Οπισθοδρομικώς... το τραγούδι είναι η φωτογραφία κάθε εποχής.
Ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος μάς ταξιδεύει στον χρόνο με τον λόγο του, όπως μας ταξιδεύει με το μπουζούκι του από την εποχή της Οπισθοδρομικής Κομπανίας μέχρι σήμερα. Η συνέντευξη αυτή αναβιώνει «οπισθοδρομικώς» μία αξέχαστη εποχή, που κάνει όσους την έζησαν να νιώθουν τυχεροί και ακόμα πιο τυχερούς αυτούς που πρωταγωνίστησαν. Κι ευτυχώς, ένας από τους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής και με σημαντική καριέρα αργότερα ως δημιουργός, ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος, είναι εδώ για να μοιραστεί μαζί μας κάποιες από τις πολύτιμες ιστορίες του και γι’ αυτό τον ευχαριστούμε πολύ!
Θεόδωρος Παπαδόπουλος: Γεννήθηκα έναν Μάιο στην Αθήνα. Από μικρός είχα μια τάση προς το καλλιτεχνικό γενικότερα. Παρατηρούσα τον εαυτό μου να ζωγραφίζει, να πιάνω το μολύβι, να φτιάχνω πράγματα, να διαλύω πολλά παιχνίδια για να βλέπω πως είναι και μετά κατάλαβα ότι μ’ αρέσει πολύ η μουσική. Μάλιστα εκείνα τα χρόνια τραγουδάγανε, όπως γνωρίζουν οι πιο πολλοί, στις παρέες στο σπίτι μας. Εκεί γνώρισα το ρεμπέτικο. Τραγουδούσε ο μπαμπάς μου, τραγουδούσε η μαμά μου, ο νονός μου, βάζανε πικάπ με Τσιτσάνη, με Μάρκο Βαμβακάρη και τέτοια και έτσι από μικρός εντυπώθηκε μες στο μυαλό μου και πέρασε και στην ψυχή μου αυτό το τραγούδι. Είχα και μια αδυναμία στον Καζαντζίδη, θυμάμαι, στα πιο νεανικά μου χρόνια. Μετά, μεγάλη μου μανία έγινε η Rock μουσική. Φαντάσου ότι πήγα στη Νέα Υόρκη γι’ αυτό τον λόγο. Παιδάκι έφυγα απ’ το σπίτι μου, 15-16 χρονών, για να δω τους Led Zeppelin και τους Black Sabbath και τους είδα! Για λίγο έκατσα, δεν έκατσα πολύ, την τρέλα μου έκανα. Γυρνώντας εδώ πέρα, στην Ελλάδα, ήμουν ένας ροκάς, μ’ ένα σκουλαρίκι, και ξαφνικά φεύγω στο Ναυτικό. Ένας ξάδελφός μου, που δούλευα μαζί του, μου έβαλε ένα τρίχορδο στο χέρι και μου λέει:
- Αυτό είναι το όργανο που θα μάθεις και σου πάει γιατί τραγουδάς φοβερά Μάρκο Βαμβακάρη!
Δηλαδή μέχρι τότε δεν παίζατε κάποιο όργανο;
Θ.Π.: Δεν έπαιζα τίποτα! Ο ξάδελφός μου ήταν ο μύστης ή, μάλλον, ο δάσκαλος που μ’ έμαθε στην τέχνη, γιατί δούλευα μαζί του σε ψηφιδωτά, ταπισερί κι αυτά. Κι έτσι που δουλεύαμε, έλεγα εγώ κανέναν Μάρκο, μ’ άρεσε έτσι που και που, και μου έλεγε:
- Ρε συ, έχεις ωραία φωνή! Πάρα πολύ ρεμπέτικη. Γιατί δεν μαθαίνεις τρίχορδο;
- Άσε με ρε, τι τρίχορδο; Τί είναι αυτό;
- Θα σου πω εγώ τι είναι αυτό!
Κι ένα βράδυ, είχε παρέα τον συγγραφέα Γιώργο Μανιάτη, που είναι και ο μεγάλος μου μέντορας και δάσκαλος. Έπαιζε τρίχορδο κι έγραφε δικά του πράγματα, λόγω και του γεγονότος ότι ήτανε και ποιητής. Εγώ γοητεύτηκα απ’ αυτό το πράγμα, μου πήρε τρίχορδο ο ξάδελφός μου, μου το έβαλε στα χέρια και άρχιζα και μάθαινα μόνος μου. Τότε ήμουνα στο Ναυτικό, 19 χρονών, πήγαινα λίγο στον Μανιάτη, έπαιρνα το μπουζούκι και μέσα σε δυο μήνες, για να σου δώσω να καταλάβεις, άρχισα κι έπαιζα. Μόνος μου.
Άρα είχατε κι ένα έμφυτο ταλέντο.
Θ.Π.: Είχα ένα έμφυτο ταλέντο, ναι. Ό,τι άκουγα, μπορούσα εύκολα να το βγάλω πάνω στο όργανο και ν’ αρχίζω να παίζω. Θυμάμαι ότι το πρώτο τραγούδι που έβγαλα στο μπουζούκι ήταν το «Μες Της Πεντέλης Τα Βουνά» [σ.σ. των Στράτου Παγιουμτζή και Χαράλαμπου Βασιλειάδη, 1940]. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία. Τότε στην αρχή παίζαμε στις ταβέρνες και βγάζαμε καπέλο. Σε κάποια ταβέρνα γνώρισα τον Γιάννη [Εμμανουηλίδη] και τον Άγγελο [Σφακιανάκη]. Ήτανε κι η Ελευθερία [Αρβανιτάκη] εκείνη την εποχή. Πηγαίνανε στου Στρέφη. Χωριζόμασταν σε παρέες, σε ποιες ταβέρνες θα πάει ο ένας, σε ποιες ο άλλος, κι έτσι ζούσαμε. Σαν τους ρεμπέτες κανονικά. Κι ό,τι είχαμε ακούσει ήταν από γραμμόφωνα, από κάτι παλιές κασέτες που βρίσκαμε, τότε που έβγαλε και τους δίσκους ο Χατζηδουλής, τη «Ρεμπέτικη Ιστορία», μάθαμε και πέντε πράγματα και πηγαίναμε κατευθείαν και τα λέγαμε στις ταβέρνες. Το 1979 πρέπει να ήτανε. Εγώ έπαιζα τότε 20-30 τραγούδια. Η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά ήταν στην ταβέρνα του Σαμπάνη, στον Άγιο Λουκά στα Πατήσια, το 1980-1981. Εκεί ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία. Είχε έρθει και ο Στέλιος Βαμβακάρης και ο πατέρας του, ο Μάρκος, για να μ’ ακούσουν, γιατί εμένα με φωνάζανε «Μάρκο» επειδή η φωνή μου έμοιαζε με του Μάρκου. Όταν ήμουν μικρός μιμούμουν τον Μάρκο πολύ, έτσι χάλασα και τη φωνή μου τότε! (γέλια). Ήμουνα, λοιπόν, με τον Γιάννη Μωραΐτη και παίζαμε μπουζούκι. Εκείνη τη χρονιά ήτανε και ο Δημήτρης Κοντογιάννης, η Ρένα Στάμου και μία ορχήστρα εξαιρετική, δημοτική, ο Αραπάκης βιολί, ο Κωστούλας κλαρίνο… Ήταν μια υπέροχη εμπειρία και χρονιά. Και τότε, μάλιστα, μου έκανε το πρώτο μου επαγγελματικό όργανο δώρο ο Σαμπάνης, ο ηθοποιός που είχε και την ταβέρνα. Μετά από κει, αφού είχα γνωριστεί με τα παιδιά, το 1981 μπήκα στην Οπισθοδρομική Κομπανία. Την πρώτη χρονιά, η Οπισθοδρομική ήτανε στο Κολωνάκι, στον Κουασιμόδο, κι είχανε μπουζουξή τον Θάνο Μπόμπορα. Οπότε όταν έφυγε ο Θάνος, μου κάνανε την πρόταση. Κι ήταν εκείνη τη χρονιά που κάναμε το deal με τον Οικονομίδη στο Άλσος, στο πεδίο του Άρεως. Το μαγαζί είχε να δουλέψει, τι να σου πω, απ’ τα χρόνια του Χιώτη ας πούμε. Παίξαμε εκεί με πολύ μεγάλη επιτυχία γιατί ήτανε ανερχόμενες πολύ οι κομπανίες κι εμείς ήμασταν από τις πρώτες. Η πρώτη ήταν η Ρεμπέτικη Κομπανία, με τον Μανώλη Δημητριανάκη, τον Δημήτρη Κοντογιάννη και τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Γιώργο Κοντογιάννη. Κι εκείνη την εποχή ήμασταν εμείς κι η Αθηναϊκή Κομπανία. Εμείς είχαμε πολύ μεγάλη επιτυχία, ήτανε κι η Αρβανιτάκη που ήταν ανερχόμενη, είπε μετά και το «Κόκκινο Φουστάνι» (1986) κι ανέβηκε πολύ, με αποτέλεσμα μετά να το διαλύσουμε. Όλα κάπως έτσι γίνονται. Κάποιος ξεχωρίζει πολύ.
Μετά, όμως, επανεμφανιστήκατε ως «Οπισθοδρομικοί» χωρίς κομπανία.
Θ.Π.: Αυτό, λοιπόν, το πρότεινα εγώ μετά από χρόνια, αφού κάναμε διάφορες δουλειές. Ήμουνα με τον Νικολόπουλο, τη Βιτάλη, τη Μαραγκόζη και τον Κομνηνό στις Νταλίκες. Εγώ κι ο Γιάννης [Εμμανουηλίδης] βγαίναμε ως ντουέτο και λέγαμε ρεμπέτικα και ο Άγγελος έπαιζε κρουστά. Εν τω μεταξύ ήδη είχε αρχίσει το μικρόβιο να γράφουμε τραγούδια. Και μάλιστα τότε που ήμασταν με την Αρβανιτάκη, δηλαδή ως Οπισθοδρομική Κομπανία ακόμα, εγώ έγραψα το πρώτο μου τραγούδι, το «Κορδελάκι» (1985), με την σύζυγό μου τότε, την Ανθούλα Αθανασιάδου, σπουδαία συγγραφέας και ποιήτρια. Μάλιστα μου είχε δώσει τον στίχο στη Σίφνο, όπου μέναμε τότε, και μου τον είχε φέρει με τον καφέ. Μου λέει:
- Πάρε κι αυτό, γιατί εκεί που παίζεις μπουζούκι μπορεί να σου ‘ρθει καμιά έμπνευση.
Το πήρα και το έγραψα κατευθείαν. Αυτό το είπε η Αρβανιτάκη κι έγινε επιτυχία τότε. Κι έτσι ξεκίνησε η Οπισθοδρομική Κομπανία να γράφει τραγούδια. Κάναμε μια πορεία και περίπου το 1989-1990 λέω στα παιδιά:
- Ρε παιδιά, δεν κάνουμε ένα ντου να γράψουμε έναν δίσκο με δικά μας τραγούδια και να ονομάσουμε το σχήμα «Οι Οπισθοδρομικοί»;
Όχι Οπισθοδρομική Κομπανία, γιατί είχαμε χωρίσει με τα άλλα παιδιά και είχαμε μείνει μόνο εγώ, ο Γιάννης [Εμμανουηλίδης] και ο Άγγελος [Σφακιανάκης]. Τον κάναμε τον δίσκο [σ.σ. «Πάλι Μπρος», 1991] με τη συμμετοχή και της Αρβανιτάκη κι εγώ εκείνη την εποχή είχα γράψει τον «Μιχάλη» [σ.σ. «κοίτα Μιχάλη μου το χάλι μου»] και τη «Βροχή» -«κοιτάζω τη βροχή, βροχή μου»- που έγινε τότε πολύ γνωστό τραγούδι στα ραδιόφωνα, τα καλά υποτιθέμενα, τα πιο κουλτουριάρικα. Τέλος πάντων, έτσι προχώρησε η δουλειά, μετά έσβησε κι αυτό, εγώ τράβηξα έναν δρόμο γιατί είχα αρκετή επιτυχία τότε, είχα πει και το «Τάκα Τάκα» (1993) με τον Νταλάρα, είχα και το «Κοίτα Μιχάλη μου το χάλι μου» -που δεν είχα καταλάβει ότι ήταν τόσο μεγάλη επιτυχία και μου κάνανε προτάσεις κι εγώ δεν καταλάβαινα γιατί γινόταν αυτό- κι έπαιξα σε κέντρα πλέον. Δηλαδή την πρώτη χρονιά παίξαμε με τα παιδιά, εγώ ο Γιάννης και ο Άγγελος, και κάναμε ένα σχήμα πολύ ωραίο, λαϊκό-ρεμπέτικο ας πούμε, γιατί εμείς δεν ήμασταν αμιγώς ρεμπέτικο σχήμα. Λέγαμε και Χιώτηδες, παίζαμε και Τσιτσάνηδες και Γιώτα Λύδια, παίζαμε δηλαδή λαϊκό τραγούδι, βασικά διασκεδαστικό. Δεν ήμασταν η κομπανία που λέγαμε αυστηρώς Μάρκο Βαμβακάρη και τέτοια. Κατάλαβες; Εγώ προερχόμουνα από την τρέλα αυτή αλλά από κει και πέρα έπρεπε να κάνουμε και τη δουλειά μας και βλέπαμε εκείνη την εποχή ότι πέρναγε πάρα πολύ αυτό το τραγούδι. Τα πάντα παίζαμε κι είχαμε στο Άλσος ίσως την καλύτερη ορχήστρα που πέρασε εκείνα τα χρόνια. 10μελή ορχήστρα, έτσι; Υπάρχει και δίσκος ο οποίος το αποδεικνύει. Πολύ ενορχηστρωμένα, πολύ grand και τέτοια. Ήταν πολύ ωραία.
Πιστεύω ότι αισθητικά και ποιοτικά οι Οπισθοδρομικοί ήταν ένα σκαλί πιο πάνω από πολλά σχήματα εκείνη την εποχή, όχι μόνο κομπανίες. Πιστεύω ότι αυτό που μπορεί να ξεχωρίσει κάποιους περισσότερο και να τους κάνει πιο ιδιαίτερους είναι η αισθητική. Από το τι φοράς μέχρι το τι κουβαλάς μέσα σου και έξω σου. Τραβήχτηκα σε κέντρα μεγάλα, έπαιξα 3-4 χρόνια στα Δειλινά…
Και σ’ εποχές που ήταν κάθε μέρα ανοιχτά, έτσι δεν είναι;
Θ.Π.: Κάθε μέρα ανοιχτά όλο τον χρόνο! Και δούλευα χειμώνα-καλοκαίρι, γιατί ο Μιχαηλίδης ο συγχωρεμένος μ’ αγαπούσε πολύ και με είχε μαζί σε οποιοδήποτε σχήμα είχε, και ως Οπισθοδρομικοί, όταν ήμασταν μαζί, και μόνος μου μετά. Αργότερα τραβήχτηκα μια εδώ, μια εκεί, πήγαινα πολύ στην Πάτρα, στο Χάραμα, κι έπαιζα -μου άρεσε πολύ εκεί- και παράλληλα έγραφα και έδινα τραγούδια. Έκανα και αντιφατικά πράγματα. Μπορεί να έγραφα ένα κουλτουριάρικο και λίγο περίεργο, ας πούμε, και απ’ την άλλη μεριά να έγραφα ένα σκυλάδικο. Δεν είχα όρια. Μ’ άρεσε. Είχα γνωρίσει τον [Βαγγέλη] Κωνσταντινίδη, τον στιχουργό, τον είχα ξεκινήσει εγώ με τον «Μιχάλη» και μετά έγινε μεγάλος και τρανός, έγραψε πολλές επιτυχίες, και μετά έγραφα με διάφορους.
Μέχρι και με τον Καμπουρίδη έχω γράψει τραγούδι. Με τον Νότη Σφακιανάκη έχω κάνει επιτυχία μεγάλη, που δεν τον ήξερα κιόλας εκείνες τις εποχές. Τέλος πάντων, ζήσαμε τότε χρυσές εποχές του τραγουδιού και της δουλειάς μας, μετά αλλάξανε τα πράγματα, αλλάξαμε κι εμείς. Τώρα που να πάω να παίξω; Δεν βρίσκω κάτι που μπορεί να μ’ ευχαριστεί να πάω να παίξω.
Προτιμώ να πάω σ’ ένα ταβερνάκι πολύ απλό να πάω να παίξω με το μπουζούκι μου παρά να κάνω κάτι άλλο. Εντάξει, εάν είναι τώρα καμιά συναυλία στο τόσο και μου πούνε «Θοδωρή, αυτό κι αυτό» και μ’ αρέσει, θα πάω. Απ’ τα Παιδιά Από Την Πάτρα, για παράδειγμα, ο Χρήστος Παπαδόπουλος μου έκανε την πρόταση:
- Θέλω να παίξουμε τα σχήματα, όσοι έχουνε μείνει. Τα Παιδιά Από Την Πάτρα, οι Οπισθοδρομικοί, Ζιγκ Ζαγκ, Παίδες Εν Τάξει κ.λπ.
Και παίξαμε μια-δυο συναυλίες. Κι ήταν ωραία. Ήταν ωραία και για μένα, μου θύμιζε λίγο το κλίμα από τις παλιές καλές εποχές. Γιατί έχω ζήσει και δύσκολες εποχές, έχω ζήσει και σε βαριά σκυλάδικα σε εποχές που δεν υπήρχε εύκολα δουλειά. Έχω παίξει με τον Τάκη Μπίνη σε σκυλάδικο, στον Δάσκαλο -έτσι λεγότανε- στη Νέα Σμύρνη, και μας κλέψανε και τα μικρόφωνα! Είχα κάνει ένα δώρο στον Μπίνη τον κακόμοιρο ένα μικρόφωνο Shure καινούργιο, τότε που είχανε βγει, και τον έσωσα γιατί είχε ένα τετράγωνο μικρόφωνο από τα παλιά, που τραγουδούσε τα χρόνια του 1940-1950, και μου το έκανε δώρο. Μου λέει:
- Παρ’ το Θοδωράκη, να το ‘χεις ενθύμιο!
Μ’ αγαπούσε πάρα πολύ ο Μπίνης. Και του λέω:
- Πάρε δάσκαλε αυτό το μικρόφωνο να τραγουδάς. Εγώ θα το κρατήσω σαν κειμήλιο.
Και μας τα κλέψανε! Για να μην στα πολυλογώ, περάσαμε και δύσκολα, περάσαμε και πολύ ωραίες εποχές. Πολύ ωραία εποχή ήταν κι όταν έπαιξα με την Αλεξίου και τον Χατζιδάκι. Ωραία εμπειρία με τον Χατζιδάκι. Οι πρόβες ήταν κάτι το καταπληκτικό. Ήταν μαγικό. Επίσης, έζησα στιγμές με τον Σαββόπουλο πολύ ωραίες. Πάλι πρόβες καλές γιατί αυτός είναι και παραμυθάς ωραίος.
Και με τον Άκη Πάνου οι πρόβες ήταν μοναδικές. Έζησα κι αυτή την στιγμή με τον Άκη Πάνου, που έπαιξα και τραγούδησα. Η εμπειρία ήταν συγκλονιστική. Είχα φοβερή σχέση με τον Άκη. Ούτε ήξερε ότι έκανα φωνητικά σ’ όλο τον δίσκο «Θέλω Να Τα Πω» (1982) και δεν έχουνε γράψει και τ’ όνομά μου. Εγώ έκανα φωνητικά, χαμηλές φωνές, σε όλους τους δίσκους του Νταλάρα από το 1981-1982 και μετά. Κοίταξε, εμένα με χρησιμοποιούσανε πολύ και σαν τραγουδιστή. Στη Γλυκερία έκανα φωνητικά, στην Αλεξίου -στο «Μια Πίστα Από Φώσφορο» του Θάνου Μικρούτσικου εγώ κι ο Πάριος κάνουμε φωνητικά. Το ατού που είχα, ας πούμε, ήταν ότι έπαιζα μπουζούκι και τραγούδαγα. Κι εκεί πάνω μπόρεσα και κρατήθηκα βιοποριστικά. Έπαιξα με πολλούς. Με τον Νίκο Μαμαγκάκη έπαιξα μπουζούκι και τραγούδησα στη «Λούφα Και Παραλλαγή», στους τίτλους. Εκεί είναι μόνο μπουζούκι και η φωνή μου. Έτσι ήθελε ο Μαμαγκάκης… Και με τον Απόστολο Καλδάρα είχαμε γνωριστεί την εποχή του Άλσους, είχαμε πάει σπίτι του, κάναμε πρόβες… Ωραία εμπειρία ήτανε, σε εκπομπή στην τηλεόραση, με τον μεγάλο μπουζουξή Κώστα Καπλάνη, που είχε γράψει το «Μινόρε». Φοβερός μπουζουξής και απίστευτος άνθρωπος. Γνώρισα και τον Ζαμπέτα σε μια… επεισοδιακή συνάντηση.
Γιατί επεισοδιακή;
Θ.Π.: Ε, έκανε πλάκες αυτός, ας πούμε, και μου έκανε μια πλάκα εκεί πέρα… Είχα πάρει ένα μπουζούκι καινούργιο, μόλις το είχα πάρει -του Σαμπάνη το μπουζούκι- κι ήμασταν σε μια εκπομπή και θα βγαίναμε στην τηλεόραση, στην ΕΡΤ τότε, και του λέω:
- Δάσκαλε, για πιάσε λίγο!
Ξέρεις, τρίχορδο το δικό μου, αυτός έπαιζε τετράχορδα και δεν ήθελε να τα βλέπει τα τρίχορδα. Το βλέπει, του κάνει ένα «γκραν», έτσι με τα δάχτυλα, και μου λέει:
- Ωραίο είναι. Πάρε λίγο βασιλικό και φύτεψέ το μέσα. Είναι καλό για γλάστρα!
Αμάν! Τα πήρα στο κρανίο! Λέω «τι μου είπε τώρα!». Γίνεται το γύρισμα, έβλεπε ότι ήμουνα λίγο μαγκωμένος, και μετά, στο τέλος πριν να φύγει, μου λέει:
- Μικρέ, δεν πιστεύω να παρεξηγήθηκες που σου είπα βάλε βασιλικό.
- Όχι, αλίμονο…
- Να βάλεις δυόσμο! Θα πιάσει καλύτερα στη γλάστρα!
Αυτή ήταν η εμπειρία μου με τον Ζαμπέτα. Τραυματική εμπειρία. Μετά έγραψα δίσκους. Με τη Μελίνα Κανά έγραψα τον πρώτο μου δίσκο [σ.σ. οκτώ τραγούδια στο άλμπουμ «Αρώματα Αντί Για Ναφθαλίνη, 1994]. Τα τραγούδια ακουγόντουσαν τότε, παιζόντουσαν και στις ταβέρνες και ιδίως αυτό που λέει «Αχ, να ‘χα χάδια και φιλιά» («Ο Χάρτης»), πάλι Ανθούλα Αθανασιάδου στους στίχους. Μετά από κει, αφού άρχισα πλέον να γράφω αρκετά, για ένα διάστημα τα είχα ψιλοπαρατήσει, και βρέθηκε η αδελφή μου, η στιχουργός Σμαρώ Παπαδοπούλου, σπουδαίος άνθρωπος, σπουδαία στιχουργός, την οποία έχασα το 2022 νεότατη, 52 χρονών, η οποία με παρακίνησε και γράφαμε τραγούδια μαζί. Έχουμε αφήσει καλό έργο. Με τη Σμαρώ γράψαμε τα πρώτα τραγούδια της Ασλανίδου (άλμπουμ «Το Πέρασμα», 2003), γράψαμε έναν ολόκληρο δίσκο με τη Μελίνα Κανά («Φέγγει Αλλιώτικα», 2003) -μια πάρα πολύ ωραία δουλειά με πολύ προσεγμένα τραγούδια-, κάναμε μαζί το «Βύσσινο Και Νεράντζι» (2006) με την Αλεξίου, γράψαμε και για την Αρβανιτάκη το «Μα δε σε λένε Γιάννη, μα δε σε λένε Γιάννη / κι έχω για σπίτι μου τη γη, τον ουρανό ταβάνι» [σ.σ. «Τον Έρωτα Ρωτάω», 2008]… Έχω γράψει τραγούδια και για την Ελένη Δήμου, τον Αντώνη Καλογιάννη, τη Γλυκερία…
ΜΕ ΤΕΛΕΙΩΣΕΣ – Οπισθοδρομική Κομπανία
(1985, μουσική-στίχοι: Γιάννης Καραλής)
Θ.Π.: Το «Με Τελείωσες» η πρώτη εκτέλεση είναι δικιά μας, δεν είναι του Νταλάρα. Το κομμάτι του Γιάννη Καραλή ήταν πολύ απλό. Εμείς το κάναμε τραγούδι. Και λόγω της ενορχήστρωσης το πήρε ο Γιώργος Νταλάρας και το είπε τότε κι έκανε πάταγο. Όμως δεν το πιστώθηκε ποτέ η Οπισθοδρομική. Το πιστώθηκε ο Νταλάρας. Καταπληκτικό τραγούδι. Μεγάλη εκτέλεση γιατί το σήκωνε η ενορχήστρωση. Ήτανε όλο το background που κάναμε εμείς και το κράτησε έτσι όπως ήτανε, με τον Χρήστο Ζέρβα τότε, που είχε κάνει πολλά πράγματα σ’ αυτό, και τον είχε μετά κι ο Νταλάρας στην ορχήστρα του. Μετά ο άλλος ο Ζέρβας [Λευτέρης] έπαιξε το βιολί στη ζωντανή ηχογράφηση. Μεγάλη ιστορία αυτό το τραγούδι τότε με την Οπισθοδρομική. Γενικώς η Οπισθοδρομική έκανε δουλειές πάρα πολύ καλές. Αν ακούσεις τον πρώτο δίσκο της Αρβανιτάκη, πόσο μπροστά είναι μουσικά, θα καταλάβεις πολλά πράγματα αν έχεις κάποια πραγματική σχέση με τη μουσική. Αισθητικά απέχουμε πολύ από πάρα πολλούς ανθρώπους.
ΕΝΑ ΔΥΟ ΤΡΙΑ – Αλέξια
(1988, μουσική-στίχοι: Christian Leibl, H.H. Heyden, Θοδωρής Παπαδόπουλος)
Θ.Π.: Πωωω… που το βρήκες αυτό; Δικά μου είναι όλα τα τραγούδια του δίσκου. Αυτόν τον ξένο [Christian Leibl] που αναφέρεται το όνομά του μαζί μου, τον πήγα στα δικαστήρια. Αυτός ήταν ένας παραγωγός στη Γερμανία, που τον γνώρισα όταν δούλευα στο Μόναχο, ο οποίος μου έκανε μια πρόταση «γράφε μου πράγματα κι εγώ θα τα βγάλω για να τα κάνουμε στο εξωτερικό επιτυχίες» και τέτοια. Και ήταν λαμόγιο τελικά ο τύπος. Έβαλε τ’ όνομά του στα τραγούδια για να πάρει ποσοστά. Τότε είχα ασχοληθεί με τα computer. Μόλις είχαν πρωτοβγεί. Ήμασταν από τους πρώτους που είχαν ασχοληθεί με τέτοια. Πιο παλιά ο Ρακιντζής, νομίζω, είχε ασχοληθεί. Εγώ στη Γερμανία τα γνώρισα αυτά. Μόλις είχαν πρωτοβγεί τα Atari, βασικά. Τον δίσκο αυτό τον έκανα για τελείως βιοποριστικούς λόγους.
Ήτανε, νομίζω, ο δεύτερος προσωπικός δίσκος που έκανε η Αλέξια, μετά την πρώτη της συνεργασία με τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία με την Αλέξια;
Θ.Π.: Δούλευα σ’ ένα μαγαζί στο Μόναχο και γνώρισα πάρα πολύ κόσμο εκεί. Γνώρισα τους Dire Straits, τον κιθαρίστα και τον μπασίστα των Pink Floyd, που κι αυτοί ερχόντουσαν… Σχεδόν κάθε βράδυ τους είχα από κάτω μόνιμους! Είχε έρθει και ο James Brown ένα βράδυ, ο Bruce Springsteen, τότε που με τον Sting κάνανε κάποιες συναυλίες για κάποιον σκοπό…
Για τη Διεθνή Αμνηστία.
Θ.Π.: Μπράβο! Αυτό! Κι είχαν έρθει στο μαγαζί. Κι ο Georges Moustaki, θυμάμαι, ότι ερχότανε παλιά. Ερχόντουσαν όλο τέτοιοι, ήθελα να πω, κι αυτός ο Christian ήταν παραγωγός της CBS. Μ’ άκουγε που έπαιζα μυστήρια πράγματα. Έκανα κάτι αυτοσχεδιασμούς περίεργους, Rock, μπουζούκι και διάφορα κόλπα που έκανα περισσότερο για τη δουλειά μου. Ο Γερμανός ρώταγε ποιος ήταν, ας πούμε, ο top τραγουδιστής ή τραγουδίστρια, του έλεγα εγώ ότι υπάρχει μία κοπέλα που τη λένε Αλέξια και είναι top αυτή την στιγμή. Μου λέει:
- Ωραία! Θα πάω στην εταιρεία και θα κανονίσω deal να πουλήσουμε τραγούδια.
Πήγε, λοιπόν, κι έτσι έγραψε τ’ όνομά του για να πάρει κάποια δικαιώματα. Και τα πήραμε μισά-μισά τα δικαιώματα, έχοντας γράψει όλα τα τραγούδια εγώ. Απλά αυτός τα έκανε στα computer, τα τελειοποιούσε κι έφτιαχνε την ενορχήστρωση. Ήξερε πολύ καλά. Ήτανε πολύ γνώστης. Εποχή που δεν ξέραμε εδώ πέρα τι είναι το computer. Κι έτσι έγινε αυτή η συνεργασία, από την οποία πήραμε πολύ καλά λεφτά. Από κει και πέρα υπάρχουν και άλλες πολλές συνεργασίες και τραγούδια πολλά. Στο μαγαζί, πάντως, στο Μόναχο, οι περισσότεροι θέλανε τα ρεμπέτικα και πολλοί θέλανε Θεοδωράκη, Χατζιδάκι… Και μάλιστα μου ήρθε ένας άνθρωπος -το θυμάμαι τώρα- με πέντε δικούς μου δίσκους παλιούς, original, κι έπρεπε να τους υπογράψω του ανθρώπου. Μου λέει:
- Να μου γράψετε κάτι! Τους έχω τους δίσκους από τότε!
- Εγώ δεν τους έχω!
Κάποτε μου ήρθε ένα ζευγάρι Γερμανών. Ερχόταν κάθε βράδυ και καθόταν σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο απέναντι, λίγο πιο μακριά από την ορχήστρα. Και μου έφεραν 5 δίσκους, μεταξύ των οποίων κι έναν σπάνιο δίσκο που είχα κάνει με τον Μουφλουζέλη -για ιστορικούς λόγους το λέω, για να ξέρεις ότι έχω κάνει και αυτήν τη δουλειά [δίσκος «Εδώ Είμ’ Εγώ»]- και έναν της Οπισθοδρομικής, τον πρώτο μας δίσκο που είχαμε κάνει, για να τους γράψω αφιέρωση και να βγάλουμε μια φωτογραφία μαζί. Γερμανοί σου λέω, έτσι; Και άκουγαν ρεμπέτικα! Αυτό το πράγμα, βέβαια, το συναντήσαμε και σε συναυλίες μας όποτε πηγαίναμε εξωτερικό με την Οπισθοδρομική. Ας πούμε στην Ολλανδία, υπήρχαν Ολλανδοί που έπαιζαν μπουζούκι τρίχορδο. Μόνο ρεμπέτικα όμως. Τίποτα άλλο. Φοβερό ήταν αυτό.
Ο ΜΙΧΑΛΗΣ – Οπισθοδρομικοί
(1991, μουσική: Θοδωρής Παπαδόπουλος, στίχοι: Βαγγέλης Κωνσταντινίδης)
Θ.Π.: Εκεί είναι η γνωριμία με τον Κωνσταντινίδη, ο οποίος ασχολείτο με τη διαφήμιση τότε και δούλευε με την τότε γυναίκα μου. Μου φέρνει μερικούς στίχους, έχω γνωρίσει και τον [Γιώργο] Λεκάκη, μου φέρνει κι αυτός στίχους -πιο ποιητικούς, όπως το «Κοιτάζω τη βροχή, βροχή μου», από τα καλύτερά μου τραγούδια, πιστεύω- και ο Κωνσταντινίδης μου φέρνει τον «Μιχάλη». Και του λέω:
- Ωχ ρε! Αυτό είναι πολύ αστείο. Ζαμπέτας καινούριος θα το κάνω!
Ε, κάθισα και μου βγήκε μέσα σε 5 λεπτά. Εμένα αν ένα τραγούδι μού έπαιρνε πάνω από 10 λεπτά, δεν το έβγαζα! Έβλεπα έναν στίχο κι έβγαζα τη μουσική αμέσως κι αυτομάτως, πριν πάρω όργανο! Έτσι βγήκε ο «Μιχάλης» και τότε έγινε αυτό που σου ‘πα με το «Οπισθοδρομικοί». Κάναμε τα τραγούδια μας εγώ, ο Γιάννης Εμμανουηλίδης και ο Άγγελος Σφακιανάκης. Εκείνη την εποχή, είχα μια κοντινή σχέση με την Αννίτα Πάνια, ήμασταν πολύ αγαπημένοι φίλοι και… εχθροί -βασικά τα είχαμε εκείνη την εποχή- και ήτανε τρελάρα. Συζητήσαμε την ιδέα να βάλουμε στο video clip τρεις γυναίκες κι εγώ είπα θα βάλω την Αννίτα Πάνια. Δεν θυμάμαι ποιος πήρε ποια αλλά έτσι έβαλα την Αννίτα στο video clip κι όλο το συζητάγαμε αυτό όλα τα χρόνια. Και με τον Καρβέλα ακόμα που ήτανε, αυτό συζητάγαμε. Το video clip έπαιξε μεγάλο ρόλο εκείνη την εποχή. Εγώ δεν είχα καταλάβει ότι το τραγούδι είχε γίνει επιτυχία. Κι είχε γίνει μεγάλη επιτυχία και το κατάλαβα από τις προτάσεις που μου κάνανε, για να πάω για δουλειά, και τα λεφτά που μου έδιναν. Μόλις είχαμε ξεκινήσει τότε και παιζόταν ο «Μιχάλης» και μάλιστα είχαμε βγει σε μια εκπομπή τότε στους «Απαράδεκτους» και το βάλαμε στο εορταστικό τους πρόγραμμα. Είχε γίνει χαμός! Χαμός! Περπάταγα στον δρόμο και μου φωνάζανε:
- Μιχάλη!
Α, λέω, τι έγινε τώρα; Και μετά είδα, βέβαια, κι απ’ τις προτάσεις. Όταν πήγαμε στα Δειλινά πήρα 5πλάσια ή 10πλάσια λεφτά από αυτά που έπαιρνα. Δεν τα είχα δει αυτά τα χρήματα ποτέ! Ποτέ δεν ξέρεις αν θα βγει ένα τραγούδι επιτυχία. Ποτέ! Και να το επιδιώξεις, δεν ξέρεις αν θα γίνει επιτυχία. Ας πούμε ο «Μιχάλης» έγινε αμέσως επιτυχία. Η «Βροχή», που ήταν ένα πιο εσωτερικό και ένα τραγούδι… πιο ποιοτικό -αν και δεν μ’ αρέσουν αυτές οι εκφράσεις- έγινε πιο αργά.
ΤΑΚΑ ΤΑΚΑ – Γιώργος Νταλάρας, Θόδωρος Παπαδόπουλος, Οπισθοδρομικοί
(1993, μουσική-στίχοι: Βασίλης Δημητρίου)
Θ.Π.: Σ’ εκείνη τη φάση, λοιπόν, είμαστε στα πολύ high και μας πήρε ο Δημητρίου, ο συνθέτης που έκανε τα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» τότε. Μάλιστα εκείνη την εποχή, εγώ δεν μίλαγα με τον Νταλάρα. Είχαμε παρεξηγηθεί για κάτι τραγούδια μου, που ήταν να τα πάρει κι εγώ δεν του τα έδωσα και πήγα να τα δώσω στον Νίκο Παπάζογλου, τον συγχωρεμένο, με την Αρβανιτάκη, και χαλάσαμε τη σχέση μας. Κάποια στιγμή, σκάει αυτή η πρόταση από τον Δημητρίου, το συζητάμε με τα παιδιά, λέω «ναι, μέσα» και μάλιστα το «Τάκα Τάκα» το επιμελήθηκα από την αρχή μέχρι το τέλος. Θυμάμαι και εισαγωγές και τέτοια, γιατί ήταν πιο απλό και πολύ διαφορετικό. Όλοι οι μπουζουξήδες τότε βάζαμε τα κόλπα μας, φτιάχναμε μέχρι τα πάντα κι όλοι οι παλιοί τα κάνανε αυτά.
Σ’ εκείνη τη φάση, αφού το έχω πει το τραγούδι στο στούντιο, με παίρνει ο Νταλάρας. Ακούω κι εγώ τη φωνή, είχαμε να μιλήσουμε και καιρό γιατί, όπως σου έλεγα, ήμασταν παρεξηγημένοι, και μου λέει:
- Θοδωράκη γειά σου, ο Γιώργος είμαι!
- Το κατάλαβα! Έλα!
- Έχεις γράψει ένα τραγουδάκι και μ’ αρέσει πάρα πολύ. Να μπω κι εγώ μέσα να κάνω κάτι εκεί στο κουπλέ, στο ρεφρέν…
- Κοίταξε, τι να σου πω… Ο Νταλάρας είσαι. Και να σου πω όχι, εσύ θα μπεις μέσα και θα το πεις.
Οπότε έτσι έγινε, μπήκε, το είπε κι έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία. Το video clip έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο. Και μάλιστα ήταν και καλό video clip, γυρισμένο στο Λαύριο, στην παλιά αγορά μέσα. Κι αυτό το τραγούδι με βοήθησε πάρα πολύ στην πορεία. Και αυτό και ο «Μιχάλης» με βοήθησαν πάρα πολύ. Μετά ο Νταλάρας μάς πήρε μαζί στο Παλλάς για συναυλίες. Κοίταξε τώρα, όταν πας και βγάζεις ένα τραγούδι με τον Νταλάρα, που εκείνη την εποχή ο Νταλάρας ήταν θεός, γέμιζε στάδια, γήπεδα, θέατρα και δεν καταλάβαινε τίποτα, κι όταν σε βλέπει τόσος κόσμος μαζί με τον Νταλάρα, βάλε 2-3 χρόνια συναυλίες με τον Γιώργο τότε, βάλε και 5-6 χρόνια συναυλίες που ήμουνα με τη Γλυκερία, μία με τον έναν, μία με τον άλλον, που παίζαμε εκείνη την εποχή με μεγάλα ονόματα, γινότανε μετά «σκαλοπάτι». Εγώ δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου «καταξιωμένο», ούτε τώρα.
ΕΓΩ ΓΙΑ ΔΥΟ – Νότης Σφακιανάκης
(1994, μουσική: Θεόδωρος Παπαδόπουλος, στίχοι: Βαγγέλης Κωνσταντινίδης)
Θ.Π.: Πω ρε π…! Μετά από τα τραγούδια που έγραφα κι έβγαιναν επιτυχίες, με πήρε ο Μπενέτος ένα πρωί και μου λέει:
- Ρε συ, φέρε μου γρήγορα ένα τραγούδι για έναν καταπληκτικό λαϊκό τραγουδιστή! Μόνο λίγο λαϊκό να είναι!
Του πηγαίνω δύο -δεν ξέρω πως λέγεται ο τραγουδιστής- και, μόλις βγαίνει το τραγούδι, μου έρχεται μία κάρτα: Να έρθετε στην απονομή του πλατινένιου σας δίσκου, τραγούδι «Εγώ Για Δύο», Νότης Σφακιανάκης. Εν τω μεταξύ είχε βγάλει αυτός ένα πράμα πιο πριν, που λεγόταν «Είσαι Ένα Πιστόλι», κάτι είχα υπόψη μου, λέω «πω, πω, που μπλέξαμε» και παίρνω τον Μπενέτο και του λέω:
- Ρε συ, τι έκανες; Πού το έδωσες το τραγούδι;
- Ρε μαλ…, αυτός έχει 5.000 άτομα κάθε βράδυ!
- Τι με νοιάζει εμένα ρε τι έχει;
- Θα πάρεις και καλά λεφτά!
Και πραγματικά, πώς το ανακάλυψα εγώ; Μου έρχεται μία εκκαθάριση από την ΑΕΠΙ τότε, με παίρνει η Μόλλυ από την ΑΕΠΙ και μου λέει:
- Βγήκανε κάτι λεφτά. Έχεις ένα τραγούδι κ.λπ.
- Όχι, δεν πρέπει. Δεν νομίζω.
- Αφού έχεις εδώ, για ένα τραγούδι, 1.000.000 δραχμές! Δεν θα έρθεις να τα πάρεις;
- Τι εκατομμύριο βρε;
Έτσι πήρα το πρώτο μου εκατομμύριο από τραγούδι! Από ένα τραγούδι! Πήρα πολλά λεφτά απ’ αυτό το τραγούδι. Και όχι μόνο. Μου έκανε και πρόταση ο Σφακιανάκης πολύ δελεαστική. Να εμφανιστώ μαζί του ούτε για μισή ώρα, ουσιαστικά θα με είχε σαν guest, θα έβγαινα με το μπουζούκι μου, θα λέγαμε ένα-δύο τραγούδια κ.λπ. και θα έπαιρνα ένα μεροκάματο εξωπραγματικό για εκείνη την εποχή. Και είπα όχι. Ο λόγος ήταν… ιδεολογικός. Αισθανόμουνα ότι δεν ανήκω σ’ αυτήν την πλευρά, ας πούμε, του τραγουδιού, παρόλο που είχα γράψει το τραγούδι αυτό. Το «Εγώ Για Δύο» είναι ένα λαϊκό τραγούδι υγιές, δεν είναι τραβηγμένο. Πιστεύω ότι για την εποχή ήταν πολύ καλό λαϊκό τραγούδι.
Να υποθέσω ότι κι αυτό βγήκε σ’ ένα πεντάλεπτο;
Θ.Π.: Μπορεί και τρίλεπτο! Πολλά τραγούδια μου. Η «Βροχή» βγήκε κατευθείαν. Με το που τα μάτια μου πέσανε στον στίχο που μου είχε δώσει ο Γιώργος Λεκάκης -εξαιρετικός φίλος και πολύ καλός στιχουργός και συγγραφέας- και είχα το όργανό μου εκείνη την στιγμή, το κράταγα δηλαδή, και όπως βλέπω τον στίχο βγήκε όλο με μία. Όλο όμως! Και με εισαγωγές, τα πάντα. Στα 3-5 λεπτά, όσο κρατάει το τραγούδι.
ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ – Οπισθοδρομικοί
(1996, μουσική-στίχοι: Γιάννης Εμμανουηλίδης)
Θ.Π.: Το έγραψε ο Γιάννης Εμμανουηλίδης -που είναι και κουμπάρος μου, του έχω βαπτίσει τον Παυλάκο, τον γιο του. Ήτανε φοβερό γιατί έτσι όπως ήτανε ο στίχος και λοιπά, το γουστάραμε το τραγουδάκι αυτό γιατί αφορούσε τους μπουζουξήδες -τι άλλο; Και μάλιστα το video clip έγινε με όλους τους μπουζουξήδες εκείνης της εποχής και που σήμερα είναι πολύ μεγάλα ονόματα. Ο Στεργίου, ο Καραντίνης, πολλοί. Μπήκαμε όλοι σ’ ένα καϊκάκι και κάναμε το video clip, το οποίο είχε χαλάσει κόσμο τότε. Ήτανε πολύ ωραίο κι αυτό. Γενικά, εκείνη την εποχή ήτανε πολύ πιο άμεσο το τραγούδι. Και πιο αυθόρμητο θα έλεγα, δηλαδή δεν φοβόμασταν. Να, ο Γιάννης έγραφε τέτοια πράγματα και έγραφε και κανά σκυλάδικο που και που με τον Αντύπα.
ΠΑΕΙ ΚΑΙΡΟΣ – Μελίνα Ασλανίδου
(2003, μουσική: Θοδωρής Παπαδόπουλος, στίχοι: Σμαρώ Παπαδοπούλου)
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΔΑΚΡΥ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ – Μελίνα Ασλανίδου
(2003, μουσική: Θοδωρής Παπαδόπουλος, στίχοι: Σμαρώ Παπαδοπούλου)
Θ.Π.: Και τα δύο γίνανε με την αδελφή μου τη Σμαρώ, τότε που με παρότρυνε να ξαναγράψω τραγούδια, γιατί είχα σταματήσει για ένα διάστημα να γράφω και δεν ήθελα. Κι είχε μαζέψει υλικό χωρίς να το ξέρω. Μέσα σ’ αυτό το υλικό ήταν κι αυτά τα δύο τραγούδια, από τα τέσσερα της αδελφής μου στον δίσκο. Αλλά το τραγούδι που με συγκίνησε ήτανε ο στίχος στο «Πάει Καιρός».
Γενικά όλα αυτά τα λίγο συγκινητικοευαίσθητα, μου πηγαίνανε πάρα πολύ στο να γράφω μουσική. Κι έτσι ασχολήθηκα. Γνώρισα την Ασλανίδου τότε σαν νέο κορίτσι, είχαμε συναντηθεί στη Θεσσαλονίκη όπου έπαιζε με τον Μητρέντζη τότε -κι είχα γνωρίσει και την Τσαλιγοπούλου εκείνο το διάστημα, με την οποία παίξαμε και μαζί στο Μετρό- και είχε έρθει με τον παραγωγό, τον Γιώργο Κυβέλο, στο σπίτι μου κι έτσι μάλιστα βρήκαμε υλικό. Μου λέει ο παραγωγός:
- Ρε συ, δεν κάνεις και με τη Μελίνα καμιά δισκάρα;
- Να κάνουμε. Έχω κάτι τραγούδια.
Αυτά τα είχα για τον Νταλάρα. Είχα φυλάξει πολλά. Φαντάσου ότι μετά από κείνη την ιστορία που ήταν να κάνουμε με τον Νταλάρα μαζί, έχω φυλάξει ακόμα τρία-τέσσερα τραγούδια. Δυο-τρία έβγαλα με την Αλεξίου στο «Βύσσινο Και Νεράντζι». Τότε, λοιπόν, η Σμαρώ ήταν η αιτία που μ’ έβαλε και έγραψα και κάναμε με την Ασλανίδου το «Πάει Καιρός», το «Δεν Είμαι Δάκρυ Στο Λαιμό» -πολύ ωραίο τραγούδι κι αυτό… Πολύ ωραίος στίχος. Σε τρύπαγε. Δεν ήταν εύκολο. Τις ιστορίες δεν τις ξέρω τις προσωπικές και δεν τις ρώταγα εύκολα. Μου τις έλεγε και ξέχναγα πολλά. Απλά η Σμαρώ ήτανε πολύ συναισθηματική στο γράψιμο και έγραφε όλο με εικόνες, οπότε οτιδήποτε έγραφε ήταν σαν το ζούσε η ίδια. Βασικά όλα της τα τραγούδια είναι μέσα από την ψυχή της, μέσα από τον εαυτό της. Αυτό που λέει «Πάει καιρός που σβήνω το φως και σου ζητώ σ’ ένα όνειρο μέσα να μπεις να σε δω», πραγματικά το ζούσε και το έγραφε! Δεν νομίζω ότι η Σμαρώ έγραφε κάτι που δεν το ζούσε.
Αλλά κι εσείς το προσεγγίσατε μελωδικά μ’ έναν τρόπο διαφορετικό από άλλα σας τραγούδια.
Θ.Π.: Αυτό το κάνω, γενικά, στα τραγούδια μου. Και της Αλεξίου τα τραγούδια ήταν τελείως διαφορετικά. Μια προσέγγιση, δηλαδή, διαφορετική και μάλιστα δεν έβαλα και μπουζούκι μέσα στα περισσότερα, σε όλα σχεδόν. Προτίμησα να βάλω όργανα πιο κλασικά, ας πούμε, και πιο… δημοτικά. Είχανε ένα πιο δημοτικό χρώμα της Αλεξίου τα τραγούδια. Το «Πάει Καιρός» είναι ένα ρομαντικό τραγούδι, θα έλεγα ότι μπορεί να σε πηγαίνει στο 1960, γιατί με ακορντεόν είναι η βάση του. Και σου θυμίζει, ξέρω εγώ, ένα πολύ γνωστό τραγούδι της Πόλυς Πάνου στο οποίο έμοιαζε λιγάκι [σ.σ. μάλλον εννοεί το «Συ Μου Χάραξες Πορεία» με τη Γιώτα Λύδια], δηλαδή όλο του το άρωμα απ’ αυτή την εποχή. Απλά ήτανε ένα τραγούδι ρομαντικό θα έλεγα. Γιατί, κοίταξε, είναι και ο στίχος έτσι. Που να σε πάει, τι να το κάνεις; Ντιριντάχτα; Να το κάνεις τσιφτετέλι; Δεν γίνεται αυτό.
Από τα τραγούδια που έχετε γράψει, σε ποιο έχετε αδυναμία;
Θ.Π.: Κοίταξε, έχω σε διάφορα αδυναμία, αλλά αυτό που θα έλεγα ότι το αγάπησα και έπαιξε ρόλο στη ζωή μου είναι η «Βροχή». Είναι ένα από τα τραγούδια μου από τα οποία δεν θα ξεκολλήσω εύκολα. Και μετά από κει είμαι πολύ δεμένος συναισθηματικά με το πρώτο μου τραγούδι, το «Κορδελάκι», και με αρκετά τραγούδια της Σμαρώς έχω πολύ μεγάλη συναισθηματική φόρτιση. Να, έχει γράψει ένα τραγούδι που λέγεται «Πρώτο Φιλί» (2003). Αυτό το τραγούδι, που το λέει η Μελίνα Κανά, με τρελαίνει. Της Αλεξίου το «Βύσσινο Και Νεράντζι» και το «Ίσως» -«Ίσως να είναι της μοίρας γραφτό»- με συγκινούν πολύ. Το «Πάει Καιρός» κι αυτό…. Είναι τραγούδια που τα έχω πολύ βαθιά μέσα μου.
Πάντως εσείς, με όλα αυτά που έχετε ζήσει και με τις συνεργασίες που έχετε κάνει, μπορείτε να γράψετε ολόκληρο βιβλίο!
Θ.Π.: Μα γι’ αυτό δεν δίνω συνεντεύξεις! Σκέφτομαι να γράψω κάτι, επειδή η διαδρομή μου έχει μια πολύ πλούσια ιστορία. Το τραγούδι είναι η φωτογραφία κάθε εποχής που ζούμε. Η tRap ραπ και η Rap είναι η σημερινή -ξενόφερτη- μουσική. Σ’ αυτό ζούμε.
Τα πάντα παρακολουθώ. Βασικά βλέπω νέα παιδιά που παίζουνε μπουζούκι και ρεμπέτικο κι αυτό είναι σημαντικό, ότι κρατάνε την παράδοσή μας. Χιώτης, Τσιτσάνης, Ζαμπέτας, Παπαϊωάννου… είναι στην ιστορία γραμμένοι και δεν θα ξεγραφτούν ποτέ. Γράφανε τραγούδια, τραγουδάγανε και ωραία. Μ’ αρέσανε οι παίκτες που λέγανε τα τραγούδια τους. Ο Παπαϊωάννου με τρέλαινε. Ο Μάρκος τα ίδια. Έχω πολύ μεγάλη αδυναμία στον Μάρκο Βαμβακάρη. Δηλαδή το πως τραγουδάει… Δεν είναι κανένας τραγουδιστής που θα τον κατατάξεις και θα πεις ότι είναι ο τραγουδιστής με την καλή φωνή και τέτοια αλλά έτσι που λέει το τραγούδι, έτσι χρειάζεται να το πει. Πρώτα-πρώτα όταν λες ένα τραγούδι βγαλμένο μέσα από τον τεκέ, λέω εγώ τώρα, πώς θα το πεις; Θα το πεις αντρικά. Και ο Μάρκος το έλεγε. Αλλά ο Μάρκος μέσα σ’ αυτή τη φωνή τη μεταλλική, την γκρίζα ας πούμε, είχε μια μεγάλη ευαισθησία. Τρομερή ευαισθησία, που την καταλαβαίνουνε λίγοι. Έχουνε βγει πολλά νέα παιδιά που ασχολούνται σοβαρά με το μπουζούκι κι έχουν βγει νέοι παίκτες, πάρα πολύ καλοί, του ρεμπέτικου και του καλού λαϊκού τραγουδιού.
Υπάρχουν μπουζουξήδες πολύ υψηλού επιπέδου και δεν προβάλλονται όπως έπρεπε γιατί δεν υπάρχουνε πλέον δισκογραφικές δουλειές για να προβληθούνε κι αυτό είναι που μ’ έχει γονατίσει κι εμένα. Δεν έχω καμιά όρεξη να γράψω για κανέναν. Δεν έχω ν’ αποδείξω πλέον τίποτα. Να βγω να κάνω τι; Να γεμίζω το διαδίκτυο ότι έκανα αυτό; Ό,τι ήταν να κάνω το έκανα. Αν έχω κάνει κάτι στη ζωή μου, μπορεί να κριθεί και να πει κάποιος «μου άρεσε ένα τραγούδι του Παπαδόπουλου»…
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο