Ένα κεφάλαιο από το βιβλίο: «Στέλιος Καζαντζίδης, Τραύμα και συμβολική θεραπεία στο λαϊκό τραγούδι»
Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη του βιβλίο του Λεωνίδα Οικονόμου, «Στέλιος Καζαντζίδης Τραύμα και συμβολική θεραπεία στο λαϊκό τραγούδι». Πρόκειται για μια πρωτότυπη μελέτη επάνω στο στίχου του λαϊκού τραγουδιού με άξονα την εμβληματική παρουσία του Στέλιου Καζαντζίδη και με γνώμονα τις κοινωνιολογικές και ιδεολογικές συνθήκες της εποχής καθώς και τα αντίστοιχα «επιστημονικά εργαλεία» και τη συναφή βιβλιογραφία. Το βιβλίο παρουσιάζεται περιληπτικά ως εξής:
«Η ιστορία του Στέλιου Καζαντζίδη δεν είναι απλώς η ιστορία ενός σπουδαίου καλλιτέχνη και ενός ικανού επαγγελ΅ατία, που έγινε ΅εγάλος σταρ σε ΅ια εποχή ΅εγάλης ανάπτυξης της πολιτισ΅ικής βιο΅ηχανίας και των ΜΜΕ, αλλά και η ιστορία ενός ανθρώπου που κατάφερε να ΅ετουσιώσει τα τραύ΅ατά του και τις ε΅΅ονές του σε αναλγητικό τραγούδι, ενός ανθρώπου ο οποίος, τραγουδώντας τον εαυτό του και ενσαρκώνοντας τα τραγούδια του, κατάφερε να δη΅ιουργήσει και να συντηρήσει έναν ΅ύθο. Η παρούσα ΅ελέτη, εξετάζοντας τις διαφορετικές όψεις του ΅ουσικού έργου, της δη΅όσιας παρουσίας και της υποδοχής του τραγουδιστή, αναλύει το «φαινό΅ενο Καζαντζίδη» ως ΅ια τελετουργική τέχνη συ΅βολικής δια΅αρτυρίας και θεραπείας, που ανταποκρίθηκε στην αποσιωπη΅ένη κοινωνική οδύνη της δεκαετίας του 1940 και συνόδευσε τα φτωχά στρώ΅ατα της ελληνικής κοινωνίας στα δύσκολα χρόνια της ΅ετανάστευσης και του αυταρχικού εκσυγχρονισ΅ού. Ταυτόχρονα εξετάζει σε βάθος τα κεί΅ενα των "κοινωνικών" τραγουδιών της περιόδου 1952-1967, αναλύει τα θέ΅ατα και τους συ΅βολισ΅ούς τους και φωτίζει ΅ε ενδιαφέροντες τρόπους την κοινωνική ε΅πειρία και τις ιδεολογικές διεργασίες της εποχής»΄.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, Λεωνίδας Οικονόμου, με την άδεια του οποίου γίνεται η αναδημοσίευση ενός ενδεικτικού κεφαλαίου που ακολουθεί, διδάσκει στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Απόφοιτος του Πανεπιστήμιου Αθηνών, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Εcole des Hautes Εtudes en Sciences Sociales και στο London School of Economics, από το οποίο πήρε και το διδακτορικό του δίπλωμα. Έχει διεξαγάγει επιτόπια έρευνα στις ΗΠΑ και την Ελλάδα και έχει δημοσιεύσει άρθρα και μελέτες για τον αμερικανικό πολιτισμό, για την τοπική ιστορία και την παραγωγή του χώρου στην Αθήνα, καθώς και για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι.
Ο θάνατος παραμένει ένα από τα κεντρικά θέματα του καζαντζιδικού τραγουδιού και την περίοδο 1957-1967[1]. Ο αριθμός των τραγουδιών που αναφέρονται σε φυσικούς θανάτους αυξάνει, και μαζί με τον παραδοσιακό θρήνο εμφανίζονται νέα θέματα που δείχνουν την βελτίωση των οικονομικών συνθηκών, την υποχώρηση της μετεμφυλιακής απελπισίας, και την αύξηση των νεωτερικών επιδράσεων. Πολλά τραγούδια εξακολουθούν, βεβαίως, να καταγγέλουν την κοινωνική ανισότητα και την ηθική παρακμή της σύγχρονης κοινωνίας, και να παρουσιάζουν το θάνατο σαν μια απολύτρωση από τα δεινά του κόσμου.
Κλάψε με μάνα κλάψε με με φάγανε οι πόνοι
γι άλλους αρχίσει η ζωή για μένα τελειώνει ..
Κλάψε με μάνα κλάψε με, 1957 (Δερβενιώτης Μητσάκης) (32)
Ο χάρος θέλει την ψυχή δεν τον ενδιαφέρει,
αν κάνει μάνα δίχως γιο κι αγάπη δίχως ταίρι
Μην κλαις γλυκειά μανούλα, 1964 (Καζαντζίδης Βασιλόπουλος) (56)
Καμπάνα χτύπα σήμερα ν αναστενάξει η πλάση
η μάνα μου τ αδέρφια μου κι ο κόσμος να με κλάψει
Καμπάνα χτύπα σήμερα για να λυγίσουν σίδερα
Καμπάνα χτύπα σήμερα, 1958 (Κολοκοτρώνης) (37)
Ήλιε μη βγαίνεις σήμερα άσε να σκοτεινιάσει
μεγάλη μπόρα και βροχή σ όλη τη γη να πιάσει
μαζί με τη μανούλα μου κι ο ουρανός να κλάψει
Ήλιε που βγαίνεις σήμερα, 1961 (Δερβενιώτης Βίρβος): (49)
Προτού χαρώ τα νιάτα μου προτού να τα γλεντήσω
εγώ καταδικάστηκα τα μάτια μου να κλείσω
Καμπάνα χτύπα σήμερα, 1958 (Κολοκοτρώνης) (37)
Τα περισσότερα κείμενα αναφέρονται σε πρόωρους θανάτους που δεν συνδέονται με την κοινωνική αδικία, ούτε γίνονται αφορμή για την καταγγελία της (28, 29, 30, 33, 36, 37, 39, 40, 44, 45, 48, 51, 52, 55, 56, 57, 58). Τέσσερα κείμενα αφηγούνται τις τραγικές περιστάσεις του θανάτου αγαπημένων προσώπων (30, 40, 51, 57), ενώ τα υπόλοιπα ανήκουν στον τύπο του αποχαιρετισμού. Τα περισσότερα τραγούδια είναι θρηνητικά και ο θάνατος παρουσιάζεται ως το απόλυτο κακό. Συναντάμε γνωστά μας θρηνητικά θέματα, αλλά και νέες φόρμουλες, σε πολλές από τις οποίες μπορούμε και πάλι να διακρίνουμε επιρροές από το δημοτικό τραγούδι (39, 56, 59). Συναντάμε επίσης νέα πρωτότυπα θέματα, όπως στο (37), στο οποίο ο ήρωας παραπονείται για τη στέρηση του δικαιώματος να γλεντήσει τα νιάτα του. Το θέμα αυτό αποτυπώνει, όπως έχουμε δει, την βελτίωση των βιοτικών συνθηκών και τη διεύρυνση των προσδοκιών των νέων εργαζόμενων.
Δεν θέλω να με κλάψετε και να με λυπηθείτε
τα άσπρα να μην τα βγάλετε και μαύρα μην ντυθείτε .
Τώρα και να με κλάψετε και να με λυπηθείτε
είναι αργά στον κόσμο πια δεν θα με ξαναδείτε
Δεν θέλω να με κλάψετε, 1958 (Κολοκοτρώνης) (36)
Μην κλαις αγάπη μου μην κλαις και μην μαυροφορέσεις
σε χέρια κοίταξε καλά πάλι ξανά να πέσεις .
Κάνε κουράγιο και μην κλαις για να μ ευχαριστήσεις
και τη φτωχή μανούλα μου να την παρηγορήσεις
Μέρες με καίει ο πυρετός, 1961 (Καζαντζίδης Τσαγκλής)(52)
Δεν θέλω μοιρολόγια μην κλαίτε θλιβερά
στην υστερνή μου ώρα γυρεύω την χαρά
της μοίρας το γραμμένο ν αλλάξει δεν μπορεί
θα σμίξουμε μια μέρα στην άλλη τη ζωή
Μην κλαις γλυκειά μανούλα, 1964 (Καζαντζίδης Βασιλόπουλος) (56)
Σε ορισμένα κείμενα, από την άλλη μεριά, οι ήρωες ζητούν ρητά από τους δικούς τους να μην κλάψουν και να μην πενθήσουν. Η επιθυμία αυτή δεν οφείλεται στην αντιστροφή του νοήματος της ζωής και του θανάτου, όπως στην προηγούμενη περίοδο, αλλά είναι έκφραση της φροντίδας του ήρωα για τα αγαπημένα του πρόσωπα και ένδειξη μιας αλλαγής των στάσεων απέναντι στον πόνο και το θάνατο. Η άρνηση του θρήνου των συγγενών και η αμφισβήτηση της αξίας των δακρύων (36) συνιστά μια σημαντική ρήξη με τις παραδοσιακές αντιλήψεις και πρακτικές, και κρύβει πιθανόν νεωτερικές επιρροές. Στη μοντέρνα εποχή ο θάνατος εξορίστηκε από την κοινωνική ζωή και ο θρήνος περιορίστηκε ή εξαφανίστηκε. Η δημόσια έκφραση υπερβολικά ισχυρών συναισθημάτων πόνου και οδύνης με αφορμή το θάνατο έρχεται σε αντίθεση με την επιταγή της ευτυχίας (που αποτελεί ένα από τα βασικά προτάγματα της ώριμης νεωτερικότητας) και θεωρείται δείγμα απώλειας του αυτοελέγχου, ψυχολογικής αστάθειας, ή κακών τρόπων (Ariés 1976: 87).
Το παράθεμα από το (56), στο οποίο ο ήρωας επιζητεί την ώρα του θανάτου του τη χαρά, προδίδει πιθανόν παρόμοιες επιδράσεις. Η επιδίωξη ενός χαρούμενου θανάτου (που συναντάμε και στο 47) μπορεί να θεωρηθεί μια ακραία έκφραση της αποφυγής των θλιβερών συναισθημάτων του θανάτου και μια απόρροια της ηθικής και κοινωνικής υποχρέωσης της ευτυχίας. Οι επιρροές αυτές δεν φαίνεται πάντως να μεταβάλουν τον μεταφυσικό προσανατολισμό των ηρώων και συνδυάζονται στο ίδιο τραγούδι με τη πίστη στη μοίρα και τη μετά θάνατον ζωή.
Η μοίρα θέλησε να με χτυπήσει, τώρα τα νιάτα μου πούχουν ανθίσει
Αλίμονο στη μάνα μου, 1957 (Μητσάκη Δερβενιώτη)(28)
Λύδια:Αγόρι μου στη συμφορά ποιος θα μας δώσει θάρρος
ήταν γραφτό πριν παντρευτεί να μας την πάρει ο χάρος
Είδα μια μάνα να θρηνεί, 1957 (Μπακάλης Γκούτης)(30)
Κι αν είμαι παληκάρι στης νιότης τον ανθό
η μοίρα μου το γράφει να σβήσω να χαθώ .
της μοίρας το γραμμένο ν αλλάξει δεν μπορεί
θα σμίξουμε μια μέρα στην άλλη τη ζωή
Μην κλαις γλυκειά μανούλα, 1964 (Καζαντζίδης Βασιλόπουλος)(56)
Μάνα το πικρό σου δάκρυ δεν μπορεί για να με γιάνει
του καθένα η μοίρα γράφει πότε πρέπει να πεθάνει
Χίλιοι γιατροί με κοίταξαν, 1965 (Βίρβος)(58)
Ο θάνατος αποδίδεται στα περισσότερα κείμενα στη μοίρα (28, 30, 32, 38, 45, 56, 58). Η μοίρα εμφανίζεται εδώ με ένα παραδοσιακό λεξιλόγιο (μοίρα, γραφτό, γραμμένο, τύχη, τυχερό) και σε μερικά θέματα αρθρώνεται με καθαρό τρόπο η πίστη στον καθοριστικό της ρόλο και στην αδυναμία των ανθρώπων να την επηρεάσουν. Η μοίρα μοιάζει σχεδόν να εκτοπίζει σ αυτά τα τραγούδια τις χριστιανικές ιδέες, χωρίς βεβαίως να τις καταργεί, όπως φαίνεται στο (56), στο οποίο συνυπάρχουν η πίστη στη μοίρα και η πίστη στη μετά θάνατον ζωή.
’σε με γιατρέ μου θέλω να πεθάνω
αφού το βλέπω, το βλέπω δεν θα γιάνω
πληγή που δεν γιατρεύεται εγώ έχω μεσ στα στήθια
τελειώσανε τα ψέματα, αυτή είναι η αλήθεια
’σε με γιατρέ μου να πεθάνω, 1957 (Μητσάκης) (29)
Διώξε μανούλα τους γιατρούς κι άδικα με παιδεύουν
το άρρωστο κορμάκι μου γιατροί δεν το γιατρεύουν .
Μάνα στα μαύρα θα ντυθείς γιατρούς πια μην πιστεύεις
όλοι σου λένε ψέματα λεφτά για να ξοδεύεις.
Διώξε μανούλα τους γιατρούς, 1959 (Δερβενιώτης Ζήτης) (45)
Δεν θέλω πια άλλους γιατρούς μανούλα να με δούνε,
εγώ πια δεν γιατρεύουμαι όσο κι αν προσπαθούνε .
Το βλέπω μάνα μου γλυκειά απ τη ζωή πως φεύγω
κι ότι λένε οι γιατροί εγώ δεν τους πιστεύω
Έχω αγιάτρευτη πληγή, 1960 (Καζαντζίδης Ζήτης) (48)
Τα ψέματα τελειώσανε κι ας με παρηγορούνε
η αρρώστια που με λιώνει είναι από κείνες που δεν περνούνε
η ζωή μου λιγοστεύει κάθε ώρα και στιγμή, ααχ
μα στη μάνα μου δεν λένε την αλήθεια οι γιατροί
Η ζωή μου λιγοστεύει, 1964 (Καζαντζίδης) (55)
Σε τρία κείμενα (29, 45, 48) βρίσκουμε το ίδιο θέμα: ο βαριά άρρωστος ήρωας ζητά την απομάκρυνση των γιατρών και τη διακοπή των ιατρικών προσπαθειών γιατί έχει τη βεβαιότητα ότι η ασθένειά του δεν παίρνει γιατρειά. Τα κείμενα αυτά μπορούν να ερμηνευθούν σαν μια αντίδραση στις αλλαγές που προκάλεσε η ιατρικοποίηση του θανάτου. Ο χρόνος και οι συνθήκες του θανάτου ξεφεύγουν από τον έλεγχο του ασθενή και της οικογένειάς του και περνούν στη δικαιοδοσία των γιατρών. Ο θάνατος γίνεται ένα τεχνικό γεγονός και συχνά επέρχεται μετά το τέλος μακρών και επώδυνων θεραπειών που εξαντλούν τον ασθενή (Ariés 1976: 88).
Στα κείμενά μας οι ασθενείς αντιπαραβάλλουν τη δική τους βεβαιότητα ότι πρόκειται σύντομα να πεθάνουν -ένα προαίσθημα που είναι, όπως είδαμε, στοιχείο της παραδοσιακής εμπειρίας του θανάτου- με την επιθυμία των συγγενών και των γιατρών να συνεχίσουν την προσπάθεια της θεραπείας. Οι ασθενείς απορρίπτουν την νεωτερική αντιμετώπιση του θανάτου και διεκδικούν το δικαίωμα να πεθάνουν με τον τρόπο του επιθυμούν. Οι ήρωες ζητούν να σταματήσει ο άδικος βασανισμός του σώματός τους από τις ιατρικές προσπάθειες και μεθόδους, αμφισβητούν τις προθέσεις και την ειλικρίνεια των γιατρών, και εκφράζουν μια γενικότερη δυσπιστία ή αμφιθυμία απέναντι στην ιατρική. Παρότι καταφεύγουν στους γιατρούς, φαίνεται να πιστεύουν, και μερικές φορές δηλώνουν ρητά, ότι η στιγμή του θάνατου κάθε ανθρώπου είναι αμετάκλητα γραμμένη από τη μοίρα (58). Ο ήρωας του (55), επιπλέον, αντιλαμβάνεται και απορρίπτει την προσπάθεια των συγγενών και των γιατρών να του κρύψουν τη σοβαρότητα της κατάστασής του. Αρνείται, δηλαδή, μια κοινωνική πρακτική, που αρχίζει να κυριαρχεί στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα και προδίδει την ίδια πολιτισμική στάση απόκρυψης, αποφυγής και απώθησης του θανάτου (Ariés 1976: 86).
[1]Αλίμονο στη μάνα μου, 1957 (Μητσάκης Δερβενιώτης) (28), ’σε με γιατρέ μου να πεθάνω, 1957 (Μητσάκης) (29), Είδα μια μάνα να θρηνεί, 1957 (Μπακάλης Γκούτης) (30), Θάρθω μανούλα να σε βρω 1957 (Καραπατάκης Βίρβος) (31), Κλάψε με μάνα κλάψε με, 1957 (Δερβενιώτης Μητσάκης) (32), Φωνάξτε τη μανούλα μου, 1957 (Αθανασίου) (33), Χτύπα φτωχή καμπάνα, 1957 (Δερβενιώτης Κολοκοτρώνης) (34), Απόψε με παράπονο, 1958 (Καζαντζίδης) (35), Δεν θέλω να με κλάψετε, 1958 (Κολοκοτρώνης) (36), Καμπάνα χτύπα σήμερα, 1958 (Κολοκοτρώνης) (37), Κλάψτε μαζί μου ρεματιές 1958 (Μπακάλης Βίρβος) (38), Μάνα μη με περιμένεις 1958 (Μανταράκης) (39), Ο θάνατος της μάνας, 1958 (Μητσάκης) (40), Πολλές μανάδες κλάψανε, 1958 (Τατασόπουλος Ρούτσος) (41), Το παιδί που τυραννούσες, 1958 (Χιώτης) (42), Ήρθα, είδα και θα φύγω, 1958 (Καλδάρας Βίρβος) (43), Ας είχα την υγεία μου, 1959 (Καζαντζίδης Ζήτης) (44), Διώξε μανούλα τους γιατρούς, 1959 (Δερβενιώτης Ζήτης) (45), Τώρα που φεύγω απ τη ζωή, 1959, (Καζαντζίδης - Παπαγιαννοπούλου) (46), Είναι ωραία η ζωή, 1960 (Καζαντζίδης Ροδίτης) (47), Έχω αγιάτρευτη πληγή, 1960 (Καζαντζίδης Ζήτης) (48), Ήλιε που βγαίνεις σήμερα, 1961 (Δερβενιώτης Βίρβος) (49), Η φτώχεια είν αβάσταχτη, 1961 (Λειβάδης), (50), Κυρ Αντώνης, 1961 (Χατζηδάκης Γκάτσος) (51), Μέρες με καίει ο πυρετός, 1961 (Καζαντζίδης Τσαγκλής) (52), Στου πόνου το κρεβάτι, 1961 (Καζαντζίδης Βίρβος) (53), Καμπάνα, 1963 (Καζαντζίδης Κολοκοτρώνης) (54), Η ζωή μου λιγοστεύει, 1964 (Καζαντζίδης) (55), Μην Κλαις γλυκειά μανούλα, 1964 (Καζαντζίδης - Βασιλόπουλος) (56), Ο Νικόλας ο ψαράς, 1965 (Τσιτσάνης Μητσάκης) (57), Χίλιοι γιατροί με κοίταξαν, 1965 (Βίρβος) (58), Το ταξίδι το στερνό μου, 1967 (Δερβενιώτης Βίρβος) (59).
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο