Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα υπέροχο κατά την άποψή μου άρθρο σχετικό με την μουσικοχορευτική μας παράδοση.
Γράφει το μέλος
mellia1 άρθρα στο MusicHeaven
Με αφορμή την περίπτωση της ανατολικής Κρήτης (Κρήτη-ένας τόπος που αγαπώ πολύ λόγω της μουσικής του και όχι μόνο) βλέπουμε πως θα έπρεπε να αντιμετωπίζουμε την παράδοση-όχι σαν φολκλόρ και ευκαιρία για φτηνό πατριωτισμό ή ψευδεπίγραφη πολιτιστική ταυτότητα, αλλά σαν οργανικό κομμάτι της ζωής, με σεβασμό και έγνοια. Οχι "γλέντια" στημένα, όχι "γλέντια" καρικατούρα, αλλά "γλέντια" γνήσια, με μεράκι και αλήθεια. Ωστε να μαρτυρούν την ζωή και να μαρτυρείται η ζωή μέσα από αυτά. Για να είναι η ζωή αληθινή και το γλέντι κάθαρση.
Το άρθρο το δανείστηκα από την ιστοσελίδα του κρητικού παραδοσιακού ομίλου Γιάννη και Γιώργου Μεγαλακάκη www.megalakakis.gr
Χoρευτικά συγκροτήματα και παραδοσιακός χορός.
Η περίπτωση της Ανατολικής Κρήτης
Γιώργης Λαγκαδινός (Ελλάδα)
Α μ’ αγαπάς με την καρδιά δείξε μου σημαδάκι
οντό κρατούμε στο χορό σφίξε μου το χεράκι.
Παραδοσιακός χορός και συναίσθημα, έννοιες ταυτόσημες. Ισχύει άραγε για τα χορευτικά συγκροτήματα;
Όταν μιλάμε για παραδοσιακό χορό σήμερα στην Κρήτη μιλάμε για μια υπαρκτή κατάσταση παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαϊκός πολιτισμός. Για παράδειγμα, τα γλέντια γιγαντώθηκαν και πλήθυναν κυρίως από πολιτιστικούς συλλόγους που βλέπουν ότι έτσι αντιμετωπίζουν κάποια οικονομικά τους προβλήματα. Και πώς να χορέψουν παρέες – παρέες όταν ένα γλέντι συγκεντρώνει για παράδειγμα 2000 άτομα; Οι γάμοι – κυρίως στα αστικά κέντρα – έγιναν μικτοί: μισό πρόγραμμα με κρητική μουσική, μισό με λαϊκή μουσική. Μιλάμε όμως για πρόγραμμα αντί για ιεροτελεστία.
Παρ’ όλ’ αυτά στις αγροκτηνοτροφικές κυρίως περιοχές ο παραδοσιακός χορός παραμένει μια ζωντανή συνιστώσα του λαϊκού πολιτισμού. Εδώ ο χορός μεταδίδεται, παραδίδεται δε διδάσκεται. Τα παιδιά παρακολουθούν την χοροτυπία (για παράδειγμα στο γάμο), όπου τηρείται, πρώτα η νύφη, έπειτα οι συγγενείς, ανάλογα με το έθιμο της κάθε περιοχής. Στο γλέντι θα πιάσουν κουντούρα, στο τέλος του χορευτικού κύκλου και μαθαίνουν παρακολουθώντας τα ζάλα, τα βήματα δηλαδή των μεγάλων που προηγούνται προσπαθώντας κατ’ αρχήν να συγχρονιστούν ρυθμικά.
Μ’ ανέ ρωτάτε κοπελιές γιάντα ’μαι στη (γ)κουντούρα
για να μαθαίνω το χορόκαι να κρατώ σιγούρα.[1][1]
Μεγαλώνοντας και μαθαίνοντας παίρνουν και την ανάλογη θέση στο χορευτικό κύκλο. Θα μάθουν πότε και πως θα κάνουν μπαξίσι, θα χαρίζουν δηλαδή λεφτά στα όργανα. Και το κυριότερο θα μάθουν με ποιο σκοπό χορεύουν καλύτερα, ώστε να τον παραγγέλνουν.
Πρωτόγερος με λεβεδιά και στο χορό χορεύγει
κι όλα του τα παιδόγγονα καλά τα δασκαλεύγει.[2][2]
Ο Γάμος στα αστικά κέντρα γίνεται πια σε μεγάλα μαγαζιά, οι γιορτές δε συνοδεύονται από το ανάλογο πανηγύρι και τα έθιμα έχουν υποχωρήσει.
Η χοροτυπία δίνει τη θέση της στον μαζικό χορό και γενικά επικρατεί μια σύγχυση. Οι πολυήμεροι γάμοι και τα πολυήμερα πανηγύρια της κοινότητας έγιναν κοινωνικές εκδηλώσεις ολίγων ωρών στο αστικό περιβάλλον. Ο άνθρωπος έχασε πια τη σχέση του με τον κύκλο του χρόνου και τον κύκλο της ζωής. Έτσι φαίνεται να προκύπτει φυσιολογικά και η ανάγκη των χοροδιδασκαλείων. Δίπλα στα φροντιστήρια και τις ξένες γλώσσες μπαίνει πια και ο χορός! «Και που να μάθουν τα παιδιά μας χορό;», αναρωτιούνται οι γονείς. Κι αν τους πεις, στα γλέντια, σου απαντούν: «που να τρέχεις τώρα στα χωριά!». Ή αν ρωτήσεις «γιατί βάζεις και λαϊκά στο γάμο σου;», η απάντηση είναι πανομοιότυπη απ’ όλους: «Μα για να ικανοποιήσω όλα τα γούστα!». Τελικά δεν ευχαριστιέται κανείς γιατί η διάρκεια του γάμου είναι μικρή κι ο καλός μερακλής, ο παραδοσιακός χορευτής δεν προλαβαίνει να «ζεσταθεί».
Τα χοροδιδασκαλεία μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες: αυτά των πολιτιστικών συλλόγων ή των Δήμων που δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα και τα υπόλοιπα – που είναι και τα περισσότερα – αποτελούν κερδοσκοπικές επιχειρήσεις με παραπλανητικές συχνά ονομασίες όπως «Λαογραφικός όμιλος…», «Λαογραφικός σύλλογος….», «Ακαδημία χορού…» κ.λ.π.[3][3]
Οι χοροδιδάσκαλοι που ανοίγουν χοροδιδασκαλείο είτε είναι ήδη καλοί παραδοσιακοί χορευτές, είτε, η πλειοψηφία, είναι γυμναστές. Οι τελευταίοι «περνούν» δυστυχώς στα παιδιά τη γυμναστική αντίληψη για τον παραδοσιακό χορό: Χορεύει αυτός που έχει ένα συγκεκριμένο σωματότυπο που εξυπηρετεί τη δικιά τους γυμναστική αισθητική αντίληψη που συχνά και σκοπίμως μπερδεύεται με αντιλήψεις περί λεβεντιάς και περηφάνιας. Αντιλήψεις που συχνά φτάνουν σε ακραίες εκφράσεις: Κοκκινομάλλης πρωτοχορευτής του Λυκείου Ελληνίδων Ηρακλείου αποκλείστηκε από ταξίδι για την Αμερική όπου θα έδιναν χορευτική παράσταση γιατί τα χρώματα των μαλλιών του δεν θύμιζαν Κρήτη! Δεν ήταν δηλαδή μελαχρινός! Κι ακόμα πολλές φορές παροτρύνουν τους νέους να αδυνατίσουν για να χορεύουν καλύτερα.[4][4] Την στιγμή που ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του παραδοσιακού χορού είναι η συμμετοχή ανεξάρτητα από τη σωματική διάπλαση του κάθε ανθρώπου.
Ας έρθουμε όμως στη λεγόμενη διδασκαλία. Η πλειοψηφία των χοροδιδασκάλων μαθαίνουν τον χορό με μέτρημα των βημάτων. Έτσι οι χορευτές από μικρή ηλικία δε μαθαίνουν ν’ ακούν. Να ξεχωρίζουν δηλαδή σκοπούς. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα χορευτικά χρησιμοποιούν για να χορέψουν στο Χανιώτικο συρτό 2-3 σκοπούς από τους 40-50 περίπου που υπάρχουν. Και φυσικά χωρίς τραγούδι. Έτσι αφαιρείται ακόμη ένα στοιχείο της μουσικής μας παράδοσης ο λόγος. Από κει και πέρα υπάρχει μια αλυσιδωτή αντίδραση με φαινόμενα που δεν έχουν καμία σχέση με παραδοσιακό χορό, όλα είναι προσυνεννοημένα: Οι φιγούρες ομαδικές και ακροβατικές, ο κύκλος γίνεται ευθεία γραμμή για να εξυπηρετεί το θέαμα, χωρίζουν άντρες από γυναίκες, δεν κρατούν την χοροτυπία, ο πρώτος στο τέλος κι ο δεύτερος πρώτος κ.λ.π. Τα ταλίμια δε γίνονται στο σωστό χρόνο δηλαδή στο γύρισμα ή στο σήκωμα του σκοπού με αποτέλεσμα ο μουσικός να «τρέχει» να τους προλάβει. Καταργείται ο ρόλος του δεύτερου χορευτή που βοηθά στην ανάδειξη της χορευτικής προσωπικότητας του πρώτου. Υπάρχει ηλικιακή ομοιομορφία. Έτσι δεν προβάλλεται η όποια δημιουργική ικανότητα του χορευτή που στηρίζεται στα βιώματα και στα ακούσματά του και η αφομοιωτική του ικανότητα, μα η ευρηματικότητα του χοροδιδασκάλου στη χορογραφία. Στην ουσία ο πρώτος χορευτής εκτελεί ό,τι ο χοροδιδάσκαλος του διδάσκει. Κι επειδή ο εμπορικός ανταγωνισμός των χοροδιδασκαλείων είναι σκληρός, όλο και περισσότερες φιγούρες κάνουν την εμφάνισή τους ακόμη και από χορούς άλλων λαών, με αποτέλεσμα το σχόλιο του παλιού μερακλή: «Το περίσσο χαλάει το ίσο». Μέχρι και χορός «κατασκευάστηκε» για τις ανάγκες χορευτικού συγκροτήματος! Ο «χορός» της Μάχης της Κρήτης![5][5] Τα συγκροτήματα εμφανίζονται στην πίστα, σχεδόν όλα, με Ρεθεμνιώτικη Σούστα και μ’ αυτήν αποχωρούν με αποτέλεσμα να καταστρέφεται η αυτονομία ενός χορού.
Φυσικά, ούτε λόγος μπορεί να γίνει για τοπικές ιδιαιτερότητες. Κι εδώ πρέπει ν’ ανοίξουμε μια παρένθεση: Πολλοί έχουν την εντύπωση ότι η Κρητική παραδοσιακή μουσική είναι μία και ενιαία. Τείνει να γίνει έτσι κι εμείς ζούμε τα προθανάτια σκιρτήματα της πολυμορφίας που είχε. Και δεν μιλάμε για τοπικές ιδιαιτερότητες στον ίδιο χορό μα και για διαφορετικούς τοπικούς χορούς. Ακόμη και για διαφορετικά μουσικά όργανα. Να πούμε πως το μουσικοχορευτικό ιδίωμα της Δυτικής Κρήτης (ευρύτερη περιοχή Χανίων) διαμορφώθηκε με ζυγιά το
βιολί και το λαγούτο.
Στο Ρέθυμνο και την Κεντρική Κρήτη, είχαμε λύρα και δοξάρι με γερακοκούδουνα με συνοδεία μαντολίνο ή μαντόλας και από τη δεκαετία του ’30 και μετά λαγούτο. Η παραδοσιακή ζυγιά της Ανατολικής Κρήτης ήταν η λύρα (δοξάρι με γερακοκούδουνα) και το νταούλι (ΛΥΡΟΝΤΑΟΥΛΑ). Για πάνω από 50 χρόνια συνυπήρχε και το
βιολί με
κιθάρα ή μαντολίνο ή ακόμη και με νταούλι (βιολοντάουλα). Αντίστοιχα και στους χορούς υπήρχε έντονη τοπική διαφοροποίηση. Στην Δυτική Κρήτη κυριαρχεί ο Χανιώτικος Συρτός και ο Χανιώτικος Πεντοζάλης που στην ευρύτερη περιοχή της Ρεθύμνης λέγεται πηδηχτός. Στο Ρέθυμνο υπάρχει η Ρεθεμνιώτικη Σούστα και ο Σιγανός που χορεύεται διαφορετικά από την υπόλοιπη Κρήτη.
Στην Κεντρική Κρήτη, μαζί με το Χανιώτικο Συρτό και το Σιγανό που χορεύονται διαφορετικά από την Δυτική Κρήτη, υπάρχει κι ο Μαλεβιζιώτικος πηδηχτός που στην Ανατολική Κρήτη λέγετε Στειακός πηδηχτός ή Κρητικός πηδηχτός και παίζεται και χορεύεται διαφορετικά.
Άλλοι χοροί της Ανατολικής Κρήτης είναι ο Πρινιανός, Ο Αγκαλιαστός, ο Ζερβόδεξος. Υπήρχαν κατά τόπους κι άλλοι χοροί μικρής γεωγραφικής διάδοσης και εμβέλειας ή τοπικές ιδιαιτερότητες ίδιων χορών.[6][6]
Κλείνοντας την παρένθεση να πούμε πως αν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε ένα χορό Παγκρήτιο αυτός είναι ο Πεντοζάλης με τις τοπικές πάντα ιδιαιτερότητές του. Να σημειώσουμε επίσης πως στους περισσότερους κρητικούς χορούς τραγουδούν κυρίως οι χορευτές:
Όλ’ οι μεγάλοι νάν’ ομπρός και οι μικοί ξοπίσω
παίξε λυράρη το χορό και ‘’γω δα τραγουδήσω.[7][7]
Εγγόνια και δισέγγονα και παππουδολαλάδες
χαίρονται και χορεύγουνε και λένε μαντινάδες.[8][8]
Τα τελευταία χρόνια άρχισαν ορισμένα χορευτικά συγκροτήματα να ψάχνουν κάποιους τοπικούς χορούς που χάνονται ή χάθηκαν. Δυστυχώς η προσπάθεια αυτή γίνεται κάτω από την πίεση του αναμεταξύ τους ανταγωνισμού κι έτσι δεν είναι έγκυρη. Δεν γίνεται καμία στοιχειώδης έρευνα γι’ αυτούς τους χορούς. Παρουσιάζονται όπως παρουσιάζονται οι χορογραφημένες φιγούρες. Και το χειρότερο δεν ερευνάται, ούτε η μουσική τους. Πώς λοιπόν να χορέψει σωστά τον Πρινιανό ένας χορευτής όταν ο λυράρης του παίζει κάτι σαν Πεντοζάλι;[9][9]. Η έλλειψη στοιχειώδους έρευνας δεν αφορά όμως μόνο το χορό και την μουσική μα και την φορεσιά. Το μαύρο πουκάμισο κυριαρχεί. Και κανείς δεν ανοίγει ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες να δει ότι μαύρα πουκάμισα φόραγαν μόνο όσοι είχαν ή έχουν πένθος. Δικαίως διερωτάται ο Λαϊκός ποιητής όταν τραγουδά:
Τα μαύρα ρούχα όντε φορούν για την φιγούρα μόνο
ίτνα θα πρέπει να φορούν όσοι ’χουνε τον πόνο;[10][10]
Μα δεν είναι μόνο το πουκάμισο. Όπως με την μουσική και τον χορό αμβλύνονται οι τοπικές ιδιαιτερότητες και ένα και μοναδικό παγκρήτιο μουσικοχορευτικό ύφος τείνει να επικρατήσει, έτσι συμβαίνει και με την φορεσιά που πολλοί εξακολουθούν να την λένε στολή.[11][11] Ακόμη και ειδική κατασκευή στιβανιών έχει επινοηθεί φτιαγμένα με πανάλαφρα υλικά, για να μπορούν οι χορευτές να πηδούν με άνεση πολύ ψηλά. Η ομοιομορφία στην εμφάνιση δεν επιτυγχάνεται μόνο με τις φορεσιές μα και με το ειδικό στήσιμο που έχουν οι χορευτές όταν χορεύουν: κορδωμένοι, χαμογελούν αναίτια και κοιτάζουν ψηλά. Οι γυναίκες έχουν το χέρι ψηλά σα να χορεύουν φλαμέγκο, ενώ οι παραδοσιακές χορεύτριες δεν το σηκώνουν ποτέ πάνω από τον ώμο. Κάνουν δηλαδή ότι δεν κάνει ο παραδοσιακός χορευτής. Κι όλα αυτά διανθίζονται με διακηρύξεις περί λεβεντιάς και αντρειοσύνης. Κι αν χρειαστεί να ειπωθεί κάτι για τους χορούς, ε όλοι είναι πανάρχαιοι και πυρρίχιοι, εκφράζοντας έτσι την ετοιμοπόλεμη διάθεση των χορευτών! Δεν υπήρξαν επηρεασμοί, ανταλλαγές, δημιουργική αφομοίωση στοιχείων από λ. πολιτισμούς άλλων περιοχών. Για όλα αυτά δυστυχώς δεν υπάρχει κανένας γόνιμος διάλογος, καμία δημόσια κριτική, κανένας ποιητικός έλεγχος όπως παλιά.
Και για τον λυράρη:
Παίξε τη λύρα λυρατζή και μη τηνε τζαφίζεις
να μη θαρρούν οι κοπελιές αμύγδαλα τσακίζεις![12][12]
Και για τους χορευτές:
Και αξοπίσω πιάσανε όλοι οι γι-ατζαμήδες
και κάνει ο γεις τσι κουνενούς κι άλλος τσι λεκανίδες.[13][13]
Κι ακόμη:
Μη τη βαροπατείς τη γης γιατί πονεί το χώμα
μα δε μπορεί να σου το πει γιατί δεν έχει στόμα.[14][14]
Η εμφάνιση των χορευτικών σε κάποια γιορτή δεν σημαίνει και συμμετοχή στο γίγνεσθαι της εορτής. Πάντα χορεύουν πρώτοι, χωρίς να φάνε και να πιούνε, χωρίς να τραγουδήσουν, αναγκαία διαδικασία για τους παραδοσιακούς χορευτές:
Μα εποκουβαλήσαμε και κάτσετε να πιούμε,
παίξε λυράρη ‘να σκοπό και μεις δα τραγουδούμε.[15][15]
Σφάζουνε δώδεκα κριγιούς και τρώνε και γλεντούνε
και πιάνουν όλοι στο χορό και λιανοτραγουδούνε.[16][16]
Και για όλα αυτά που κάνουν ή δεν κάνουν τα χορευτικά επιβραβεύονται από τους Δήμους. Πολλοί Δήμοι εντάσσουν χορευτικές παραστάσεις τέτοιων συγκροτημάτων στις πολιτιστικές τους εκδηλώσεις. Ή προβάλλεται η «δουλειά» τους από τα τοπικά κανάλια σε εκπομπές πολιτιστικού λαϊκισμού και δημοσίων σχέσεων, εκπομπές που ο παραδοσιακός χορευτής δεν έχει θέση γιατί δεν υπηρετεί το θέαμα. Η παρουσία των χορευτικών σε εκδηλώσεις Δήμων ή Συλλόγων λειτουργεί αποτρεπτικά στο να σηκωθεί να χορέψει ο κόσμος.[17][17] Ο Παραδοσιακός χορευτής είτε νοιώθει μειονεκτικά μετά τα ακροβατικά που κάνουν, είτε ο νέος παραδοσιακός χορευτής βλέπει ν’ ανατρέπονται αυτά πού ’χει μάθει στο χωριό του. Έτσι υπάρχει ένα πάγωμα ώστε όσο κι αν προσπαθήσει ο μουσικός να σηκώσει τον κόσμο για χορό, αυτός δεν σηκώνεται.
Πολλές φορές εάν δεν έχουμε χορευτικό, σηκώνονται παρέες για χορό που μέσα σ’ αυτές τις παρέες υπάρχουν παιδιά πού ’χουν μάθει σε χορευτικά. Με την ενθάρρυνση των γονιών τους βγαίνουν στην ομπρός μερά, τις περισσότερες φορές χωρίς νάρθει η σειρά τους, προσβάλλοντας άλλους μεγαλύτερους σε ηλικία παραδοσιακούς χορευτές , κι αρχίζουν να κάνουν τις φιγούρες που έχουν μάθει στο χοροδιδασκαλείο. Στον χορευτικό κύκλο εκείνη την στιγμή επικρατεί μια απίστευτη σύγχυση. Οι συγγενείς και οι φίλοι του παιδιού από το χοροδιδασκαλείο σταματούν να χορεύουν και παίζουν παλαμάκια ρυθμικά για να το ενθαρρύνουν στις φιγούρες που κάνει και οι υπόλοιποι εξακολουθούν να χορεύουν με αποτέλεσμα να σπάει ο κύκλος, «να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα». Υπάρχουν επίσης παιδιά από χορευτικά που μετά την παράσταση βγάζουν την φορεσιά, πιάνουν με τους φίλους τους στο χορό και χορεύουν πολύ καλύτερα απ’ ότι χόρεψαν στην παράσταση! Κι αυτό γιατί χορεύουν ελεύθερα, ενώ στην παράσταση δίνεται βάρος μόνο στην κίνηση και όχι στα άλλα στοιχεία που συγκροτούν τον παραδοσιακό χορό (συναισθήματα, επικοινωνία μουσικού – χορευτή, χοροτυπία κ.λ.π.), καταστρέφοντας έτσι το προσωπικό ύφος του χορευτή.
Ο τρόπος που γίνεται η χορευτική παράσταση, όπου όλα είναι προσυνεννοημένα έχει και μια άλλη αρνητική επίδραση στην εξελικτική πορεία της μουσικής: Φρενάρει την ανάπτυξη της προσωπικότητας του μουσικού. Ένα από τα στοιχεία αυτής της ανάπτυξης είναι και η επικοινωνία του μουσικού με τον χορευτή. Μια αμφίδρομη σχέση όπου ο ένας δίνει στον άλλο, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει και η ποιότητα της μουσικής και η ποιότητα του χορού. Στις χορευτικές παραστάσεις ο μουσικός καλείται να στηρίξει τις χορογραφημένες φιγούρες του χοροδιδασκάλου παίζοντας πάντα τους ίδιους και τους ίδιους σκοπούς. Στην ουσία οι χορευτές χρησιμοποιούν τον μουσικό κι αυτός δεν έχει παρά να τους στηρίξει μόνο ρυθμικά. Ο χορός τους δεν είναι αποτέλεσμα μιας διάθεσης που προκύπτει από την ομορφιά του όποιου σκοπού ή του τραγουδιού. Δεν είναι τυχαίο ότι οι χοροδιδάσκαλοι ζητούν από τους μουσικούς να μην τραγουδάνε όταν παίζουν!
Και πάμε στην Ανατολική Κρήτη, μια περιοχή με έντονη τοπική ιδιαιτερότητα μέχρι πρόσφατα. Και όσον αφορά την μουσική και όσον αφορά τους χορούς. Εδώ το μουσικοχορευτικό ιδίωμα διαμορφώθηκε με την ζυγιά Λύρα-
Νταούλι περισσότερο και λιγότερο με τη ζυγιά
βιολί –
κιθάρα.
Κυρίαρχος χορός ο Πηδηχτός ή Στειακός ή παλιότερα Κρητικός. Η κυριαρχία όμως του μουσικοχορευτικού τρόπου της κεντρικής Κρήτης έχει εκτοπίσει όχι μόνο τον πηδηχτό μα και τους υπόλοιπους χορούς που κινδυνεύουν πλέον να χαθούν όπως ο ζερβόδεξος, ο πρινιανός, ο αγκαλιαστός και άλλους μικρότερης εμβέλειας. Οι ελάχιστοι πια χορευτές που τους ξέρουν δεν σηκώνονται να χορέψουν γιατί είτε δεν τους ξέρει ο μουσικός που παίζει, είτε δεν έχουν παρέα να τους «κρατήσει». Ελάχιστοι πια μουσικοί της περιοχής τους ξέρουν, διότι οι πλειοψηφία παίζει ότι «πουλάει», δηλαδή το ενιαίο παγκρήτιο ισοπεδωτικό ύφος της Κεντρικής Κρήτης. Έτσι, συχνά, μπορούμε να δούμε χορευτική παρέα να χορεύει η μισή Μαλεβιζιώτικο πηδηχτό και η άλλη μισή Στειακό πηδηχτό ενώ ο λυράρης παίζει Μαλεβιζιώτικο.
Τα χορευτικά συγκροτήματα εδώ λειτουργούν και συμπεριφέρονται όπως στην υπόλοιπη Κρήτη. Παρουσιάζουν τους χορούς της υπόλοιπης Κρήτης πλην της Ανατολικής με φορεσιές της Κεντρικής Κρήτης. Καμία έρευνα, κανένα ενδιαφέρον για τον τόπο τους. Κάποιες δειλές προσπάθειες γίνονται από χορευτικά δήμων μα δεν είναι ικανές ν’ αλλάξουν την κατάσταση. Έτσι, φαίνεται φυσιολογικό ένα χορευτικό συγκρότημα από την Αθήνα με Ρεθεμνιώτες χορευτές να παρουσιάζει στον Άγιο Νικόλαο τους χορούς της Ανατολικής Κρήτης και χωρίς τη ζυγιά λύρα – νταούλι.[18][18] Και δεν μπορούν ν’ αποδώσουν το τοπικό ιδίωμα χορευτές από άλλη περιοχή γιατί πέρα από την καταγωγή, τα βιώματα δηλαδή, δεν ξέρουν ούτε την χορευτική συμπεριφορά, ούτε τις συνήθειες του τόπου.
Ούτε λόγος βέβαια για να τραγουδήσουν οι χορευτές των χορευτικών και ειδικά στην Ανατολική Κρήτη, που κυρίως τραγουδούσαν οι χορευτές. Μάλιστα σε ορισμένους χορούς όπως ο αγκαλιαστός τραγουδούσαν μόνον οι χορευτές.
Αγκαλιαστό δα κάμωμε κι έλα ν’ αγκαλιαστούμε
και μαντινιάδες όμορφες οι γεις τα’ αλλού να πούμε.[19][19]
Πιάνονται στον αγκαλιαστό χορεύγουν, τραγουδούνε
με μαντινιάδες και χορό το χάρο τον πατούνε.[20][20]
Ο Σιγανός, η Ρεθεμνιώτικη Σούστα, ο Μαλεβιζιώτικος, δεν ήταν ποτέ μέσα στην χορευτική παράδοση της Ανατολική Κρήτης. Κι ο Χανιώτικος Συρτός εμφανίζεται από τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Σήμερα χορεύονται μόνο αυτοί οι χοροί εκτός των χορών της Ανατολικής Κρήτης!
Αρχίζει πλέον ο παραδοσιακός χορός και εμπορευματοποιείται. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια έντονα ανεπτυγμένη τουριστική περιοχή, όπου θεωρείται φυσιολογικό οι χορευτές των χορευτικών να «δουλεύουν», να χορεύουν δηλαδή στα ξενοδοχεία ή στις ταβέρνες.
Ας δούμε σχηματικά πως φθάσαμε στην σημερινή κατάσταση.
Παλαιότερα η ζυγιά Λύρα –
Νταούλι καθόταν στο κέντρο του χορευτικού κύκλου και τραγουδούσαν οι χορευτές. Στην συνέχεια οι μουσικοί βγήκαν έξω από τον κύκλο κι άρχιζαν να τραγουδούν για τους χορευτές. Οι μουσικοί επαγγελματοποιούνται και προσθέτουν όργανα στην ζυγιά το λαγούτο και την
κιθάρα. Καταργείται το νταούλι. Η
κιθάρα κατάφερε, κυρίως μαζί με το
βιολί, να δημιουργήσει ένα τοπικό ιδιωματικό τρόπο συνοδείας. Το λαγούτο όμως, όχι. Παίχτηκε και παίζεται όπως στην Κεντρική Κρήτη. Δεν είχε καμία συμμετοχή στη διαμόρφωση της μουσικής ιδιαιτερότητας της Ανατολικής Κρήτης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος λαγουτιέρης που φωνογράφησε με λυράρη της Ανατολικής Κρήτης ήταν Χανιώτης, ο Σταύρος Μαυροδημητράκης. Και φτάνουμε στη σημερινή εποχή όπου ο μουσικός πλέον έχει ανέβει στο πάλκο. Το μουσικό σχήμα πια είναι λυρά με 2 λαγούτα ή λαγούτο και
κιθάρα και όπου χορεύουν τα χορευτικά, δεν χορεύγει ο κόσμος. Και το δυσάρεστο είναι πως αυτήν την κατάσταση την αναπαράγουν κάποιοι Δήμοι και Πολιτιστικοί Σύλλογοι, που αντί να προβάλλουν και να εντάσσουν στις πολιτιστικές τους εκδηλώσεις τους επαγγελματίες του χορού, θα μπορούσαν να φτιάξουν χορευτικά έξω από την λογική του κέρδους, με υπευθυνότητα και στοιχειώδη έρευνα ώστε να μην χαθεί η πλούσια μουσικοχορευτική παράδοση της Ανατολικής Κρήτης. Στην αντίθετη περίπτωση τα ωδεία θα εξακολουθούν να «παράγουν» μαζικά λυράρηδες, τα χοροδιδασκαλεία χορευτές ενός συγκεκριμένου τύπου και σε λίγα χρόνια θα προσπαθούμε ν’ αποδείξουμε το αυτονόητο: Πως ο παραδοσιακός χορός είναι γέννημα, θρέμμα της κοινωνίας, μια κοινή μακραίωνη κληρονομιά, όπου συμμετείχαν όλοι στην διαμόρφωσή της.
Και κλείνουμε με την μαντινάδα που ξεκινήσαμε:
Α μ’ αγαπάς με την καρδιά, δείξε μου σημαδάκι
οντό κρατούμε στο χορό σφίξε μου το χεράκι.[21][21]
Ο χορευτής που σφίγγει το χεράκι στο χορευτικό συγκρότημα το κάνει για να δώσει σήμα ν’ αρχίσουν οι φιγούρες. Θα το ξανασφίξει άραγε από έρωτα;
Σας ευχαριστώ.
Η εργασία αυτή στηρίχτηκε στις εμπειρίες του γράφοντος από την 23χρονη συμμετοχή του σε μουσικά συγκροτήματα της Κρήτης και σε πληροφορίες και μαρτυρίες των παρακάτω:
Κώστας Παπαδάκης ή Ναύτης –
βιολί – Χανιά.
Νίκος Σαριδάκης ή Μαύρος –
βιολί.
Νίκος Γιακουμάκης – Χορευτής – Χανιά.
Λεωνίδας Κλάδος – λύρα – Μοίρες Ηρακλείου.
Βαγγέλα Φραγκιαδάκη – Τραγούδι – Πάρτηρα Μονοφατσίου.
Ηρακλής Σταυρουλάκης – Βιολί – Επισκοπή Πεδιάδος.
Κωστής Λενακάκης – Χορευτής – Μεσσαρά.
Καλλιόπη Χωραφά (Πλέκτρουσα) – Χορεύτρια – Κρούστας.
Μιχάλης Βάρδας (Μιχελής τ’ Αγγελικομανώλη) – Χορευτής – Κρούστας.
Μαρία Καροφύλλου (Μαρία τ’ Αγγελικομανώλη) - Χορεύτρια - Κρούστας.
Ιάκωβος Μαρκετάκης ( Κουμής) – Χορευτής ,Τραγουδιστής – Παλαιόχωρα Σελίνου.
Γιάννης Βάρδας (Λυραρογιάννης) – Λύρα – Κρούστας Μεραμπέλου.
Γιώργης Λαμποκωσταντάκης (Πεδουλάφτης) – Βιολί – Καβούσι Ιεράπετρας.
Φάνης Κουτσάκης – Βιολί – Παλαίκαστρο Σητείας.
[1][1] Μαρία Λιουδάκη – Μαντινάδες, εκδ. ΓΝΩΣΕΙΣ, Αθήνα 1936.
[2][2] Γιάννη Παυλάκη – «Οι μαντινάδες», Εκδ. ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ, Αθήνα 1994.
[3][3] Εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα» 15-3-95, «Ανατολή» 6-9-2004.
[4][4] Συνέντευξη του πρωτοχορευτή Κωστή Λενακάκη στο Γ. Λαγκαδινό 30-8-2004.
[5][5] Δ. Βακάκης – «Χανιώτικα» CD – Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι 1996.
[6][6] Γ. Λαγκαδινού «Κρητική μουσική παραάδοση, μερικά χρόνια πριν», Εφημ. Τυμπανάτορας, περιοδική έκδοση της Πολιτιστικής επιτροπής του Δήμου Ανωγείων αρ. φύλλου 2-3, 1997.
[7][7]Μαρία Βαρδα-Αργυροπούλου. Το διάβα της ζωής και η αντίπερα όχθη. ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ-ΑΘΗΝΑ 2002
[8][8] Γιάν. Παυλάκης, ο.π.
[9][9] Θερινό ημερολόγιο πολιτισμού 6-8-2004. Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αγ. Νικολάου (Π.Ο.Δ.Α.Ν.)
[10] Μαντινάδα του Αριστείδη Χαιρέτη ή Γιαλάφτη από τα’ Ανώγεια
[11][11] Κώστα Μουντάκη, Σχολικός σύμβουλος Φυσικής Αγωγής Κρήτης. «Το μέλλον της Κρητικής παράδοσης πρέπει ν’ αναζητηθεί στο αύριο, όχι στο χθες» 1995.
[12][12] Γ. Παυλάκης ό.π.
[13][13] Μ. Λιουδάκη ο.π.
[14][14] Αλέξανδρου Δρουδάκη «Μαντινάδες τση Κρήτης», Χανιά 1982.
[15][15] Μ. Βάρδα – Αργυροπούλου, ο.π.
[16][16] Γ. Παυλάκης, ο.π.
[17][17] Γιορτή της Αναλήψεως 19/5/2004 στον Αλμυρό Αγ. Νικολάου Κρήτης (Π.Ο.Δ.Α.Ν.)
[18][18] 8/8/2004 Λίμνη Αγ. Νικολάου (Π.Ο.Δ.Α.Ν.)
[19][19] Παλαιά Κρουστιανή μαντινάδα.
[20][20] Γ. Παυλάκης, ο.π.
[21][21] Μ. Λιουδάκη, ο.π.