Ο Ζυλ Μασνέ, λατρεμένος Γάλλος συνθέτης, δημοφιλέστατος για τις όπερές του στα τέλη του 19ου αλλά και αρχές του 20ου αιώνα, θαυμάστηκε για το λυρισμό, τον αισθησιασμό, το συναισθηματισμό και τη θεατρικότητα της μουσικής του.
Γεννήθηκε στο Μοντό, σημερινό προάστιο του Σεντ Ετιέν, 12 Μαίου του 1842. Σε ηλικία έξι ετών άρχισε μαθήματα πιάνου με τη μητέρα του Αδελαΐδα, που ήταν καθηγήτρια πιάνου, και στα 11 του χρόνια έγινε δεκτός στο Ωδείο των Παρισίων. Τα περισσότερα χρόνια της μαθητείας του, μάλιστα, τα πέρασε φιλοξενούμενος σε συγγενικό σπίτι, αφού οι γονείς του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Παρίσι για βιοποριστικούς λόγους. Έτσι, ο τότε: νεαρός Ζυλ για να εξασφαλίσει τα προς το ζην άρχισε να παίζει κρουστά στο Teatre Lyrique και πιάνο στο Café de Belleville.
Αν και οι δάσκαλοί του στο Ωδείο δεν διέκριναν κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο, τα πράγματα έλαβαν διαφορετική τροπή, όταν το 1862 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε μουσικό διαγωνισμό στη Ρώμη, με την καντάτα David Rizzio.
Τα επόμενα τρία χρόνια έζησε στην πρωτεύουσα της Ιταλίας, όπου γνωρίστηκε με τον Φραντς Λιστ. Με δική του προτροπή άρχισε να παραδίδει μαθήματα πιάνου στη Νινόν ντε Γκρεσί, κόρη πλούσιας οικογένειας, την οποία τελικά παντρεύτηκε το 1866.
Το πρώτο έργο του ήταν η μονόπρακτη όπερα La grand’tante, που ανέβηκε το 1867 στο Παρίσι, χωρίς επιτυχία. Αλλά, το 1871 ο Μασνέ κλήθηκε στα όπλα και υπηρέτησε ως στρατιώτης στον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο, ο οποίος κατέληξε σε συντριπτική ήττα για τη Γαλλία και συνέβαλε στην ενοποίηση της Γερμανίας.
Η αναγνώριση του, πήρε την ανηφόρα το 1873 με το ορατόριο Μαρία Μαγδαληνή, που επαινέθηκε από ομοτέχνους του, όπως οι Τσαϊκόφσκι, Ντ’ Ιντί και Γκουνό. Το έργο αυτό αποτελεί παράδειγμα συγχώνευσης του θρησκευτικού αισθήματος και του ερωτισμού, που απαντά συχνά στο έργο του Μασνέ. Την ίδια χρονιά, μάλιστα, αγαπημένοι μου αναγνώστες, έγραψε τη μουσική για το θεατρικό έργο Ερινύες του Λεκόντ ντε Λιλ, στο οποίο περιλαμβάνεται η δημοφιλής Ελεγεία, ένα κομμάτι για τσέλο και ορχήστρα.
Το 1878, εξίσου, αναλαμβάνει καθηγητής της σύνθεσης στο Ωδείο των Παρισίων και αναδεικνύει συνθέτες όπως οι Αντρέ Μπλοχ, Γκιστάβ Σαρπεντιέ, Ερνέστ Σοσόν, Φοράν Σμιτ, Ρεϊνάλτο Χαν, Ζορζ Ενέσκου, Σαρλ Κεσλέν. Τον ίδιο χρόνο, μάλιστα, παίρνει τη θέση του Καμίλ Σεν Σανς στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και γίνεται το νεώτερο μέλος της, σε ηλικία 36 ετών.
Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο χώρο της όπερας έρχεται στις 19 Ιανουαρίου του 1884, με την πρεμιέρα της Μανόν, που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Αντουάν Πρεβό Μανόν Λεσκό και από πολλούς θεωρείται το αριστούργημά του. Πρόκειται για ένα ερωτικό δράμα με πρωταγωνίστρια μια νεαρή επαρχιωτοπούλα, τη Μανόν Λεσκό, που εκτυλίσσεται στη Γαλλία του 18ου αιώνα. Θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω, ως ασυνήθιστο επινόημα της προσφυγής στον πεζό λόγο, με μια ελαφριά ορχηστρική συνοδεία και γιατί όχι, μια μετάβαση σε αληθινά συναισθήματα!
Τον επόμενο χρόνο, παρουσιάζει την όπερα Λε Σιντ, ένα εξαιρετικό έργο, κατ' εμέ, που αφηγείται την ιστορία του Ελ Σιντ, του απελευθερωτή των Ισπανών από τους Άραβες. Η όπερα αυτή του Μασνέ διασώζεται μέχρι σήμερα, χάρη στη σουίτα μπαλέτου της δεύτερης πράξης, στην οποία περιλαμβάνει και το γνωστό κομμάτι Aragonaise, που παίζεται και ως αυτόνομο έργο.
Στις 15 Φεβρουαρίου του 1892 ανεβάζει με μεγάλη επιτυχία την όπερα: Βέρθερος, βασισμένη στο ομώνυμο ρομαντικό μυθιστόρημα του Γκαίτε και δύο χρόνια αργότερα, την όπερα Θαΐς.
Τι να σας πω, έχω ανατριχιάσει καθώς γράφω, για αυτόν τον εξαίρετο, λατρεμένο...
Δεν έχω λόγια... απλά συνεχίζω!
Το λιμπρέτο βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Ανατόλ Φρανς, που αφηγείται με εικονοκλαστικό τρόπο την ιστορία της εταίρας Θαϊδος, η οποία έζησε τον 4ο αιώνα στην Αίγυπτο και μετεστράφη στον Χριστιανισμό. Η όπερα είναι γνωστή σήμερα για το συμφωνικό ιντερμέδιο της δεύτερης πράξης Διαλογισμός, γραμμένο για βιολί και ορχήστρα, που αποτελεί μέρος του καθιερωμένου ρεπερτορίου για βιολί.
Εκτός, όμως από όπερες, ο Μασνέ έγραψε ορχηστρική μουσική, καντάτες, ορατόρια και 200 τραγούδια. Το 1912 μάλιστα, να σας ενημερώσω πώς εξέδωσε την αυτοβιογραφία του με τον τίτλο Οι αναμνήσεις μου.
Ο Μασνέ ήταν ένας σκληρά εργαζόμενος συνθέτης, κατά την άποψή μου, που ξεκινούσε να δουλεύει από νωρίς το πρωί. Κάποιοι σχολιαστές του, λένε, από τις 4 τα ξημερώματα!
Είναι ο άνθρωπος πού συνέθετε από μνήμης και όχι στο πιάνο, όπως η πλειονότητα των συνθετών. Αυτό τον βοήθησε να γίνει ένας σπουδαίος ενορχηστρωτής. Ακόμη και στα πιο δυνατά περάσματα, η ορχηστρική υφή των συνθέσεών του είναι διαυγής. Ο ίδιος, επίσης, απέφευγε να παρακολουθεί την εκτέλεση των έργων του και πληροφορούνταν την τύχη τους από φίλους και γνωστούς.
Στην ανοδική μουσική του πορεία συνεισέφεραν με τις γνωριμίες τους στο καλλιτεχνικό και δημοσιογραφικό κύκλωμα ο συνθέτης Αμπρουάζ Τομά και ο εκδότης Ζορζ Χαρτμάν. Σημαντικό ρόλο στην καλλιτεχνική του διαδρομή έπαιξε και ο γάμος του με τη Νινόν ντε Γκρεσί, ο οποίος του εξασφάλισε μια άνετη ζωή, χωρίς οικονομικά προβλήματα.
Ο Ζιλ Μασνέ πέθανε στο Παρίσι στις 13 Αυγούστου του 1912, σε ηλικία 70 ετών, χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
Οι συνθέσεις του ήταν αρκετά δημοφιλείς στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Μετά τον θάνατό του, όμως, το ύφος του θεωρήθηκε ξεπερασμένο και οι περισσότερες όπερές του περιέπεσαν στην αφάνεια. Εκτός από τη Μανόν, τον Βέρθερο και τη Θαϊδα, οι υπόλοιπες από τις 22 όπερές του σπανίως ανεβαίνουν.
Κατά την άποψή μου, η Ηρωδιάς, θεωρείται από τα αρτιότερα και χαρακτηριστικότερα έργα του Μασνέ, στη μουσική του οποίου κυριαρχεί μια τάση έκφρασης αισθησιασμού, μειονέκτημα βέβαια, αλλά άριστα προσαρμοσμένη στη περίπτωση αυτή του θέματος. Αξιομνημόνευτη πάντως είναι η μουσική των μπαλέτων, ιδίως των Εβραίων γυναικών. Από δε τα υπόλοιπα μέρη του έργου ξεχωρίζουν η άρια της Σαλώμης, η δυωδία, δηλαδή το ντουέτο της Σαλώμης με τον Ηρώδη, το πρελούδιο της τρίτης πράξης καθώς και η περίφημη άρια του Ιωάννη εγκάθειρκτου.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο