ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Συνεντεύξεις

    Ο απίθανος κόσμος του Νίκου Μουρατίδη! - Αποκλειστική συνέντευξη

    Ο Νίκος Μουρατίδης αποκαλύπτει άγνωστες και απίθανες ιστορίες από το χώρο της ελληνικής δισκογραφίας και όχι μόνο!

    Ο απίθανος κόσμος του Νίκου Μουρατίδη! - Αποκλειστική συνέντευξη

    Γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλικιάνης (CHE)
    230 άρθρα στο MusicHeaven
    Παρασκευή 15 Ιαν 2016

    Δημοσιοσχετίστας; Ραδιοφωνικός παραγωγός; Μάνατζερ; Συγγραφέας; Αυτά και πολλά άλλα μπορούν να περιγράψουν τον Νίκο Μουρατίδη. Συμπληρώνοντας σχεδόν 40 χρόνια στον ευρύτερο χώρο του θεάματος, ο Νίκος Μουρατίδης αποκαλύπτει στον Κωνσταντίνο Παυλικιάνη άγνωστες ιστορίες και μας ξεναγεί στον απίθανο κόσμο του!

    Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, από τότε που βγάλατε το Λύκειο.
    Νίκος Μουρατίδης: Αααα… ταραχώδης εποχή! Έχασα ένα χρόνο γιατί δεν ήθελαν οι δικοί μου να σπουδάσω σκηνοθεσία, πείσμωσα εγώ, έδωσα λευκή κόλλα στη φυσική και στα αρχαία Ελληνικά και τους απείλησα ότι δεν θα πάρω ποτέ το απολυτήριό μου. Και τελικά πείστηκαν και μου είπαν: «άντε, σπούδασε ό,τι θέλεις, αρκεί να πάρεις το χαρτί του Λυκείου». Έδωσα τα μαθήματα, όλα O.K. αλλά εν τω μεταξύ είχα χάσει τη χρονιά. Και την επόμενη ξεκίνησα στη σχολή Σταυράκου, στη σχολή σκηνοθεσίας. Κράτησαν τρία χρόνια οι σπουδές ενώ παράλληλα δούλευα. Από τότε, λοιπόν, έφυγα κι απ’ το πατρικό. Γιατί το σπίτι μας ήταν στη Νίκαια, εγώ δούλευα και σπούδαζα στην Αθήνα κι οι τέσσερις διαδρομές την ημέρα Αθήνα-Νίκαια μου είχαν σπάσει τα διαόλια. 19 χρονών περίπου μετακόμισα και κέρδισα την ανεξαρτησία μου.

    Και πού μετακομίσατε;
    Ν.Μ.: Πήγα στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, στο σπίτι μιας φίλης μου αρχιτεκτόνισσας, η οποία είχε στο διαμέρισμά της ένα δωμάτιο που δεν το χρησιμοποιούσε και έτσι υπενοικίασα αυτό το δωμάτιο. Είχαμε όλους τους χώρους κοινόχρηστους και ο καθένας είχε το δωμάτιό του. Τότε δούλευα σε διαφημιστικά γραφεία, τα οποία έκαναν εκπομπές για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Έτσι γνώρισα πολλούς σκηνοθέτες, συγγραφείς, ηθοποιούς… της τρελής γινότανε. Αλλά τότε ήμουν πιτσιρίκι και ζούσα τη ζωή μου. Δεν παραμυθιαζόμουν με το star system της εποχής. Απλώς μόλις έβλεπα μπροστά μου τη Χρονοπούλου, έλεγα «Α, η Χρονοπούλου» ή έβλεπα τη Λάσκαρη κι έλεγα «Α, η Λάσκαρη». Κάποια στιγμή τέλειωσα τη Σχολή Σταυράκου και ξεκίνησα να δουλεύω σαν βοηθός του Παντελή Βούλγαρη στο «Happy Day» (1976). Θυμάμαι πάρα πολύ καλά, που πήγαινα σπίτι του κι είχαμε ξεκινήσει να γράφουμε το σενάριο. Θα ήμουν ο πρώτος βοηθός του Βούλγαρη γιατί συμπαθιόμασταν από τη σχολή, όπου μας έκανε μάθημα, και επειδή ήξερα γραφομηχανή –όχι τυφλό σύστημα, ξέρεις, με τα δύο δάχτυλα- με πήρε να γράψουμε το σενάριο και να κάνουμε την ταινία. Εκεί πάνω, λοιπόν, μου ήρθε μία πρόταση από την εταιρία δίσκων Polygram. Είχαν ανάγκη στο τμήμα δημοσίων σχέσεων και τα λεφτά ήταν καλά. Την εποχή εκείνη πλήρωνα ένα χιλιάρικο για το δωμάτιο της φίλης μου και ο μισθός ήταν τριάντα πέντε. Οπότε λέω «μμμ, ωραία!». «Θα μπορέσω όμως μετά από δύο μήνες» τους λέω, για να τελειώσουμε την ταινία με τον Βούλγαρη. Μου λένε «δεν υπάρχει περίπτωση, είναι επείγον». Τα λέω στον Παντελή, ο οποίος με συμβούλεψε να πάω. Μου λέει: «να σου πω, προτίμησε να πας εκεί γιατί εμείς θα τελειώσουμε σε ενάμισι μήνα και μετά θα ψάχνεσαι». Γιατί ήξερε ότι δεν έχω λεφτά και ότι ζω από τη δουλειά. Κι έτσι έχασα το «Happy Day» και μπήκα στην Polygram. Εντελώς άσχετος με τις δημόσιες σχέσεις….

    Άλλος κόσμος, ε;
    Ν.Μ.: Άλλος; Πολιτισμικό σοκ! Από κει που ήμουνα στη σχολή Σταυράκου, Βούλγαρης, Αγγελόπουλος, κουλτουριάρικες ταινίες, βουβός κινηματογράφος, ρώσικα, βουλγάρικα, τσέχικα, της πουτάνας (γέλια), βρίσκομαι εκεί πέρα με Ρίτα Σακελλαρίου, Δούκισσα, Μαρινέλλα κ.λπ. Άλλο πράμα! Και τους ρωτάω:
    - Τι πρέπει να κάνω; Δεν έχω ιδέα!
    - Θα γράφεις πέντε λόγια για το δίσκο που κυκλοφόρησε, ποιοι είναι οι συντελεστές, θα κολλάς εδώ πέρα το εξωφυλλάκι του δίσκου, που θα το έχεις δώσει να στο φωτογραφήσει ο φωτογράφος, και θα το στέλνεις σ’ αυτόν τον κατάλογο των δημοσιογράφων.
    - Ο.Κ.

    Το ‘κανα μία, δύο, τρεις…, ε, λέω «Δεν μπορεί να ‘ναι μόνο αυτό. Θα ‘ναι και κάτι άλλο». Και άρχισα μόνος μου να το ψάχνω. Εν τω μεταξύ, άρχισε να με γοητεύει όλο αυτό και ίσως επειδή είχα χιούμορ, ίσως επειδή έλεγα σωστά πράγματα, δεν ξέρω τι απ’ όλα αυτά, με συμπάθησαν οι πάντες.

    Από τότε τα λέγατε έξω από τα δόντια;
    Ν.Μ.: Ναιαιαιαιαι!!! Κανονικά! Μου ‘λεγε ο διευθυντής:
    - Τί να κάνουμε με την τάδε τραγουδίστρια;

    Μπροστά σε όλο το συμβούλιο. Και του έλεγα:
    - Απαλλαχτικό!

    Δηλαδή «διώξτε την! Δεν μας κάνει!» (γέλια). Έξαλλοι γίνονταν οι υπόλοιποι. Ο διευθυντής βέβαια γέλαγε με το ύφος μου. Αλλά από τότε δεν κώλωνα. Έτσι μπήκα στη δισκογραφία. Αλλά τα λεφτά δεν μου φτάνανε και έτσι βρήκα άλλη μια δουλειά στο περιοδικό Μανίνα. Τη δεκαετία του 1980 ήμουνα διευθυντής στη Μανίνα κι έγραφα κιόλας. Την είχα κάνει τη Μανίνα πολύ… «προχώ». Παρά πολύ «προχώ»…. (γέλια)

    Πόσο χρονών ήσασταν, αν επιτρέπετε, την εποχή που ξεκινήσατε στη Μανίνα;
    Ν.Μ. 23-24 χρονών. Μόλις είχα μπει στη δουλειά και το ‘κανα για να συμπληρώσω τα έσοδά μου. Έτσι πήρα και την πρώτη μου ραδιοφωνική εκπομπή, στο Β’ πρόγραμμα της ΕΡΤ, μία εκπομπή για τον κινηματογράφο, γιατί είδα ότι με στενεύουν τα οικονομικά.

    Ο απίθανος κόσμος του Νίκου Μουρατίδη! - Αποκλειστική συνέντευξη

    Στην ΕΡΤ, λοιπόν, τους πρότεινα να κάνω μία εκπομπή για τον κινηματογράφο γιατί το σπούδασα κι επειδή μάζευα και soundtrack. Και μάλιστα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό ήταν στο Παρίσι το 1979. Άκου ιστορία: Ένα βράδυ στον Μαγεμένο Αυλό, είχε έρθει ο Χατζιδάκις –ήταν το στέκι του- και, ξέρεις, μαζευόμασταν γύρω του και μιλάγαμε. Του λέω κάποια στιγμή:
    - Κύριε Χατζιδάκι, θα πάω στο Παρίσι. Μήπως ξέρετε κανένα κατάστημα ν’ αγοράσω soundtracks;
    - Α, βέβαια!

    Δεν θυμόταν, όμως, το δρόμο κι έκατσε και μου ‘κανε σε ένα χαρτί ολόκληρο σχεδιάγραμμα.
    - Εδώ είναι το Saint Germain, εδώ θα κάνεις δεξιά, εδώ θα κάνεις αριστερά κι εδώ είναι το μαγαζί!

    Όντως πήγα, και βρήκα πάρα πολύ ωραία soundtrack. Βέβαια το σχεδιάγραμμα που μου είχε φτιάξει με τα χέρια του ο Χατζιδάκις, δεν το ‘χω ο ηλίθιος.
    Με την Polygram, τη Μανίνα και τη ραδιοφωνική μου εκπομπή ξέχασα εντελώς το θέμα «σκηνοθεσία». Με γοήτευσαν οι νέες μου δραστηριότητες κι άρχισα να μαθαίνω και να επεμβαίνω σε πράγματα. Άρχισα να επιμελούμαι τα εξώφυλλα των δίσκων, γιατί ήταν χάλια μέχρι τότε, άρχισα να προσλαμβάνω ανθρώπους να κάνουνε μακιγιάζ, να παίρνω καλούς φωτογράφους, να κάνουμε shooting σε εξωτερικούς χώρους, γιατί μέχρι τότε όλοι οι δίσκοι ήταν φωτογραφίες πορτρέτο του καλλιτέχνη σ’ ένα στούντιο και that’ s all... E, λοιπόν, εγώ αυτό το άλλαξα.

    Είχατε επηρεαστεί από κάπου; Βλέπατε ας πούμε τα εξώφυλλα των αγγλικών δίσκων;
    Ν.Μ.: Φυσικά! Από μικρός ήμουνα συλλέκτης. Η πρώτη μου ξαδέλφη ήταν δημοσιογράφος και της δίνανε δίσκους οι εταιρίες και εκείνη τους έδινε σ’ εμένα. Και είχα Rolling Stones με κάτι εξώφυλλα οκτάγωνα… κάτι σπάνια LP… υπέροχα. Αυτή ήταν η κουλτούρα μου. Ο Σαββόπουλος, που ήτανε ο εφηβικός μου ήρωας, ο άνθρωπος που φώτισε την εφηβεία μου και την ενηλικίωσή μου, ο Χατζιδάκις και τα ξένα.

    Εσείς τι προτιμούσατε σαν ακροατής; Ελληνική ή ξένη μουσική; Ή τα ακούγατε όλα;
    Ν.Μ.: Όχι όλα! Ποτέ όλα! Αυτό μου κάνει εντύπωση. Δεν ήμουνα ποτέ του «όλα». Γι’ αυτό και όταν κάποιος μου λέει ότι ακούει τα πάντα γίνομαι Τούρκος. Πώς γίνεται να ακούς τα πάντα; Δεν υπάρχει περίπτωση. Πρέπει να υπάρχουν στεγανά. Πρέπει κάτι να σ’ ενοχλεί. Δηλαδή αν ακούς Pink Floyd, δεν μπορείς ν’ ακούς Παντελίδη!  

    Μπορεί και να υπάρχουν, όμως, αυτοί.
    Ν.Μ.: Εγώ δεν τους μπορώ αυτούς. Δεν τους θέλω. Όπως επίσης, μικρός, μου λέγανε στο τμήμα δημοσίων σχέσεων «πρέπει να τα ‘χεις καλά με όλους». Το σκέφτηκα και είπα: «Όχι! Δεν θα τα ‘χω καλά με όλους! Θα τα ‘χω καλά με τον Ταχυδρόμο». Και έδινα το βάρος στον Ταχυδρόμο κι έκανα τη δουλειά μου μ’ ένα περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας. Opinion maker, όχι του κώλου τα εννιάμερα όπως είναι σήμερα τα περιοδικά. Έγραφε κάτι ο Ταχυδρόμος και γινόταν hit. Ήμουν τύπου «επαναστάτης». Μου λέγανε «θα κάνεις αυτό κι αυτό» κι εγώ «Όχι, θα κάνω κάτι παρόμοιο, ή κάτι παραπάνω». Και γι’ αυτό άρχισα να τηλεφωνώ στους δημοσιογράφους, να τους καλώ, να βγαίνουμε έξω, να φάμε, να πιούμε, να τους μάθω, να δω τα γούστα τους, να δω τι θα τους «πλασάρω»… Δηλαδή, κάνοντας παρέα μ’ έναν δημοσιογράφο και μαθαίνοντας τα γούστα του, αν δεν του αρέσανε τα λαϊκά δεν θα του πλάσαρα τον Φίλιππο Νικολάου και τον Μητροπάνο. Θα του πλάσαρα τον Κραουνάκη και τον Σπανουδάκη ας πούμε…

    Στο πλαίσιο του επαγγέλματος, δεν πλασάρατε και καλλιτέχνες που δεν σας αρέσανε;
    Ν.Μ.: Βεβαίως, και το ‘κανα πάρα πολύ καλά. Εγώ άκουγα τα ξένα. Αυτά ήταν ο βασικός μου κορμός. Και η ενημέρωσή μου ήταν στα ξένα. Άκουγα ξένα ραδιόφωνα, και η κύρια δισκοθήκη μου ήταν ξένη μουσική. Τα πρώτα μου 45αρια ήταν όλα ξένα. Οι γονείς μου ήταν στο άλλο άκρο. Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Καίτη Γκρέυ, Πάνο Γαβαλά… Έτσι λοιπόν τα ‘χα τα ακούσματα, μέσα μου. Όταν μπήκα στην εφηβεία κι άρχισα να ανακαλύπτω πράγματα, αγόρασα το πρώτο μου LP που ήταν το «Φορτηγό» του Σαββόπουλου. Ήταν το πρώτο άλμπουμ 33 στροφών που αγόρασα. Και τα ακούσματα στην ξένη ήταν τύπου ροκ και Folk Rock. Όταν ήμουν πιο μικρός άκουγα Elvis Presley, Frank Sinatra, Beatles, Rolling Stones κ.λπ. Μετά άρχισα ν’ ακούω Bob Dylan, Neil Young, Crosby Stills Nash & Young, Carole King, James Taylor, Joni Mitchell... Και πιο ποιητικοί στίχοι και μάλιστα θυμάμαι που έψαχνα να βρω τους στίχους που δημοσιεύανε κάποια περιοδικά και να τους μεταφράζω. Γιατί τότε δεν ήτανε όπως τώρα που υπάρχει το ευλογημένο Google (γέλια). Έπαιρνα ένα δίσκο το μήνα και τον μάθαινα απέξω. Όλο! Όλο! Είχα το «Φορτηγό» του Σαββόπουλου και το άκουγα μπρος-πίσω και ξανά απ’ την αρχή. Το ‘χα μάθει όλο στη σειρά. Το τραγούδαγα αντιγράφοντας και το στυλ του. Άλλη φωνή στη «Συννεφούλα», άλλη φωνή στο «Οι Παλιοί Μας Φίλοι». Το πρώτο άλμπουμ ξένο που αγόρασα ήταν το «Tapestry» της Carole King. Κι’ αυτό το είχα μάθει όλο απέξω! Όλο!

    Τα έχετε ακόμα αυτά τα άλμπουμ;
    Ν.Μ.: Ναι βέβαια. Ειδικά της Carole King, στην Ελλάδα είχε κυκλοφορήσει με μονό εξώφυλλο. Και έτσι πίστευα ότι ήταν το άλμπουμ. Όταν σ’ ένα ταξίδι μου –πολύ αργότερα- στο Λονδίνο, έψαχνα στα μεταχειρισμένα και το βρήκα με διπλό εξώφυλλο, έπαθα σοκ! Το κοίταγα και δεν το πίστευα! Καταλαβαίνεις ότι το πήρα και το έβαλα κάτω απ’ τη μασχάλη, μη μου το πάρει κανείς!
    Επίσης, από ελληνικά, άκουγα πάρα πολύ Χατζιδάκι και νέο κύμα. Πολύ. Ήταν τότε τα προσφερόμενα προγράμματα στο ραδιόφωνο, που είχαν οι εταιρίες, «Η Polygram παρουσιάζει», «Η Minos παρουσιάζει», «Η Lyra παρουσιάζει»… Τις εκπομπές της Λύρας, λοιπόν, δεν τις έχανα με τίποτα. Ήταν η μοναδική εταιρία που είχε το λεγόμενο Νέο Κύμα.

    Κι ήταν ο Σαββόπουλος εκεί…
    Ν.Μ.: …. κι η Αρλέτα, ο Γιώργος Ζωγράφος, ο Γιάννης Σπανός, η Πόπη Αστεριάδη… Αγαπημένο τραγούδι του Ζωγράφου «Ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος» (γελάει). Πω, πω, τι μου θυμίζεις τώρα… Έχω συνδέσει πάρα πολλά τραγούδια με πολλές πτυχές της ζωής μου. Κάποια τραγούδια μού θυμίζουν απίστευτα τα καλοκαίρια μου ή κάποιο τραγούδι το ‘χω συνδέσει με δυστύχημα όπου σκοτώθηκε κάποιος φίλος με τη μηχανή του. Πιτσιρίκι κι αυτός.

    Πάμε, λοιπόν, στην εποχή που είχατε τη ραδιοφωνική εκπομπή στο Β’ Πρόγραμμα της ΕΡΤ.
    Ν.Μ.: Η εκπομπή λεγόταν «Ο κινηματογράφος, η μουσική και τα τραγούδια του». Επειδή τότε όλες οι ραδιοφωνικές εκπομπές της ΕΡΤ ήταν μαγνητοφωνημένες, μπορούσα να κάνω και δημοσιότητα. Έστελνα δελτία Τύπου γράφοντας: «Την Τετάρτη ο Νίκος Μουρατίδης… κάνει αφιέρωμα στην Marlene Dietrich». Και τα δημοσιεύανε όλες οι εφημερίδες. Της έκανα της εκπομπής τρομερό publicity. Τα ‘χαν χάσει όλοι. Σου λέει «τι είναι αυτό;». Υπήρχε μία πολύ πετυχημένη στήλη στα ΝΕΑ, οι «Ωτοβλεψίες», όπου ό,τι έστελνα το βάζανε, για έναν περίεργο λόγο. Κάθε εβδομάδα έγραφε για τη ραδιοφωνική μου εκπομπή. Καταλαβαίνεις ότι όλοι οι άλλοι στην ΕΡΤ λύσσαγαν… Τώρα που τα θυμάμαι, όμως, με ποιο θράσος, ένα παιδάκι με μία εκπομπή μίας ώρας στο ραδιόφωνο, πήγα κι έκανα συνέντευξη με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου; Επειδή είχε βγάλει τότε ένα soundtrack που λεγόταν «La Fête Sauvage» («Άγρια Γιορτή»), ένα ντοκιμαντέρ με ζώα κ.λπ. πήγα τον βρήκα και του έκανα αφιέρωμα.
    Πέρασα, λοιπόν πέντε χρόνια στην Polygram, όπου ήμουν βοηθός του Ζακ Μεναχέμ στο τμήμα των δημοσίων σχέσεων στο ελληνικό ρεπερτόριο. Εκεί γνώρισα όλους τους καλλιτέχνες που είχαμε στην εταιρία. Pop και λαϊκούς. Όλους. Από Κώστα Τουρνά, Ελπίδα, Μπέσσυ Αργυράκη και Robert Williams μέχρι Δημήτρη Μητροπάνο, Μαρινέλλα, Χριστιάνα, Αντώνη Καλογιάννη, Ρίτα Σακελλαρίου, Δούκισσα, Φίλιππο Νικολάου…

    Σε ηχογραφήσεις πηγαίνατε;
    Ν.Μ.: Σε αυτά που γούσταρα, ναι. Όταν έκανε δίσκο ο Λογαρίδης πήγαινα. Όταν έκανε δίσκο η Χριστιάνα, με την οποία έκανα παρέα, πήγαινα. Στους Pop πήγαινα. Στον Μητροπάνο επίσης πήγαινα επειδή κάναμε πολύ πλάκα και τον αγαπούσα πάρα πολύ. Με συγκινούσε αφάνταστα η φωνή του. Θυμάμαι τόσα πολλά... Ετοιμάζαμε ένα δίσκο της Μαρινέλλας και έψαχναν τι εξώφυλλο θα κάνουμε. Είχα εγώ στα χέρια μου μία φωτογραφία της, live, με κλειστά μάτια, που είχε απλώσει το χέρι έτσι… (σ.σ. παίρνει πόζα) κι είχε ένταση αυτή η φωτογραφία. Είχε ενέργεια. Και τους λέω στο meeting:
    - Αυτή θα βάλουμε εξώφυλλο!

    Με χλευάσανε όλοι!
    - Άντε ρε, που θα βάλουμε εξώφυλλο με κλειστά μάτια!

    Περνάνε μερικές μέρες, έρχεται ο παραγωγός της Μαρινέλλας, μου λέει:
    - Νίκο, που ‘ναι κείνη η φωτογραφία της Μαρινέλλας που μας είχες δείξει;
    - Γιατί;
    - Θέλει να τη δει η Μαρινέλλα!

    Εγώ τη Μαρινέλλα μέχρι τότε δεν την είχα γνωρίσει. Ήταν η μεγάλη ντίβα της εταιρίας και δεν ερχόταν ποτέ. Ενώ όλοι οι καλλιτέχνες έρχονταν, η Μαρινέλλα ποτέ! «Θέλει να τη δει η Μαρινέλλα», λοιπόν, και του τη δίνω. Κι έρχεται την επόμενη μέρα ο παραγωγός και μου λέει:
    - Αυτή θα μπει εξώφυλλο! Και μου είπε να πας απ’ το Zoom να σε γνωρίσει.

    Και πήγα στο Zoom, όπου τραγούδαγε, κι έτσι γνωριστήκαμε. Κι από τότε αγαπιόμαστε πάρα πολύ, μέχρι σήμερα.
    Εν τω μεταξύ, ήταν σαν να ζούσα δύο ζωές. Παράλληλα με τη δουλειά μου στη δισκογραφία κ.λπ., μπαινόβγαινα στο σπίτι της Μελίνας Μερκούρη, την οποία είχα γνωρίσει, κι επειδή ήταν υποψήφια για τις εκλογές στη Β’ Πειραιά –την έβαλε ο Ανδρέας Παπανδρέου λόγω των «Παιδιών του Πειραιά»- κι ήταν η περιοχή μου, το πατρικό μου, της έκανα το γραφείο Τύπου. Οπότε, καταλαβαίνεις, ήμουν σ’ έναν κόσμο από τη μια και σε έναν άλλο από την άλλη.
    Το 1982-1983, μου έκαναν πρόταση από τη CBS – καινούργια σχεδόν εταιρία τότε στην Ελλάδα, με διευθυντή τον Σολ Ραμπίνοβιτς- να πάω με διπλάσιο μισθό. Από 35.000 θα έπαιρνα 70.000 δραχμές!!! Ουάου!  Και βέβαια πήγα.
    Μία νεοσύστατη εταιρία, η οποία είχε ένα ρεπερτόριο άλλα αντ’ άλλων. Απ’ τη μια είχε τον Λευτέρη Πανταζή, την Άντζελα Δημητρίου, τον Άγγελο Διονυσίου και απ’ την άλλη τον Θάνο Μικρούτσικο, τη Μαρίζα Κωχ, τον Βλάσση Μπονάτσο… Καταλαβαίνεις τώρα, να δουλεύεις για τον Πανταζή και τον Μικρούτσικο. Βέβαια, πάλι, το αποκούμπι μου ήταν το ξένο ρεπερτόριο ευτυχώς. Και ήταν ακριβώς η χρονιά που βγήκε το «Thriller» του Michael Jackson. Γούσταρα αφάνταστα. Και θυμάμαι ότι είχα δώσει τα βίντεο στην ΕΡΤ τότε, στον Γιώργο Γκούτη…

    Ο Γκούτης που παρουσίαζε το «Μουσικόραμα»;
    Ν.Μ.: Αυτός! Ο οποίος –αν έχεις το Θεό σου- του ‘χα δώσει το «Beat It» και, επειδή είχε δύο ομάδες που παλεύανε με μαχαίρια, δεν το ‘δειξε ποτέ! Ποτέ! Του λέω:
    - Είσαι τρελό παιδάκι μου; Το «Beat It» που χαλάει κόσμο σ’ όλη την υφήλιο;
    - Δεν μπορώ να δείξω μαχαιρώματα, Νίκο
    .

    Μα το βίντεο ήταν εμπνευσμένο από το «West Side Story».
    Ν.Μ.: Εμ, πες του το! Ήταν βασιλικότερος του βασιλέως!

    Ο απίθανος κόσμος του Νίκου Μουρατίδη! - Αποκλειστική συνέντευξη

    Επίσης όταν ήμουν στη CBS είχα φέρει τον Falco. Τον θυμάσαι τον Falco, που είχε πει το «Rock Me Amadeus»;

    Πώς δεν τον θυμάμαι. Έχω σε βινύλιο το «Der Kommissar».
    Ν.Μ.: Τον έφερα για promotion και ένα βράδυ (γέλια) είχα οργανώσει φαγητό σε μία ταβέρνα στην Αγία Παρασκευή, την οποία είχε ανοίξει ο αδερφός του Νταλάρα, ο Χρήστος –Θεός ‘σχωρέστον- και είχα καλέσει τους πάντες. Από Άντζελα Δημητρίου και Λευτέρη Πανταζή μέχρι Μιμή Ντενίση. Εκεί να δεις! Την Άντζελα Δημητρίου με γούνες, να χαιρετάει το Falco χωρίς να ξέρει ποιος είναι!
    Μετά από δύο χρόνια ο Falco σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό.
    Στη CBS κάθισα ένα χρόνο. Δεν άντεξα. Γιατί ο κ. Ραμπίνοβιτς δεν μπορούσε να καταλάβει. Δηλαδή έλεγε:
    - Γιατί δεν πουλάει ο Άγγελος Διονυσίου;
    - Υπομονή, είναι το πρώτο του άλμπουμ…
    - Ναι, αλλά γιατί πουλάει ο Νταλάρας και δεν πουλάει ο Άγγελος Διονυσίου;
    - Μα δεν είναι το ίδιο πράγμα!
    - Όχι, είναι το ίδιο!

    Δεν μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά ένας Αμερικάνος. Άκουγε μπουζούκι στον έναν, μπουζούκι στον άλλον, σου λέει «το ίδιο είναι». Εκεί πάνω, λοιπόν, σ’ εκείνη τη χρονιά, θέλει η Ζωή Λάσκαρη να κάνει come back στο θέατρο και ανεβάζει το «Οι Άντρες Προτιμούν Τις Ξανθιές». Έχει μαθευτεί στην πιάτσα ότι υπάρχει ένας μικρός «διαόλου κάλτσα» και με παίρνει τηλέφωνο. Να κάνω γραφείο Τύπου της θεατρικής της παράστασης. Πάω στο ραντεβού. Αλίμονο, θα έχανα ραντεβού με τη Λάσκαρη; Συμφωνούμε και της κάνω μια φωτογράφηση που γίνεται χαλασμός! Της βάζω μια τουαλέτα και με τέσσερα ημίγυμνα τεκνά να της πιάνουν τον κώλο και τέτοια.

    Ο απίθανος κόσμος του Νίκου Μουρατίδη! - Αποκλειστική συνέντευξη

    (η φωτογραφία προέρχεται από την ιστοσελίδα liberopoulos.gr)
    Ν.Μ.: «Οι Άντρες Προτιμούν Τις Ξανθιές». Χαλασμός! Εξώφυλλα, η φωτογραφία μπήκε μισή σελίδα στις εφημερίδες… έγινε της τρελής! Αλλά είχα πόλεμο και μέσα απ’ το θέατρο. Ότι και καλά, «ποιοι είναι αυτοί;» και «γιατί δεν μας είπες ότι θα κάνεις φωτογράφηση;» και «αυτοί δεν είναι ηθοποιοί», «τι είναι αυτά τα ημίγυμνα τεκνά;». Μου έκαναν τέτοια. Βέβαια, μετά, όταν έγιναν ουρές στο θέατρο, όλοι μου ζήτησαν συγνώμη αλλά το χέσιμο το ‘χα φάει. Και τσακ! Ήρθε η επόμενη θεατρική παράσταση. Ο Κώστας Βουτσάς. Και μετά η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Με παίρνει ο Βλάσσης, με τον οποίο ήμασταν φίλοι, και μου λέει:
    - Σε θέλει η Αλίκη!
    - Τί να με κάνει;
    - Έλα από το σπίτι να σ’ τα πει!

    Πήγα απ’ το σπίτι. Η Αλίκη ήταν πολύ γάτα και ήθελε να δει περί τίνος πρόκειται. Ήθελε πρώτα να με ανακρίνει και, δεύτερον, να με δοκιμάσει σε μία παράσταση που δεν θα ‘παιζε η ίδια αλλά θα ‘ταν παραγωγός. Το μιούζικαλ «Annie». Όντως το πήρα και το ‘κανα θεά! Και μάλιστα στη Μανίνα είχαμε βάλει μέχρι και σιδερότυπα, που τότε ήταν της μόδας, αλλά γενικά το είχα δουλέψει πολύ καλά. Και μετά δούλεψα με την ίδια την Αλίκη σε δύο παραστάσεις. Στο «Βίκτωρ και Βικτώρια», που την έβαλα και κουρεύτηκε, ενώ δεν ήθελε –ήθελε να φορέσει περούκα. Της λέω:
    - Όχι, θα κουρευτείς, θέλω να γίνει θέμα!

    Και το ‘κανα θέμα και το ‘κανα και εξώφυλλο περιοδικού. Η Αλίκη με την ποδιά του κουρείου και ο κομμωτής να την κουρεύει. Ιδού το εξώφυλλο! Και τις τούφες από τα μαλλιά της, τις έδωσα με διαγωνισμό στη Μανίνα σε τυχερές φανς. Και μετά ξαναδούλεψα μαζί της στην «Εύθυμη Χήρα», η οποία ήταν τύπου παλαιομοδίτικη παράσταση, με ομπρελίνα, με κρινολίνα και λοιπά, πολύ μεγάλη επιτυχία. Κι ένα καλοκαίρι που δεν έβρισκε τι έργο να παίξει, είπε:
    - Θα επαναλάβω την «Εύθυμη Χήρα»!


    Ο απίθανος κόσμος του Νίκου Μουρατίδη! - Αποκλειστική συνέντευξη

    Οπότε, για να μη θυμίζει την παλιά παράσταση, της έκανα μία κόντρα φωτογράφηση. Έβαλα τον Δάνη Κατρανίδη με σμόκιν κι αυτήν με μαύρη τουαλέτα, βάλαμε τους ανεμιστήρες έτσι που της έπαιρνε ο αέρας την τουαλέτα και την κρατούσε σφιχτά ο Κατρανίδης. Κι έγινε η φωτογράφηση τύπου fifties, Hedy Lamarr και τέτοια. Κι ο κόσμος νόμιζε ότι ήταν άλλο έργο. Ξανά φούλαρε! Μόνο και μόνο από τις φωτογραφίες που ήτανε unique.
    Παράτησα και την δισκογραφία και δούλευα για το θέατρο, και έμεινα, εκτός δισκογραφίας 3 χρόνια δουλεύοντας με ηθοποιούς. Έκανα και κάτι μουσικές επιμέλειες στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ, σε μονολόγους της Βάσιας Τριφύλλη και διάφορα άλλα. Μπορεί να έφυγα από τη δισκογραφία, αλλά η Μαρινέλλα με ήθελε. Και δούλευα και για τη Μαρινέλλα. Κάποια στιγμή, που είχα γίνει πια ο «γαμάω και δέρνω» των δημοσίων σχέσεων, με παίρνει τηλέφωνο από την EMI ο Γιώργος Κυβέλος και μου λέει:
    - Νίκο, θα ‘θελα να αναλάβεις την Αλέκα Κανελλίδου. Σ’ αρέσει;
    - Πάρα πολύ!
    - Θα ‘θελα να την αναλάβεις. Ετοιμάζουμε καινούργιο δίσκο.
    - Χαίρομαι πάρα πολύ που με πήρες έτσι νωρίς.

    Κάνουμε ένα ραντεβού, τα συζητάμε, τα βρίσκουμε, συγχρόνως όμως αρχίζει το ψηστήρι.
    - Έλα στην εταιρία, είμαστε με τον Τάσο τον Φαληρέα και θα την αναγεννήσουμε και θα την κάνουμε ξανά μεγάλη την
    EMI...
    - Δεν ξαναγυρνάω στη δισκογραφία. Έτσι θα δουλεύω.
    - Έλα…
    κ.λπ.

    Βγάλαμε την Κανελλίδου, και ο τίτλος του δίσκου ήταν δικός μου. Δεν βρίσκανε τίτλο και τους είπα:
    - Θα τον βγάλετε «Μια Φωνή».

    Δουλέψαμε πάρα πολύ καλά με την Αλέκα. Παράλληλα με τις υπόλοιπες δουλειές μου έγιναν κάποια στραβοπατήματα, κάτι απογοητεύσεις, κάτι από δω, κάτι από κει, και έτσι αποφάσισα να ξαναγυρίσω στη δισκογραφία και πήγα στην EMI το 1985. Διευθυντής δημοσίων σχέσεων, με 6 βοηθούς, 3 στο ελληνικό και 3 στο ξένο, σε μία εταιρία «κουρέλι». Είχανε τότε τους Duran Duran, την Tina Turner, τον David Bowie, τους U2… της Παναγιάς τα μάτια. Τίποτα. Πάτος. Πήγα στην εταιρία και δεν είχαν ούτε βίντεο των Duran Duran, τότε που χαλούσε ο κόσμος με τα βίντεο των Duran Duran. Δεν είχανε ούτε φωτογραφίες για τα περιοδικά. Παραγγέλνω slides, βίντεο, ειδικά βίντεο με συνεντεύξεις, αφίσες, κρεμαστάρια, κάνω in store campaigns μέσα στα δισκοπωλεία. Τα απογείωσα τα άλμπουμ. Από κει που είχαν πουλήσει 1.000, τα πήγα 30.000. Της Tina Turner, το  «Private Dancer» το έκανα πλατινένιο. Στα ελληνικά έκανα δύο πολύ μεγάλες επιτυχίες. Μία με τους Φατμέ, το δίσκο « με το «Καλοκαιράκι». Ο Πορτοκάλογλου ακόμα μου το λέει. Ότι είχαν έρθει στην εταιρία και τους είπα «θα κάνουμε αυτά, αυτά κι αυτά», με κοίταζαν και δεν απαντούσαν. Τα ‘χαν ακούσει χιλιάδες φορές. Αλλά αυτή τη φορά γίνανε. Και μου λέει ο Πορτοκάλογλου:
    - Δεν μου ‘χει ξανασυμβεί ότι αυτά που μας είπες ότι θα γίνουν, έγιναν…

    Τους έκανα «τέρατα»! Συγκλονιστικό promotion, με δισέλιδες συνεντεύξεις σε εφημερίδες. Άνοιγες την εφημερίδα κι είχε δύο σελίδες Φατμέ, με έγχρωμες φωτογραφίες… καταλαβαίνεις τώρα τι ήταν όλο αυτό για ένα εναλλακτικό γκρουπάκι. Τους αντιμετώπισα με τσαμπουκά λες και ήταν σούπερ γκρουπ.
    Και το δεύτερο είναι οι Κατσιμιχαίοι.

    Τα «Ζεστά Ποτά»;
    Ν.Μ.: Ναι. Ο Μανώλης Ρασούλης ήταν ο παραγωγός κι εγώ ήμουν στις δημόσιες σχέσεις. Άκου ιστορία: Στο γραφείο μου είχα ένα τεράστιο ταμπλό, όπου κόλλαγα διάφορα, και είχα και μία φωτογραφία του Νταλάρα που δεν ανήκε στην εταιρία αλλά με τον οποίο ήμουν φίλος. Έρχεται ο Ρασούλης –που είχε κόντρα με τον Νταλάρα- να συζητήσουμε και με το που μπαίνει και βλέπει την φωτογραφία του Νταλάρα, κάνει μεταβολή και φεύγει! Και πάει στο διευθυντή και λέει:
    - Αυτός είναι φίλος του Νταλάρα! Εγώ δεν μιλάω μ’ αυτόν!

    Βέβαια μετά συμπαθήσαμε ο ένας τον άλλον. Εκείνη την εποχή λοιπόν ήρθε ένα white label που γράφει πάνω «Κατσιμίχα». Δεν ξέρω πώς μου ‘ρθε εμένα, και πίστεψα ότι είναι δημοτικά. Γιατί τότε βγάζαμε διάφορα. Σκέφτηκα «Θεέ μου, θ’ ακούσω δημοτικά πρωί-πρωί;». «Άσε», λέω, «αργότερα». Δεν είχα άλλη πληροφορία. Το αφήνω, λοιπόν, γι’ αργότερα και κάποια στιγμή το βάζω. Και παθαίνω σοκ! Έμεινα άφωνος! Το λάτρεψα αυτό το άλμπουμ. Επιτόπου το κάνω κασέτα, το βάζω σ’ ένα φάκελο και το στέλνω στην Άννα Νταλάρα, με ένα σημείωμα, που έλεγε «Πες στο Γιώργο να τ’ ακούσει!».
    Μετά από δύο ώρες χτυπάει το τηλέφωνο κι είναι ο Γιώργος Νταλάρας.
    - Τί είναι αυτό; Τι υπέροχο άλμπουμ, τι φωνές... Τους θέλω!

    Σε μία μέρα, μου τους έκανε πασίγνωστους στο πανελλήνιο. Τους πήρε δίπλα του, μέχρι και στο Ολυμπιακό Στάδιο τους έβγαλε. Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να παίζεται το «Ρίτα Ριτάκι» αλλά, επειδή ήταν κωλοχανείο αυτή η εταιρία, στ’ αρχίδια τους όλοι, με παίρνανε τηλέφωνο και μου λέγανε:
    - Ψάχνουμε το δίσκο του Μικρούτσικου και δεν το ‘χει το «Ρίτα Ριτάκι»!

    Ποιον Μικρούτσικο ρε παιδιά; Επειδή ο Ρασούλης είχε κάνει και το «Να ‘Μαστε Πάλι Εδώ Αντρέα», ψάχνανε εκεί μέσα το «Ρίτα Ριτάκι». Φτιάχνω λοιπόν και κολλάω ένα αυτοκόλλητο μπροστά στα «Ζεστά Ποτά»: «Περιέχει την επιτυχία Ρίτα-Ριτάκι», για να ξεμπερδεύω. Και το κάνω το άλμπουμ hit, μου τους έκανε κι ο Νταλάρας πασίγνωστους… τους απογείωσα!

    Απ’ όσο γνωρίζω, οι Κατσιμιχαίοι παλεύανε αρκετά χρόνια για να βγάλουνε το δίσκο. Ο «Φάνης», π.χ., είχε γραφτεί από το 1977, αν θυμάμαι καλά, αλλά τρώγανε συνέχεια πόρτες από τις εταιρίες.
    Ν.Μ.: Μην σου κάνει εντύπωση, το ίδιο έπαθαν πάρα πολλά νέα παιδιά.
    Στην EMI έκατσα δύο χρόνια και μετά με ξαναζητάει πίσω η Polygram. Ο γιος του προηγούμενου διευθυντή, ο Βίκος Αντύπας, με παρακαλούσε να ξαναγυρίσω.
    - Σε παρακαλώ, πρέπει να ‘ρθεις στην εταιρία κ.λπ. κ.λπ.
    - Θα ‘ρθω, θα κάνω ό,τι θέλεις, αλλά δεν θα με βάλεις στο ελληνικό ρεπερτόριο. Θέλω ξένο.

    Με βάζει, λοιπόν, A&R στο ξένο και ήμουν και ο μυστικός τους σύμβουλος στα ελληνικά. Τον έκανα και άλλαξε όλο το προφίλ της εταιρίας. Πήγα στο meeting room κατέβασα τον πίνακα, τον χώρισα στα τρία κι έγραψα: τραγουδιστές, συνθέτες, Pop. Τραγουδιστές γέμισε όλο, συνθέτες είχε ένα όνομα και Pop κανέναν! Και του λέω:
    - Αυτή είναι η εικόνα της εταιρίας σου! Πρέπει ν’ αλλάξεις!

    Και τον έβαλα και πήρε Ελευθερία Αρβανιτάκη, Δήμητρα Γαλάνη, Χαρούλα Αλεξίου, Διονύση Σαββόπουλο και Σταμάτη Σπανουδάκη…. Παίρνω τον Σπανουδάκη, να του κλείσω ραντεβού με τον κύριο Αντύπα, και μου ρίχνει ένα χέσιμο:
    - Να πάει να γαμηθεί ο μαλάκας, που είχανε το «Κοντραμπάντο» 4-5 χρόνια και δεν μου απαντήσανε ποτέ!

    Ο δίσκος που είχε μέσα την «Ακτή» και το «Έφυγες Νωρίς»…
    Ν.Μ.: Ναι, και το έβγαλε τελικά η Lyra. Πάω στο γραφείο του Αντύπα έξαλλος!
    - Είχες το «Κοντραμπάντο» 5 χρόνια και δεν του απάντησες ποτέ; Και με βάζεις να τον πάρω τηλέφωνο;
    - Όχι, στ’ ορκίζομαι! Δεν το ‘ξερα!

    Το είχε κάποιος από το ελληνικό τμήμα και δεν το ‘χε ακούσει ποτέ. Τους την έλυσα την παρεξήγηση. Και κάναμε κι ένα δίσκο δικό του, ένα δίσκο με την Ελευθερία κι ένα με την Άλκηστη. Για να προσεγγίσω τον Σαββόπουλο πήρα τηλέφωνο στο σπίτι του και το σηκώνει η Άσπα (η σύζυγος του Σαββόπουλου).
    - Άσπα, γεια σου. Είμαι ο Νίκος Μουρατίδης. Ο κύριος Αντύπας θα ήθελε ένα ραντεβού με τον κύριο Σαββόπουλο.

    Τους κανονίζω το ραντεβού, έρχεται ο Σαββόπουλος, υπογράφει και μετά από κάποιους μήνες φέρνει στην εταιρία το νέο του δίσκο που λεγόταν «Το Κούρεμα» (1989). Και παθαίνουν σοκ. Διότι είναι το πρώτο άλμπουμ του Σαββόπουλου στην εταιρία, μ’ έναν Σαββόπουλο κουρεμένο και ξυρισμένο, και μέσα έχει το τραγούδι «Κωλοέλληνες»! Εγώ δε, καυλώνω τόσο πολύ με το τραγούδι που το βάζω στο γραφείο μου στη διαπασών –στο ξένο τμήμα τώρα, έτσι;- και το ακούω συνέχεια μπρος-πίσω, μπρος-πίσω. «Κωλοέλληνες», «Κωλοέλληνες», «Κωλοέλληνες»… Και μια μέρα, εκεί που το ακούω, δουλεύω και τραγουδάω συγχρόνως, ανοίγει η πόρτα, σηκώνω το κεφάλι να δω, και είναι ο Σαββόπουλος μπροστά μου. Μου κοπήκαν τα πόδια! Γιατί μέχρι τότε δεν τον είχα γνωρίσει. Με κοίταζε έντονα.
    - Ήθελα να δω ποιος ακούει το τραγούδι! Σας αρέσει;
    - Πάρα πολύ!
    - Ευχαριστώ πολύ!

    Και φεύγει (γέλια). Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει! Σου είπα πως τον είχα τον Σαββόπουλο… Έτσι λοιπόν, τον γνώρισα.
    Εκείνη την περίοδο είχαμε και τους Τερμίτες, που τους είχαν στο φτύσιμο, και τους «περιθάλπαμε» εμείς του ξένου τμήματος. Και μετά τους κάνανε «πίπες» και στον Μαχαιρίτσα και στον Μιτζέλο, όταν ειδικά ο Μιτζέλος έγραψε το «Με Το Ίδιο Μακό» της Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Και είχαμε και τον Σάκη Ρουβά. Πηγαίνοντας μια μέρα στην τουαλέτα της εταιρίας βλέπω στο διάδρομο, στον καναπέ, ένα τεκνό. Τον κοιτάω και του λέω:
    - Τί είσαι εσύ;
    - Νέος τραγουδιστής.
    - Και τι κάνεις εδώ;
    - Ήρθα να υπογράψω συμβόλαιο
    .

    Αυτό ήταν μετά το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης όπου συμμετείχε ο Σάκης Ρουβάς;
    Ν.Μ.: Όχι, ήταν πριν. Άκου πως τον βρήκαν. Είχαμε τον Δημήτρη Κοντολάζο στην εταιρία. Και πήγανε στην generale του Κοντολάζου, να τον δούνε, και στην αρχή-αρχή του προγράμματος τραγούδαγε αυτό το μικρό. Το οποίο τους άρεσε και του είπανε «έλα». Πάω, λοιπόν, μέσα στον Αντύπα και του λέω:
    - Περιμένει έξω ένα τεκνό! Τι είναι αυτό; Νόστιμο.
    - Μου είπανε ότι είναι καλός. Για δες τον, τί λέει;

    Τον φωνάζω στο γραφείο μου, έρχεται ο Σάκης, του κάνω ένα mini interview, και λέω στον Αντύπα:
    - Παρ’ τον! Δεν έχουμε
    Pop. Παρ’ τον είναι καλός και «λυσσασμένος»…

    Εν τω μεταξύ, επειδή τον είχα συμπαθήσει, τον έπαιρνα μαζί μου σε συναυλίες. Του ‘λεγα:
    - Σήμερα το βράδυ παίζει ο
    James Brown. Θέλεις να ‘ρθεις;
    - Ναι!
    - Σήμερα το βράδυ παίζουν οι
    Blondie. Θες να ‘ρθεις;
    - Ναι!

    Και μου ‘χε κάνει εντύπωση, άγνωστο παιδί, εντελώς άγνωστο, μπαίναμε ας πούμε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού για να δούμε μία συναυλία και γύρναγε ο κόσμος και τον κοίταζε. Και είπα μέσα μου «μωρέ μπράβο. Αυτός κάτι θα γίνει. Έχει άστρο». Η αύρα του; Δεν ξέρω. Βάζω τον κολλητό μου, τον Γιώργο Παυριανό να του γράψει στίχους ενώ παράλληλα με φωνάζει η ΕΡΤ να είμαι στην προκριματική και κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης 1991. Έτσι τους είπα να στείλουν και ένα τραγούδι με τον Σάκη. Και ήμουνα στην επιτροπή με την Τάνια Τσανακλίδου, τον Γιάννη Σπανό και διάφορους άλλους. Σαν προκριματική επιτροπή, ακούγαμε τα τραγούδια χωρίς να ξέρουμε τίποτα. Ούτε ονόματα, ούτε τίποτα. Φτάνει το τραγούδι με τον Σάκη (σ.σ. το «Παρ’ τα») και (γέλια) λέει ο Σπανός:
    - «Παρ’ τα»; Τι είναι αυτό;
    - Σταμάτα Γιάννη μου. Ζούμε το 1991. Σταμάτα. Έτσι μιλάει πια η νεολαία.
    - Α, πα, πα, πα, πα, πα!
    - Σε παρακαλώ πολύ, μην κάνεις έτσι. Ωραίο
    Pop τραγούδι είναι.
    - Α, πα, πα, πα, πα!

    Κλωτσάω την Τσανακλίδου.
    (ψιθυριστά) - Πες του κάτι.
    Τσανακλίδου: Έλα Γιάννη μου καλά σου λέει, ο Νίκος!

    Θέλαμε να τον ψήσουμε, να τον πάρουμε με το μέρος μας, για να περάσει το τραγούδι. Τελικά το περνάμε το τραγούδι και μετά ήμασταν κριτική επιτροπή και μάλιστα μας είχανε πάει στη Χαλκιδική (γέλια) σε ένα ξενοδοχείο παραλιακό, μας είχανε μαντρώσει εκεί μέσα, και εκεί ακούγαμε τα τραγούδια. Πω, πω, πω… Και μετά, στο φεστιβάλ, λέμε θα βγει ο Σάκης με blue jean και λευκό t-shirt. Και μας λένε «απαγορεύεται»!
    - Γιατί απαγορεύεται;

    - Πρέπει να βγει με κοστούμι και γραβάτα!
    - Είστε τρελοί;
    (γέλια)
    - Όχι.

    Ο Ρουβάς να λέει:
    - Εγώ δεν βάζω κοστούμι και γραβάτα!

    - Βεβαίως και δεν θα βγεις με κοστούμι και γραβάτα!

    Επιμένει ο Σάκης, επιμένουμε κι εμείς, και τελικά περνάει το δικό μας. Βγαίνει με t-shirt και με blue jean, δεν παίρνει το πρώτο βραβείο –το παίρνει ο Αλκαίος- αλλά το «Παρ’ τα» ήταν το hit του φεστιβάλ.
    Το επόμενο καλοκαίρι, 1992, πάω στην Πάτρα –δεν θυμάμαι για ποιο λόγο- και ήμασταν σ’ ένα club και διασκεδάζουμε. Κάποια στιγμή, μου λέει ο συγχωρεμένος ο Ασλάνης:
    - Πάμε στα μπουζούκια;
    - Όχι! Χέστηκα για τα μπουζούκια! Εδώ θα μείνω!
    - Σε παρακαλώ, πάμε…

    Και πάμε σ’ ένα σκυλάδικο, που λεγόταν Παριζιάνα, μπαίνω μέσα και τραγουδάει μία τσιλιβήθρα, τύπου μοντερνιά, με σκουλαρίκι και τέτοια, αλλά που κάτι έχει η φωνή του…

    Ο Γιώργος Μαζωνάκης ήτανε;
    Ν.Μ.: Ναι. Κι αρχίζει μετά να τραγουδάει λαϊκά και τα λέει καλά. Ενώ εγώ ξερνούσα που άκουγα κάποιους άφωνους εκείνης της εποχής να τραγουδάνε λαϊκά, με τον Μαζωνάκη «μάσησα». Φεύγοντας σκίζω μια αφίσα του από το μαγαζί, πάω στην Polygram, λοιπόν, την βάζω μπροστά στον Βίκο Αντύπα και του λέω:
    - Αυτόν πάρτε τον!
    - Τι μου το λες; Πες το στον Μακράκη και πάρτε τον!   

    Πάω στον παραγωγό, τον Γιώργο Μακράκη, του λέω «το και το. Το ‘πε κι ο Βίκος, να τον δεις και να τον πάρεις. Είναι καλός». «Φερ’ τον», μου λέει. Τον φέρνω κι υπογράφουμε συμβόλαια. Έλα όμως που εγώ μετά από 2-3 μήνες φεύγω από την Polygram! Α! Μην το ξεχάσω… Εκείνη την εποχή, μόλις υπέγραψε και η Χάρις Αλεξίου. Και γνωρίζω για πρώτη φορά την Αλεξίου, την οποία λάτρευα, μ’ έναν τρόπο συγκλονιστικό. Δηλαδή, με φωνάζει ο Βίκος στο γραφείο, μόλις έχουν υπογράψει τα συμβόλαια:
    - Νίκο, να σε γνωρίσω. Από δω η κυρία Αλεξίου.

    Και με το που ακούει η Αλεξίου «ο Νίκος Μουρατίδης», κάνει μισό βήμα πίσω!

    Για ποιό λόγο;
    Ν.Μ.: Δεν ξέρω! Μισό βήμα πίσω! Της δίνω εγώ το χέρι, κάνουμε χειραψία, «χαίρομαι πάρα πολύ» και λοιπά. Όταν μετά από κάποιους μήνες –που γίναμε πολύ καλοί φίλοι- της το είπα. Δεν το θυμότανε! Της λέω:
    - Όταν μας σύστησε, έκανες μισό βήμα πίσω. Γιατί;
    - Δεν θυμάμαι…

    Έμεινε ανεξήγητη, λοιπόν, η κίνηση.
    Ν.Μ.: Ναι… Μετά, λοιπόν, φεύγω από την εταιρία και, με το που φεύγω, με παίρνει τηλέφωνο η Αλεξίου και μου λέει:
    - Τώρα που ήρθα εγώ, φεύγεις εσύ;
    - Δεν γίνεται να μείνω, αλλά ό,τι θέλεις είμαι στη διάθεσή σου.

    Με φωνάζουν σπίτι η Αλεξίου και ο άντρας της και μου βάζουν ν’ ακούσω το «Δι’ Ευχών». Το οποίο ήταν σοκ για την εποχή και για Αλεξίου. Και περιμένουν την αντίδρασή μου. Και τους λέω:
    - Θα γαμήσει! Θα γαμήσει! Ανανεώνει όλο το κοινό της Αλεξίου. Και το παλιό θα παραμείνει και θα βρεθούν χιλιάδες καινούργιοι. Θα γαμήσει!

    Και με κοιτάζουν κι οι δύο με απορία για την τόση σιγουριά μου. Και μου αναθέτουν όλο το promotion του δίσκου. Εγώ παρ’ όλο που έχω φύγει από την εταιρία εμφανίζομαι για να κάνω μόνο το promotion της Αλεξίου. Και τους λέω:
    - Νούμερο ένα. Πότε κυκλοφορεί ο δίσκος;
    - Την Τετάρτη.
    - Τρίτη βράδυ τα μεσάνυχτα προς Τετάρτη, θα ανοίξει το
    Metropolis στην Πανεπιστημίου και θα πουλήσει το δίσκο!
    - Αδύνατον!
    - Χέστηκα! Θα το κάνετε!
    - Θα παρεξηγηθούν τ’ άλλα μαγαζιά!
    - Δεν με νοιάζει! Το
    Metropolis θ’ ανοίξει μεσάνυχτα Τρίτης.

    Και καλώ όλα τα ΜΜΕ. Κλείνει η Πανεπιστημίου! Έγινε της πουτάνας! Και της κάνω και όλα τα διαφημιστικά σποτάκια. Έκτοτε γίναμε πάρα πολύ φίλοι. Ο δίσκος βέβαια έγινε multi-platinum.
    Φεύγοντας, λοιπόν, από την Polygram και κάνοντας όλα αυτά, έγινα και μάνατζερ του Γιώργου Μαζωνάκη σχεδόν όλη τη δεκαετία του 1990 και τον έκανα σιγά-σιγά πρώτο όνομα, με δικό του group, και platinum artist με το «Παιδί Της Νύχτας» (1997).

    Ο απίθανος κόσμος του Νίκου Μουρατίδη! - Αποκλειστική συνέντευξη

    Με ποιούς άλλους έχετε συνεργαστεί;
    Ν.Μ.: Α! Δεν σου ‘χω πει για τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και την Ειρήνη Παππά. «Ωδές» (1980), «Ραψωδίες» (1986). Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου είχε έρθει στην Ελλάδα με τ’ αυτοκίνητό του –επειδή δεν μπαίνει στ’ αεροπλάνο, και το αυτοκίνητό του ήταν μία Rolls Royce…

    Συγνώμη, ήρθε από το Λονδίνο με τη Rolls Royce;
    Ν.Μ.: Ναι. Τί σου κάνει εντύπωση; Εγώ έχω πάει στο Λονδίνο με Volkswagen.

    Κι εγώ έχω κάνει Βρυξέλλες-Αθήνα με το Volkswagen, αλλά να διασχίσει όλη την Ευρώπη με… Rolls Royce;
    Ν.Μ.: Ε, τί να κάνουμε τώρα; (γέλια). Ήθελε πρώτη φορά να ακούσω τον δίσκο σε σωστό στερεοφωνικό, και το ακούσαμε μέσα στην Rolls κάνοντας βόλτα μέσα στους δρόμους της Αθήνας. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου! Όλη την αίσθηση με την κίνηση στους δρόμους, τους περαστικούς και εμείς να ακούμε τις Ωδές μες στο αυτοκίνητο… Ήταν μαγεία.
    Έκανα την πρώτη παρουσίαση στο Hilton και κάλεσα τους πάντες. Συγγραφείς, ζωγράφους, Τύπο, τους πάντες. Μέχρι και την Μπέττυ την τραβεστί, που τότε ήταν πολύ στα πάνω της, και η οποία ήταν πάρα πολύ τσακωμένη με τον Ταχτσή, ο οποίος ήταν κι αυτός εκεί.

    Ο απίθανος κόσμος του Νίκου Μουρατίδη! - Αποκλειστική συνέντευξη

    Σχετικά με τον συγκεκριμένο δίσκο, την επιλογή της Ειρήνης Παππά ποιός την έκανε;
     
    Ν.Μ.: Το δίσκο έτοιμο μας τον φέρανε έτοιμο. Δεν επεμβήκαμε καθόλου. Ούτε στο εξώφυλλο, ούτε τίποτα. Ενώ το εξώφυλλο στις «Ραψωδίες» (1986) το έκανα εγώ. Μου είπε ο Βαγγέλης:
    - Σκέψου κάτι σε ψηφιδωτό
    .

    Και πήρα τις μορφές τους και τις έκανα τύπου ψηφιδωτό. Αλλά το πρώτο άλμπουμ, οι «Ωδές» μας ήρθε όλο έτοιμο. Το ‘χανε κάνει με την Ειρήνη στο στούντιό του στο Λονδίνο το 1978 και κυκλοφόρησε το 1980. Έτσι γνωρίστηκα καλά με τον Βαγγέλη και με την Ειρήνη. Της έκανα τότε οκτώ εξώφυλλα σε περιοδικά. Δεν της είχε ξανασυμβεί ποτέ στην Ελλάδα. Μου φίλαγε τα χέρια.

    Παρά τη σπουδαία της καριέρα;
    Ν.Μ.: Γιατί η Ειρήνη ποτέ δεν ήταν στην Ελλάδα... Ήταν του θεάτρου, είχε κάνει κάποιες ταινίες και μετά έφυγε στο εξωτερικό και έκανε όλο διεθνείς παραγωγές. Πιο πολύ σε εκτίμηση την είχαν στην Ιταλία και την Ισπανία παρά εδώ. Η Ειρήνη έκανε θεατρικά στην Ιταλία, τα οποία εδώ δεν τα μαθαίναμε ποτέ. Σε ένα έργο που έπαιζε η Ειρήνη, είχε κάνει σκηνικά η Yoko Ono. Την έχει δεχθεί ο Πάπας, της έχουν κάνει μεγαλεία στο εξωτερικό που δεν τα μαθαίναμε. Είναι κι η ίδια low profile… Έπαιρνα τότε να της κάνουνε εξώφυλλα και μου λέγανε:
    - Γιατί;
    - Τι «γιατί»; Γιατί είναι η Παππά!

    Εντάξει, είχα τα καλά περιοδικά, τη «Γυναίκα» και κάποια άλλα, που μου κάνανε, αλλά τα πιο λαϊκά λέγανε:
    - Εξώφυλλο την Ειρήνη Παππά; Γιατί;
    - Γιατί έτσι! Αν θέλετε τη Βουγιουκλάκη, θα μου κάνετε και την Ειρήνη!

    Στο σπίτι του Βαγγέλη Παπαθανασίου γνώρισα και τον Ντέμη Ρούσσο πολύ επεισοδιακά. Όποτε ήταν να πάω στο Λονδίνο, έστελνε ο Βαγγέλης μια κυρία που τον μεγάλωσε, με φαγητά μέσα σε τάπερ, μου τα έδινε και του τα πήγαινα. Μου ‘στελνε στο αεροδρόμιο τον σοφέρ, με ‘παιρνε, με πήγαινε στο ξενοδοχείο μου, ετοιμαζόμουνα και πήγαινα μετά απ’ το σπίτι του Βαγγέλη. Μπαίνω, λοιπόν, στο σπίτι και είναι εκεί ο Ντέμης. Καθόμαστε οι τρεις μας μιλάμε, γελάμε, τους λέω νέα από την Ελλάδα, και κάποια στιγμή σηκώνεται ο Ντέμης και πάει προς τα μέσα. Συνεχίζουμε με τον Βαγγέλη, περνάει λίγη ώρα, και μου λέει:
    - Πού είναι ο Ντέμης;
    - Πήγε προς τα μέσα. Μήπως πήγε τουαλέτα;

    Σηκώνεται, τρέχει, και μετά από λίγο ακούω φωνές. Και είναι ο Ντέμης μπροστά στο ψυγείο, έχει ανακαλύψει τα φαγητά, έχει ανοίξει το τάπερ που είχε χοιρινό με σέλινο και το τρώει στα όρθια! Και τον πιάνει ο Βαγγέλης στα πράσα κι αρχίζουν να τσακώνονται γιατί του τρώει το φαγητό!
    Μια άλλη φορά (γέλια), πάλι του πάω ένα ταψί σπανακόπιτα. Καταλαβαίνεις την ποσότητα έτσι; Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, παίζει για πρώτη φορά στη ζωή της live η Milva στο Λονδίνο. Με τη Milva ο Βαγγέλης είχε κάνει άλμπουμ («Tra Due Sogni»). Φτάνω εγώ με τη σπανακόπιτα, χαιρετιόμαστε με τον Βαγγέλη κ.λπ. και λέω:
    - Πάω να ετοιμαστώ κι έρχομαι να σε πάρω να πάμε στη
    Milva.

    Πάω, ετοιμάζομαι, έρχεται ο σοφέρ να με πάρει, φτάνουμε κάτω απ’ το σπίτι, χτυπάω, βγαίνει η κυρία στο παράθυρο - ήταν ένα οίκημα που ήταν όλο δικό του και στον πρώτο όροφο ήταν το σαλόνι- και λέει:
    - Mr Vangelis is very ill (μετ. «ο κύριος Βαγγέλης είναι πολύ άρρωστος»).
    - Τί έχει;
    - He ate all the spinach pie and... phsss-phsss! (μετ. «Έφαγε όλη τη σπανακόπιτα και… φςςς-φςςς»).

    Έφαγε όλη τη σπανακόπιτα και του ‘ρθε… ξέρεις, διάρροια! Όλη τη σπανακόπιτα! Σε 2-3 ώρες! Και πήγα μόνος μου στη Milva και της είπα ότι είναι άρρωστος με διάρροια.
    Επίσης ένα βράδυ στο σπίτι του Βαγγέλη ήταν η Eartha Kitt. Μετά είχε ένα live σε καλλιστεία τραβεστί στο Hippodrome, ένα πολύ μεγάλο club, και πήγαμε όλοι μαζί παρέα. Και μάλιστα έχω την τιμή να μου έχει πει η Eartha Kitt:
    - Τί θα πιείς;
    - Βότκα με λεμόνι.

    Και πήγε η Eartha Kitt και μου έφερε το ποτό μου! Αλλά αδελφάκι μου τέτοιες τραβεστί δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου! Δεν έχω ξαναδεί! Με κάτι μαλλιά από δω μέχρι το ταβάνι… Unique! Καλλιστεία τραβεστί unique! Δεν το πίστευες! Και άνοιξε η πίστα και βγήκε η Eartha Kitt από κάτω με ανυψωτήρα, καθισμένη σ’ ένα σκαμπό, τραγουδώντας play back το «Where Is My Man?».

    Υπήρξε κάποιος καλλιτέχνης που να σας απογοήτευσε σαν χαρακτήρας;
    Ν.Μ.: Όχι. Όχι τόσο τραυματικά που να θυμάμαι. Μπορεί να έκαναν κανά-δυο μαλακίες που λέμε, αλλά όχι που να με τραυματίσει και να το θυμάμαι. Γενικώς οι καλλιτέχνες είναι πολύ ανασφαλή άτομα και πολύ εγωκεντρικά, οπότε, ξέροντάς το πια αυτό, δεν έδινα πολύ σημασία.

    Έχετε σκεφτεί όλες αυτές τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις σας να τις γράψετε σε βιβλίο;
    Ν.Μ.: Θα πρέπει να πω κι άλλα πράγματα, τα οποία δεν θέλω, ή μάλλον, δεν κάνει να τα πω. Γιατί το θεωρώ ότι είναι κωλοπαιδισμός. Αυτοί οι άνθρωποι με βάλανε στο σπίτι τους, τους έζησα, έζησα πολύ ιδιωτικά πράγματα… Άμα είναι να γράψω βιβλίο, θα πρέπει να γράψω αναλυτικά και πρέπει να χτίσω την persona π.χ. Βουγιουκλάκη, δηλαδή τι ήταν αυτό που γνώρισα. Αλλά αυτό που γνώρισα, μ’ αυτά που ξέρω, δεν μπορώ να το γράψω. Μπορώ να γράψω τα πολύ χαριτωμένα, π.χ. ότι η Αλίκη μάς τηγάνιζε ψάρια και τέτοια…  Δεν νομίζω ότι πρέπει να το κάνω.

    Έχοντας ζήσει όλα αυτά και έχοντας γνωρίσει ένα σωρό ανθρώπους, αναπολείτε το παρελθόν ή κοιτάτε μόνο μπροστά;
    Ν.Μ.: Όχι τόσο πολύ. Κυρίως αναπολώ λάθη τα οποία δεν θέλω να επαναληφθούνε ή σκέφτομαι και ανακαλώ μνήμες του τύπου «τότε τι είχα κάνει για κείνο; Α, μάλιστα» ή τακτικές. Τέτοια πράγματα αναπολώ. Ή αυτά που αναπολώ είναι «γιατί να το κάνω τώρα αυτό; Αφού εγώ πάντα αυτά που έκανα, κι εκείνο κι εκείνο κι εκείνο, τα είχα ερωτευτεί και τα ‘κανα. Αυτό γιατί να το κάνω μόνο για τα λεφτά; Όχι, δεν το κάνω! Αν το κάνω μόνο για τα λεφτά δεν θα πετύχει». Τέτοια πράγματα αναπολώ. Έχει έρθει τραγουδίστρια, μου έχει δώσει 1.000.000 cash προκαταβολή, για να την αναλάβω. Το κράτησα 24 ώρες και μετά της το επέστρεψα. Γιατί σκέφτηκα «τι να την κάνω εγώ αυτήν;».

    Ήταν μεγάλο όνομα;
    Ν.Μ.: Όχι, ήταν ανερχόμενη. Αυτή τη στιγμή δεν είναι τίποτα, για να καταλάβεις. Τότε ξεκινούσε. Και την κάλεσα πολύ ευγενικά και της είπα «αρρώστησε ο μπαμπάς μου και πρέπει να τον πάω στο Λονδίνο. Συγνώμη, δεν μπορώ». Της έδωσα πίσω τα λεφτά της και τέτοια πράγματα…

    Προηγουμένως μιλήσατε για λάθη. Ανάμεσα σ’ όλα αυτά με τα οποία ασχοληθήκατε, υπήρχε κάποια μεγάλη αποτυχία; Κάτι που να αποδείχθηκε φιάσκο;   
    Ν.Μ.: Δεν υπάρχει! Μικρά λάθη, ναι. Ας πούμε έκανα ένα μεγάλο τσακωμό με τον Κώστα Τουρνά και με την εταιρία. Βγάζαμε ένα δίσκο τότε, που είχε μέσα το «Για ό,τι έχω κάνει δεν μετανιώνω» και το «Μην Της Το Πεις» (σ.σ. «Τώρα!», 1980). Και τον πίστευα πάρα πολύ αυτό το δίσκο. Και μου ‘ρχεται ο δίσκος μ’ ένα εξώφυλλο αίσχος. Είχε αναλάβει ο Τουρνάς μ’ ένα φίλο του να το κάνει, κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι. Αίσχος. Και κάνω επανάσταση! Να μου λέει ο Αντύπας, ο διευθυντής:
    - Παιδάκι μου, ηρέμησε! Αν είναι να πάει ο δίσκος, θα πάει. Δεν θα πάει από το εξώφυλλο!

    Σου λέω, κόντευα να χαλάσω τις σχέσεις μου με τον Τουρνά, με όλους. Και ο δίσκος γάμησε! Και ήμουνα σαν βρεγμένη γάτα… (γέλια)… κι έλεγα «Σκάσε!». Μερικές φορές πείσμωνα.

    Έχετε μετανιώσει κάποιες φορές για τον αυθορμητισμό του χαρακτήρα σας;
    Ν.Μ.: Καθόλου! Είσαι καλά; Το συστήνω δε σε όλο τον κόσμο! Να είναι ξεκάθαροι και αυθόρμητοι.

    Δεν χρειάζεται, όμως, διπλωματία μερικές φορές; Να πει κάποιος αυτό που θέλει αλλά μ’ ένα τακτ. Θυμάμαι, ας πούμε, και τους ομηρικούς σας τσακωμούς στην τηλεόραση με τον Θεοφάνους.
    Ν.Μ.: Όταν ξεκίνησα να κάνω τηλεόραση, δεν καταλάβαινα ότι βρίσκομαι στην τηλεόραση και με βλέπει όλη η Ελλάδα. Κι άρχισα να μιλάω όπως μιλάγαμε στο σπίτι μου με τους φίλους μου. «Τί είναι αυτά τα σκουπίδια;», «Τι είναι αυτό, εκείνο…». Ξέρεις…. Κι όταν τα έλεγα αυτά, έγινε πανικός. Στο πρώτο live στο Fame Story βγαίνει η Μάρω Λύτρα και τραγουδάει ένα σουξέ, που εγώ δεν ήξερα εκείνη την εποχή, το ‘χα ακούσει αλλά δεν ήξερα ποιος το είχε γράψει και ποιος το τραγουδούσε, ήταν ένα σουξέ του κώλου, και της λέω:
    - Να σου πω, σε παρακαλώ πολύ, ήρθες εδώ πέρα σε μια σχολή μουσικής. Δεν θα ‘θελα να τραγουδάς σκουπίδια, μια χαρά κορίτσι.

    Αα! Έγινε ένας πανικός μέσα στο στούντιο. Λέω «τί έγινε;». Το τραγούδι ήταν της Πέγκυς Ζήνα, ήταν μεγάλη επιτυχία, και τόλμησα εγώ να το πω «σκουπίδι». Τι να με παίρνει ο άντρας της Πέγκυς Ζήνα, τι αυτά… Θεέ μου! Καταλαβαίνεις; Δεν λογάριαζα. Όταν με πήρε ο Λύτρας, του είπα:
    - Συγνώμη, δεν το ‘ξερα ότι το ‘χει πει η Πέγκυ. Και δεύτερον, το πιστεύω αυτό που είπα!

    Όταν πηγαίνουν οι μαθητές σε μια σχολή μουσικής δεν μαθαίνουν τέτοια τραγούδια. Μαθαίνουν πιο δύσκολα πράγματα. Το να τραγουδάνε τσιφτετέλια δεν με καλύπτει. Θα μου πεις τώρα ότι η διπλωματία λέει ότι δεν λες «σκουπίδια», λες «στην Ελλάδα με τέτοια μουσική παράδοση…». Εγώ δεν καταλάβαινα ότι με δείχνει η τηλεόραση. Και της είπα αυτό. Την άλλη μέρα είχαμε δύο reactions: Ένα, με πήραν τηλέφωνο να με κάνουν εξώφυλλο σε περιοδικό, και, δύο, με παίρνουν τηλέφωνο από τα μεσημεριανά της τηλεόρασης για να με κράξουνε! Και να λέει η Τατιάνα Στεφανίδου:
    - Ποιός νομίζει ότι είναι αυτός; !!!

    «Ποιός νομίζει ότι είναι αυτός;». Και αμέσως δίνω εντολή σ’ έναν φίλο μου και του λέω:
    - Κάνε μου
    site!

    Έτσι έφτιαξα το επίσημο website μου. www.nikosmouratidis.gr Για να μπορεί ο κόσμος να μπαίνει και να βλέπει ποιος είναι αυτός. Και τι έχει κάνει στη ζωή του. «Που θα μου πει», λέω, «αυτή η Κατίνα, ποιος είμαι εγώ. Που έχω κάνει αυτά, με τις Μελίνες, με τις Μαρινέλλες, με, με, με».

    Ο απίθανος κόσμος του Νίκου Μουρατίδη! - Αποκλειστική συνέντευξη

    Αναφερθήκαμε πολύ στους Έλληνες καλλιτέχνες, ενώ ξέρω ότι έχετε συνεργαστεί και με ξένους και έχετε φέρει και αρκετούς στην Ελλάδα.

    Ν.Μ.: Συνέχεια! Για μια μεγάλη εποχή έκανα γραφείο Τύπου και σε εταιρία που έφερνε καλλιτέχνες από το εξωτερικό για συναυλίες. Κι έχω κάνει πολλά. Δουλεύοντας με τις εταιρίες δίσκων, και ειδικά όταν ήμουν στο ξένο ρεπερτόριο την πενταετία 1987-1992, και πήγαινα σε συνέδρια έξω και γνώριζα καλλιτέχνες, τους έφερνα εδώ, κτλ. κτλ. Έκανα απονομή χρυσού δίσκου του Bryan Adams στη Φρανκφούρτη, πήγαινα σε συναυλίες έξω… Ήμασταν η πρώτη χώρα που κάναμε μεγάλη επιτυχία τον Black. Τον θυμάσαι τον Black;

    Φυσικά, αυτόν που τραγουδούσε το «Wonderful Life».
    Ν.Μ.: Ναι. Τους έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση. Εδώ στην Ελλάδα υπολογίζανε ότι ο δίσκος του Black θα πήγαινε άπατος. Που όντως, όταν πήγα εγώ στην Polygram το 1987, μόλις είχε βγει και ήταν πάτος. Με το που τον ακούω τον δίσκο, μου άρεσε τρομερά, και άρχισα να τον πλασάρω. Τον έδωσα στο ραδιόφωνο, σε φίλους, στον Άρη Δαβαράκη, ο οποίος τρελάθηκε με το «Wonderful Life» και το έπαιζε συνέχεια, και έγινε κατάσταση. Και έγινε ο δίσκος χρυσός. Με πήρε ο ίδιος ο Black να με ευχαριστήσει και να με καλέσει στη συναυλία του στο Notting Hill στο Λονδίνο. Και πήγα στο Λονδίνο και τον γνώρισα και πήγα και στη συναυλία –χάλια! Ήμασταν η πρώτη χώρα που έγινε ο Black χρυσός. 50.000 (αντίτυπα) τότε ο χρυσός. Και μάλιστα μας είχανε ως παράδειγμα για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Από τα κεντρικά στο Λονδίνο στέλνανε στην Ιταλία, στην Ισπανία, στο Βέλγιο: «Πώς η Ελλάδα έχει φτάσει στις 50.000 κι εσείς δεν μπορείτε να πουλήσετε τον Black;».

    Πόση διαφορά είχε εκείνη η εποχή από τη σημερινή;
    Ν.Μ.: Τεράστια! Τ-ε-ρ-ά-σ-τ-ι-α! Δεν συγκρίνεται! Εγώ είμαι ευτυχής που δούλεψα στη δισκογραφία μια 15ετία σερί, που ήταν τα καλά χρόνια, που θυμάμαι τον εαυτό μου να φακελώνουμε το «Saturday Night Fever» (1977). Δεν προλαβαίναμε απ’ τις πωλήσεις και κατεβαίναμε όλη η εταιρία στην αποθήκη να φακελώνουμε δίσκους. Και δεύτερη φορά, μου συνέβη το ίδιο ακριβώς με τις «Πατάτες» του Χάρρυ Κλυνν (1981). Πούλαγε τόσο πολύ, που δεν προλαβαίνανε και κατεβαίναμε όλη η εταιρία και φακελώναμε δίσκους.

    Ο απίθανος κόσμος του Νίκου Μουρατίδη! - Αποκλειστική συνέντευξη

    Έχω κάνει το promo της συναυλίας των Roxy Music το 1982, στο γήπεδο του Απόλλωνα, στη Ριζούπολη, και, μετά τους έκανα πάρτι στο Hilton, έξω στην πισίνα. Και είχα φέρει από τον Βαγγέλη Παπαθανασίου μέχρι την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Όταν του είπα του Bryan Ferry ότι αυτή είναι η εθνική σταρ και ότι είναι τόσο χρονών –δεν θυμάμαι πόσο του ‘χα πει τότε- είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και μου ‘λεγε:
    - Γνώρισέ μου την! Γνώρισέ μου την!

    Τότε η Αλίκη έπαιζε την «Εβίτα» με τον Βλάσση κι είχαν έρθει μετά το θέατρο. Επίσης, με τον Βαγγέλη όταν τον γνώρισε έπαθε κολούμπρα. Δεν το πίστευε, ότι του κάνανε πάρτι στην Ελλάδα και ήταν ο Βαγγέλης Παπαθανασίου εκεί. Επίσης όταν είχε έρθει ο Bob Geldof για συναυλία, του ‘χα κάνει ένα τραπέζι και του ‘χα πάει πάλι τον Βαγγέλη. Είχε ενθουσιαστεί και μιλάγανε όλο το βράδυ. Του ‘πα του Βαγγέλη:
    - Δεν θα σε ξαναφωνάξω πουθενά! Μονοπωλείς τους καλλιτέχνες και δεν μπορώ να κάνω δουλειά!

    Γιατί είχα δημοσιογράφους, είχα φωτογράφους… Επίσης, οι Bolland είχαν μία μεγάλη επιτυχία, το «You’re In The Army Now» (1981), και τους είχα κάνει στην καλοκαιρινή Αυτοκίνηση, κάτω στην παραλία, ένα πάρτι που λεγόταν «You’re In The Army Now» και ήταν απαραίτητη προϋπόθεση όλοι να ήταν ντυμένοι στα στρατιωτικά! Κι είχαν έρθει από τη Ζωή Λάσκαρη μέχρι… οι πάντες φορώντας έστω ένα στρατιωτικό αξεσουάρ.

    Ποια ήταν η αντίδρασή των γονιών σας όταν εσείς είχατε πια όλες αυτές τις δουλειές;
    Ν.Μ.: Κατ’ αρχήν ήταν πάρα πολύ ενάντιοι στο θέμα της σκηνοθεσίας. Μου έλεγαν:
    - Δεν είναι δουλειά αυτό. Τι δουλειά είναι αυτή; 

    Τότε θέλανε να γίνεις γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός… αυτά. Το «σκηνοθέτης»… δεν το καταλάβαιναν. Μετά τους έφυγε η αγωνία για τη δουλειά που διάλεξα και ηρεμήσανε. Τουλάχιστον το παιδί δεν θα πεινάσει!

    Το απωθημένο της σκηνοθεσίας, σας έχει μείνει;
    Ν.Μ.: Όχι. Καθόλου. Αυτό που θέλω να κάνω είναι θέατρο. Το μεγάλο μου μετάνιωμα είναι το εξής: όταν γνωρίστηκα, τέλος της δεκαετίας του 1970-αρχές του 1980, με τη Μελίνα Μερκούρη και την Ειρήνη Παππά, και οι δύο, για έναν περίεργο λόγο, θέλανε να με στείλουν στο εξωτερικό. Η Μελίνα ήθελε να με στείλει στο Λονδίνο. Είχε εκεί μία κολλητή της φίλη που ήταν διευθύντρια του μεγαλύτερου πρακτορείου management, το William Morris, που είχαν από τον Paul Newman μέχρι τον David Bowie. Ήθελε, λοιπόν, να με στείλει σ’ αυτήν για να εκπαιδευτώ. Και η Ειρήνη ήθελε να με στείλει σε ένα αντίστοιχο στη Ρώμη. Δεν τις άκουσα. Αυτό είναι το μεγάλο πράγμα που μετανιώνω.

    Μετανιώσατε, λοιπόν, για κάτι που δεν κάνατε. Μετανιώσατε για κάτι που κάνατε;
    Ν.Μ.: Ναι. Το 2006, αποφάσισα να μπω μέτοχος σ’ ένα μπαρ και το μετάνιωσα…

    Με τις εκδόσεις Τετράγωνο;
    Ν.Μ.: Επίσης. Μεγάλη απογοήτευση και μεγάλο μετάνιωμα. Η μεγαλύτερη μαλακία της ζωής μου. Γιατί ενώ όλος ο κόσμος μ’ έχει συνδυάσει με τη μουσική, αντί ν’ ανοίξω ένα γραφείο management –που το ξέρω απέξω κι ανακατωτά και είναι και ανέξοδο- εγώ ανοίγω εκδόσεις, ξοδεύω όλα μου τα λεφτά, ό,τι είχα μαζέψει, για να βγάλω βιβλία και μετά έμπλεξα στη μαφία των βιβλιοπωλείων, που νόμιζα ότι είναι ένας χώρος κουλτούρας και τέχνης. Αρχίδια καπαμάς! Απατεώνες, κλέφτες, ψεύτες, ακάλυπτες επιταγές… Δεν το διανοείσαι τι τράβηξα!

    Πάντως είστε πολυσχιδής προσωπικότητα.
    Ν.Μ.: Αν κοιτάξεις την καριέρα μου, κάθε 5 χρόνια άλλαζα. Βαριόμουνα. Ήθελα να κάνω κάτι άλλο. Δεν ήθελα τα ίδια και τα ίδια. Θέλω ν’ ανανεώνομαι. Βαριέμαι. Ειλικρινά. Όταν έφυγα από την EMI, διευθυντής δημοσίων σχέσεων, όλοι με βρίζανε. Όταν έφυγα από την Polygram, όλοι με βρίζανε. Ήμουνα μάνατζερ εταιρίας, υψηλόμισθος, κι όμως έφυγα…. Για να κάνω κάτι καινούργιο, για να μάθω κάτι νέο…

    Αυτό το κάνατε για ανανέωση ή είχατε υπέρμετρες φιλοδοξίες;
    Ν.Μ.: Όχι, δεν είχα φιλοδοξίες. Απλώς, 5 χρόνια στην Polygram ασχολήθηκα με το ξένο ρεπερτόριο και έμαθα τι είναι αυτό το πράγμα. Εκεί, προς το τέλος, ήρθε το ζωντανό ραδιόφωνο, ο ANT1 κ.λπ., και ήρθαν και οι «Απαράδεκτοι», όπου έκανα τη μουσική επιμέλεια. Ακόμα και τώρα, που το δείχνουν σ’ επανάληψη, ξέρεις πόσα μηνύματα μου ‘ρχονται; «Κύριε Μουρατίδη, εσείς το κάνατε; Δεν το ξέραμε» και τέτοια. Έτσι, παράτησα την Polygram και ασχολήθηκα με τα σίριαλ και την τηλεόραση. Και έκανα το «Μάνα είναι μόνο μία», το «Αθήνα-Θεσσαλονίκη», τους «Παππούδες εν δράση» κ.α. 

    Έχετε δει τον πολιτιστικό χώρο απ’ όλες τις μεριές που μπορεί να τις δει κανείς. Κινηματογράφος, θέατρο, μουσική, τηλεόραση, ραδιόφωνο Τί είναι αυτό που, τελικά, σας άρεσε περισσότερο;
    Ν.Μ.: Την εποχή που τα έκανα, τα λάτρευα όλα. Τώρα, που τα βλέπω με απόσταση, το Νο 1 για μένα ήταν το ραδιόφωνο. Στο ραδιόφωνο έσκισα. Από το 1988 έως το 1990 στον ANT1, από 1990 με 2000 στο Κλικ, από το 2000 έως το 2005 στον Best και, μετά, ένα χρόνο στον Real. Η πρώτη 15ετία ήταν η καλύτερή μου εποχή. Και ειδικά τα δύο χρόνια στον ANT1 και τα πέντε πρώτα χρόνια στο Κλικ, γαμούσα!
    Τότε όλοι κάνανε μεταγραφές από το ένα ραδιόφωνο στο άλλο, διπλασιάζοντας το κασέ τους. Εγώ πήγα στο Κλικ με τα μισά λεφτά. Έπαιρνα στον ANT1 300.000 και πήγα στο Κλικ με 150 γιατί προέβλεψα ότι αυτό είναι το μέλλον. Έβλεπα ότι όλα τα ραδιόφωνα αρχίζουν να φθίνουν διότι άρχισε να μπαίνει μέσα η πολιτική, ο ANT1 έκανε κανάλι και άρχισε να σπρώχνει το κανάλι, την ώρα που έκανα εγώ εκπομπή έπαιζαν spot «Δείτε αυτή τη στιγμή στον ANT1 τον Λόρενς της Αραβίας»! Κι ούρλιαζα εγώ! Λέω:
    - Εγώ κάνω εκπομπή και στέλνετε τον κόσμο να δει τον Λόρενς της Αραβίας;

    Ενώ ήμουν ο αγαπημένος του κ. Κυριακού, γιατί είχα μία εκπομπή που λεγόταν «Προσωπικές Ιστορίες» και ήταν Νο 1 σε ακροαματικότητα. Αλλά σηκώθηκα κι έφυγα! Με πήρε τηλέφωνο ο Κωστόπουλος και μου λέει:
    - Έλα από δω!
    - Μα εσύ δεν θέλεις ανθρώπους πάνω από 25 χρονών, ανθρώπους από εταιρίες δίσκων και ανθρώπους από άλλα ραδιόφωνα
    .

    Είχε βγάλει φιρμάνι: «Δεν παίρνουμε ανθρώπους από εταιρίες δίσκων, δεν παίρνουμε ανθρώπους από άλλα ραδιόφωνα, δεν παίρνουμε ανθρώπους άνω των 25». Πάω, λοιπόν, το καλοκαίρι του 1990, με τα μισά λεφτά απ’ ό,τι έπαιρνα στον ANT1, παίρνω το 10:00-12:00 το βράδυ και αρχίζω εκπομπές σε ένα σταθμό με ακροαματικότητα 2%. Το Σεπτέμβριο γίνονται οι μετρήσεις και όλο το ραδιόφωνο είναι 2-2,5% και η εκπομπή μου, 10:00-12:00 το βράδυ είναι 12%! Και πάθανε πλάκα! Με κάνανε διευθυντή του ραδιοφώνου και μου διπλασιάσανε το μισθό. Χωρίς να μου πούνε τίποτα περί ακροαματικότητας. Τα ‘μαθα μετά από χρόνια, ότι εγώ είχα 12% κι όλος ο σταθμός είχε 2%. Ήμουνα ο μοναδικός διευθυντής σταθμού που έκανε το σταθμό, τον Κλικ, 24 ώρες το 24ωρο live! Κάλυψα όλες τις ώρες με παραγωγούς να κάνουν live εκπομπή. Ήτανε η εποχή που δεν νομίζω ότι τα ‘χει ξαναζήσει άνθρωπος αυτά που ‘χω ζήσει εγώ. Να με παίρνουν τα δισκοπωλεία και να μου λένε:
    - Με ποιό τραγούδι ξεκίνησες χθες;
    - Γιατί;
    - Έρχονται και μας το ζητάνε, «το τραγούδι που ξεκίνησε χθες ο Μουρατίδης στην εκπομπή του».

    Με παίρνανε ακροατές και μου λέγανε:
    - Θα βάλεις διαφημίσεις να παρκάρουμε για ν’ ανέβουμε σπίτι;

    Κάνανε βόλτες γύρω από το σπίτι για να μη χάσουνε την εκπομπή! Έχω ζήσει τέτοια πράγματα. Πέρα από τους διάσημους που με έπαιρναν τηλέφωνο την ώρα της εκπομπής: η Λιάνα Κανέλλη, ο Ντέμης Νικολαΐδης, η Άννα Βίσση… Μία ηθοποιός μου είπε «όλη την εγκυμοσύνη μου την πέρασα μαζί σου». Η Θέμις Μπαζάκα μου είπε «σ’ ευχαριστώ που μου ‘μαθες τη Loreena McKennitt».

    Εσείς κάνατε γνωστή στο ελληνικό κοινό τη Loreena McKennitt;
    Ν.Μ.: Είμαι ίσως ο πρώτος άνθρωπος στο Mainstream ραδιόφωνο που άρχισα να παίζω instrumental μουσική. Δεν έπαιζε κανείς! Μου άρεσε στην εκπομπή μου να παίζω και 2-3 ορχηστρικά κομμάτια, έτσι σαν ανάσα. Έπαιζα κομμάτια από το «Χαμόγελο της Τζοκόντα», έπαιζα Βαγγέλη…  και μου σκάει αυτό το άλμπουμ της Loreena McKennitt που είχε μέσα το «Tango To Evora». Αρχίζω, λοιπόν, και το παίζω το κομμάτι και κάποια στιγμή μού ‘ρχεται η φαεινή ιδέα, το κάνω μια κασέτα –δεν είχαμε ακόμα τα CDR- και το στέλνω στην Αλεξίου. «Για άκου αυτό». Ήταν φθινόπωρο. Με παίρνει 6 Δεκεμβρίου, ανήμερα της γιορτής μου, και μου λέει:
    - Χρόνια πολλά, να μας ζήσεις, κ.λπ. Άκου αυτό το δωράκι!

    Και μου βάζει στο τηλέφωνο το «Τανγκό της Νεφέλης». Μου λέει:
    - Είσαι ο πρώτος που τ’ ακούει. Μόλις το τέλειωσα. Δικαιωματικά είσαι ο πρώτος που τ’ ακούει. Σ’ ευχαριστώ πολύ
    .

    Μετά από δυο μέρες που πήγα σπίτι της, της λέω:
    - Είναι εκπληκτικό! Το ‘χεις κάνει πάρα πολύ ωραία!
    - Ξέρεις πώς το ‘κανα, ε;
    - Πώς;
    - Με πάρα πολλά νεύρα!
    - Τι εννοείς;
    - Είχα πάρα πολλά νεύρα, τους έβρισα όλους, κλείστηκα στο γραφείο μου κι έγραψα τους στίχους!
    - Με πάρα πολλά νεύρα έγραψες αυτό το υπέροχο λυρικό κομμάτι;
    - Ναι!
    - Κούκλα μου, μπράβο!

    Επίσης - ένα-ένα μου ’ρχονται- στην Polygram, στο ξένο τμήμα, έρχεται το white label του soundtrack «Ο Καιρός των Τσιγγάνων» (Dom Za Vesanje, 1990). Το ακούω, μου αρέσει και το ακούω δυνατά, για να δώσουμε το O.K. στο εργοστάσιο να το τυπώσει. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Λίνα Νικολακοπούλου:
    - Νίκο, τί είναι αυτό;

    Εν τω μεταξύ, εγώ είχα πέντε δείγματα. Της δίνω το ένα και της λέω:
    - Παρ’ το! Είναι
    super!

    Και έτσι έγινε το «Παραδέχτηκα» της Πρωτοψάλτη με τον Goran Bregović!

    Την εποχή που ήμουνα στο Κλικ, ήρθε η Diana Ross για να κάνει μία συναυλία στο Ηρώδειο (1992). Και επέλεξε η εταιρία της εμένα, να της κάνω ραδιοφωνική συνέντευξη. Αυτή από το εξωτερικό, εγώ εδώ. Ήμουνα ο μόνος που θα έκανε συνέντευξη με τη Diana Ross. Μπαίνω στο στούντιο, όπου θα ηχογραφούσαμε τη συνέντευξη, τηλεφωνούμε κι είναι ο manager ο οποίος μου λέει:
    - Θα την αποκαλείτε
    Miss Ross και έχετε στη διάθεσή σας 10 λεπτά.

    Εγώ είχα πάει πάρα πολύ οργανωμένος, γιατί είχα βρει κάτι παλιές της συνεντεύξεις και ένα κομμάτι από το Vanity Fair, με το οποίο η ίδια είχε γίνει Τούρκος –γιατί την ξεμπρόστιαζαν σε κάτι πράγματα- αλλά είχε πει μέσα στο κομμάτι αυτό και κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα η ίδια. Εμένα δεν με ενδιέφεραν τα άλλα και δεν αφορούσαν την Ελλάδα. Είχα κρατήσει μόνο αυτά που είχε πει αυτή. Ξεκινάμε, λοιπόν, να κουβεντιάζουμε. Λέω:
    - Πρώτη φορά στην Ελλάδα;
    - Όχι, έχω ξανάρθει γιατί η νονά του ενός παιδιού μου είναι Ελληνίδα.
    - Α, ποια;

    Και παθαίνει κλακάζ. Και μου λέει:
    -
    Im so sorry... Δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή τ’ όνομα. Σας παρακαλώ μην το μεταδώσετε αυτό.
    - Ναι, ναι, ναι. Εντάξει.   

    Στη διάρκεια, βέβαια, θυμήθηκε ότι ήταν η εφοπλίστρια, η κα Πατέρα.
    - Έχω ξανάρθει στην Ελλάδα αλλά δεν έχω κάνει live.
    - Α, καταπληκτικά. Το θέατρο όπου θα παίξετε, το ξέρετε;
    - Όχι.
    - Είναι το Ηρώδειο.
    - Α, για πες μου.
    - Είναι ρωμαϊκό, κάτω από την Ακρόπολη,
    κ.λπ.
    - Ααα!
    (ενθουσιασμός)
    - … Έχω μπροστά μου μία συνέντευξή σας στο
    Vanity Fair...

    Πάγος από την άλλη μεριά! Κι ακούω ένα μουγκρητό:
    - Μμμμ!

    - …όπου λέτε αυτό κι αυτό κι αυτό.

    Τσακ! Μόλις είδε ότι δεν έθιξα το άλλο κομμάτι που έλεγε ότι είναι obsessed με την Whitney Houston (σ.σ. ότι είχε εμμονή με την Whitney Houston), «και γιατί έγινε star η Whitney Houston», κάτι τέτοια –αλλά το Vanity Fair τα κάνει αυτά τα αιχμηρά κομμάτια- ξαναπαίρνει μπρος. Αρχίζει ο manager από μέσα να φωνάζει:
    - 10 λεπτά!

    Να του λέει αυτή:
    - Περίμενε!
    - Και πιο κάτω λέτε
    αυτό, αυτό κι αυτό.

    Τελικά μιλήσαμε 45 λεπτά! Αλλά βέβαια ο manager είδε ότι κι αυτή γούσταρε, οπότε κάποια στιγμή σταμάτησε να επεμβαίνει. Εν τω μεταξύ, εγώ είχα το συνήθειο σε κάποια κομμάτια που δεν μου άρεσε ο τίτλος τους, να τον αλλάζω. Το κομμάτι της Diana Ross που παιζόταν πάρα πολύ εκείνη την εποχή ήταν το «When You Tell Me That You Love Me» και είχε μέσα ένα στίχο που έλεγε «I want to Kiss your smile», «θέλω να φιλήσω το χαμόγελό σου». Λέω, αυτός είναι ο τίτλος του τραγουδιού και αρχίζω να το παίζω το κομμάτι και να το εκφωνώ «I want to Kiss your smile». Φτάνει η μέρα του Ηρωδείου. Βγαίνει η Diana Ross, αρχίζει και τραγουδάει –εγώ κάθομαι στην τρίτη σειρά, φάτσα- δεν έχουμε γνωριστεί, ούτε γνωριστήκαμε, και ξεκινάει η εισαγωγή του κομματιού, αρχίζει να τραγουδάει και μόλις λέει το στίχο «I want to Kiss your smile» χειροκροτεί όλο το Ηρώδειο! Και βλέπω τη Diana Ross εκεί που τραγουδάει, να μένει σέκος… σου λέει «τι έγινε;». Δεν κατάλαβε. Το τι ευχαριστήθηκα…
    Επίσης μία φορά, στη συναυλία των Simply Red στο γήπεδο της Α.Ε.Κ. -πριν γκρεμιστεί- είχα ηχογραφήσει την εκπομπή κι είχα υπολογίσει ότι το τελευταίο ημίωρο θα ‘χει τελειώσει η συναυλία και στο τελευταίο αυτό ημίωρο στην εκπομπή είχα βάλει μόνο τραγούδια των Simply Red. Τελειώνει η συναυλία, φεύγουμε και πάμε να βρούμε το αυτοκίνητο. Χαμός από αυτοκίνητα και περπατώντας με τα πόδια προς το αυτοκίνητό μας ακούμε απ’ όλα τα αυτοκίνητα αριστερά και δεξιά να παίζει η εκπομπή μου στο Κλικ και να ακούνε όλοι τραγούδια των Simply Red!  

    Είπατε προηγουμένως ότι, ενώ ο σταθμός είχε ακροαματικότητα 2%, η δική σας εκπομπή είχε 12%. Υπάρχει συνταγή για μία επιτυχημένη ραδιοφωνική εκπομπή ή είναι μόνο η αύρα που βγάζει ο παρουσιαστής;
    Ν.Μ.: Δεν θεωρώ τον εαυτό μου παρουσιαστή. Τον θεωρώ μουσικό παραγωγό. Γιατί πραγματικά επί 15 χρόνια, κάθε μέρα στις 6 το απόγευμα σταμάταγα ό,τι έκανα και «έχτιζα» μία δίωρη εκπομπή. «Με ποιο θα ξεκινήσω σήμερα; Όχι μ’ αυτό, μ’ εκείνο», «Ποιό θα βάλω μετά;», «Ποιό θα βάλω εκεί»… Όλο το αρχιτεκτόνημα. Γιατί δεν ήθελα ο ακροατής να μου φύγει στα δέκα λεπτά. Ήθελα να τον κρατήσω σε όλο το δίωρο.

    Υπάρχει κατά τη γνώμη σας ένας νέος Μουρατίδης αυτή τη στιγμή στο ραδιόφωνο;
    Ν.Μ.: Όχι, δεν υπάρχει. Δεν υπάρχουν πια μουσικοί παραγωγοί. Ακόμα κι εγώ ο ίδιος εκπλήσσομαι με τον εαυτό μου. Ακούω κάποια κομμάτια, τα οποία τα ‘παιζα με μανία, και τα οποία είναι πάρα πολύ δύσκολα κομμάτια. Και σκεφτόμουν «πως το έπαιζα αυτό; Με τι θράσος το ‘παιζα;». Τα ‘παιζα ως Mainstream. Κανονικά. Αλλά αυτά ήταν που με φτιάξανε. Έτσι πιστεύω. Επίσης, πώς να σου πω, έχω όσφρηση; Έχω μύτη; Ερχόταν ένα κομμάτι, γύρω στο Πάσχα, το ‘παιζα, κι έλεγα:
    - Αυτό το κομμάτι το καλοκαίρι θα ‘ναι το μεγαλύτερο
    hit του καλοκαιριού.

    Κι ερχόταν το καλοκαίρι και ήταν το μεγαλύτερο hit του καλοκαιριού. Και με έπαιρναν ακροατές και μου έλεγαν:
    - Πού το ήξερες;
    - Δεν το ‘ξερα. Το υποπτεύθηκα
    .

    Ή μου στέλνει ένας φίλος μου από το Βέλγιο έναν instrumental δίσκο ενός βιολιστή. Ed Alleyne-Johnson. Ακούω το άλμπουμ κι έχει ένα κομμάτι που λέγεται «Oxford Suite», που είναι γλύκα. Και το παρουσιάζω ως εξής:
    - Φέρτε χαρτί και μολύβι για να σημειώσετε κάτι. Θα σας πω σε λίγο.

    Συνεχίζει το προηγούμενο κομμάτι να παίζει. Τελειώνει.
    - Φέρατε χαρτί και μολύβι; Ο.Κ. Σημειώστε, γιατί ξέρω ότι θα με ζαλίσετε. Αυτό το κομμάτι που θ’ ακούσουμε λέγεται «
    Oxford Suite» και ο καλλιτέχνης λέγεται Ed Alleyne-Johnson. Εντάξει; Το σημειώσατε; Πάμε να τ’ ακούσουμε!

    Και γίνεται χλαπαταγή! Από κείνη την ημέρα, λοιπόν, ξεκινάω και παίζω το κομμάτι κάθε μέρα, πρώτο σαν έναρξη εκπομπής. Ξεκινάω μ’ αυτό το κομμάτι επί δύο μήνες. Ή θυμάμαι, όταν γύρισα από καλοκαιρινές διακοπές, είχα μια στοίβα CD ν’ ακούσω. Αρχίζω ν’ ακούω και να ξεχωρίζω πράγματα. Dr John. Βάζω τον Dr John μέσα, αρχίζει να παίζει και φτάνει στο κομμάτι «Η Λιτανεία των Αγίων» («Litanie Des Saints», 1992). Λέω «τι είναι αυτό;». Το ξανακούω…. Το ξανακούω… συγκλονίζομαι. Και ξεκινάω απ’ το ίδιο βράδυ και το παίζω στις 10 και στις 11. Συνέχεια. Και γίνεται μεγάλη επιτυχία. Με παίρνει η Kaiser:
    - Τι είναι αυτό κύριε Μουρατίδη; Έχουμε έτοιμο διαφημιστικό με τον
    Pavarotti και θέλουμε να τ’ αλλάξουμε και να βάλουμε αυτό.

    Με παίρνει ο Μεταξόπουλος.
    - Έχω ένα χορευτικό και θέλω να βάλω αυτό. Τι είναι;

    Έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία ώστε αναγκάζεται η εταιρία και το τυπώνει σε βινύλιο. Τότε ήταν στην μεταβατική εποχή από το βινύλιο στο cd και το είχαν βγάλει μόνο cd. Στο εξωτερικό δεν είχε βγει ποτέ σε βινύλιο. Και έρχεται ο Dr John στο Παλλάς για συναυλία, ο οποίος βλέπει τα βινύλια και παίρνει μαζί του εκατό! Και μας συστήνουνε βέβαια, μου έδωσε κι αυτόγραφο, με αγκάλιασε σφιχτά και με φίλησε, αφού του είπανε:
    - Αυτός ο άνθρωπος σ’ έχει κάνει γνωστό στην Ελλάδα!

    Πολλά τέτοια. Πολλά…

    Αυτό αναρωτιόμουνα κι εγώ. Αν υπάρχει σήμερα αυτός που μπορεί να πάρει έναν άγνωστο καλλιτέχνη ή τραγούδι και να το κάνει επιτυχία.
    Ν.Μ.: Τελειώσανε αυτά. Τελειώσανε. Δυστυχώς. Τώρα το ραδιόφωνο έχει γίνει με προεπιλεγμένη μουσική, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, οι παραγωγοί δεν υπάρχουν, είναι μόνο εκφωνητές, πάνε εκεί πέρα και πατάνε enter στο computer για να παίξει το επόμενο προεπιλεγμένο τραγούδι. Δεν είναι παραγωγοί αυτοί. Είναι εκφωνητές. Η ραδιοφωνική παραγωγή είναι ένα δίωρο αρχιτεκτόνημα. Πότε θα παίξει το καινούργιο, πότε θα παίξει το παλιό, πότε θα δυναμώσεις, πότε θα πέσεις, πότε θα κάνεις το nostalgia…

    Ο απίθανος κόσμος του Νίκου Μουρατίδη! - Αποκλειστική συνέντευξη

    Με άλλους ραδιοφωνικούς παραγωγούς είχατε επαφές, π.χ. με τον Γιάννη Πετρίδη, τον Άκη Έβενη κ.λπ., ανταλλάσσατε ιδέες ή πληροφορίες;

    Ν.Μ.: Πάρα πολύ, με όλους. Ο πιο κοντινός μου απ’ όλους ήταν ο Γιάννης Πετρίδης, με τον οποίο κάναμε τελείως διαφορετική εκπομπή. Ο Γιάννης Πετρίδης έκανε εγκυκλοπαιδική εκπομπή, εγώ έκανα πιο διασκεδαστική. Επίσης έγραφα σε μουσικά περιοδικά: Ποπ και Ροκ, Ποπ Κορν, σχεδόν σε όλα εκτός από τον Ήχο. Στο Ποπ και Ροκ έδινα κομμάτια. Ας πούμε όταν πήγα στο πρώτο μου ταξίδι στο Παρίσι, είδα live τον Bob Marley. Έγραψα ένα κομμάτι, τους το έδωσα και το βάλανε. Επίσης είχα εισιτήριο για τους Jefferson Airplane…

    Πριν γίνουν Starship δηλαδή.
    Ν.Μ.: Ναι, μ’ αυτή τη συγκλονιστική τραγουδίστρια, την Grace Slick, η οποία έγινε λιάρδα από το αλκοόλ κι ακυρώθηκε η συναυλία! Μας δώσανε τα χρήματα πίσω κι έτσι δεν την είδα ποτέ, που τη λάτρευα… Την είχα βάλει στο μάτι, πιτσιρίκι, από το Woodstock. Κι ήθελα να τη δω γιατί τη γούσταρα. Δεν την είδα ποτέ. Τον Bob Marley τον πρόλαβα. Δύο χρόνια πριν πεθάνει. Τον είδα το 1979 και πέθανε το 1981. Μάλιστα στο γήπεδο που γινόταν η συναυλία ήταν όλο μαύροι. Μαύροι, μαύροι, μαύροι, κι ένας από δίπλα είχε ανάψει έναν μπάφο. Κάτι μου μύριζε και κοίταγα. Με κοιτάει αυτός και μου λέει:
    - Υπάρχει πρόβλημα;
    - Ο… όχι…

    Καταλαβαίνει… και μου λέει χαμογελαστά πια:
    -
    You want...?
    -
    Of course! (γέλια)

    Τους Led Zeppelin θα ήθελα πολύ να είχα δει live. Και τον Marvin Gaye. Έχω δει τον Michael Jackson, τον David Bowie, τους U2, τον Peter Gabriel στο Λονδίνο που ήταν συγκλονιστικός, τη Madonna, τον Prince...

    Υπήρξαν κάποιοι που σας ξενέρωσαν στα live;
    N.M.: Οι Guns ‘n’ Roses! Μεγάλη απογοήτευση. Μεγάλη. Δεν το πίστευα αυτό που έβλεπα και άκουγα. Ενώ ας πούμε οι Metallica ήταν ανώτεροι από τους δίσκους. Ή οι James. Από τις ωραιότερες συναυλίες που έχω δει. Επίσης, ο Mick Hucknall από τους Simply Red ήταν πολύ καλύτερος απ’ ό,τι περίμενα. Συγκλονιστικός live. Τους έχω δει στο μικρό το Wembley Arena, και μένει μόνος του στη σκηνή, πάνω σ’ ένα σκαμπό, με μία κιθάρα κι ένα φως, και λέει το «Holding Back The Years» (σ.σ. βγάζει επιφώνημα θαυμασμού). Έχω δει και πολλές μικρές συναυλίες. Στο Hammersmith Odeon τον Iggy Pop, country σε κάτι άλλα clubs, πολύ ωραία… 

    Έχετε σκεφτεί ποτέ να κάνετε οικογένεια;
    Ν.Μ.: Όποτε μου ερχόταν η σκέψη, έτσι κι έφευγε. Γιατί άρχισα να το σκέφτομαι αργούτσικα. Και το «αργούτσικα» σημαίνει ότι είχα συνηθίσει πια να ζω μόνος μου. Είχα αφοσιωθεί μία 15ετία στην καριέρα μου, γιατί γούσταρα πάρα πολύ τη δουλειά ή τις δουλειές που έκανα –γιατί πάντα έκανα δυο τρεις συγχρόνως- κι όταν μετά μπήκε η ιδέα αυτή, λέω «άσε με κάτω τώρα».

    Δεν σας φοβίζει το ενδεχόμενο της μοναξιάς στο μέλλον;
    Ν.Μ.: Όχι. Περνάω πάρα πολύ ωραία όταν καταφέρνω και μένω μόνος μου.   





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #29389   /   16.01.2016, 06:12   /   Αναφορά
    χεσε ψηλα & αγναντευε,,,,,,,,,,,,,,,,,,
    #29394   /   23.01.2016, 16:12   /   Αναφορά
    πολύ ωραία συνέντευξη :-)