Οι πρώτες αποτυχημένες προσπάθειες
Το σκηνικό εξελίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του '70 όταν ο μόλις δεκαοκτώ χρονών Oldfield προσπαθεί πρώτη φορά να πείσει τις δισκογραφικές εταιρείες να χρηματοδοτήσουν την ηχογράφηση και να αναλάβουν την κυκλοφορία του μουσικού του οράματος, της δικής του άποψης για τη ροκ συμφωνική μουσική. Στα χέρια του είχε μια ταινία που περιλάμβανε μόνο την εισαγωγή της σύνθεσής του, που τότε είχε ακόμη τον τίτλο "Opus One". Την είχε ηχογραφήσει σε ένα στερεοφωνικό μαγνητόφωνο
Bang & Olufsen, που όμως είχε καταφέρει να το μετατρέψει σε δικάναλο στο οποίο μπορούσε να πραγματοποιεί επανειλημμένες εγγραφές, τη μια πάνω στην άλλη, χωρίς να σβήνονται τα προηγούμενα σήματα. Ακόμη και έτσι πάντως, τα βασικά στοιχεία των μουσικών φιλοδοξιών του ήταν ολοφάνερα και είχαν να κάνουν με τη δημιουργία μιας μεγάλης σε διάρκεια και πολύπλοκης ορχηστικής σύνθεσης χωρίς στίχους, αλλά και χωρίς να ακολουθεί τα πρότυπα της κλασικής μουσικής, ούτε να χρησιμοποιεί τα όργανα της κλασικής ορχήστρας. Κάτι ανήκουστο για εκείνη την εποχή. Το θεμέλιο λίθο της σύνθεσής του αποτελούσαν οι συνεχώς μεταβαλλόμενες και ασυνήθιστες ρυθμικές αξίες, η διαρκής επανάληψη και η προοδευτική εξέλιξη μιας μουσικής φράσης, η οποία όμως συνεχώς υποστηρίζεται από διάφορες δευτερεύουσες μελωδίες στα πρότυπα του Bach. Όπως ήταν φυσικό, σε όλες τις εταιρείες οι αντιδράσεις ήταν ίδιες. Κανείς δεν δεχόταν να αναλάβει το ρίσκο της προώθησης ενός δίσκου, που κατά τα λεγόμενά τους, δεν ήταν εμπορεύσιμος. Δεν πίστευαν ότι θα είχε απήχηση στο αγοραστικό κοινό. Δεν μπορούσαν να τον κατατάξουν σε καμία από τις ήδη υπάρχουσες κατηγορίες και δεν μπορούσαν να φανταστούν πώς θα τον διαφημίσουν αφού δεν διέθετε φωνητικά, στίχους, ντραμς, ούτε καν ένα αυτόνομο και μικρής διάρκειας τραγούδι που θα μπορούσε να παιχτεί στο
ραδιόφωνο. Πόσο μάλλον όταν ο Oldfield δεν είχε ακόμη την καλλιτεχνική υπόσταση που θα επέτρεπε σε μια δισκογραφική εταιρεία να επενδύσει στο όραμά του. Το γεγονός ότι τελικά ο Oldfield κατάφερε να ανατρέψει όλα αυτά τα εις βάρος του δεδομένα αποτελεί από μόνο του μία από τις πιο περίεργες και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις στην ιστορία της μουσικής. Όπως επίσης είναι άξιο απορίας το πώς μια υπερβολικά απλή μελωδία, που ήταν δυνατόν να παιχτεί ακόμη και σε μία και μόνο χορδή της
κιθάρας, μπορεί να έχει τόσο καταλυτική ισχύ στην εξέλιξη της σύγχρονης μουσικής και να είναι ικανή να θέσει τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας ολόκληρης επιχειρηματικής αυτοκρατορίας και μιας λαμπρής και επιδραστικότατης καριέρας που διαρκεί περισσότερα από 25 χρόνια.
Από τη μουσική στο μύθο
Εφοδιασμένος με τις τελικές ταινίες του "Tubular Bells", ο Branson πήγε στiς αρχές του 1973 στο Midem με σκοπό να βρει αγοραστή. Παρ' όλο που είχαν περάσει δύο ολόκληρα χρόνια και η σύνθεση ήταν πια ολοκληρωμένη, οι απαντήσεις που λάμβανε ήταν ακριβώς οι ίδιες με αυτές που έδιναν στον
Mike Oldfield. Η πιο ενθαρρυντική πρόταση ήλθε από έναν Αμερικανό που του είπε ότι θα του δώσει 20.000 δολάρια, αφού προσθέσει μερικά φωνητικά. Γυρίζοντας από τις Κάνες ο Branson, μαζί με τον Draper αποφάσισε να ιδρύσει τη δική τους δισκογραφική εταιρεία πρώτη κυκλοφορία της οποίας θα ήταν το "Tubular Bells". Έτσι γεννήθηκε η πιο πετυχημένη ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία, η Virgin Records, που έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία της επιχειρηματικής αυτοκρατορίας του Branson.
Η στρατηγική προώθησης και οι πρώτες αντιδράσεις
Το "Tubular Bells" κυκλοφόρησε τελικά στiς 25 Μαΐου του 1973 και αποτελεί ακόμη και σήμερα τον πιο πετυχημένο δίσκο της εταιρείας, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 20 εκατομμύρια αντίτυπα. Πρόκειται για μια από τις σπάνιες περιπτώσεις δίσκων και γενικότερα πρωτοποριακών και πρωτότυπων καλλιτεχνικών δημιουργιών, που αγαπήθηκε και εξυμνήθηκε τόσο πολύ από το σύνολο των κριτικών. Ο διάσημος ραδιοφωνικός παραγωγός John Peel τον παρουσίασε όλο στο πρόγραμμά του και τον εκθείασε λέγοντας ότι "είναι ο καλύτερος δίσκος που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια". Ένας δίσκος που καλύπτει νέους και ανεξερεύνητους μουσικούς δρόμους και συνδυάζει τη λογική με την έκπληξη, το ηλιοβασίλεμα με τη βροχή. Όλα τα μουσικά περιοδικά του έδιναν τις υψηλότερες βαθμολογίες και το σύγκριναν με τις δουλειές των κλασικών συνθετών, τόσο στο ύφος όσο και στην ποιότητα, ενώ σε ένα από αυτά γράφτηκε ότι "είναι το πρώτο πραγματικά επαναστατικό μουσικό έργο στην ιστορία από κάποιον που ανήκει στους κύκλους της ροκ μουσικής". Ακόμη και ο κόσμος το αγάπησε και το αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή. Όμως κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η επιτυχία του ήταν απρόσμενη. Ήταν δύσκολο να διαφημιστεί και στο σύνολό του δεν είναι ένα έργο για τις μάζες, αλλά ούτε εύκολο στην ακρόασή του. Επίσης ο
Mike Oldfield δεν είχε προηγούμενες επιτυχίες, ούτε όμως έκανε συναυλίες για να το προωθήσει. Είναι απόλυτα λογικό λοιπόν το γεγονός οτί οι πωλήσεις του, αλλά και η καθιέρωσή του ήλθαν σταδιακά.
Σε αυτό βοήθησαν δύο γεγονότα. Κατ' αρχάς η έξυπνη ιδέα που είχε ο Branson, που κατάφερε να πείσει τον Oldfield να δώσει μια παράσταση στο
Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου συνοδευόμενος από πολλούς και γνωστούς μουσικούς οι οποίοι θα τραβούσαν την προσοχή του Τύπου. Η συναυλία έγινε τον Ιούνιο του 1973 και συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, ο Mick Taylor των Rolling Stones, ο David Bedford, ο Kevin Ayers και οι Steve Hillage και Pierre Moerlen από τους Gong. Όπως έγραψε την επόμενη μέρα η μουσική εφημερίδα New Musical Express "όλο το κοινό σηκώθηκε και φώναζε για τη συνέχιση της συναυλίας. Ήταν από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις της αυθόρμητης και υπέρμετρης εκτίμησης και αποδοχής". Επίσης δόθηκε και μια επιπλέον παράσταση του πρώτου όμως μόνο μέρους του "Tubular Bells" για τις ανάγκες της τηλεοπτικής εκπομπής του BBC με τον τίτλο "Arena". Το δεύτερο γεγονός είχε να κάνει με την επιλογή από το σκηνοθέτη William Friedkin ενός τμήματος τεσσάρων λεπτών από την εισαγωγή του "Tubular Bells", για τη χρήση του στη διάσημη ταινία "Ο Εξορκιστής".
Η επιτυχία και οι διαφορετικές εκτελέσεις
Θα μπει αμέσως στους καταλόγους των επιτυχιών και από τις δύο μεριές του Ατλαντικού, αλλά μόνο ένα χρόνο μετά θα φτάσει στο νούμερο 3 της Αμερικής και στο νούμερο 2 της Αγγλίας. Θα μείνει συνολικά 264 εβδομάδες στους καταλόγους της Αγγλίας και τελικά, ύστερα από 16 μήνες κυκλοφορίας, καταφέρνει το Σεπτέμβριο του 1974 να φτάσει στο νούμερο 1 της Αγγλίας, όπου θα καταφέρει να επιτύχει μόνο ο επόμενος δίσκος του
Mike Oldfield με τον τίτλο "Hergest Ridge". Την επιτυχία αυτή στην Αγγλία έχουν καταφέρει μόνο οι Beatles και ο
Bob Dylan. Ο θρίαμβος ήταν τόσο μεγάλος που ο Branson άρχισε επίμονα να ζητά από τον Oldfield να βγάλει το συντομότερο δυνατόν τη συνέχειά του. Αυτό όμως δεν θα γίνει πραγματικότητα παρά μόνο έπειτα από 19 χρόνια και μάλιστα σε διαφορετική εταιρεία. Διαφορετικές πάντως εκτελέσεις του αρχικού "Tubular Bells" θα υπάρξουν αρκετές.
Πρώτα βγήκε η τετραφωνική μείξη του δίσκου (quadraphonic) που έγινε από τον Rhil Newell με βοηθό τον Alan Perkins. Η μείξη έγινε σε κονσόλα με αυτοματισμό, κάτι που γίνεται αντιληπτό από την πρώτη κιόλας ακρόαση, αφού υπάρχει μεγαλύτερη συνέχεια μεταξύ των επιμέρους τμημάτων και καλύτερη ρύθμιση των εντάσεων των οργάνων. Στην έκδοση αυτή προστέθηκε και ένα μικρό κομμάτι που εισήγαγε πιο ομαλά το "The Sailor's Hornpipe". Ο Tom Newman και ο
Mike Oldfield παίζουν ακουστικές κιθάρες συνοδεύοντας τον Viv Stanshall που περιφέρεται στους χώρους του "The Manor". Η τετραφωνική αυτή μείξη περιλαμβάνεται πλέον μόνο στη συλλογή "Boxed" που κυκλοφόρησε στις 29 Οκτωβρίου του 1976.
Ενάμιση όμως χρόνο πριν και συγκεκριμένα στις 17 Ιανουαρίου του 1975, είχε βγει η ορχηστική έκδοση του "Tubular Bells". H ενορχήστρωση και η διεύθυνση της Royal Philarmonic Orchestra έγιναν από τον David Bedford, ενώ στην ηχογράφηση παίρνει μέρος και ο ίδιος ο
Mike Oldfield παίζοντας κλασική
κιθάρα. Την ίδια χρονιά λαμβάνει το βραβείο
Grammy για το "Tubular Bells" που ψηφίστηκε ως η καλύτερη ορχηστική σύνθεση του 1974, ενώ το βασικό του θέμα αρχίζει σιγά σιγά να αντιγράφεται ή να χρησιμοποιείται αυτούσιο σε πολλά τραγούδια ή διαφημίσεις. Μια πιο άμεση και ροκ εκδοχή του "Tubular Bells" μπορείτε να ακούσετε στο ζωντανά ηχογραφημένο δίσκο "Exposed" του 1979, ενώ μόλις πριν από ένα χρόνο βγήκε σε CD και σε περιορισμένα αντίτυπα η ειδική έκδοσή του, με αφορμή τη συμπλήρωση 25 χρόνων από την επίσημη κυκλοφορία του.
Οι πόρτες του "The Manor" ανοίγουν
Όπως όμως συμβαίνει σχεδόν κάθε φορά που έχουμε να κάνουμε με κάτι πρωτοποριακό, με κάτι που χαράζει νέους δρόμους, τα πάντα κρέμονται από μια πολύ λεπτή κλωστή και οι καθοριστικοί παράγοντες είναι κατά κανόνα η τύχη και οι συγκυρίες. Έτσι συνέβη και στην περίπτωση του
Mike Oldfield που, εντελώς τυχαία, βρέθηκε να συμμετέχει ως μπασίστας στις ηχογραφήσεις του συγκροτήματος The Arthur Lewis Band, που θα γίνονταν σε ένα καινούριο στούντιο με την ονομασία "The Manor" που εκείνη την εποχή δεν είχε αρχίσει ακόμη την επίσημη λειτουργία του. Χτισμένο στους στάβλους μιας παλιάς αγροτικής κατοικίας στο προάστιο Shipton-on-Cherwell της Οξφόρδης, το "The Manor" ήταν η δεύτερη μεγάλη και πρωτοποριακή ιδέα του νεαρού επιχειρηματία Richard Branson. Η αρχή είχε γίνει με την ίδρυση της εταιρείας Virgin που πουλούσε δίσκους μέσω ταχυδρομείου και σε χαμηλό κόστος. Το "The Manor" ήταν το πρώτο μη ιδιωτικό στούντιο στον κόσμο που πρόσφερε πλήρεις υπηρεσίες διαμονής και σίτισης, γεγονός που τα επόμενα χρόνια θα γίνει καθεστώς, ιδιαίτερα σε εξωτικές τοποθεσίες. Είναι μάλιστα γνωστές οι μακροχρόνιες, άλλα άκαρπες προσπάθειες που έκανε ο Branson για να χτίσει ένα ακόμη τέτοιου είδους στούντιο στην Ύδρα. Ο σχεδιασμός του "The Manor" είχε γίνει από τους Tom Newman και Simon Heyworth, οι οποίοι ήταν και οι μηχανικοί ήχου του στούντιο.
Για Ποιον Χτυπάνε οι Καμπάνες;
Οι ηχογραφήσεις δεν έφεραν αποτέλεσμα, αλλά η γνωριμία του Oldfield με τον Tom Newman και το δημιουργικό χώρο του "The Manor" αποτέλεσαν μία από τις πιο αποδοτικές σπορές στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής. Ο Oldfield έπαιξε στον Newman τις ταινίες που είχε ηχογραφήσει στο
Bang & Olufsen, και εκείνος αμέσως δήλωσε "εντυπωσιασμένος και ολοκληρωτικά μαγεμένος". Υποσχέθηκε ότι θα βοηθήσει τον Oldfield στην ολοκλήρωσή του και άρχισε να πιέζει τον Branson αρχικά να το ακούσει, στη συνέχεια να τους δώσει δωρεάν χρόνο για την ηχογράφησή του και, τέλος, να μεσολαβήσει ώστε να βρεθεί εταιρεία για να το κυκλοφορήσει. Ο Branson ναι μεν πείστηκε, αλλά δεν είχε τις απαραίτητες μουσικές γνώσεις που θα του επέτρεπαν να πάρει μια τελική απόφαση. Η λύση ήλθε από το νέο του συνεργάτη, τον Simon Draper, που υποσχέθηκε να του παραχωρήσει το στούντιο για μια πλήρη εβδομάδα. Από εκεί και πέρα και ανάλογα με το αν θα τον ικανοποιούσε το αποτέλεσμα, θα αποφάσιζε για τις επόμενες κινήσεις.
Το στούντιο όμως δεν ήταν έτοιμο και έτσι ανέβαλαν την έναρξη των ηχογραφήσεων για ύστερα από ένα χρόνο. Στο μεσοδιάστημα ο Oldfield έγινε μόνιμος κάτοικος του "The Manor". Βοήθησε στην προετοιμασία του, έμαθε όλα τα μυστικά της ηχοληψίας και εντυπωσίαζε όλους τους παρευρισκόμενους με τις ικανότητές του στο χειρισμό όλων των μουσικών οργάνων. Όταν το "The Manor" άνοιξε επίσημα τις πύλες του με πρώτους πελάτες το συγκρότημα The Bonzo Dog Doo-Dah Band του εκκεντρικού τραγουδιστή Viv Stanshall, ο Oldfield βοηθούσε ως ηχολήπτης και ως κιθαρίστας. Τελικά το Σεπτέμβριο του 1972 τού παραχωρήθηκε ο χρόνος της μιας εβδομάδας που του είχαν υποσχεθεί και ο Oldfield άρχισε την ηχογράφηση του πρώτου του προσωπικού δίσκου του.
Η ηχογράφηση
Ο Oldfield ξεκίνησε το Σεπτέμβρη του 1972 με τη βοήθεια των Newman και Heyworth, μία από τις πιο επίπονες και πολύπλοκες διαδικασίες ηχογράφησης, οι τεχνικές λεπτομέρειες της οποίας έχουν αποκτήσει πλέον μυθικές διαστάσεις, βοηθούμενες και από τις υπερβολές που διέδιδε για διαφημιστικούς σκοπούς ο Branson. Στο χρονικό διάστημα της μιας εβδομάδας που είχε στη διάθεσή του, ο Oldfield κατάφερε να ετοιμάσει το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης πλευράς του δίσκου που είχε ήδη αποκτήσει τον τελικό του τίτλο "Tubular Bells".
O Draper δήλωσε ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα και έδωσε την εντολή για τη συνέχεια των ηχογραφήσεων, που πλέον όμως θα γίνονταν τμηματικά και σε όποια χρονικά διαστήματα ήταν ελεύθερο το στούντιο. Έτσι, η δεύτερη πλευρά ολοκληρώθηκε σε δύο βδομάδες και για τις τελικές μείξεις χρειάστηκαν συνολικά τρεις επιπλέον εβδομάδες. Και οι τρεις δούλευαν στα όρια των ικανοτήτων τους (τεχνικών και μουσικών) και εκμεταλλεύονταν στο μέγιστο τις τεχνολογικές δυνατότητες που είχαν στη διάθεσή τους.
Το τεχνικό μέρος της ηχογράφησης
Οι εγγραφές πραγματοποιήθηκαν σε ένα 16κάναλο μαγνητόφωνο ανοιχτής ταινίας πλάτους δύο ιντσών, της εταιρείας Ampex, και η μείξη μέσω μιας κονσόλας 20 καναλιών που είχε κατασκευαστεί από την εταιρεία Audio Developments ειδικά για το "The Manor". Παρ' όλο που για το 1972 αυτά τα δεδομένα αποτελούσαν την αιχμή της τεχνολογίας, η μέθοδος με την οποία δούλευε ο Oldfield τα έκανε όλα αυτά να φαίνονται πολύ περιοριστικά. Η μουσική βρισκόταν ενορχηστρωμένη μόνο στο μυαλό του και η συντριπτική πλειονότητα των οργάνων παίχτηκε από τον ίδιο. Μιλάμε για περισσότερα από 20 μουσικά όργανα, που κανένα όμως από τα οποία δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία θα χτιζόταν η συνολική μουσική σύνθεση. Κάθε όργανο αναλάμβανε ένα μικρό ρόλο και έκανε την εμφάνισή του για μερικά συνεχόμενα δευτερόλεπτα ή λεπτά, αλλά κανένα από την αρχή έως το τέλος της σύνθεσης. Το Tubular Bells εξάλλου αποτελούνταν από δύο μεγάλες συνθέσεις διάρκειας 25 και 24 λεπτών, καθεμία από τις οποίες καταλάμβανε μια ολόκληρη πλευρά του δίσκου. Οι ρυθμικές αξίες και οι διάρκειες των μέτρων μεταβάλλονταν συνεχώς, γεγονός που έκανε πολύ δύσκολη την ηχογράφηση ενός μετρονόμου που θα αναλάμβανε χρέη οδηγού για τις επιμέρους ηχογραφήσεις.
Δεν πρέπει έτσι να προκαλεί εντύπωση ότι χρειάστηκαν πάνω από 2000 τμηματικές ηχογραφήσεις για την ολοκλήρωση του δίσκου. Σε κάθε κανάλι βρίσκονταν περισσότερα από πέντε διαφορετικά όργανα, καθένα από τα οποία εμφανιζόταν και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Έτσι, είχε φτιαχτεί ένα τεράστιο χαρτί που καταλάμβανε όλο το μήκος του πατώματος του στούντιο και απεικόνιζε τα 16 κανάλια και το ποιο όργανο βρισκόταν κάθε χρονική στιγμή σε καθένα από αυτά. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε αυτοματισμός και η μείξη ήταν ένας σκέτος εφιάλτης στον οποίο συμμετείχαν όλα τα διαθέσιμα χέρια, αφού κάθε λάθος οδηγούσε τη διαδικασία της μείξης από την αρχή και τα νεύρα ήταν τεντωμένα. Υπήρχε όμως διάχυτη η αίσθηση ότι δημιουργούσαν κάτι εντελώς νέο, τόσο από τεχνολογικής όσο και από μουσικής άποψης. Έτσι, το κλίμα ήταν πάντα ευχάριστο και δημιουργικό και λειτουργούσαν περισσότερο σαν μια παρέα φίλων που έκαναν το κέφι τους, παρά σαν επαγγελματίες που έπρεπε να παραδώσουν μια δουλειά στην ώρα της. Συγκεκριμένο εξάλλου χρονοδιάγραμμα δεν υπήρχε, όπως δεν υπήρχε και τίποτα οριστικό σχετικά με την τύχη του δίσκου. Τα πάντα λειτουργούσαν με τη λογική του "προχωράμε και στην πορεία αποφασίζουμε". Αυτό γινόταν και κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, αφού μέχρι την τελευταία στιγμή ανακάλυπταν νέους τρόπους επεξεργασίας της
κιθάρας, αποφάσιζαν την προσθήκη νέων τμημάτων και επιζητούσαν τη λύση σε νέα προβλήματα που συνεχώς έκαναν την εμφάνισή τους.
Ο ήχος της
κιθάρας του Oldfield
Ο ήχος της
κιθάρας του
Mike Oldfield έχει μια από τις πιο χαρακτηριστικές χροιές, ενώ και το παίξιμό του είναι ιδιαίτερο. Σήμερα είναι πολύ απλή η δημιουργία του ήχου αυτού και μάλιστα υπάρχουν πολλές μονάδες εφέ που τον παρέχουν έτοιμο. Τότε όμως απαιτούνταν πολύς πειραματισμός και μια μεγάλη σειρά από συσκευές, που στην πλειονότητά τους χρησιμοποιούνταν με εντελώς αντίθετο τρόπο από αυτόν που είχαν κατασκευαστεί, για να δημιουργηθεί αυτή η κρυστάλλινη χροιά με το υπερβολικό κράτημα, που συνδύαζε την ακραία παραμόρφωση και συμπίεση με το γλυκό ήχο που θύμιζε
βιολί. Ο ήχος αυτός είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί, αφού απαιτείται η σίγαση όλων των χορδών που δεν παίζουν κάθε δεδομένη στιγμή. Έτσι, ο Oldfield παίζει πάντα τις μελωδίες με τα δάχτυλα και χωρίς πένα, ενώ έχει αναπτύξει μια τεχνική για τον έλεγχο των υπόλοιπων χορδών. Στα στοιχεία του δίσκου θα βρείτε και την αναφορά σε ένα όργανο που ονομάζεται "Speed Guitar". Δεν είναι παρά η ίδια
κιθάρα, ηχογραφημένη όμως με το πολυκάναλο να τρέχει στη μισή ταχύτητα. Όταν στην αναπαραγωγή η ταχύτητα επέστρεφε στην κανονική της τιμή (30ips), ο ήχος αποκτούσε μια χροιά που θύμιζε κάτι ανάμεσα σε
κιθάρα και μαντολίνο. Παρόμοιες τεχνικές χρησιμοποιούνται σε όλη τη διάρκεια του δίσκου για να μεταβληθούν οι χροιές των οργάνων και κυρίως της
κιθάρας.
Οι σωληνωτές καμπάνες
Η προσθήκη που έγινε πραγματικά την τελευταία στιγμή είναι η διάσημη πλέον αναγγελία των διαφόρων οργάνων που απαρτίζουν το τελευταίο τμήμα της πρώτης πλευράς του δίσκου, αυτό που οδηγεί στην κλιμάκωση του κομματιού με την εμφάνιση των σωληνωτών καμπανών (tubular bells). Την αναγγελία κάνει ο Viv Stanshall και η όλη διαδικασία δεν κράτησε πάρα ελάχιστα λεπτά. Το μεγαλύτερο πάντως τεχνικό πρόβλημα δημιούργησαν οι διάσημες πλέον σωληνωτές καμπάνες. Ο
Mike Oldfield ήθελε να ξεχωρίζουν από την υπόλοιπη μείξη, να είναι τόσο δυνατές που να σε καθηλώνουν με το που θα κάνουν την εμφάνισή τους. Η αίσθηση όμως αυτή ήταν αδύνατον να μεταφερθεί στους δίσκους βινυλίου. Τελικά, η λύση βρέθηκε και συνίστατο στο συνδυασμό της συμπίεσης του σήματος (compression) με την απόφαση του Branson να γίνει η κοπή σε βινύλιο πρώτης γενιάς και πιο βαρύ από αυτό που συνηθιζόταν για τους ροκ δίσκους, αλλά που πολύ συχνά χρησιμοποιούταν για τους δίσκους κλασικής μουσικής.
Το έργο
Το σημαντικό φυσικά, αλλά και η ουσία, δεν είναι παρά η ίδια η μουσική του "Tubular Bells". Είχαμε ήδη αρχίσει να μπαίνουμε στην περίοδο της "προοδευτικής" και έντεχνης
Rock μουσικής, με συγκροτήματα που ξέφευγαν από τα στενά όρια των τρίλεπτων τραγουδιών με τη συγκεκριμένη δομή και το ισχυρό ρεφρέν. Οι επηρεασμοί από όλα τα είδη της μουσικής (δυτικής και μη) ήταν πλέον πολύ έντονοι και οι μουσικοί είχαν μεγάλη ανάγκη να ανακαλύψουν νέους δρόμους έκφρασης και να συνδυάσουν όλα τα θετικά μουσικά στοιχεία, από όπου και αν αυτά προέρχονταν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όμως, δεν είχε δημιουργηθεί κάτι πραγματικά καινούριο. Είχαμε κλασικές συνθέσεις να εκτελούνται με τεχνοτροπία
Rock και μοντέρνα όργανα,
Rock συνθέσεις να υποστηρίζονται από κλασικές ορχήστρες, ατελείωτους αυτοσχεδιασμούς πάνω στα πρότυπα της
Jazz και κάποιους συνδυασμούς φολκλορικής και
Rock μουσικής. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν διάφορα συγκροτήματα που ακολουθούσαν μερικές πιο ελεύθερες συνθετικές φόρμες, όπως, για παράδειγμα, οι King Crimson με το "In The Court Of The Crimson King", οι Jethro Tull με το "Thick As A Brick" και οι
Pink Floyd.
Η σύγχρονη εκδοχή της κλασικής συμφωνίας
O
Mike Oldfield με το "Tubular Bells" πήγε ακόμη πιο μακριά. Δημιούργησε μια εντελώς νέα μουσική. Κάτι που συνδύαζε όλα αυτά τα στοιχεία, χωρίς όμως σε κανένα του σημείο να κάνει φανερές αυτές τις επιρροές. Δεν υπήρχαν πουθενά στίχοι και σε ελάχιστα σημεία κρουστά. Στην πραγματικότητα ήταν η πρώτη φορά που είχαμε μπροστά μας μια σύνθεση με τεχνοτροπία 100% κλασικής συμφωνίας, αλλά παιγμένη με σύγχρονα όργανα, μια μεγάλης διάρκειας σύνθεση, που αποτελείται από πολλά επιμέρους τμήματα. Κάθε τμήμα βασίζεται σε μια πολύ απλή μελωδία, την οποία αποδίδουν διαδοχικά διάφορα όργανα της ορχήστρας, ενώ πολλά επιπλέον την υποστηρίζουν σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο με παραλλαγές της ή με δεύτερες ή τρίτες φωνές. Η μελωδία σταδιακά εξελίσσεται και οδηγεί στην επόμενη, που μπορεί επιπλέον να εισάγει και ένα εντελώς νέο ύφος, με τη συμμετοχή ολόκληρης της ορχήστρας, την αλλαγή του
tempo κ.ο.κ. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο "Tubular Bells", που στην πραγματικότητα δεν αποτελείται παρά από τέσσερις, πέντε κύριες μελωδίες.
Το πρώτο μέρος (Tubular Bells, Part one)
Η κυρίαρχη και η πιο γνωστή είναι η αρχική. Μια απλή και υπνωτιστική μελωδία διάρκειας δύο μέτρων.Στο ένα αποτελείται από οχτώ νότες (7/8) και στο αμέσως επόμενο από εννέα (9/8). Αρχίζει με πιάνο και έπειτα από ένα μέτρο προστίθεται ένα γκλόκενσπιλ -ένα τονικό κρουστό, συγγενές με το βιμπράφωνο και τις σωληνωτές καμπάνες- που παίζει την ίδια μελωδία πέντε περίπου ολόκληρα λεπτά. Σε λίγο όμως εμφανίζεται ένα μπάσο που εκτελεί μια δεύτερη και πιο σύνθετη μελωδία αλλά σε πολύ πιο χαμηλή ένταση. Τη χαλαρωτική διάθεση που σου προκαλεί το άκουσμα της βασικής μελωδίας έρχονται να διαταράξουν απότομα ακόρντα που μας κρατούν σε μόνιμη εγρήγορση, ενώ σταδιακά εισάγονται ολοένα και νέα όργανα που παίζουν παραλλαγές ή προεκτάσεις της βασικής μελωδίας για μερικά μέτρα και μετά αποσύρονται. Ήδη από το δεύτερο λεπτό κάνουν την εμφάνισή τους οι ηλεκτρικές κιθάρες, ενώ αρχίζει να χρησιμοποιείται και το πλήρες φάσμα της στερεοφωνικής εικόνας. Στο έκτο λεπτό γίνεται η πρώτη μεγάλη αλλαγή και το σκηνικό θα αλλάξει πολλές φορές μέχρι το τέλος του δίσκου. Τα πολύπλοκα μέρη τα διαδέχονται τμήματα υπερβολικής απλότητας και τα ροκ ξεσπάσματα με τα έντονα ακόρντα θα δίνουν τη θέση τους σε κλασικές κιθάρες. Όλα αυτά οδηγούν στο δέκατο έβδομο λεπτό, οπότε εισάγεται η δεύτερη υπνωτιστική μελωδία του πρώτου μέρους που μας φέρνει στις αναγγελίες των οργάνων. Αυτήν τη φορά το ρόλο αναλαμβάνει αρχικά το μπάσο για να υποβοηθηθεί στη συνέχεια από διάφορα όργανα και ιδιαίτερα τις ηλεκτρικές κιθάρες. Η είσοδος των σωληνωτών καμπάνων είναι επιβλητική και, με τη βοήθεια της γυναικείας χορωδίας και της κλασικής
κιθάρας, αποτελεί το πιο ταιριαστό φινάλε ενός μαγικού ηχητικού ταξιδιού.
Το δεύτερο μέρος (Tubular Bells, Part two)
Το ταξίδι όμως έχει και συνέχεια. Αρκεί να γυρίσετε το δίσκο από την άλλη πλευρά ή να αφήσετε το CD Player να παίζει. Εδώ το κλίμα είναι λίγο διαφορετικό, αν και παραμένουν αναλλοίωτη η γενικότερη αίσθηση και η τεχνοτροπία. Η όλη μουσική παραπέμπει πιο άμεσα σε κάτι που θυμίζει έντεχνη μπαλάντα ή μουσική δωματίου, παιγμένη όμως από κιθάρες. Αυτό συμβαίνει στα πρώτα οκτώ λεπτά, γιατί στη συνέχεια και με την είσοδο των κιθαρών (που στην αρχή μοιάζουν με μαντολίνα και μετά με πίπιζες), της γυναικείας χορωδίας και των τυμπάνων, θα οδηγηθούμε σε ένα εντελώς διαφορετικό μουσικό κλίμα. Για τρεισήμισι λεπτά θα είμαστε ακουστικοί μάρτυρες του ήχου που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του Oldfield και τον οποίο θα συναντήσουμε σε όλους τους επόμενους δίσκους του. Λίγο πριν από το δωδέκατο λεπτό θα φτάσουμε στην πιο έντονη στιγμή του δίσκου και σε αυτήν που θυμίζει περισσότερο από κάθε άλλη το συμβατικό τρίλεπτο τραγούδι. Στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά συμβατικό είναι, αν και σταδιακά θα εξελιχτεί στο "Tubular Bells II" στο "Altered State", στο οποίο γίνεται χρήση κάποιων σποραδικών λέξεων και στο "Tubular Bells III" σε κανονικό πλέον τραγούδι (στα πρότυπα του "Moonlight Shadow"), το "Man In The Rain" που αποτέλεσε και την πιο πρόσφατή του επιτυχία. Το "Tubular Bells" θα κλείσει με τη διασκευή στο παραδοσιακό τραγούδι "The Sailor's Hornpipe", που μας προσφέρει την πιο εύθυμη και χορευτική νότα του δίσκου. Έτσι, σε λιγότερο από 50 λεπτά, ο
Mike Oldfield κατάφερε να μας περάσει από όλα τα στάδια των ψυχολογικών μεταπτώσεων, να μας γνωρίσει όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής και να μας δώσει τη δυνατότητα να τη βιώσουμε με όλους τους πιθανούς τρόπους.
Οι συνέχειες: T.B. II και T.B. III
Στα χνάρια του μύθου
Ο
Mike Oldfield έβγαλε πάρα πολλούς δίσκους από το 1973 μέχρι σήμερα, μερικοί εκ των οποίων στέκονται στο ίδιο ποιοτικό και καλλιτεχνικό ύψος με το "Tubular Bells". Ξεπερνώντας τις ανασφάλειες και τους φόβους του, άρχισε από το 1979 και μετά να δίνει και ζωντανές παραστάσεις με μεγάλη επιτυχία και καθολική αποδοχή. Πολλοί μάλιστα ίσως να είχατε την τύχη να τον απολαύσετε στην αξέχαστη συναυλία που έδωσε τον Ιούλιο του 1981 στο Λυκαβηττό. Την ίδια επιτυχία είχαν και πολλά πασίγνωστα πλέον τραγούδια του, όπως το "Guilty", το "Moonlight Shadow", το "Family Man", το "Shadow On The Wall" και το "To France". Το όνομά του είχε γίνει τόσο κοινό, που το 1981 ήταν ο μόνος μουσικός μαζί με τον
Paul McCartney που βρισκόταν στον κατάλογο Whos Who των πιο σημαντικών προσωπικοτήτων της Αγγλίας.
Tubular Bells II
Τίποτα όμως δεν μπορούσε να συγκριθεί και να φτάσει την εμπορική επιτυχία και την κριτική αποδοχή που είχε καταφέρει με το "Tubular Bells", κάτι που αποδείχθηκε με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο όταν στις 31 Αυγούστου του 1992 έκανε την εμφάνισή του στις βιτρίνες των δισκοπωλείων το "Tubular Bells II". Οι κριτικοί δεν αγκάλιασαν αυτήν τη φορά το δίσκο και κατά τη γνώμη μου, τον αδίκησαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ δεν βρέθηκε κανένας να πει ούτε μια άσχημη κουβέντα, όλα τα γραπτά ήταν καυστικά και από παντού διέκρινες μια έντονη ειρωνεία για την ανάγκη του Oldfield να επαναλάβει τη μεγάλη του επιτυχία. Αυτό όμως ήταν κάτι για το οποίο τον πίεζαν πρώτα από όλους οι ίδιοι οι κριτικοί όλα αυτά τα χρόνια. Η παραγωγή αυτήν τη φορά ήταν τέλεια από κάθε άποψη. Δεν υπήρχαν τεχνικά λάθη, όπως ο μόνιμος θόρυβος των 100Hz που δέσποζε στο "Tubular Bells", και τα πάντα είχαν γίνει εκμεταλλευόμενα στο έπακρο την ψηφιακή τεχνολογία. Όλα σχεδόν τα όργανα ήταν και πάλι παιγμένα από τον ίδιο τον Oldfield και το τελικό αποτέλεσμα φέρει ευδιάκριτη τη σφραγίδα του παραγωγού
Trevor Horn που έχει την ικανότητα να μετατρέπει ό,τι αγγίζει σε ένα μαγικό χάδι για τα αφτιά.
Το "Tubular Bells II" ακολουθεί πιστά τη μουσική δομή του πρωτότυπου, την οποία μπορούμε πλέον να παρακολουθήσουμε πιο εύκολα, αφού οι δύο μεγάλες συνθέσεις έχουν χωριστεί (νοητά) σε επτά επιμέρους ενότητες, η κάθεμια και έχουν δοθεί τίτλοι και αριθμοί για να τις προσεγγίζουμε πιο εύκολα μέσω του CD. Ο ήχος είναι πιο μοντέρνος, η γενική αίσθηση πιο ευχάριστη, τα εφέ κυριαρχούν, αλλά η ουσία και το γενικό κλίμα παραμένουν αναλλοίωτα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι μελωδίες είναι ακριβώς οι ίδιες. Όπως και το αρχικό "Tubular Bells", έτσι και το "II" απαιτεί αρκετά ακούσματα μέχρι να ανακαλύψεις όλα τα μυστικά του και να να είσαι σε θέση να παρακολουθήσεις τη συνέχεια της μουσικής του ροής. Εκπλήξεις υπάρχουν πάντως αρκετές, με πιο χαρακτηριστικές την καταπληκτική κιθαριστική μελωδία στο "Red Dawn", την ένταση του "Altered State" και το φινάλε που πλέον έχει στιλ country. Στην παραγωγή και την ηχογράφηση συμμετέχει και ο Tom Newman, κάνοντας ακόμη πιο έντονους τους δεσμούς με το αρχικό "Tubular Bells" και ενισχύοντας τη συναισθηματική φόρτιση. Ήταν τόσο δυνατό το όνομα του "Tubular Bells", που, παρά τις μέτριες κριτικές, το "II" αναρριχήθηκε κατευθείαν στο νούμερο 1 της Βρετανίας, υποβοηθούμενο και από μια μαγευτική παράσταση στο κάστρο του Εδιμβούργου.
Tubular Bells III
Το φινάλε γράφτηκε πριν από ένα χρόνο και συγκεκριμένα στις 28 Αυγούστου του 1998 με την απρόσμενη αυτήν τη φορά κυκλοφορία του "Tubular Bells III" που φαίνεται να κλείνει οριστικά(;) το κεφάλαιο των ιστορικών "Σωληνωτών Καμπανών". Ηχογραφήθηκε στο νέο στούντιο του Oldfield στην Ibiza και είναι σαφώς επηρεασμένο από το εκεί κλίμα, τις μουσικές τάσεις της εποχής και ένα CD με μουσική
Techno που του έδωσε να ακούσει μια φίλη του. Όντως στο "Tubular Bells III" δεν ακολουθούν τόσο πιστά η δομή και η μουσική θεματολογία του αρχικού, ενώ κυριαρχούν οι χορευτικοί ρυθμοί. Μάλιστα έχουν φύγει τελείως το τμήμα με τις αναγγελίες των οργάνων, αλλά και το τελευταίο κομμάτι που έκλεινε τη δεύτερη πλευρά. Τη θέση του έχει πάρει η επιβλητική (και καθοριστική για το ύφος της σύνθεσης) είσοδος των σωληνωτών καμπανών, που οδηγούν πλέον στο οριστικό φινάλε ολόκληρου του δίσκου. Είναι ένα φινάλε αναμφίβολα μεγαλοπρεπέστατο και αισιόδοξο, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αρχική εισαγωγή του "Tubular Bells" που είχε κάτι το σκοτεινό, το υπνωτιστικό και το τρομακτικό.
Το
Rock ισοδύναμο της "Ενάτης Συμφωνίας"
Ο καλύτερος επίλογος έρχεται από τα χείλη του ίδιου του συνθέτη, του εμπνευστή και του δημιουργού του μνημειώδους αυτού έργου, που σε μια
συνέντευξη του 1991 είχε τοποθετήσει με τον πιο περιεκτικό τρόπο όλη τη μουσική φιλοσοφία που κρυβόταν πίσω από το "Tubular Bells": "Θέλω να δω κάποιον να έλθει και να παίξει τελείως διαφορετικά από τους υπόλοιπους. Να μη χρησιμοποιεί τις
κλίμακες των μπλουζ ούτε να γέρνει προς την τζαζ. Να δημιουργήσει κάτι εντελώς νέο από το τίποτα. Θέλω να δω περισσότερη ποικιλία, ειλικρίνεια, δημιουργικότητα, μοναδικότητα. Όχι απλώς τον καθένα να ακολουθεί τους υπόλοιπους όπως τα πρόβατα". Το "Tubular Bells" έκανε ακριβώς όλα αυτά και ίσως και περισσότερα πριν από 27 ολόκληρα χρόνια και είναι αναμφίβολα ένα έργο τέχνης. Ένας δίσκος και μια μουσική σύνθεση αναφοράς που άλλαξε τη ροή της σύγχρονης μουσικής και διατηρεί ακόμη και σήμερα την ίδια ισχύ και χαίρει της ίδιας και ίσως και μεγαλύτερης εκτίμησης. Η καλύτερη απόδειξη και η πιο περιεκτική περιγραφή του μνημειώδους αυτού έργου έρχεται από το δημοσιογράφο Paul Fowles που είχε γράψει πριν από τρία χρόνια στο περιοδικό Classical Guitar: "Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το Tubular Bells αποτελεί το ροκ ισοδύναμο της «Ενάτης Συμφωνίας» του Beethoven. Δεν υπήρχε κανένα άμεσο προηγούμενο και δεν έχει εμφανιστεί τίποτα παρόμοιο από την ημέρα της κυκλοφορίας του".
Αναλυτικά στοιχεία Tubular Bells I, II και III
Mike Oldfield
TUBULAR BELLS
Συνολική Διάρκεια: 48:50
(Part One: 25:00, Part Two: 23:50)
Ημερομηνία Έκδοσης: 25 Μαΐου 1973
Σύνθεση:
Mike Oldfield (εκτός από το τελευταίο τμήμα της δεύτερης πλευράς, το "The Sailors Hornpipe", που είναι παραδοσιακό και διασκευασμένο από τον
Mike Oldfield)
Εκτέλεση:
Mike Oldfield (πιάνο, γκλόκενσπιλ, όργανο farfisa, μπάσο
κιθάρα, ηλεκτρικές κιθάρες, ακουστικές κιθάρες, speed elec. guitars, taped motor drive amplifier organ chord, mandolin-like guitar, fuzz guitars, assorted percussion, flageolet, honky tonk, lowrey organ, tubular bells, τύμπανα ορχήστρας, guitars sounding like bagpipes, piltdown man, όργανο hammond, Ισπανική
κιθάρα, moribund chorus)
Επιπλέον Μουσικοί: Jon Field (φλάουτο), Lindsay Cooper (κοντραμπάσο με δοξάρι), Steve Broughton (ντραμς)
Χορωδίες: Nasal και Manor
Συνοδευτικά Φωνητικά: Sally Oldfield και Mundy Ellis
Αναγγελία Οργάνων: Viv Stanshall
Ηχογράφηση, Μείξη & Παραγωγή:
Mike Oldfield, με βοηθούς τους Tom Newman και Simon Heyworth στο στούντιο «The Manor» το φθινόπωρο του 1972 και την άνοιξη του 1973
Εξώφυλλο: Trevor Key
Εταιρεία: Virgin Records
Mike Oldfield
TUBULAR BELLS II
Συνολική Διάρκεια: 58:42 (30:33 & 28:09)
Ημερομηνία Έκδοσης: 31 Αυγούστου 1992
Σύνθεση-Εκτέλεση:
Mike Oldfield
Συνθέσεις-Διάρκειες:
Πρώτο μέρος
1. Sentinel (8:06)
2. Dark Star (2:16)
3. Clear Light (5:47)
4. Blue Saloon (2:58)
5. Sunjammer (2:32)
6. Red Dawn (1:49)
7. The Bell (6:55)
Δεύτερο μέρος
8. Weightless (5:43)
9. The Great Plain (4:46)
10. Sunset Door (2:23)
11. Tattoo (4:14)
12. Altered State (5:12)
13. Maya Gold (4:00)
14. Moonshine (2:20)
Προγραμματισμός και Ψηφιακή Ηχητική Επεξεργασία: Eric Cadieux
Εκτέλεση:
Mike Oldfield (ηλεκτρική
κιθάρα, κλασική
κιθάρα, fλαμένγκο
κιθάρα, δωδεκάχορδη
κιθάρα, ακουστικές κιθάρες, mandolon, banjo, double speed guitar, πιάνο, όργανο hammond, syntesizers και προγραμματισμός, timpani, glockenspiel, triangle, tambourine, cymbals, toy percussion, παλαμάκια, orchestral bass drum... και tubular bells)
Επιπλέον Μουσικοί: Jamie Muhoberac (πλήκτρα), John Robinson (ντραμς στο "Altered State"), Sally Bradshaw (φωνητικά), P.D. Scots Pipe Band και Celtic Bevy Band (πίπιζες)
Συνοδευτικά Φωνητικά: Susannah Melvoin, Edie Lehman και
Mike Oldfield
Ηχογράφηση: Steve MacMillan, Tom Newman, Tim Weidner και
Mike Oldfield
Μείξη: Steve MacMillan και
Mike Oldfield
Παραγωγοί:
Trevor Horn,
Mike Oldfield και Tom Newman
Εξώφυλλο: Trevor Key
Εταιρεία: Warner Music
Mike Oldfield
TUBULAR BELLS III
Συνολική Διάρκεια: 46:40
Ημερομηνία Έκδοσης: 28 Αυγούστου 1998
Σύνθεση-Εκτέλεση:
Mike Oldfield
Συνθέσεις-Διάρκειες:
1. The Souuce Of Secrets (5:34)
2. The Watchful Eye (2:09)
3. Jewell In The Crown (5:45)
4. Outcast (3:49)
5. Serpent Dream (2:53)
6. The Inner Child (4:41)
7. Man In The Rain (4:01)
8. The Top Of The Morning (4:26)
9. Moonwatch (4:25)
10. Secrets (3:20)
11. Far Above The Clouds (5:30)
Φωνητικά: Cara και Heather Burnett ("Man In The Rain"), Rosa Cedron ("The Inner Child"), Amar ("The Source Of Secrets", "Jewel In The Crown" και "Secrets"), Clodagh Symonds και Francesca Robertson ("Far Above The Clouds")
Ηχογράφηση: από το Δεκέμβριο του 1996 μέχρι τον Μάρτιο του 1998, στο στούντιο Ibiza Studio, το προσωπικό στούντιο του
Mike Oldfield
Μείξη: στο στούντιο London Studio από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 1998
Μηχανικοί ήχου:
Mike Oldfield με βοηθό τη Silvia Muller
Παραγωγή:
Mike Oldfield
Εξώφυλλο: BSS/Andy Earl
Εταιρεία: Warner Music
The Orchestral Tubular Bells
Mike Oldfield
THE ORCHESTRAL TUBULAR BELLS
Συνολική Διάρκεια: 50:46 (Part One: 26:10, Part Two: 24:36)
Ημερομηνία Έκδοσης: 17 Ιανουαρίου 1975
Σύνθεση: Mike Odlfield
Ενορχήστρωση και Διεύθυνση Ορχήστρας: David Bedford
Εκτέλεση: The Royal Philarmonic Orchestra, με τη συμμετοχή του
Mike Oldfield στην
κιθάρα
Ηχογράφηση: Σεπτέμβριος 1974 με τον εξοπλισμό και τους μηχανικούς του Manor Mobile
Μείξη: στο στούντιο Manor
Παραγωγή: David Bedford και
Mike Oldfield
Εταιρεία: Virgin Records
Δισκογραφία
Mike Oldfield
1. Tubular Bells/1973
2. Hergest Ridge/1974
3. The Orchestral Tubular Bells/1975
4. Ommadawn/1975
5. Boxed/1976
6. Incantations/1978
7. Exposed (live)/1979
8. Platinum/1979
9. QE2/1980
10. Five Miles Out/1982
11. Crises/1983
12. Discovery/1984
13. The Killing
Fields (soundtrack)/1984
14. Islands/1987
15. Earth Moving/1989
16. Amarok/1990
17. Heaven's Open/1991
18. Tubular Bells II/1992
19. Elements -
Mike Oldfield 1973-1991/1993
20. The Songs Of Distant Earth/1994
21. Voyager/1996
22. Tubular Bells III/1998
23. Guitars/1999
24. The Millennium Bell/1999
25.Light And Shade 2005
Το "Elements" είναι ένα τετραπλό box-set που περιλαμβάνει ολόκληρο το "Tubular Bells", καθώς και αποσπάσματα από τους υπόλοιπους δίσκους του, αλλά και όλα τα singles που είχε κυκλοφορήσει ο Oldfield μέχρι το 1991.
Δικτυακοί Τόποι
• The Official
Mike Oldfield website
•
Mike Oldfield-Tubular Places
Πηγές:
in.gr
MikeOldfield.com
Tubular.net