαστό κτίσμα, ανοιχτό από τη μπροστινή του πλευρά. Αποφάσισαν να το τοποθετήσουν εκεί. Πέρασαν τα απαραίτητα καλώδια για να λειτουργήσει, συνέδεσαν ακουστικά και μικρόφωνο για την ενδοσυνεννόηση και προμήθευσαν τον Γανωσέλλη με δυό – τρία μπουφάν, σκουφί και κασκόλ, για να προστατευτεί από το τσουχτερό κρύο. Ο μουσικός έβαλε τ’ ακουστικά στ’ αυτιά και στρώθηκε στη δουλειά ξυλιασμένος. «Βάλε το πλέι μπακ πάλι», μήνυσε στον ηχολήπτη μιλώντας στο μικρόφωνο «κάτι νομίζω πώς δεν έπαιξα καλά». Εκείνη τη στιγμή, γύρισε το κεφάλι του και είδε έναν ηλικιωμένο κύριο να στέκεται στο κατώφλι του κτίσματος μέσα στο χιόνι και να τον κοιτά έκπληκτος. Στο ένα χέρι κρατούσε μια σακούλα και με το άλλο έκανε το σταυρό του. Μάλλον τον είχε περάσει για τρελό... (32)
- Είμαστε στα 1984 και οι
Μουσικές Ταξιαρχίες του
Τζίμη Πανούση κατεφέρνουν δια μέσου της «προληπτικής λογοκρισίας» να κυκλοφορήσουν τον πρώτο τους δίσκο που φέρει το όνομά τους. Πού να ξέραν ότι λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του δίσκου η ασφάλεια είχε κινητοποιηθεί εναντίον τους κι έπρεπε να περάσουν αυτόφωρο για αδίκημα «περί Τύπου». Μεταξύ άλλων, συνελήφθη ο τότε διευθυντής της EMI
Γιώργος Πετσίλας, ενώ ο παραγωγός
Μάνος Ξυδούς είχε εξαφανιστεί προς άγνωστη κατεύθυνση μέχρι να περάσει το αυτόφωρο! (33)
- 1985 κι ο
Νίκος Ξυδάκης γράφει τη μουσική για την ταινία του
Γιώργου Πανουσόπουλου, «Μανία». Ο σκηνοθέτης ήθελε να του γράψει μουσική ο συνθέτης με κουδούνια και πρόβατα. Ήθελε να υπάρχουν παγανιστικοί παλμοί στη μουσική. Έφερε λοιπόν καμιά τρακοσαριά γελαδοκούδουνα που ήταν βαριά κι ασήκωτα και μύριζαν απαίσια.
Νίκος Ξυδάκης: «Όσοι βρισκόμασταν μέσα στο δωμάτιο σηκώναμε από πενήντα κουδούνες ο καθένας για να πετύχουμε το παγανιστικό αποτέλεσμα. Στο τέλος, όταν του τα έστειλα, θυμάμαι ότι ο Πανουσόπουλος είχε γίνει έξαλλος, γιατί δεν είχε βγει παγανιστικό το αποτέλεσμα και μου λέει: ‘Δε θέλω εγώ κουδούνια του Αγίου Όρους’. Μάλλον ήταν πολύ ήπια τα κουδούνια. Του είπα: ‘Έλα να τα βαράς εσύ, εμείς δεν μπορούμε, δεν έχουμε δυνάμεις’!» (34)
- Σε μια από τις αίθουσες στο στούντιο Sierra, η
Τάνια Τσανακλίδου κόβει βόλτες στο ημίφως γύρω από ένα μικρόφωνο, φορώντας μποτάκια. Τα βήματά της «γράφονται» για να χρησιμοποιηθούν ως εφέ στον δίσκο
«Μαμά Γερνάω» (1988). Η ηχογράφηση βρίσκεται σε εξέλιξη όταν ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο
Μιχάλης Μενιδιάτης. Η τραγουδίστρια του κάνει νόημα να μη μιλήσει. Εκείνος υπακούει, κάθεται και παρακολουθεί. Μόλις τελειώνουν, λοιπόν, ρωτά απορημένος: «Συγνώμη, στο περπατητό είναι όλος ο δίσκος;». (35)
- Σε αυστηρή δίαιτα με παχιές σούπες και λιπαρούς ζωμούς από μεδούλια είχε υποχρεώσει ο
Στέλιος Καζαντζίδης –με την ιδιότητα του παραγωγού- τον
Λεωνίδα Βελή κατά την ηχογράφηση για τη συνεργασία τους στον δίσκο
«Η Συνάντηση» (1985). Κι αυτό για να βγαίνει η φωνή του τραγουδιστή μελιστάλαχτη, μεσ’ τον καημό. (36)
- Το υλικό του δίσκου του Λεωνίδα Βελή
«Αγάπη όλο ζήλια» (1987) ήταν έτοιμο. Όχι όμως και το τραγούδι
«Με το στόμα γεμάτο φιλιά», που έμελε να γίνει το σουξέ του. Είχαν ήδη ξεκινήσει οι μίξεις στο Polysound όταν ο
Χρήστος Νικολόπουλος πήρε μερικούς μουσικούς και μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το τραγούδι. Η απόφαση είχε ληφθεί: θα προσέθεταν το τραγούδι στον δίσκο αν προέκυπτε κάτι καλό. Επιστρατεύτηκε ξανά λοιπόν ο
Λευτέρης Παπαδόπουλος (υπογράφει όλα τα τραγούδια του δίσκου), με τα μολύβια και τα κιτρινωπά δημοσιογραφικά χαρτιά του. Έγραφε, έσκιζε, έγραφε, έσκιζε. Κάποια στιγμή άρχισε να απαγγέλλει με στόμφο τους στίχους: «Με το στόμα γεμάτο φιλιά / κατεβαίνεις δυό δυό τα σκαλιά / και σφυρίζεις με τ’ άλλα πουλιά». «Πρόεδρε, κοίτα να βρεις τίποτα καλύτερο», τον διέκοψε ένας από τους συνεργάτες – ακροατές που βρίσκονταν στο στούντιο. «Αυτό είναι σαν το ‘Ετίναξες την ανθισμένη αμυγδαλιά’». (37)
- Δεκαπενταύγουστος του 1993, ηχογραφείται το
«Ανθρώπων Έργα» του
Σταμάτη Κραουνάκη. Ο Σταμάτης κι οι συνεργάτες του δουλεύουν πυρετωδώς για να τελειώσουν την ηχογράφηση του δίσκου – καλοκαιριάτικα και κανείς δεν έχει πάει διακοπές. Συμβαίνει λοιπόν το εξής κωμικό περιστατικό: Είναι μεσημέρι, ζέστη κι ο Κραουνάκης εξουθενωμένος από την πολλή δουλειά έχει πέσει κάτω απ’ το πιάνο του και κοιμάται. Εκμεταλλευόμενοι τον ύπνο του, ο ενορχηστρωτής του δίσκου
Γιώργος Ζαχαρίου και η
Άλκηστις Πρωτοψάλτη ηχογραφούν το ροχαλητό του και το περνάνε πάνω στις μελωδίες των τραγουδιών. (38)
- Μια μέρα χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι της
Πόπης Αστεριάδη. «Γεια σας», της λέει μια φωνή. Ήταν κάποιος άγνωστος – ένα παιδί. «Είμαστε από ένα συγκρότημα...» - ο νεαρός ούτε που είπε από ποιο συγκρότημα. «Και να μου έλεγε, όμως, να πω την αμαρτία μου, δεν είχα ασχοληθεί και δεν τους ήξερα... ‘Εντάξει, αγόρι μου’, του απάντησα, ‘εμένα πάντα μ’ ενδιαφέρει να συνεργάζομαι με νέα παιδιά’. Του έδωσα ραντεβού σπίτι μου. Έλα όμως που εκείνη τη μέρα μου έτυχε κάτι και έλειπα. Ήταν μόνο η κόρη μου και το αγόρι της. Γυρνώντας, τη βρίσκω να έχει ανοίξει τα μάτια της διάπλατα: ‘Μαμά!’, μου λέει, ‘ξέρεις ποιος είναι αυτός;’. Αποδείχτηκε ότι η κόρη μου ήταν από τους φανατικούς των
Στέρεο Νόβα! Όταν άκουσε ότι ο Κωνσταντίνος μου ζητούσε να πω το ομώνυμο τραγούδι για το single του συγκροτήματος
«Ταξίδι στη Γη» δεν δεχόταν λέξη: ‘Μαμά, μην τυχόν και δεν το πεις το τραγούδι!’. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως και να ξεκίνησα για χάρη της τη συνεργασία, η οποία συνεχίστηκε με τον δίσκο που κάναμε με τον Κωνσταντίνο». (39)
*** Επειδή ιστορίες μετά μουσικής υπάρχουν πάρα πολλές και το θέμα έχει «ζουμί», θα υπάρξει και Β’ Μέρος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1), (2), (4), (7), (13), (14), (16), (17), (20), (21), (22), (28), (31), (32), (35), (36), (37) : ‘ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΟΥΝΤΙΟ’ (Χάρης Ποντίδα, Μαρίας Βλαχοπούλου),
Δίφωνο, τ. 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43.
(3) :
συνέντευξη Βίκυς Μοσχολιού – Στέλιου Μάινα στην Άρτεμη Τζάνου, τ. 40, βλ. και
συνέντευξη στη Γιώτα Γεωργουλέα, musiccorner.gr + «Ποδοσφαιρικά λάβ στόρι που άφησαν εποχή», ΤΟ ΒΗΜΑ, 12 – 02 – 2006
(5) : ένθετο στο cd «Άξιον Εστί», ‘ΤΟ ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ’, Andreas Brandes
(6), (24), (29, δήλωση του Παπακωνσταντίνου), (33) : 100 Δίσκοι και η ιστορία τους, από τον Μελωδία FM 99,2 – ειδική έκδοση, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
(24) : βλ. επίσης: «Σταυρός του Νότου – 20 χρόνια μετά», του Γιώργου Μητράκη,
Δίφωνο, τ. 40
(8) :
συνέντευξη Γιώργου Μακράκη στην Χάρη Ποντίδα,
Δίφωνο, τ. 16
(9), (10), (11) : «Μάνος Λοίζος», Λευτέρη Παπαδόπουλου, 3η έκδοση, εκδόσεις Κάκτος
(12) : αφιέρωμα στο Μάνο Λοίζο, επιμέλεια –
Μαρία Σπυροπούλου,
Δίφωνο, τ.24
(15) : «Γνήσια και μη πνευματικά τέκνα», αφιέρωμα στο Χατζιδάκι, Γιώργου Ε. Παπαδάκη, Octava, τ. 1
(18) : «Ξενοδοχείον η Έμπνευσις», Γιώργου Μητράκη,
Δίφωνο, τ. 16
(19) :
συνέντευξη του Γιώργη Ξυλούρη, γιου του Ψαρονίκου, στο Σπύρο Οικονομάκο, Μονογραφίες –
Νίκος Ξυλούρης, τ. 1
(23), (27) :
συνέντευξη της Τάνιας Τσανακλίδου στη Ναταλί Χατζηαντωνίου, Octava, τ. 1
(25) : βλ. και «Με αφορμή το ‘Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο’, Άρη Δαβαράκη, «Η ΣΟΥΜΑ –
Διονύσης Σαββόπουλος», β’ έκδοση, εκδόσεις ΙΑΝΟΣ
(26) :
συνέντευξη της Μαριανίνας Κριεζή στην Άρτεμις Τζάνου,
Δίφωνο, τ. 39
(30) :
συνέντευξη του Γιώργο Κορδέλλα στον Γιώργο Ι. Αλλαμανή, 18.12.98, Γιώργου Ι. Αλλαμανή - «Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου – Δίχως Καβάτζα Καμιά»
(34) : Ο
Νίκος Ξυδάκης για τη ‘ Μανία’ και τον Γιώργο Πανουσόπουλου, «Αναπολώντας μια συνεργασία», επιμέλεια: Γιάννης Αλεξίου,
Δίφωνο, τ. 101
(38), (39) : συνεντεύξεις στο περιοδικό
Δίφωνο