Ξέρετε.., δεν είμαι βλάκας!.. Μάλιστα έχω και μαντικές ικανότητες. Να, παράδειγμα μπαίνει κάποιος τις προάλλες στο μαγαζί μου και του λέω:
-Γεια σου γιατρέ. Τι κάνεις;
-Καλά. Που το ξέρεις πως είμαι γιατρός; Με γνωρίζεις;
-Όχι. Έχεις και τρία παιδιά ε; Η μεγαλύτερη είναι κόρη ..
-Α!, Φεύγω εγώ. Εσύ θα μου πεις κι’ άλλα πράγματα και θα με τρελάνεις.
Δεν ξέρω πως ήμουν τόσο σίγουρος ότι δεν θα πάρει πιάνο αλλά τουλάχιστον να μαντεύω το επάγγελμα του υποψήφιου πελάτη συμβαίνει πολύ συχνά. Γι’ αυτό μου έχουν κολλήσει το παρατσούκλι «Μάντης»
-Όχι, όχι, σταματάω. Δεν ήρθες για να πάρεις πιάνο; Αμ δεν θα πάρεις. Δύσκολα αγοράζεις οτιδήποτε..
-Να σου πω την αλήθεια αγαπητέ μου πράγματι δεν θα πάρω πιάνο ,και μάλιστα έτσι βιαστικά. Πολύ το σκέφτομαι να χαλάσω χρήματα.
-Το ξέρω. Έχεις καβούρια στην τσέπη.
-Έλα αστειεύομαι γιατρέ του απάντησα γρήγορα-γρήγορα φοβούμενος μην παρεξηγηθεί.
-Πάω φεύγω. Είμαι πολύ προβληματισμένος με τις μαντικές σου... ικανότητες.
-Ε, κάπως έτσι έχουν τα πράγματα με τους ανθρώπους. Σχεδόν τους «ξεβρακώνω».Απορώ όμως πως μου τη φέρνουν.
Μάλλον ξέρω το γιατί. Δεν περνώ κανένα για κακό. Έχω βέβαια και τα κέρδη μου με αυτή την συμπεριφορά μου. Έχω αποκτήσει πολλούς φίλους και γερά ερείσματα στο εμπόριο. Και έτσι δεν φοβάμαι τίποτα.
Να, για παράδειγμα.. μου λείπει ένα εκατομμύριο; κάνω μια γύρα και το μαζεύω. Έχω καλό όνομα στην αγορά και οι πάντες με εμπιστεύονται.
-Φλυαρίες θα μου πείτε. Μα όλα αυτά σας τα λέω για να με γνωρίσετε.
-Με γνωρίσατε αλήθεια τώρα; Κατάλαβα και ξέρω και τι λέτε. Ξέρω...Ξέρω.
-Προχθές τη Δευτέρα καθόμουνα στο γραφείο μου στο ισόγειο του μαγαζιού μου που βρίσκεται σε μεγάλη κεντρική λεωφόρο.
Είχα βυθίσει το βλέμμα μου σχεδόν αφηρημένα σε αυτή όπου τα αυτοκίνητα προχωρούσαν βήμα-βήμα.
Κουβέντιαζα με το φίλο μου και συνεργάτη τον Κώστα Παλαίρη περί ανέμων και υδάτων δηλαδή.
Δυο «τύποι» εμφανίστηκαν μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού. Οι κινήσεις τους έδειχναν σαν να ερχόντουσαν για κατάληψη.
Ήταν και λίγο χορευτικές.. Ομολογουμένως περίεργοι τύποι.
-Έλα τους έπιασες τους πελάτες Θανάση. Άντε σήκω. Ευκαιρία να τα «τσακώσεις» σήμερα. Δεν σου γλυτώνει πελάτης εσένα. Πράγματι κάπως έτσι ήταν.
-Μπα, αυτά τα ρετάλια δεν πρόκειται να αγοράσουν τίποτα. Έτσι θα μου «φάνε» την ώρα. Μάλλον για να ρωτήσουν θα έρχονται.
Ο Βασίλης ο βοηθός μου σίγουρος για τις μαντικές μου ικανότητες, μειδίασε με σημασία.
-Άντε κυρ Θανάση αυτούς θα τους καταφέρεις είπε.
-Δεν πρόκειται να γίνει τίποτα.
Οι δυο τύποι όση ώρα εμείς κουβεντιάζαμε κοίταζαν την βιτρίνα και κάτι έδειχνε ο ένας στον άλλο.
-Άντε ξεκουμπιστείτε και μπείτε μέσα μονολόγησα εγώ μεταξύ αστείου και σοβαρού.
Ο Βασίλης και ο Κώστας σκάσανε στα γέλια. Είχε τέτοια αναδουλειά αυτές τις μέρες, ώστε και μέσα να μπαίνανε κάτι θα ήταν.
Επιτέλους κινήθηκαν προς στην είσοδο. Ο ένας ,ο πιο γεμάτος, ήρθε προς το μέρος μου ψιλογελώντας.
-Με θυμάσαι; μου είπε.
-Ναι είπα κάπως μηχανικά. Ναι τώρα που τον έβλεπα θυμήθηκα πως πριν τρία-τέσσερα χρόνια ,είχε περάσει από το μαγαζί μου-μόνος του τότε- και μούφαγε κάμποση ώρα και δεν πήρε τίποτα ο «άχρηστος».
Με ζώσανε τα φίδια. Μάλλον δεν είχα άδικο που έλεγα στους άλλους πως δεν θα αγόραζαν τίποτα. Μόνο μια αμυδρή ελπίδα υπήρχε. μήπως ο φίλος του αγόραζε κάτι.
-Τι θα θέλατε; τους ρώτησα με περισσή ευγένεια.
Αυτός που με γνώριζε γύρισε απότομα προς το μέρος μου και με ρώτησε με ύφος ανθρώπου που ξέρει από εμπόριο.
-Μπας και έχεις κανένα φθηνό πιάνο; Καμιά εκατονπενηνταριά χιλιάδες...
-Μπα. Το φθηνότερο που έχω έχει τετρακόσιες σαράντα χιλιάδες, αλλά όμως έχει πολλά Γερμανικά υλικά. Μέχρι και το ηχείο του είναι Γερμανικό.. Τόσο φθηνό πιάνο με τέτοια υλικά είναι επιτυχία κανείς να το αγοράσει, είπα με όσο το δυνατόν πειστικό τρόπο.
-Είναι άριστης ποιότητας, συμπλήρωσα. Έκανα ότι μπορούσα για να πουλήσω το πιάνο.
-Να σου δώσει ο φίλος μου τριακόσιες χιλιάδες να το κλείσουμε τώρα;
-Είναι δυνατόν να σας το δώσω σε τέτοια τιμή;
-Δηλαδή να μπω και μέσα;
Ο φίλος του που τόση ώρα δεν είχε μιλήσει, γύρισε και του είπε.
-Έλα ρε Μήτσο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να το δώσει στις τριακόσιες χιλιάδες. Εγώ έχω τις τετρακόσιες σαράντα χιλιάδες και θέλω να το κλείσω.
Άρχισα να σκέπτομαι πως αυτή τη φορά έκανα λάθος. Πάει .ο ενδιαφερόμενος θα το έπαιρνε το πιάνο .
-Μωρέ αυτός είναι λεβεντιά σκέφτηκα.
-Κοίτα όμως θα μου το κουρδίσεις καλά. Μπορούμε να το πάρουμε σήμερα;
-Έ, όχι και σήμερα. Αύριο μπορείτε να το πάρετε. Αν μπορεί ο Κώστας να το ετοιμάσει.
-Κώστα θάρθεις πρωί-πρωί να φτιάξεις το πιάνο; είπα στον χορδιστή.
-Εντάξει. Αύριο στις ένδεκα θα είναι έτοιμο.
-Δεν μου λέτε, είπα στον πιο γεμάτο κύριο που έκανε τις διαπραγματεύσεις. Γιατρός είστε;
-Ναι γιατρός είμαι.. αλλά ερευνητής. Δεν άσκησα ποτέ το επάγγελμα. Δεν μπορούσα να εκμεταλλεύομαι τους ανθρώπους.
-Θεομπαίχτη, -είπα από μέσα μου-και τόση ώρα εμένα τι με έκανες; δεν ήθελες να πάρεις τζάμπα το πιάνο;
Πριν καλά-καλά τελειώσω τη σκέψη μου ο κυρ γιατρός γύρισε προς το φίλο του και του είπε:
-Για κάτσε ρε Νίκο. Με τετρακόσιες σαράντα χιλιάδες θα το πάρεις το πιάνο; Όχι! Τετρακόσιες χιλιάδες θα το πάρεις. Άκου τετρακόσιες σαράντα χιλιάδες..
Το είχε καημό ο κύριος. Έπρεπε κάτι να κόψει. Άλλος πλήρωνε αυτός κανόνιζε.
-Ά δεν γίνεται του απάντησα εγώ. Το πολύ-πολύ να πληρώσω εγώ την μεταφορά. Είναι αρκετά μεγάλο το ποσό. Αλήθεια σε τι όροφο θα πάει;
-Στον τέταρτο, μου απάντησε σαν να έκανε αγγαρεία ο κυρ Νίκος.
-Ά καλά την έχω βαμμένη. Πάνε άλλες τριάντα χιλιάδες, απάντησα με παράπονο εγώ.
-Όχι, όχι. Δεν γίνεται. Άντε τετρακόσιες είκοσι πέντε χιλιάδες, και το κλείνουμε τώρα.
-Πωπώ ενδιαφέρον για το πορτοφόλι του φίλου του, είπα εγώ σχεδόν φωναχτά. Ήθελα να πουλήσω το πιάνο. Και σχεδόν αποκαμωμένος γιατί άρχιζα να κουράζουμε ψυχικά, γύρισα κάπως απότομα προς το μέρος του και του είπα:
-Αμάν μωρέ αδελφέ μου. Ψυχοβγάλτης είσαι. Εντάξει, πάρτο όπως το κανονίζεις εσύ.
Ένοιωθα να φθάνω στα όριά μου. Λίγο ακόμα και θα εκριγνυόμουνα. Συγκρατήθηκα όμως σκεπτόμενος πως στο εμπόριο ο πελάτης έχει δίκιο. Λίγο ακόμη και ποιος ξέρει πως θα έβγαινε από το μαγαζί.
-Έλα ρε Μήτσο άσε τον άνθρωπο, τον κούρασες, είπε λίγο κλαψιάρικα ο κύριος που στην πραγματικότητα ενδιαφερόταν για την αγορά του πιάνου.
-Άστον.. Εγώ θα το κλείσω.
......-Και εσείς γιατρός είστε κύριε; τον ρώτησα σχεδόν με βεβαιότητα.
-Ναι εγώ είμαι οφθαλμίατρος. Αλλά ασχολούμαι και με χορωδίες και τη μουσική γενικά.
-Και λέγεστε..
-Νίκος Καλέρης. Το θέλω για την κόρη μου, που είναι δεκαεννιά χρονών βέβαια, και θέλω να τις κάνω έκπληξη.
-Έδειχνε αισθηματίας ο κυρ Νίκος. Δεν είχα πέσει λοιπόν έξω στις εκτιμήσεις μου.
-Και να ξέρετε ..έχω πολύ καλό αυτί εγώ.
-Αν πάρω παράδειγμα που είναι τόσο μεγάλα, έτσι θα είναι σκέφτηκα να του πω. Αλλά συγκρατήθηκα.
-Πολύ μαγκιά μου πουλάνε αυτοί οι δυο, συνέχισα τον συλλογισμό μου. Που να ήξεραν πως στη μουσική ήμουν πρύτανης. Τέλος πάντων.
-Έλα Μήτσο πάμε να φύγουμε και έχει δουλειά ο άνθρωπος.
Είχε περάσει πάνω από μία ώρα από τότε που ήρθανε και τώρα κατάλαβε πως μπορεί να είχα δουλειά.
Και επάνω που έχανα την υπομονή μου έβγαλε το πορτοφόλι του.
-Θα δώσω μια προκαταβολή, όσα έχω τώρα μαζί μου. Έβγαλε σαράντα χιλιάδες.
-Δος μου μια απόδειξη. Έτσι για το τυπικό, μου είπε.
Του έγραψα το ποσό πάνω σε μια κάρτα της εταιρίας και τρεις-τέσσερις τυπικές λέξεις που γράφονται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Σαν να σκέφτηκε όμως ότι έπρεπε να τα πληρώσει όλα και απότομα γύρισε και με ρώτησε.
-Έχει καμιά Αγροτική Τράπεζα εδώ κοντά;
-Ναι .Πεντακόσια μέτρα από εδώ αλλά στον πίσω δρόμο.
-Έλα ρε Νίκο, τώρα έχουν κλείσει οι Τράπεζες. Πάμε να φύγουμε και αύριο φέρνεις τα λεπτά.
Και σχεδόν επιτακτικά.
-Έλα, πάμε.
Φαινόταν σαν να τον διηύθυνε ο πιο εύσωμος γιατρός τον κύριο Νίκο. Τόσο άβουλος ήταν. Μάλιστα μου έδωσε την εντύπωση πως «έμπαζε νερά» ο κύριος Νίκος.
-Ελάτε πάρτε και αυτές τις κασέτες.. Έχουν δικά μου τραγούδια.. Σας τις χαρίζω μια και τόσο πολύ αγαπάτε τη μουσική.
-Α! Τι λέτε; Δικά σας τραγούδια. Ευχαριστούμε είπαν και οι δύο με μια φωνή λες και ήταν κουρντισμένοι.
Και επιτέλους φύγανε, αφού βέβαια μας χαιρέτισαν.
Είδες πόσο άδικο είχες Θανάση; Οι «τύποι» αγόρασαν πιάνο. Το φαντάζεσαι; Θανασάκη μου βιάζεσαι πολύ. Και όποιος βιάζεται πέφτει έξω, μου είπε σχεδόν θριαμβολογώντας ο Κώστας.
-Θα δούμε Κώστα. Πάντως για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα να αγοράσουν πιάνο αυτοί οι δυο. Έπεσα έξω, ομολόγησα λίγο θιγμένος.
Σηκώθηκε να φύγει.
-Κάτσε ρε Κώστα να πάμε στου Αλέκου δίπλα να σου κάνω το τραπέζι μια και έχασα στις εκτιμήσεις μου και τόσο ανέλπιστα πούλησα το πιάνο.
-Έχω δουλειά. Πρέπει να φύγω.
-Έλα πάμε, δεν θα αργήσουμε. Τι δηλαδή αν πας μισή ώρα αργότερα ο πελάτης θα σου «κόψει» τα πόδια; Έλα πάμε.
Όση ώρα τρώγαμε, συζητάγαμε για τους παράξενους πελάτες και σκάγαμε στα γέλια με τα διάφορα ευτράπελα που λέγαμε.
-Ρε συ Θανάση, ο αδύνατος σαν φασουλής ήταν.. αλλά φαίνονταν για καλός άνθρωπος. Ο άλλος το «έπαιζε» πως τα ξέρει όλα και τον καταπίεζε.
-Κοίτα Κώστα: Εγώ τους βλέπω και τους δυο «βαρεμένους»,αλλά τέλος πάντων από σήμερα μπήκαν στη λίστα των πελατών μου και ότι και να είναι «μετράνε»,δηλαδή πως να πούμε βρε παιδάκι μου τους υπολογίζω. Παράξενοι, ξεπαράξενοι αυτοί μπορεί να μου φέρουν και άλλους πελάτες. Έτσι δεν γίνεται συνήθως; Ας είναι καλά παρά τις δυσκολίες που μου φέρανε. Και για να λέμε την αλήθεια ο ερευνητής ήταν ο δύσκολος, ο οφθαλμίατρος φαινόταν για καλός και ήταν πιο πράος.
-Πάμε να φύγουμε.
Πλήρωσα με ευχαρίστηση το γεύμα.
-Κώστα, μην ξεχάσεις αύριο να έρθεις νωρίς για να προλάβεις να το ετοιμάσεις το πιάνο.
-Εντάξει Θανάση θα είμαι στην ώρα μου.
Και εγώ την άλλη μέρα πρωί-πρωί πήγα στην Εταιρία. Αν δεν ερχόταν ο Κώστας θα το «έφτιαχνα» μόνος μου.
Όμως ο Κώστας ήταν εκεί και κούρδιζε το πιάνο. Πάλι αρχίσαμε να μιλάμε για λίγο για τους περίεργους αγοραστές. Και ο Κώστας και ο Βασίλης μάλλον μου υπενθύμιζαν με τον τρόπο τους ,πόσο βιαστικός είμαι στις εκτιμήσεις μου για τους ανθρώπους. Εγώ δεν μιλούσα, τι να πω; Είχα κάνει λάθος. Η πώληση έγινε. Άλλη φορά θα πρόσεχα. Είχα όμως κάποια αγωνία μέχρι να φύγει το πιάνο, μήπως στραβώσει κάτι. Δεν ξεχνούσα τι μου έλεγε παλιότερα ο προηγούμενος ιδιοκτήτης της εταιρείας:
«Η πώληση ενός πιάνου έχει γίνει μόνο όταν φθάσει στο σπίτι του αγοραστή»
Σταμάτησαν οι σκέψεις μου γιατί ο Κώστας τελείωσε με το πιάνο και ήρθε προς το γραφείο μου. Άναψε τσιγάρο.
-Έλα ρε Θανάση που είχες αγωνία. Έτοιμο το πιάνο.
Εκείνη τη στιγμή μπήκαν μέσα με τον μυστηριώδη τρόπο τους οι δυο γιατροί. Μπροστά ο εύσωμος ο ερευνητής -σαν αρχηγός πραγματικός-και πίσω του ο οφθαλμίατρος, σκυφτός και με ακανόνιστο βήμα. Τους έφερε ο Βασίλης καρέκλες να καθίσουν.
Ο αδύνατος γιατρός που τόσο συγκαταβατικός ήταν κατά την πώληση ρώτησε με την στριγκλιά -περίεργη φωνή του.
-Το κουρδίσατε καλά το πιάνο;
-Ε βέβαια, ο Κώστας είναι εξπέρ σε αυτά.
-Ρε Κώστα εσύ που κρατάς αρχείο με τα πιάνα που κούρδισες μέχρι τώρα τι νούμερο έχει το πιάνο του κυρίου; είπα σχεδόν τραγουδιστά του χορδιστή.
-Θανάση νομίζω πως πρέπει να είναι το είκοσι χιλιάδες διακόσια ένα, αν θυμάμαι καλά. Θα κοιτάξω όμως το βράδυ τι νούμερο έχει το τελευταίο χθεσινό και θα σου πω ακριβώς. Μάλλον έτσι όμως είναι.
Πράγματι ο Κώστας Παλαίρης κράταγε αρχείο για όσα πιάνα κούρδιζε σε όλη του την σταδιοδρομία. Είχε δουλέψει αρκετά χρόνια σε εργοστάσιο πιάνων και όσο ήταν στη Ελλάδα κούρδιζε δυο-τρία πιάνα σχεδόν κάθε μέρα. Άρα το νούμερο δεν ήταν εξωπραγματικό. Ήταν πολύ γνωστός και είχε πελάτες αρκετούς γνωστούς πιανίστες.
-Σοβαρά; είπαν και οι δυο γιατροί με μια φωνή. Κούρδισες τόσα πιάνα; Απίθανο! είπε ο οφθαλμίατρος. Εξωφρενικό! πρόσθεσε ο ερευνητής.
Ο οφθαλμίατρος πήγε προς το πιάνο και άρχισε να χτυπά τα πλήκτρα τελείως αδέξια με ένα δάκτυλο λες και τα κάρφωνε.
-Ε αυτό είναι ξεκούρδιστο είπε, δείχνοντας ένα σι που δεν ήξερε και τι ήταν. Είναι χαμηλό. Να και αυτό εδώ-καρφώνοντας ένα φα-είναι τελείως φάλτσο.
Άρχισα να σκέπτομαι ότι κάποιο σχέδιο βάλανε μπροστά τα ανθρωπάκια, για να μην πάρουν το πιάνο.
-Μα τι λέτε κύριε του είπα εγώ. Μόλις τέλειωσε ο τεχνικός.
-Καλά μπορείτε εσείς να βρείτε μια νότα αν είναι χαμηλή; Είστε σοβαρός; του φώναξε κοροϊδευτικά ο Κώστας.
-Εγώ χαρίζω το πιάνο αν μου βρείτε πια νότα θα σας παίξω.
-Ακούστε σας είπα πως έχω αυτί εγώ και θα έκανα έλεγχο πριν το πάρω το πιάνο. Μπορείτε να το κουρδίσετε πάλι; τώρα όμως.
Μου ήρθε να του αστράψω μια μπουνιά με τις βλακείες που έλεγε ο ηλίθιος.
Αλλά μετάνιωσα. Προείχε να πάρει το πιάνο. Αντέδρασα λίγο ήπια αλλά αποφασιστικά.
-Όχι κύριε. Να ήρθαν οι μεταφορείς για να το φορτώσουν. Δεν προλαβαίνουμε τώρα να το ξανακουρδίσουμε.
Ο επικεφαλής του συνεργείου μας χαιρέτησε.
-Κύριε Θανάση είναι έτοιμο το πιάνο;
-Περίμενε λίγο Πάνο. Ένα λεπτό και θα σου πω. Να δούμε τι θα αποφασίσει ο κύριος πελάτης από δω.
-Γιατρέ, να έρθουμε στο σπίτι σας να το ξαναφτιάξουμε σύμφωνα με τα γούστα σας. Μάλιστα ο Κώστας θα σας ρωτάει αν σας αρέσει η νότα που κούρδισε και μετά θα προχωράει στην παρακάτω, του είπα κοροϊδευτικά μη αντέχοντας άλλο την σκευωρία τους.
Όσο βλάκας και αν φαινόταν το κατάλαβε πως τον δούλευα, και αντιδρώντας απότομα μου είπε με την περισσότερο τσιριχτή φωνή του.
-Τι λέτε κύριε, με κοροϊδεύετε; Δεν το παίρνω το πιάνο!
Οι μεταφορείς τον κοίταξαν με απορία.
Ο κύριος Μήτσος ο «ερευνητής γιατρός» που τόση ώρα έκανε το μουγκό γύρισε και μου είπε με ύφος υποκριτικό.
-Ηλεκτρικά πιάνα έχετε; Εγώ του είπα να πάρει ηλεκτρικό πιάνο που είναι ολόσωστο και δεν έχει ανάγκη από χόρδισμα..
-Όχι κύριε ερευνητή. Δεν έχω ,του είπα απότομα και νευριασμένος.
-Κοίταξε κύριε μου είπε ο οφθαλμίατρος.
Κράτα από την προκαταβολή τις είκοσι χιλιάδες για το συνεργείο και δώστε μου τα υπόλοιπα. Δεν Θα το πάρω το πιάνο.
-Παιδιά φύγετε, η μεταφορά δεν θα γίνει, είπα στους μεταφορείς. Και γυρνώντας στον οφθαλμίατρο:
-Μα ήταν ανάγκη να το κλείσετε το πιάνο κύριε; Βαλτός είσαστε να μου σπάσετε τα νεύρα; Έχετε την στοιχειώδη αξιοπρέπεια επάνω σας; Τι σόι άνθρωπος είστε, δεν σας καταλαβαίνω. Μόνο ένας σχιζοφρενής θα το έκανε αυτό.
-Κοίτα εδώ είμαστε. Δεν χανόμαστε, είπε ο ερευνητής. Μπορεί να ξανάρθουμε. Ελάτε μη θυμώνετε, μου είπε με τον προσποιητό γλοιώδη τρόπο του προσπαθώντας να με καλμάρει.
-Δεν θέλω να ξανάρθετε, τους φώναξα εξωφρενών. Ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλω να σας ξαναδώ ,παλιοτόμαρα.
-Πάρτε την προκαταβολή σας και χαθείτε από εμπρός μου παλιορετάλια.
-Και κοιτάξτε να μου στείλετε πίσω και τις κασέτες που σας χάρισα. Δεν αξίζετε να τις έχετε στα χέρια σας.
Σηκώθηκαν και έφυγαν αλαφιασμένοι. Λίγο ακόμα και θα έβγαιναν έξω με τις κλωτσιές.
-Πάει.. εγώ θα αυτοκτονήσω είπε το αδύνατο ανθρωπάκι, ο οφθαλμίατρος, με την προσβολή που μας έκανε.
Το άκουσε ο Βασίλης και μου το είπε όταν έφυγαν.
-Τι να πω ρε Βασίλη ο άνθρωπος πρέπει να είναι τρελός. Τέτοιο ντουέτο ανθρώπων δεν μου είχε ξανατύχει.
Την άλλη μέρα άνοιξα την εφημερίδα μήπως και διαβάσω πως αυτοκτόνησε ο οφθαλμίατρος, γιατί φοβόμουνα. Τόσο αφελής ήμουνα.
Μπα τίποτα. Που τέτοια ευθιξία. Και βέβαια δεν θα τόθελα να γίνει αυτό, αλλά κάπου το φοβόμουνα. Ήταν περίεργος άνθρωπος.
Ύστερα από δυο-τρεις μέρες ο Βασίλης μπαίνοντας χαμογελαστός πρωί-πρωί στο μαγαζί μου φώναξε με μια δόση έκπληξης.
-Κυρ Θανάση. Ποιους νομίζεις ότι είδα χθες το απόγευμα στην πλάκα όπου πήγα βόλτα με την κοπελιά μου; Μπορείς να το μαντέψεις;
-Όχι του είπα γεμάτος περιέργεια. Που να το φανταστώ.
-Για βάλε μπροστά τις μαντικές σου ικανότητες. Έλα ευκαιρία είναι να κάνεις μια δοκιμή.
-Μπα δεν μου έρχεται τίποτα στο μυαλό αυτή την στιγμή.
-Άντε να στο πω. Τους δυο γιατρούς είδα κυρ Θανάση. Αυτοί κυρ Θανάση είναι βαρεμένοι.
-Και τι κάνανε ρε Βασίλη ;
-Τίποτα σαχλαμαρίζανε. Δεν φαίνονταν για σοβαροί άνθρωποι αυτοί. Αμφιβάλω αν είναι και γιατροί. Έλα κυρ Θανάση οι γιατροί είναι σοβαροί άνθρωποι και ευαίσθητοι με αυτά που βλέπουν τα μάτια τους στα νοσοκομεία. Μπορεί να είναι σαν κι’ αυτούς; Εγώ στο ξαναλέω αποκλείεται αυτοί να είναι γιατροί.
-Εντάξει ρε Βασίλη δεν το διαπιστώσαμε αυτό αλλά δεν πιστεύω να έλεγαν ψέματα. Απλά πέσαμε στην περίπτωση.
-Όμως ότι και να είναι.. τους αξίζει να γίνουν μυθιστόρημα. Για να μη σου πω ακόμα και θεατρικό έργο.
Και γεμάτος θλίψη έσκυψα πάνω στα χαρτιά που είχα απλωμένα πάνω στο γραφείο μου. Ένα περίεργο συναίσθημα με πλημμύρισε. Δεν μπορώ να το περιγράψω.
Ευτυχώς που βυθίστηκα στους λογαριασμούς και ξεχάστηκα. Όμως που και που μου έρχονται στο μυαλό. Προσπαθώ να βγάλω ένα συμπέρασμα, μα τίποτα..
(Διήγημα του ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΥ)