ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Βιογραφίες

    Οι αδικημένοι λαϊκοί τραγουδοποιοί

    Σαν σήμερα 27 Ιουνίου το 1943 πέθανε στον Πειραιά ο Βαγγέλης Παπάζογλου σε ηλικία μόνον 46 ετών. Με αφορμή τον αδικοχαμένο λαϊκό τραγουδοποιό, αλλά και το γεγονός ότι το άδικο του θανάτου του δεν ήταν παρά η τραγική συνέχεια και κατάληξη ενός σχεδόν συνεχούς αδίκου (ή έστω μιας κακοτυχίας) που τον κυνηγούσε στη ζωή του, ο λόγος αυτός στρέφεται περί το άδικο, ή την κακή τύχη, του ιδίου αλλά και άλλων γνωστών μουσικών συναδέλφων του (π.χ. Μπαγιαντέρας, Ροβερτάκης, Ατραΐδης κ.ά.) που κατά τεκμήριο μπορούν (την ημέρα της κρίσεως) να διεκδικήσουν τον τίτλο του αδικημένου.
    Γράφει ο Jorge (jorge)
    300 άρθρα στο MusicHeaven
    Παρασκευή 27 Ιούν 2003
    Ο Γάλλος λογοτέχνης Jean Cocteau έγραψε πως πρέπει να πιστεύουμε στην τύχη. Πώς αλλιώς, λέει, μπορούμε να εξηγήσουμε την επιτυχία εκείνων που αντιπαθούμε; Ο Βαγγέλης Παπάζογλου, πάντως, θα συμφωνούσε μάλλον με τους επιστήμονες εκείνους που είπαν πως ο Θεός παίζει ζάρια με το Σύμπαν.

    Ο άνθρωπος αυτός έκανε το καλό και το έριχνε στο γιαλό. Σμυρνιός και πατριώτης, στα 28 του πήγε εθελοντής στη μικρασιατική εκστρατεία. Φημισμένος μουσικός στη Σμύρνη, γλίτωσε από τις σφαγές των Τούρκων κι ήρθε στην Ελλάδα, όπου τον περίμενε η γνωστή μοίρα των προσφύγων. Κι εδώ «εθελοντής» στη δημιουργία όχι μόνο ωραίων λαϊκών τραγουδιών αλλά και (μαζί με τον Τούντα) παράγων διαμόρφωσης και καθιέρωσης ενός στιλ λαϊκής μουσικής που επικράτησε πριν ανακατευτούν τα μπουζούκια. Ο Τούντας όμως, που δεν το έκανε εθελοντικά, συναποκόμισε όλη τη σχετική δόξα αλλά και την ύλη. Ο Παπάζογλου φαίνεται ότι περίμενε να τον ανταμείψει η ζωή ή, έστω, η ωραία... κοιμωμένη Πολιτεία. Αντ' αυτού, πολλοί συνάδελφοί του οικειοποιήθηκαν προς όφελός τους πολλά τραγούδια του (έχουν δημοσιευτεί αυτά). Ο ίδιος πέθανε φυματικός διότι τον τσάκισε η πείνα στην Κατοχή. Η γυναίκα του Αγγελική έχει πει το εξής χαρακτηριστικό, σε συνέντευξη που έδωσε στον Τάσο Σχορέλη: «Φτάσαμε στο σημείο να ευχαριστούμε αυτούς που δεν μας έκλεψαν, διότι... δεν μας έκλεψαν...». Αδικημένος και από τα ζάρια του Θεού και από τους δίσκους των γραμμοφώνων. Και δεν είναι ο μόνος. Πόσοι γνωρίζουν ότι ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας αναγκάστηκε κάποτε να βγει στην επαιτεία; Πολλά τα άδικα που γνώρισε: Τον αδίκησε πρώτον το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας», το οποίο του βγάλανε διότι του άρεσε η οπερέτα του Εριχ Κάλμαν «Μπαγιαντέρα» και έπαιζε στο μπουζούκι το ομώνυμο τραγούδι της. Αδικο επίσης το ότι, αν και έγραψε τραγούδια που γνώρισαν πολύ μεγάλη επιτυχία (Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη, Χατζηκυριάκειο, Σα μαγεμένο το μυαλό μου, κ.ά.), δεν εισέπραξε τα ηθικά (αλλά κυρίως υλικά) οφέλη που αντιστοίχως άλλοι συνάδελφοί του εκαρπώθησαν. Ηταν επίσης άδικο που ήταν κάποτε παλαιστής και... μικρόσωμος. Η μεγαλύτερη όμως ατυχία της ζωής του ήταν ότι τυφλώθηκε το 1941, και μάλιστα πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε.

    Τριπλά αδικημένος ο γνωστός επίσης Μικρασιάτης μουσικός Γιάννης Ετσιρείδης ή Ιντζιρίδης, ή ακόμα Γιοβάν Τσαούς, φυσιογνωμία του λαϊκού τραγουδιού την περίοδο 1923-1940: Πρώτον διότι, ενώ όλα πήγαιναν καλά γι' αυτόν -ήτοι 18 χρόνων ήταν φημισμένος σ' όλη τη Μικρά Ασία, σε σημείο να τον καλεί ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ να παίξει στα χαρέμια του μαζί με έναν τραγουδιστή ονόματι Μπουχράν. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι από όλους όσοι έπαιζαν στο σεράι του Χαμίτ, οι μόνοι που δεν ευνουχήθηκαν ήταν ο Μπουχράν, ένας άλλος τυχερός, ονόματι Ζουρναλή Μεμέτ και ο Γιοβάν Τσαούς. «Χαλάλι τους», έλεγε ο Χαμίτ. Ενώ λοιπόν όλα πήγαιναν καλά, έρχεται η μικρασιατική τραγωδία και ο Γιοβάν βρέθηκε από τα παλάτια του Χαμίτ στα προσφυγικά υπόστεγα του Πειραιά. Δεύτερον, διότι δεν ζούσε από τη δουλειά του μουσικού αλλά έκανε το ράφτη, με βοηθό τη γυναίκα του. Κι όμως ήταν ταλαντούχος (έπαιζε ταμπουρά, βιολί, σάζι, ούτι, μπουζούκι, ταμπούρ αλλά και πιάνο), έγραφε κι έπαιζε για το κέφι του. Πολύ λίγα τραγούδια βγήκαν στ' όνομά του (Η Ελένη η ζωντοχήρα, Πέντε μάγκες στον Περαία κ.ά.) ενώ άλλα του τα κλέβανε, όπως λέει ο Τάσος Σχορέλης αλλά και άλλοι συνάδελφοί του που ήξεραν τα πράγματα από πρώτο χέρι. Ολοι οι παλαιοί μουσικοί παραδέχονται ότι δεν ήταν μόνο ένας από τους καλύτερους μουσικούς και συνθέτες της εποχής του αλλά και ένας μεγάλος αγνοημένος. Τρίτον, και χειρότερο άδικο, είναι ότι πέθανε ξαφνικά τον Οκτώβριο του 1942 από δηλητηρίαση: Εφαγε τηγανόψωμο που έφτιαξε με χαλασμένο αλεύρι που το βρήκε σε ένα βομβαρδισμένο πλοίο στον Πειραιά. Λίγες ώρες αργότερα, από την ίδια αιτία, πέθανε και η γυναίκα του. Αυτό κι αν είναι θεϊκή ζαριά!

    Η ιστορία του λαϊκού τραγουδιού έχει να παρουσιάσει κι άλλους «άτυχους» και αδικημένους, τόσο από τους δίσκους όσο κι απ' την κοινωνία. Και μια και είπαμε κοινωνία, η ιστορία του τραγουδιού έχει και το εξής παράδοξο σχετικά με την αδικία: Κανείς δεν θα έλεγε πως ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε αδικημένος, ωστόσο ο ρόλος του αδικημένου και του άτυχου, στο τραγούδι, του εξασφάλισε την πιο μεγάλη δικαίωση στο ρόλο του τραγουδιστή.


    Πηγή: Ελευθεροτυπία
    Συγγραφέας: Γιώργος Ε. Παπαδάκης




    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #201   /   27.06.2003, 10:35   /   Αναφορά
    Πολύ ενδιαφέρον το άρθρο που μας παρέθεσες Γιώργο. Είναι γεγονός ότι πολλοί μεγάλοι λαϊκοί δημιουργοί είχαν τραγικό τέλος. Στον μακρύ κατάλογο θα προσθέσω δύο ακόμη γίγαντες του ρεμπέτικου τραγουδιού.



    Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, σκοτώθηκε αρχές του ’70 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ξημερώματα ενώ επέστρεφε στο σπίτι, από το κέντρο που έπαιζε. "Πριν το χάραμα μονάχος" ξεκίνησε όντως ο Γιάννης Παπαιωάννου το ταξίδι του στην απέραντη αιωνιότητα. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Ο Παπαιωάννου είναι μοναδική περίπτωση στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού, διότι δεν έγραψε ούτε ένα πονηρό κομμάτι, με άμεση ή έστω κρυφή αναφορά στα ναρκωτικά. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, όταν στη δεκαετία του ’30 εφαρμόστηκε η μεταξική λογοκρισία και το μπουζούκι πέρασε στην παρανομία, ο Παπαιωάννου αγανάκτησε. Έτσι πήρε την απόφαση να επισκεφτεί τον διευθυντή ασφαλείας Αθηνών, για να τον πείσει ότι το μπουζούκι και τα ρεμπέτικα δεν είναι απαραίτητα πονηρά. Και όντως αφού τον συνάντησε και του έπαιξε μερικά από τα τραγούδια του, ο αρχιασφαλίτης ενθουσιάστηκε κι έκτοτε επέτρεπε ειδικά στον Παπαιωάννου να εμφανίζεται και να παίζει νόμιμα. Θα μου επιτρέψετε να καταθέσω και μια προσωπική εμπειρία του πατέρα μου. Όταν ήταν στρατιώτης ο πατέρας μου κι αδερφός του στο ναυτικό, πρόλαβαν τον Παπαιωάννου, που έπαιζε σε κάποιο μαγαζί στον Πειραιά. Με μερικές δεκάρες στην τσέπη κάθισαν να πιουν λίγο κρασί κι όταν αργότερα ήρθαν στο κέφι, ζήτησαν από τον Παπαιωάννου ένα ζεμπέκικο παραγγελιά, για να χορέψουν. Εκείνος, όταν τους είδε με τις στολές και κατάλαβε ότι ήταν....στεγνοί, τους συμπόνεσε. Παρόλο που δεν είχαν την απαιτούμενη "χαρτούρα" για την ορχήστρα, ο Παπαιωάννου όχι μόνο τους έκανε τη χάρη, αλλά όταν κάποιοι άλλοι θαμώνες του κέντρου σηκώθηκαν για να χορέψουν κι εκείνοι, ο Παπαιωάννου τους παρακάλεσε να σταματήσουν, γιατί αυτό το τραγούδι ήθελε να το παίξει αποκλειστικά για τα ναυτάκια. Φανταστείτε πως θα αντιδρούσαν σήμερα κάποιες φίρμες σε μια τέτοια περίσταση.... Πηγαίος και αγνός άνθρωπος ήταν λοιπόν ο μεγάλος Γιάννης Παπαιωάννου, χωρίς το κόμπλεξ του βεντετισμού και άφησε κληρονομιά πίσω του μια πλουσιότατη ανθολογία, όχι μόνο ρεμπέτικων αλλά και εξαιρετικών παραδοσιακών τραγουδιών.



    Η τραγικότερη όμως φιγούρα όλων, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι ο Ανέστης Δελιάς, γνωστός και με το παρατσούκλι "Αρτέμης". Η ιστορία του ρεμπέτικου θα ήταν σίγουρα διαφορετική, αν ο Δελιάς δεν έφευγε τόσο νέος. Ο Δελιάς ήταν μέλος της ξακουστής "Τετράδας του Πειραιά", μαζί με τους Βαμβακάρη, Μπάτη και Παγιουμτζή. Το παίξιμό του, με την εφευρετικότητα και τα πλούσια ποικίλματα επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους, με κορυφαίο το Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Δελιάς για κακή του τύχη, έμπλεξε με κάποια γυναίκα, η οποία ήταν ναρκομανής. Αυτή η ακατονόμαστη λοιπόν, για να τον ελέγχει, αποφάσισε να τον εξαρτήσει κι εκείνον από την κόκα και την πρέζα. Επειδή ο Δελιάς ήταν αρνητικός σε αυτές τις ουσίες, η εν λόγω "κυρία" σοφίστηκε το εξής τέχνασμα. Πήρε μια κόλλα χαρτί, τη δίπλωσε σαν χωνί και την ώρα που ο Δελιάς κοιμόταν, φυσούσε κόκα στα ρουθούνια του. Το παιχνίδι ήταν στημένο και συνεπώς το αποτέλεσμα αναπόφευκτο. Μάταια αγωνίστηκε ο Μπάτης για να τον βοηθήσει να ξεκόψει από τις κακές παρέες και τις θανατηφόρες συνήθειες. Ήταν ήδη πολύ αργά, ο Δελιάς βυθιζόταν αργά σε ένα τέλμα, που ήξερε κι ο ίδιος ότι στο τέλος θα τον κατάπινε. Δεν είχε το κουράγιο ν’ αντισταθεί. Το τραγούδι του "Ο πόνος του πρεζάκια" ήταν προφητικό για το τέλος του. Ο Δελιάς εξαρτήθηκε από την κόκα και στη συνέχεια από την πρέζα και πέθανε, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής στο δρόμο, σε ηλικία 35 ετών.
    #202   /   27.06.2003, 16:29
    Τί να πω, yanni, πολύ ενδιαφέροντα αυτά που μας γράφεις!! Πολύ χαίρομαι που υπάρχουν "ψαγμένα" άτομα σ'αυτόν τον "ιστοχώρο" και μαθαίνουμε έτσι πολύ αξιόλογα πράγματα!