Ενα τέτοιο καλοκαιριάτικο βράδυ και εγώ είχα τον δικό μου επισκέπτη. Γνωστό μου από τα παλιά, μέσα από τα τραγούδια του και την «Αμοργό» του. Τον κυρ Νίκο.
Υπάρχουν βράδια στην ζωή σου, που έχουν τόσο μοναξιά και τόσο παράπονο, που σου φαίνονται αξημέρωτα. Κυνηγημένος σα φοβισμένο αγρίμι τρέχεις να κρυφτείς πότε από παρέες, από φίλους, και ίσως ίσως από τον ίδιο σου τον εαυτό. Το φεγγάρι γίνεται σα μια μεγάλη σιδερένια μπάλα που σε πλακώνει την καρδιά. Κάτι τέτοια βράδυα λοιπόν, βαριά και αξημέρωτα, σε επισκέπτονται κάτι φίλοι από παλιά. Κάτι παράξενοι επισκέπτες από το παρελθόν. Λες και μυρίζονται κατά ένα μαγικό τρόπο τις βουλιαγμένες ψυχές και έρχονται να απλώσουν το χέρι τους να πιαστείς. Εσύ τους το σφίγγεις γερά, το συνθλίβεις σχεδόν στην αγωνία του κενού που σε περιμένει. Και από τότε ξέρεις : όταν τα βράδυα σού γίνονται θηλιές γύρω από τον λαιμό σου, κοιτάς την πόρτα˙ τους περιμένεις ξανά και ξανά˙ βάζεις δίπλα στο ποτήρι σου κι ένα ποτήρι γι’αυτούς. Ενα τέτοιο καλοκαιριάτικο βράδυ και εγώ είχα τον δικό μου επισκέπτη. Γνωστό μου από τα παλιά, μέσα από τα τραγούδια του και την «Αμοργό» του. Τον κυρ Νίκο.
Πάντα τον πείραζε ο ενικός, γιατί τον θεωρούσε απαξιωτικό, αλλά σε μένα το συγχωρούσε. Ποτέ δεν πίστευα πως θα μου έκανε την τιμή να έρθει στο σπίτι μου, αν και ποτέ δεν έλειψε μέσα απ’ αυτό. Η ανάσα του μύριζε αμοργιανό αλάτι και στις χούφτες του κρατούσε αιγαιοπελαγίτικα κοχύλια. Τα μάτια του ήταν τόσο βυθισμένα μέσα στις κόγχες τους, που μου φάνταζαν παλιά ναυάγια. Και εκείνο το βλέμμα του, τόσο απορημένο και απειλητικό, που σχεδόν με τρόμαξε! Τον ρώτησα αμήχανος τι θα ήθελε να τον τρατάρω και αυτός μου ζήτησε πίσω την «Αμοργό» του. Μου ζήτησε πίσω το «Ρεμπέτικο» του. Όλα αυτά που μας χαλάλισε για να γαληνεύουν οι ψυχές μας. Όλα αυτά τα αριστουργήματα, που θα ομόρφαιναν τα βράδυα μας. Δεν τα βρήκα πουθενά όμως για να του τα γυρίσω πίσω. Χάθηκαν όπως κι αυτός. Χάθηκαν όπως και άλλοι παράξενοι επισκέπτες αυτού του τόπου˙ παράξενοι γιατί ποτέ κανείς από εμάς δεν κατάλαβε, πώς κατόρθωναν και περπάταγαν πάνω στην θολή γραμμή των οριζόντων, πώς εξόριζαν με την γραφή τους τα πονεμένα βράδυα, πώς εξημέρωναν τα άγρια τα σκοτάδια. Χαθήκαμε μέσα στην νεοελληνική αηδία του φθαρτού και του πρόσκαιρου. Χιλιάδες κούφια λόγια μάς νανουρίζουν στο φτηνιάρικο λήθαργο.
Θυμάσαι, κυρ Νίκο, τι μου είχες πει κάποτε; «Θα’ χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί και έμεινε αυτό το ράγισμα στα μάτια». Αυτό το ράγισμα κυρ Νίκο από τον παλιό καθρέφτη, με ακολουθεί πάντα. Πάντα μπλέκομαι σε αυτό το δίχτυ που ΄χει ονόματα πολλά και πάντα χάνομαι. Σε αυτήν την στράτα που διάλεξα να πάω, δεν προλαβαίνω τον καιρό που ΄ναι «σαν το κύμα το αλμυρό» . Ούτε και κανένα βράδυ λησμόνησα τη «μοναξιά τη φόνισσα».
Ο κυρ Νίκος όμως είχε κουραστεί . Έβαλε στην ασημένια πίπα του ένα τσιγάρο και αφού το άναψε, κάρφωσε τα μάτια του στο ξύλινο ταβάνι, σιγοτραγουδώντας ένα τραγούδι του:
Σκοτεινό το τραγούδι που θα πω
τα συντρίμμια του τόπου μου πατώ
Χαμένα αδέρφια ίσκιοι λαβωμένοι
χαμένη Ελλάδα παντού σε αναζητώ
Των Κυκλάδων σταμάτησε ο χορός
πετρωμένο το κύμα κι ο καιρός
Πάνω απ΄τις μνήμες μάρμαρα σπασμένα
Πάνω απ’ τις στέγες ο άνεμος σκληρός.
Παγερέ του αιώνα μου βοριά
πού τα πήγες τ΄ αφτέρουγα παιδιά
Τα πήρε ο ύπνος σε άχραντη πατρίδα
τα πήρε η νύχτα στη μαύρη της καρδιά
Της ζωής ποιος γνωρίζει το σκοπό
Το σκουλήκι στοχεύει τον καρπό
Χαμένα αδέρφια δείχτε μου ένα δρόμο
χαμένη Ελλάδα την πόρτα σου χτυπώ
......Όταν τελείωσε, τότε μόνο πια κατάλαβα γιατί δεν μπορούσα να του επιστρέψω τίποτα απ΄όσα μου είχε ζητήσει. Ποτέ δεν ήτανε δικά μας, ούτε και θα γίνουνε ποτέ! Είναι βαρκάκια με τα οποία πίστευε ο κυρ Νίκος, ότι θα περνούσαμε στην απέναντι ακτή, εκεί που υπάρχουν τα αφτέρουγα παιδιά και η χαμένη Ελλάδα.
Το ξημέρωμα με βρήκε με την «Αμοργό» του Νίκου Γκάτσου μισάνοιχτη πάνω στο στήθος μου. Ένα όνειρο ήταν μόνο και τίποτα άλλο. Ένα πέρασμα στην απέναντι ακτή με την συνδρομή του Μορφέα. Ένα όνειρο μόνο, τόσο ζωντανό και δροσερό, όσο η πρωινή δροσιά που λαγιάζει πάνω στ’αγιόκλημα.
Καλή σου στράτα, Νίκο Γκάτσο, μα όταν ξανάρθεις, μη ξεχάσεις να μου φέρεις λίγο αθάνατο νερό μέσα στις χούφτες σου.
ΧΑΡΙΣΜΕΝΟ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΑΞΗΜΕΡΩΤΑ ΒΡΑΔΥΑ ΚΑΙ.....
ΠΑΡΑΞΕΝΟΥΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΟΥΔΗΣ