Γράφω που και που σκόρπια για το κέφι μου, ένα κουπλέ ξέμπαρκο εδώ, ένα ρεφραίν εκεί, τα ακούει ο Χάρης, και χαμογελάει: «δεν το κόβει η πουτάνα το χούι ε», μου λέει. Μένω όμως εκεί. Είναι το χόμπυ μου.
Με αφορμή την επικείμενη συναυλία του Πάνου Κατσιμίχα με τα Κίτρινα Ποδήλατα, την Τετάρτη 16 Ιουλίου το Stage Volume 1, Μοναστηράκι, θυμόμαστε μια «άγνωστη» πλευρά του.
Αναδημοσίευση από το αφιερωματικό τεύχος του Μετρονόμου τ.χ. 44 στου αφους Κατσιμίχα. Συνέντευξη στον Σπύρο Αραβανή.
Θυμάμαι ακόμα το μακρόστενο ξύλινο τραπέζι, τους άντρες γύρω γύρω αυστηρούς, σοβαρούς, με τα άσπρα πουκάμισα, το κόκκινο κρασί το δικό τους, από τα αμπέλια τους. Στην κεφαλή του τραπεζιού ο παπα-Γιώργης, κάτι σαν αρχηγός και πολέμαρχος του χωριού, ο πιο άγριος από όλους. Δίπλα του, ο παππούς μου, ο μπαρμπα-Γιάννης Κατσιμίχας, ο πάτερ φαμίλιας. Μετά ο πατέρας μου, τα αδέλφια του, όλο το σόι. Στο τραπέζι ήταν μόνο άντρες, οι γυναίκες κάπου στο πλάι. Τα αγόρια κυκλοφορούσαν ελεύθερα στην «τελετή». Μας ήθελαν, μας γούσταραν και δίχως λόγια, μάλλον μας μετέδιδαν τα βασικά: «έλα 'δω μπινιάρι»' (μπινιάρι στα αρβανίτικα, σημαίνει δίδυμος). Χλαπ, ένα κοψίδι στο στόμα και χλουπ, μια γουλιά κόκκινο κρασί από το βαγένι (το τεράστιο ξύλινο βαρέλι του κρασιού), Γουλιές κατευθείαν από το ποτήρι του παππού. Έπειτα άρχιζαν τα «κλέφτικα». Τραγουδούσαν κάτι αρχέγονα, μακρόσυρτα τραγούδια της τάβλας, που δεν τελείωναν ποτέ. Πρώτα ένας και μετά όλοι μαζί. Δεν μπερδευόντουσαν, δεν έπεφτε ποτέ ο ένας πάνω στον άλλον, ξέρανε πολύ καλά τι έκαναν. Θυμάμαι ακόμα το δέος και την ιερή φρίκη που ένοιωθα, έτσι όπως τους έβλεπα όλους μαζί να πίνουνε και να τραγουδάνε. Σαν να ξεπροβόδιζαν τον ήρωα Κατσαντώνη, που θα ‘φευγε το βράδυ με τα παλικάρια του, να πάνε να πολεμήσουν «για την ελευθερία της πατρίδος και του Χριστού την πίστη την αγία».. «Ωρέ βγήκεν ο ή-/η-η-η-η-ή-λιος στα βουνάαααα. άιντε Κατσαντώνη μου....». Έχω την εντύπωση, ότι πρόλαβα τις αρχαίες τελετές. Έτσι νοιώθω ακόμα.
Έπειτα το γύρναγαν στα αρβανίτικα, έβγαζε ο παπα-Γιώργης την κουμπούρα από το ράσο του, άρχιζε τα μπαμ μπουμ και γινόταν κόλαση. Heavy και Death Metal μαζί… Ποτέ όμως, δεν είδα ένα τέτοιου είδους γλέντι, να εκτρέπεται σε οχλαγωγία, δεν έκαναν πλάκα, κάτι άλλο πολύ σοβαρό έκαναν. Κανενός δεν τάραζε το μάτι, ήταν ήρεμοι, ποτέ δεν έγινε καβγάς. Ο παπάς, ο παππούς-πάτερ φαμίλιας, μετά τα αδέρφια, από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο. Υπήρχε κοντρόλ και ιεραρχία.
Θυμάμαι δυο ειδών ορχήστρες. Η μια ήταν η πιο ροκ, με λιτή σύνθεση. Νταούλι και ζουρνάς, ξεροσφύρι. Στις παραμονές του πανηγυριού της Παναγίας, σκάγανε μύτη στο χωριό, περιφερόμενοι γύφτοι, που παίζανε χύμα στο δρόμο. Νταούλι και ζουρνάς. Η άλλη σύνθεση, ήταν η «επίσημη», να την πω, η πλήρης. Κρουστά, κλαρίνο, βιολί, σαντούρι, λαούτο. Πολλοί τραγουδιστές και τραγουδίστριες και οι φοβερές μικροφωνικές με το γνωστό βάθος. Από χορούς θυμάμαι κυρίως δύο. Τους συρτούς και το τσάμικο ή μάλλον το «καγκέλι», αυτό είναι το αρβανίτικο τσάμικο. Αν δεν έχεις δει την ξαδέρφη μου, την Ιωάννα, να το χορεύει, δεν ξέρεις τι θα πει τσάμικο…
Ο Μιχάλης ο Πελώνης, ήταν κάτι σαν ξάδερφος. Δεύτερος, τρίτος, δεν ξέρω ακριβώς. Στα αρβανιτοχώρια, οι μισοί είναι ξαδέρφια ή μακρινοί συγγενείς με τους άλλους μισούς. Κάποια στιγμή, μετά τα μπαμ-μπουμ, στο chill out, τον ανέβαζαν στην καρέκλα. Ο Μιχάλης πρέπει να είναι 3 χρόνια μεγαλύτερός μου. Παρ' ότι ήταν παιδί, είχε μια βραχνή παράξενη φωνή, με μεγάλη έκταση (στιβαρές χαμηλές, βελούδινες ψηλές νότες), που τραγουδούσε με την τέχνη και την τεχνική γέρου ανθρώπου. Μεγαλωμένος στο χωριό, είχε πιει κατ' ευθείαν από την «πηγή» , η φωνή του είχε κάτι από τις αρχαίες μνήμες. Τον θαύμαζα και τον θαυμάζω απεριόριστα. Όταν τον ανέβαζαν στην καρέκλα να τραγουδήσει, θυμάμαι τους γέρους να τον ακούνε με σεβασμό, αυτόν, ένα δωδεκάχρονο παιδί. Αργότερα, τον άκουσε ο Κόρρος, του έκανε ένα δισκάκι στην εταιρεία των αφών Λαμπρόπουλου, πήγε φαντάρος, παντρεύτηκε, τα παράτησε και έγινε φούρναρης. Τον ίδιο καημό και την ίδια συγκίνηση αισθάνθηκα, χρόνια αργότερα, όταν άκουσα τη Χαρούλα Αλεξίου να τραγουδάει δημοτικά τραγούδια. Μια λέξη μονάχα μπορώ να βρω. Ιέρεια. Τη θυμήθηκα, γιατί, είναι κι αυτή από τα γύρω μέρη της Θήβας και έχει τον ίδιο συγκλονιστικό τρόπο, όταν τραγουδάει δημοτικά.
Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα Αν δεν υπήρχαν αυτές οι ολιγοήμερες διακοπές-επισκέψεις στο χωριό του πατέρα μου, πιθανότατα δεν θα ερχόμουν ποτέ σε επαφή με το δημοτικό τραγούδι. Στο δικό μου το «χωριό», τον Άγιο Δημήτριο ή Μπραχάμι, επικρατούσαν άλλες καταστάσεις: Καζαντζίδης-Μαρινέλα, Μενιδιάτης, Μπακάλης, Πάνου, Μοσχολιού, Γαβαλάς- Κούρτη, Χιώτης-Λίντα κ.λ.π. Όλη δηλαδή η σκηνή του λαϊκού τραγουδιού της δεκαετίας του `60. Αυτά έπαιζε το ραδιόφωνο, αυτά ακούγαμε. Τα καλοκαίρια, όμως ερχόταν η σειρά του άλλου παππού, από την πλευρά της μάνας μου. Ο παππούς μου ο Παναγιώτης ήταν η άλλη πλευρά του νομίσματος. Ήταν δάσκαλος, λόγιος, καλλιεργημένος. Έπαιζε μαντολίνο και ντυνόταν σαν τον Χόμφρεϋ Μπόγκαρτ στο «Casablanca». Τον θυμάμαι τα βράδια του καλοκαιριού στο νεοκλασσικό σπιτάκι του στην Κόρινθο, κάτω από την κληματαριά, με το μαντολίνο στα χέρια: «Εγώ θα κόψω το κρασί....» (δεν το έκοβε με τίποτα..), «Δυο πράσινα μάτια, με μπλε βλεφαρίδες», «Ήρθες αργά στο δρόμο της ζωής μου.», αλλά συγχρόνως και «Άπονη ζωή», «Στο περιγιάλι το κρυφό» και ό,τι λυρικότερο είχαν ακούσει τα αυτιά μου μέχρι τότε. Τον άκουγα μαγεμένος και έχω ακόμα το μαντολίνο του, κρεμασμένο ανάμεσα στις κιθάρες μου.
Στο Δυτικό Βερολίνο υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες ξένοι, πολιτικοί πρόσφυγες, φοιτητές, οικονομικοί μετανάστες, άνθρωποι από όλες τις μεριές του πλανήτη. Υπήρχε λοιπόν μια πολυπολιτισμική ατμόσφαιρα και μια μεγάλη αλυσίδα από μικρά ή μεγαλύτερα folk -pubs, όπου εκεί παιζόταν αποκλειστικά φολκλορική μουσική από όλο τον κόσμο. Σ' αυτά τα folk pubs παίζαμε κι εμείς. Λεγόμασταν «Trilogie» (Τριλογία) και ήμασταν ο Χάρης, εγώ και τα τελευταία χρόνια ο Δημήτρης ο Ζμπέκος (σ.σ. πρώην μέλος Ζιγκ Ζαγκ) μπουζούκι και τραγούδι. Παίζαμε τα πάντα. Πότε με 2 κιθάρες και μπουζούκι, πότε μπουζούκι, κιθάρα και φυσαρμόνικα, πότε 3 φωνές a-capella μόνο με κρουστά. Από δημοτικά, μέχρι ρεμπέτικα, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μαρκόπουλο, Μούτση, Λοϊζο μέχρι και νέο κύμα. Ήταν μεγάλο σχολείο αυτή η θητεία, γιατί εκεί συνειδητοποιήσαμε, ποια είναι η ουσία της ελληνικής μουσικής.
Στα τέλη του `82, αρχές `83, αφού είχαν τελειώσει οι σπουδές, αφού είχα ξεμπερδέψει με το στρατό και αφού είχα πάει στους Αγώνες της Κέρκυρας του Χατζιδάκι, βρέθηκα μπροστά στο εξής δίλημμα: φεύγω πάλι έξω και δεν ξαναγυρίζω ποτέ, ή κάθομαι, το παλεύω και όπου βγει…Δουλειά δεν έβρισκα (σε σχέση με τις σπουδές μου) πουθενά, δεν είχα καμία προοπτική, δεν υπήρχε καμία διέξοδος. Οπότε, αποφάσισα να κάνω μια κομπανία. Μαζευτήκαμε τέσσερις φίλοι από το Μπραχάμι, δύο κιθάρες, μπαγλαμάς, μπουζούκι και φτιάξαμε τους «Εκτός σχεδίου». Πιάσαμε δουλειά σε μια ταβέρνα (γάμοι- εκδηλώσεις-βαφτίσια) στην Αργυρούπολη, το «Ανώγειο». Παίζαμε τα πάντα. Λαϊκά, ρεμπέτικα, δημοτικά, ό,τι χρειαζότανε η περίπτωση. Ένα Σαββατόβραδο, τίγκα το μαγαζί, αρρωσταίνει ο φίλος που έπαιζε μπουζούκι και δεν έρχεται. Απάνω στα «αμάν τι θα γίνει τώρα» κ.λ.π. .κοιτάω και βλέπω σ' ένα τραπέζι μπροστά μπροστά, το Γεράσιμο τον Ανδρεάτο. Δεν τον ήξερα, τον είχα δει όμως σε μια ταβέρνα στο Μπραχάμι λίγες μέρες πριν, να παίζει μπουζούκι και να τραγουδάει για την παρέα του. Κατεβαίνω κάτω και του λέω: «ρε φιλαράκο, εσύ δεν έπαιζες μπουζούκι προχθές στο Μπραχάμι;». «Ναι», μου λέει και τα μάτια του λάμπανε. «Μένεις μακριά;», του λέω. «Όχι, εδώ δίπλα». «Πας να φέρεις το μπουζούκι σου, γιατί έχουμε μεγάλο πρόβλημα;» Πήγε, έφερε το μπουζούκι, ανέβηκε στο πατάρι κι από τότε δεν ξανακατέβηκε ποτέ. Δεν πρέπει να ήταν τότε πάνω από 20 χρονών. Δεν είχε ξαναδουλέψει επαγγελματικά, έκανε θυμάμαι άλλη δουλειά, αλλά ήταν θέμα χρόνου και ευκαιρίας γι' αυτόν να γίνει επαγγελματίας μουσικός και τραγουδισταράς. Μεγάλη φωνή. Θυμάσαι Μάκη;
Ο Μανώλης ο Ρασούλης είχε αναλάβει να κάνει μια παραγωγή στην ΕΜΙ για τον Βελή και μάζευε τραγούδια. Ήταν το 1982-83, την ίδια εποχή που λέγαμε πριν για το «Ανώγειο». Με το Μανώλη είχαμε γνωριστεί το 1976, όταν τραγουδούσαμε μαζί στην παράσταση του Σαββόπουλου, «Αχαρνής». Το 1982 κάναμε ακόμα παρέα, οπότε μου λέει μια μέρα: «Μήπως έχεις κανένα λαϊκό τραγούδι για έναν καινούριο τραγουδιστή που του κάνω παραγωγή;» Είχα μερικά και του έδωσα το «Μείνε όπως ήσουνα», μια λαϊκή μπαλάντα. Σε ενορχήστρωση του Αντώνη Βαρδή. Όλη αυτή την εποχή, τη θυμάμαι με μεγάλη συγκίνηση. Ευτυχώς που δεν έφυγα. Δυο χρόνια μετά, έγιναν τα «Ζεστά ποτά» που ήταν έτοιμα στο συρτάρι και περιμένανε.
Αυτά που γράφω εγώ, έρχονται κατ' ευθείαν από την ατμόσφαιρα των `60ς. Δεν έχουνε καμία σχέση με αυτό που ονομάζεται σήμερα «λαϊκό τραγούδι», με τις λούπες, τα beat και τις Heavy Metal διπλοσολιές (εννοώ φυσικά αυτό που προβάλλουν τα κανάλια και τα ραδιόφωνα). Γράφω που και που σκόρπια για το κέφι μου, ένα κουπλέ ξέμπαρκο εδώ, ένα ρεφραίν εκεί, τα ακούει ο Χάρης, και χαμογελάει: «δεν το κόβει η πουτάνα το χούι ε», μου λέει. Μένω όμως εκεί. Είναι το χόμπυ μου. Υπάρχουν άλλοι άξιοι και πολύ καλύτεροι από μένα για να γράψουν και να δημοσιεύσουν λαϊκά τραγούδια. Ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Βαγγέλης Κορακάκης, ο Στέλιος Βαμβακάρης κ.ά. Ας μην μπερδευόμαστε όλοι σε όλα.
Αναδημοσίευση από το αφιερωματικό τεύχος του Μετρονόμου τ.χ. 44 στου αφους Κατσιμίχα. Συνέντευξη στον Σπύρο Αραβανή.
Η φωτογραφία ανήκει στο χρήστη StavroG (http://www.flickr.com/photos/stavrosg/5993760226/)
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο