ελληνική μουσική
    498 online   ·  211.119 μέλη
    gate: Γιάννη, πολύ σημαντικές οι παρατηρήσεις σου. Έχω να κάνω μόνο μερικά σχόλια.
    Κατρχήν, καλά κάνεις και αναφέρεις τη διάκριση μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής. Λίγοι τη γνωρίζουν.
    Αναφέρομαι ασφαλώς στην εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική και λέω «ασφαλώς», γιατί, εκ των πραγμάτων, δε θα μπορούσα να αναφέρομαι στην κοσμική. Πέραν από το γεγονός ότι η κοσμική αφορά, όπως φανερώνεται και από το όνομά της, στην μουσική εκτός του χώρου της εκκλησίας – οπότε στο παραπάνω κείμενο δε θα μπορούσα να αναφέρομαι σε αυτήν – επίσης η μουσική αυτή είναι στη μουσικολογία ο «άγνωστος τόπος». Δεν γνωρίζουμε παρά ελάχιστα στοιχεία γι’ αυτήν κι αυτά από διάφορες περιγραφές κληρικών και σταυροφόρων της εποχής ή και Περσών απεσταλμένων στο Βυζάντιο, αλλά και από τα αρνητικά σχόλια που δεν παρέλειπαν να κάνουν συχνά οι πατέρες της εκκλησίας γι’ αυτήν, σε χειρόγραφά τους. Διάφορα εγχειρήματα των υστέρων χρόνων, για απόδοση ηχητική της μουσικής αυτής δεν αποδίδουν τελικά παρά μόνο κατά προσέγγιση αυτό το μουσικό είδος. Πηγές δε για τη δημιουργία του ηχητικού αποτελέσματος αυτών των εγχειρημάτων αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, και τα ακριτικά τραγούδια.

    Πράγματι επίσης, στα πρωτοχριστιανικά χρόνια δεν υπήρχαν ψάλτες. Τον ρόλο αυτό επωμιζόταν ο λαός, ο οποίος προσερχόταν στις κατακόμβες, για να τελέσει τη λειτουργία (πολύ απλή στην αρχή – αποτελούμενη σχεδόν ολοκληρωτικά μόνο από τους ύμνους του Δαβίδ). Μέχρι τον 4ο αι., ο λαός έψαλλε με τον «κατά συμφωνία» τρόπο, δηλαδή έψαλλαν όλοι μαζί. Από τότε όμως καθιερώθηκαν και άλλοι δύο τρόποι, δηλαδή ο «καθ’ υποφωνία» (δηλαδή έψαλλε ένας μόνο και οι υπόλοιποι – δηλαδή ο λεγόμενος χορός – ή συνέψαλλε μαζί του τους τελευταίους στίχους ή έψαλλε ένα μέρος του στίχου ή επαναλάμβανε στίχο που είπε τελευταίο ή έψαλλε το «αμήν» κ.α.) και ο «κατ’ αντιφωνία» τρόπος (δηλαδή ο λαός δημιουργούσε δύο χόρους και έψαλλε μία ο ένας και μία ο άλλος χορός). Με την πάροδο όμως των χρόνων και κυρίως με την εξάπλωση του χριστιανισμού, όσο στους χώρους λατρείας συναθροίζονταν ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι και όσο τα υμνογραφήματα των λειτουργιών εμπλουτίζονταν, γίνονταν πιο δύσκολα και πιο σύνθετη, τόσο εμφανιζόταν έντονη η ανάγκη το έργω της υμνωδίας να το αναλάβουν ορισμένα πρόσωπα, που να γνωρίζουν την τέχνη, ώστε να μη δημιουργείται εξάλλου και χασμωδία. Η «τάξη των ψαλτών» επισήμως καθιερώνεται τελικά με τον ΙΕ΄κανόνα της Λαοδίκειας Τοπικής Συνόδου το 360 μ.Χ.: «Μόνο οι κανονικοί ψάλται ψάλλουσιν επ’ εκκλησίας».
    Όσο για το ψαλτήρι, αυτό στα αρχαία χρόνια σήμαινε κάθε έγχορδο όργανο που παιζόταν απευθείας με τα χέρια, χωρίς βοήθεια πλήκτρων, ενώ ως ψάλτης, στο αρχαιοελληνικό λεξικό των liddell-Scott, ορίζεται ο παίζων την κιθάρα. Στα χρόνια τα Παλαιάς Διαθήκης, το ψαλτήρι είναι όργανο συγκεκριμένο και όχι κατηγορία οργάνων, όργανο το οποίο μοιάζει πολύ με το σημερινό κανονάκι, γι΄αυτό και το τελευταίο συνηθίζουμε ν το λέμε και ψαλτήρι, όπως το λες κι εσύ Γιάννη. Αυτή την ονομασία του γνώστη του οργάνου αυτού ως ψάλτη, ομολογώ πως δεν την ήξερα. Φαντάζομαι ότι είναι βέβαια πιθανό, εφόσον ήδη, όπως είδαμε, από τα αρχαία χρόνια ο όρος χρησιμοποιούνταν για τον μουσικό της κιθάρας, ενός οργάνου ασφαλώς υπαγόμενου, λόγω της μορφής και του παιξίματός του, στην τότε εννοια του ψαλτηρίου. Ωστόσο δε νομίζω ότι θα ήταν και τόσο άδικο να χρησιμοποιείται ο ίδιος όρος του ψάλτη, για να υποδηλώνει και τον υμνωδό την εκκλησίας αλλά και τον γνώστη του οργάνου που ονομάζουμε κανονάκι, και τούτο γιατί το ψαλτήρι ή κανονάκι είναι το μοναδικό όργανο που υπάρχει αυτή τη στιγμή και μπορεί να αποδίδει στο έπακρο τους ήχους (τρόπους) της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, τους οποίους αποδίδει με τη φωνή του ο ψάλτης της εκκλησίας. Εξάλλου όπως είπαμε ο όρος ψάλτης ως υποδηλωτικός του ανθρώπου που έχει αναλάβει το έργο της υμνωδίας στο ναό, έχει καθιερωθεί επισήμως ήδη από τη Λαοδίκεια Σύνοδο.

    Όσο για το ρόλο και κατ' επέκταση την ευθύνη του κόσμου, στη "μέθεξη στα δρώμενα της θείας λατρείας", όπως πολύ όμορφα λες, δε θα διαφωνήσω μαζί σου. Μονο που εξακολουθώ να πιστεύω ότι η ευθύνη του ψάλτη εν προκειμένω είναι πολύ μεγαλύτερη. Η μουσική, όταν αποδίδεται όχι μόνο σωστά μουσικά αλλά και όταν κινείται προς ένα σκοπό (στη συγκεκριμένη περίπτωση: την ψυχική ανάταση, την κατάνυξη, τη μέθεξη...) μπορεί να συμπαρασύρει το ακροατήριό της εκεί που θέλει, ακόμα κι αν κάποιος ακροατής της ούτε καν το είχε υποψιαστεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί ποτέ στους μυστικούς τόπους που τον μεταφέρει. Είναι πολύ περισσότερο πιθανό η λειτουργία να καταντήσει παράσταση από τους μετέχοντας ενεργά στο τελετουργικό αυτής (ψάλτες, ιερείς) παρά από τους μετέχοντες "παθητικά" (δεν είναι ακριβής ο όρος, γιατί και πάλι οι άνθρωποι που προσέρχονται στην εκκλησία δεν είναι παθητικοί δέκτες αλλά είναι το σώμα, ο κορμός του τελετουργικού που διαδραματίζεται. Χωρίς αυτούς λειτουργία δε θα μπορούσε να γίνει. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει νομίζω πως πολλές αρμοδιότητές τους πλέον, σε σχέση με τα αρχαία χρόνια, έχουν εκλείψει).


    gate: Αντρέα, ευχαριτώ για τα λόγια σου. Εύχομαι σύντομα να μάθουν όλοι περισσότερα για τη μουσική αυτή

    gate: Γιώργο έχω σκοπό να ασχοληθώ αναλυτικότερα με το θέμα της σημασίας της μονοφωνίας για τη Βυζαντινή Μουσική, στο επόμενο άρθρο, θέμα του οποίου θα είναι ο τρόπος εκτέλεσης και περαιτέρω ερμηνείας της Βυζαντινής Μουσικής, οπότε εκεί θα βρούμε ξανά την ευκαιρία να το σχολιάσουμε περισσότερο. Πράγματι όμως, για να σχολιάσω ,έστω επιγραμματικά, τα τελευταία σου λόγια, η μονοφωνία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την απλότητα. Είναι ίσως ο δρόμος που πρέπει να ακολουθεί για να αναδειχθεί, στο πλαίσιο της βυζαντινής μουσική τουλάχιστον. Απλότητα = καθαρότητα στο ύφος = διαύγεια στη μουσική εκτέλεση = αποφυγή τής προκλητικά υπερβολικής δεξιοτεχνίας των εκτελεστών (τις μανούβρες που λες κι εσύ) = με λίγα λόγια: κατάνυξη..., κάτι που αποτελεί το σκοπό που επιδιώκει η μουσική αυτή.

    Υ.Γ. Σου είμαι ευγνώμων για το κολακευτικό σου σχόλιο. Ξέρω πόσο αυστηρός είσαι στη μουσική, επομένως μπορώ να πω ότι είμαι τυχερή που πέρασα τις δύσκολες εξετάσεις σου.

    gate: Η ύδραυλις ανήκει στα αρχαία πνευστά (έμπνευστα ή εμπνευστικά) όργανα, μεταξύ του αυλού, του πλαγίαυλου, της σύριγγος του Πάνα και της σάλπιγγος. Στην αρχαιότητα και κυρίως στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής μουσικής υπήρχαν ασφαλώς και κρουστά και έγχορδα όργανα. Επιγραμματικά μόνο να πουμε ότι στα κρουστά των αρχαίων ανήκουν το τύμπανον (ή τύπανον), τα κύμβαλα, ο κώδων, το σείστρον, τα κρόταλα και ο δίσκος, ενώ στα έγχορδα η λύρα, η βάρβιτος, η φόρμιγξ, η κιθάρα, το τρίγωνο, η σάμβυξ, η μάγαδις, ο φοίνιξ, η πηκτίς και η πανδούρα.
    Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η προσπάθεια της ανάπλασης και ανασύνθεσης αυτών των αρχαίων οργάνων, όπως αυτής του Κέντρου των Δελφών και να σημειώσουμε πως δεν είναι ευτυχώς η μόνη που έχει παρατηρηθεί. Και άλλοι έχουν επιδιώξει τόσο την ανασύνθεση αρχαίων μουσικών οργάνων, όσο και τον ανασχηματισμό των αρχαίων μελών με βάση την προσωδία του στίχου (όπως οι χαρακτηριστικές και ιδιαίτερα προσεγμένες δουλειές του Πέτρου Ταμπούρη: "Μέλος Αρχαίον").
    Πάντως, εφόσον το θέμα μας είναι για την ύδραυλη, να σημειώσουμε επίσης ότι αυτή η παραγωγή ήχου μέσω της υδραυλικής πίεσης του αέρα (ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο λειτουργεί το μουσικό αυτό όργανο) ήταν μια ιδέα του Πλάτωνα, ο οποίος την εφάρμοσε σε ένα ρολόι, στο οποίο οι ενδείξεις των ωρών διακρίνονταν από τον χαρακτηριστικό ήχο, που πήγαζε από την υδραυλική πίεση του αέρα σε ειδικούς σωλήνες (βλ. Αθην. Δ' 174Β, 75). Όσο δε για τον εφευρέτη της, η κρατούσα άποψη είναι αυτή που αναφέρεται και στο παραπάνω κείμενο, ότι δηλαδη ανακαλύφθηκε από τον έλληνα μηχανικό Κτησίβιο, ωστόσο κάποιοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η εφέυρεση της ύδραυλης ανήκει στον Αρχιμήδη.

    gate: Yianni υπέροχο το κείμενό σου. Για μια ακόμη φορά, μας ταξιδεύεις και ανασύρεις τον πλούτο που κρύβει ο βυθός της ελληνικης μοσικής.
    Πολλοί είναι οι μουσικοί θησαυροί μας που χάθηκαν σε ναυάγια, από αδέξιους χειρισμούς και που μένουν ανεκμετάλλευτοι και κυρίως με μηδαμινή αναγνώριση και αντιμετωπίζονται στις μέρες μας ιδίως - ανόητα και αλλόγιστα - με εκνευριστικό σνομπισμό.

    gate: Νίκο, έχω έναν λόγο παραπάνω να μην είμαι αντικειμενική στην κρίση μου, ειδικά για τους στίχους σου αυτούς. Η αλήθεια είναι πως γνωρίζοντας αρκετά από εκείνα που κρύβεις πίσω από το νόημά τους, τους εκτιμώ τελείως διαφορετικά από κάποιον ίσως που δεν τα γνωρίζει.
    Έστω όμως...Από αυτήν την οπτική, έχω δύο παρατηρήσεις:
    - γνωρίζοντας τι εννοείς σε κάθε λέξη σου, τους θεωρώ εξαιρετικούς, για τη σύλληψη και τον τρόπο, με τον οποίο αποδίδεις τα νοήματα
    - είναι όμως τόσο πολύ γρίφος η γραφή σου, για όσους δεν ξέρουν τι εικόνες και παραστάσεις έχεις εσύ στο μυαλό σου, που ίσως να τους αδικήσουν ή να τους θεωρήσουν σκόρπιες λέξεις.

    Κάποιες φορές, εκφράζοντας κάτι πολύ δικό μας, σίγουρα όχι μόνο δυσκολευόμαστε να το αποδώσουμε κατανοητά στους υπολοίπους, αλλά δεν το έχουμε και πολλή ανάγκη...
    Ξεχνάμε όμως, ότι δεν έχουμε εμείς και μόνο το προνόμιο των συναισθημάτων μας. Πολλοί μπορεί να αισθάνονται σαν κι εμάς κι είναι πραγματικά πολύ σημαντικό για όλους μας, διαβάζοντας τα λόγια κάποιου, να μπορούμε μέσα στην πρωτότυπη για εμάς γραφή του, να βρίσκουμε δικά μας συναισθήματα και σκέψεις.
    Κι όταν επιλέγουμε μάλιστα να δημοσιεύουμε στίχους ή λόγια μας, πρέπει για λίγο να βασανιστούμε ώστε κάποια σημεία της γραφής μας, που για μας ή για τους λίγους που μας ξέρουν να είναι μεν απόλυτα κατανοητά, να γίνουν κατανοητά και στους υπολοίπους. Αυτό δεν είναι ανάγκη να γίνεται "σκοτώνοντας" τον συμβολισμό, τον οποίο, όπως φαίνεται, πολύ αγαπάς. Ακόμα και ο συμβολισμός πρέπει να κατευθύνει όμως τη σκέψη μας σε σαφείς δρόμους, όχι να μας περιορίζει αλλά να μας κάνει στο τέλος της ανάγνωσης να σκεφτόμαστε "...ναι, πράγματι, αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να εκφράσεις αυτό το συναίσθημα..., ο ακριβής συμβολισμός...".

    Είμαι σίγουρη, πως αν κάποια σημειά της γραφής σου είχαν αυτήν την παραπάνω καθαρότητα (και το λέω πάντα, γνωρίζοντας τι εννοείς πίσω από τις λέξεις σου, όπως εσύ μου το έχεις εξηγήσει), τότε ο αναγνώστης τους δε θα έλεγε απλώς "πολλή όμορφη εσωτερική γραφή" αλλά "πολλή όμορφη γραφή και πρωτότυπη απόδοση των νοημάτων"

    gate: Πολυ ενδιαφέρουσα αυτή η εκδοχή μουσικής έκφρασης, πραγματικά Tanya και θεωρώ ότι και το σχόλιο του Yianni είναι πολύ σημαντικό.
    Βέβαια δύσκολα θα μπορούσε η μουσικη να προσδιοριστεί ως το ηχητικό αποτέλεσμα που παράγεται από συγκεκριμένες πηγές. Και λέω "δύσκολα" για να μη χρησιμοποιήσω τη λέξη "άδικα". Αν υπάρχει κάποιος περιορισμός ή καλύτερα κάποιο κριτήριο για να αποδώσουμε σε κάποιο άκουσμα τον όρο "μουσική", αυτό θα ήταν κατά βάση ο ρυθμός και η μελωδία, αλλά και η αρμονία, μεγέθη που από την αρχαιότητα, σε κάθε λαό, αποτελούσαν το κριτήρια και τα βοηθήματα δημιουργίας μιας μουσικής. Το άκουσμα δε αυτής της μουσικής μπορεί κατ' αυτόν τον τρόπο να παράγεται από οποιαδήποτε πηγή, χωρίς περιορισμό, εφόσον πάντα τηρούντα τα παραπάνω κριτήρια.
    Κάποιοι αποσπασματικοί ήχοι που παράγονται από τη φύση, μόνοι τους ίσως να μην μπορούν πράγματι να θεωρούνται "μουσική". Αυτό όμως ισχύει και για κάθε ήχο αποσπασματικό που μπορεί να παραχθεί από ένα όργανο. Το άκουσμα ένος ήχου που αντιστοιχεί για παράδειγμα σε κάποιον φθόγγο, παραγόμενο από ένα όργανο, μόνο του αυτό καθεαυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί μουσική. Όταν όμως ενσωματωθεί στο μέλος της φράσης μιας μουσικής περιόδου, που ανήκει περαιτέρω και αυτή σε ένα μουσικό κομμάτι, τότε έχει ήδη υποστεί την ευεργετικη επίδραση του ρυθμού και έχει γίνει κομμάτι της παραγόμενης μελωδίας, φτιάχνοντας "μουσική".
    Η φύση παράγει ήχους ασφαλώς, είτε, όπως είπες Yianni, μέσω του θροϊσματος των φύλων, είτε μέσω του κελαρίσματος των νερών, είτε μέσω του συριγμού του αέρα και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που αναγνωρίζουμε συγκεκριμένους τόνους από το άκουσμά τους. Δύσκολα κι εγώ θα ονόμαζα, έτσι εκ πρώτης όψεως, όλα αυτά ως μουσική, όμως η ενσωμάτωσή τους, στο βαθμό και στο μέτρο που μπορούν να παράγουν ήχο σε συγκεκριμένη τονικότητα, μέσα σε μια μελωδία, της οποίας η δημιουργία υποβοηθείται και από άλλα μέσα, τότε στο ενιαίο αυτό σύνολο, μπορούν να γίνουν κομμάτι μουσικής. Και ασφαλώς ο ήχος της πέτρας, εν προκειμένω, μπορεί πολύ όμορφα να χρησιμεύσει σε αυτό το έργο.
    Μην ξεχνάμε επίσης πως τα υλικά της φύσης μπορούν σχεδόν αυτούσια και χωρίς την υποβοήθηση ολοκληρωμένων μουσικών οργάνων, να παράγουν μόνα τους μουσικη. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στις καμπάνες. Να σημειώσουμε πως ο ήχος που παράγουν τα μέταλλα αυτά μπορεί να είναι τελείως διαφορετικός, ανάλογα τόσο με το πάχος όσο και με το γενικότερο μέγεθός τους. Σε μεγάλα κωδωνοστάσια, χρησιμοποιούν πολλών ειδών καμπάνες, όπου ή καθεμιά παράγει ήχο σε διαφορετικό ύψος και όλες μαζί μπορούν διαδεχόμενες η μία την άλλη να διαμορφώσουν μια μουσική κλίμακα, η οποία μπορεί να χρησιμεύσει στη δημιουργία μουσικής. Κάθε καμπάνα δηλαδή παίζει κατά κάποιο τρόπο το ρόλο ενός μουσικού φθόγγου, μιας νότας. Γι' αυτό και συχνά, ακόμα και σήμερα, ακούμε ιδίως σε μοναστήρια, όπου έχουν μεγάλα κωδωνοστάσια, να "παίζονται" μέσω των καμπάνων, μέλη βυζαντινά.

    gate: Ασφαλώς και μπορούμε Jorge.
    Να συνεννοηθούμε και να το οργανώσουμε :)

    gate: Εξαιρετική η δουλειά σου Ελένη.Πολλές και πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
    Θα είχε πραγματικά πολύ ενδιαφέρον να γνωρίζαμε πώς ήταν πραγματικά μια αρχαία μελωδία και τι αίσθηση θα μπορούσε να δημιουργήσει.
    Βρίσκω λοιπόν ευκαιρία από το άρθρο σου για να αναφέρω κάποιες προσπάθειες που έχουν γίνει κατά καιρούς για τον ανασχηματισμό των αρχαίων μελωδιών, με βάση όσα στοιχεία διαθέτουμε γι' αυτές και πραγματικά είναι εντυπωσιακές:
    - τον 17ο αι. ο γερμανός Athanasius Kircher παρουσιάσε το έργο του "Musurgia Universalis". Σε αυτό επεχείρησε ανασχηματισμό της αρχαίας μελωδίας στους στίχους της πρώτης Πυθικής ωδής του Πινδάρου
    - στα τέλη 17ου - αρχές 18ου αι. ο Benedetto Marcello ανασχημάτισε αρχαία μελωδία για τον ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα
    - κατά το 19ο αι. πολλοί επίσης ήταν εκείνοι οι συνθέτες που επεχείρησαν να μελοποιήσουν αρχαία ποίηση, όπως οι C.Hubert, H. Parry, Tertius Noble, Xavier Leroux, G.A. Macfarron, C. Wood και άλλοι
    - τον 20ο αι. πάλι σημειώθηκε ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον ανασχηματισμό αυτό των αρχαίων μελωδιών. Ενδεικτικά αναφέρω την ηχογράφηση από την εταιρία Parlophon του τραγουδιού του Σεικλου και του ύμνου προς τον Ήλιο του Μεσομήδη, από χορωδία καθώς και τους δίσκους με τίτλο "ancient and oriental music, by E. Wellesz" το 1957. Ενώ στην Ελλαδα αναφέρω ενδεικτικά τον Κωσταντίνο Αγαθόφρονα Νικολόπουλο, τον Ιωάννη Σακελλαρίδη, τον Γ. Πακτίκο, τον Θ. Πολυκράτη, τον Ι. Ρεμαντά και τον Κ. Ψάχο που έχουν μελοποιήσει κείμενα της αρχαίας ελληνικής ποίησης.
    Υπάρχει μάλιστα για όποιον ενδιαφέρεται ορισμένες δισκογραφικές δουλειές του Πέτρου Ταμπούρη, ο οποίος έχει ασχοληθεί για πολλά χρόνια και έχει προσφέρει σημαντικό έργο όχι μόνο στο είδος αυτό αλλά και στη βυζαντινή μουσική και στο παραδοσιακό τραγούδι. Λοιπόν θα πρότεινα τις δουλειές του :
    - "Μέλος αρχαίον - secular music of greek antiquity"
    - "Μέλος αρχαίον - sacred music of greek antiquity"

    στα οποία έχει ηχογραφήσει κάποιες από τις μελοποιήσεις ορισμένων ελλήνων συνθετών που προανέφερα. όπως του Νικολόπουλου και τουΣακελλαρίδη και πραγματικά αποτελούν ξεχωριστή δουλειά...
    Και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η μουσική που έχει ηχογραφηθεί στις δουλειές αυτές του Ταμπούρη, έχει αποδοθεί από αρχαιοελληνικά όργανα, όπως αυτά έχουν ανασκευασθεί στις μέρες μας, όπως κίθαρι, πυκτίδα, πανδουρίδα, βάρβιτους, ρόπτρο, άσκαυλους και άλλα.

    gate: Είναι πραγματικά, Κώστα, αδιαμφισβήτητο ότι ο βυζαντινός πολιτισμός, με το κατά κύριο λόγο χριστιανικό χρώμα του και η ελληνική διανόηση, στη σχέση τους στην περίοδο του Βυζαντίου, πέρασαν αρκετές διακυμάνσεις. Έτσι, ενώ αρχικά η βάση της σχέσης τους ήταν να βρίσκονται σε σύνθεση, συχνά, στη συνέχεια, ορισμένες περιστασιακές αφμισβητήσεις από τις δύο πλευρές, οδηγησαν στην "επιλεκτική σύνθεση". Οι βυζαντινοί πραγματικά λόγιοι που τάσσονταν στο μέρος της ολοένα και ενισχυόμενης χριστιανικής πίστης, ΕΠΕΛΕΓΑΝ από την κλασική αρχαιότητα το υλικό εκείνο που συχνά αποτέλεσε και τη βάση της σκέψης τους (κυρίως Πλάτωνα και Αριστοτέλη). Κυρίως μάλιστα, μετά την περίοδο της εικονομαχίας, οπότε και η ζηλωτική στάση των εκπροσώπων του χριστιανικού βυζαντινού κόσμου, είχε αρχίσει περισσότερο να φθείνει και πλέον αναζητούσαν μεθόδους σκέψης προς απόδειξη της αλήθειας των δογματικά και μόνο προβαλλόμενων, όλον αυτόν τον καιρό, πατερικών διδασκαλιών, η θεολογική σκέψη προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της εκτός λογικής πεποίθησης που δημιουργεί στον άνθρωπο απλά η πίστη και στη νοησιαρχικη μεθοδολογία του νεοπλατωνισμού και του αριστοτελισμού. Πολλοί γι' αυτό ήταν και οι άνθρωποι του πνεύματος που καλλιέργησαν αυτή τη σύνθεση (ασφαλώς όπως εννοείς κι εσύ...επρόκειτο για επιλεκτική σύνθεση). Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε τους: Φώτιο, Αρέθα, Μιχαήλ Ψελλο, Ιωάννη Ιταλό, Ιωάννη Μαυρόπου, Αγ. Συμεών το νέο Θεολόγο, Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνός, Νικηφόρο Βλεμμύδη, Νικηφόρο Χούμνο, Νικηφόρο Γρηγορά, Γεώργιο Κύπριο, Αγ. Γρηγόριο Παλαμά, Νικόλαο Καβάσιλα, Αγ. Μάρκο Ευγενικό και πολλού πολλού ακόμα που είτε ασχολήθηκαν και καλλιέργησαν περισσότερο το αριστοτελικό είτε το νεοπλατωνικό έργο).

    Είναι αλήθεια επίσης ότι ιδίως κατά τους πρώτους χρόνους της βυζαντινής λεγόμενης περιόδου, η διαλεκτικη αντιπαράθεση των δύο μεγεθών που αναφέραμε πιο πάνω, υπήρξε ιδιαίτερα έντονη (κυρίως για τους λόγους που έγραψα και στο προηγούμενο σχόλιο). Η αντιπαράθεση γινόταν με τη μορφή της εξουδετέρωσης εκ μέρους της κάθε πλευράς είτε της ζηλωτικης και δογματικής αυθεντίας των χριστιανικών διδασκαλιών που επίσημως προστάτευε συνήθως η εκάστοτε διακυβέρνηση είτε της νοθευμένης με μεταφυσικές αναζητήσεις νοησιαχικης μεθοδολογίας των αρχαίων φιλοσόφων, όπως αυτή πλέον εκφραζόταν από τους εκάστοτε αιρεσιάρχες που παρουσιάζονταν με το προκάλυμμα της αυθεντικής και γνήσιας επιθυμίας της διαφύλαξης του αρχαίου πολιτισμού, κάτι το οποίο ασφαλώς και δεν ήταν πραγματικότητα (βλ. ¶ρειο, Απολλινάριο, Νέστορα κ.α.). Είναι λογικό λοιπόν και οι δύο πλευρές να ανζητουσαν ιδίως σε τέτοιες περιόδους ερεισματα, μεταξύ άλλων, σε κείμενα ελληνικου πολιτισμού που θα μπορουσαν να τους εξυπηρετούν και να αποφεύγουν τη διάδοση κειμένων που ίσως να μην "τους βόλευαν", όπως λες σωστά Κώστα.

    ΟΜΩΣ

    Δεν πρέπει ως προς αυτό να δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις. Ο επικουρισμός για παράδειγμα σίγουρα πολεμήθηκε για καιρό από τους εκκλησιαστικούς χώρους, με το αιτιολογικό ότι εισήγαγε "καινά δαιμόνια" κυρίως με τη διδασκάλία περί ηθικής. Και λίγα πραγματικά από τα έργα του έχουν διασωθεί. Η εξαφάνιση όμως των υπολοίπων δε σημαίνει απαραίτητα ότι έγινε μετά από δόλιες ενδεχομένως και ζηλωτικές ενέργειες χριστιανών για παράδειγμα που τα κατέστρεψαν. Κι αυτό αποδεικνύεται νομίζω επαρκώς από το γεγονός ότι τα έργα του περί ηθικης, τα οποία προκάλεσαν ήδη από τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού ως τον 4ο αιώνα (όπου η σχολή του Επικουρου έκλεισε) μεγάλη αναταραχή και έγιναν αντικείμενο σφοδρής επίθεσης από τους φανατικούς, ζηλωτές χριστιανούς (που ήτανπολλοι πραγματικά την πρώτη περίοδο του χριστιανισμού - και λογικό, κατά ένα βαθμό, γιατί μην ξεχνάμε πως είχαν μόλις αρχίσει να ορθοποδίζουν μετά από πόσα χρόνια διωγμών, επί χρόνων ρωμαϊκών) και τα οποία έδωσαν το έρεισμα ώστε ο "επικουρισμός" να ταυτιστεί με την ακολασία, διασώθηκαν αυτουσια έως τις μέρες μας (διασώζονται κυρίως στην Βιβλιοθήκη του Βατικανού)...
    Πέραν τούτου οι ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ αιρεσιάρχες που ταυτόχρονα εκείνη την εποχή ήταν και λάτρεις του ελληνικού πολιτισμού, τον οποίο ήθελαν και να αναβιώσουν αρκετά ωστόσο νοθευμένο μέσω του κατόπτρου των μεταφυσικών αναζητήσεων της εθνικής θρησκείας βάσιζαν ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟ ΛΟΓΟ την ιδεολογία τους στη νοησιαρχική μεθοδολογία των αρχαίων συγγραφέων,τους οποίους επικαλούνταν και οι χριστιανοί λόγιοι, όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης (βλ. π.χ Αρειανισμός ή Νεστοριανισμός. Δεν υπήρχε λοιπόν τόσο θέμα "βολέματος" όσο "ερμηνείας" (και από τις δύο πλευρές φυσικά) [Εξάλλου κανένα κείμενο της ελληνικης φιλοσοφίας δε θα μπορούσε να είχε γραφεί, με σκοπό μελλοντικά να εξυπηρετήσει και να αποτελέσει τη βάση θεμελίωσης νέων θρησκειών ή αιρέσεων, είτε πρόκειται για τον χριστιανισμό, είτε για τον αρειανισμό είτε για τον γνωστικισμό είτε για ο,τιδήποτε άλλο...Επομένως λανθασμένα νομίζω ξεκινάμε από τη βάση της επιλογής των ελληνικών κειμένων βάσει της σκοπιμότητας που θα μπορουσαν αυτά να έχουν. Υπάρχει μόνο σκόπιμη ερμηνεία εν προκειμένω. Κι αυτό φαίνεται καθαρά στο έργο του Επίκουρου που αναφέρεις κι εσύ, καθώς ως προς αυτό έχουν παρατηρηθεί στην ιστορία δύο αντιφατικές συμπεριφορές από τον χριστιανικό κόσμο: 1. η καθ' ολοκληρίαν απόρριψή του, βάσει σχετικής ερμηνείας του έργου του περί ήθικής, το οποίο κρίθηκε ως "ακόλαστο" ...και 2. στη συνέχεια - μετά από πολλούς αιώνες βέβαια - η αναγνώριση ότι το έργο του περί ηθικής όχι απλώς δεν πρέπει να ταυτίζεται με την ακολασία αλλά μπορεί να γίνει βάση για την περαιτέρω θεμελίωση της χριστιανικής διδασκαλίας περί ηθικής (κυρίως βάσει της διάκρισης μετάξύ καταστηματικής και κατά κίνησην ηδονής που επιχειρει ο Επίκουρος)]

    Εξάλλου το γεγονός ότι οι μοναχοί ή ορισμένοι λόγιοι επέλεγαν για αντιγραφή τα κείμενα των αρχαίων επι των οποίων θα μπορουσαν να θεμελιώσουν και τη "λογική" ή τον τρόπο σκέψης καλύτερα, ως ένα βαθμό, και της θεολογίας, δε σημαίνει ότι κατέστρεφαν τα αρχαία κείμενα άλλων συγγραφέων. Η διάσωση των αρχαίων κειμένων κατά μεγάλο βαθμο έγινε ασφαλώς από τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι μοναχοί και οι λόγιοι, ωστόσο δεν ήταν οι μόνοι που είχαν επωμιστεί αυτόν το ρόλο. Υπήρχαν ασφαλώς και οι θιασώτες της άλλης πλευράς, που ασφαλώς, όπως και στην πλευρά των υποστηρικτών της επικράτησης της χριστιανικής θρησκείας, επιδιώκοντας την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, κατέβαλαν ανάλογες προσπάθειες, και συχνά με ιδιαίτερο ζήλο αλλά και φανατισμό (σε περιόδους κυρίως αιχμής της διαλεκτικής αντιπαράθεσης που λέγαμε παραπάνω).
    Έτσι ενδεικτικά αναφέρω ότι ο Ιουλιανός συγκέντρωσε πλήθος συγγραμμάτων σε μία προσωπική βιβλιοθήκη, τα οποία, λόγω της μεγάλης έκτασής τους, τοποθέτησε στην βιβλιοθήκη που ήδη είχε νωρίτερα κατασκευάσει ο Κωνστάντιος ο Β' (σε σχειτκή προσπάθεια που είχε επιχειρήσει και ο ίδιος για την διάσωση μνημείων της ελληνικής διανόσης). Η βιβλιοθήκη αυτή με τον καιρό οργανώθηκε με τον καλύτερο τρόπο και μετά την ίδρυση του Πανδιδακτηρίου (επί εποχής Θεοδοσίου Β, με τη σημαντική συμβολή της συζύγου του αυτοκράτειρας Ευδοκίας το 425 μ.Χ.) η βιλιοθήκη καθώς και το αντιγραφικό εργαστήρι που περιείχε περιήλθαν στο "πανδιδακτήριο". Να σημειωθεί λοιπόν στο σημείο αυτό ότι το Πανδιδακτήριο, την εποχή εκείνη ήδη ξεπερνούσε τους 100.000 τόμους βιβλιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η πολυάριθμη συλλογή των συγγραμμάτων που ο Ιουλιανός διέσωσε (και μπορεί κανείς να φανταστεί εύλογα ότι ο Ιουλιανός ασφάλώς και με δεδομένο τον φανατισμό του κατά του χριστινικού πολιτισμού, θα επιχειρούσε, όπως και το έκανε, να διασώσει κείμενα, που οι κάποιοι ζηλωτές μοναχοι πιθανόν να απέφευγαν να διασώσουν αντιγράφοντάς τα). Το δε Πανδιδακτήριο με τη βιβιοθήκη του αυτή και το αντιγραφικό του εργαστήρι, εξακολούθησε να λειτουργεί σταθερά και επί εποχής Ιουστινιανού.




    πρόσφατες δημοσιεύσεις

    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου