Μια φορά και ενα καιρό, ήταν ένας καπετάνιος, ο οποίος ταξίδευε για πολλά χρόνια μακρυά απο την πατρίδα του. Ονειρευόνταν, κάποτε, να αράξει επιτέλους σε ενα λιμάνι, και να μη χρειαστεί να ξαναφύγει ποτέ. Όσο και αν αγαπούσε τη θάλασσα, άλλο τόσο αγαπούσε την οικογένεια που όμως δεν απέκτησε ποτέ, λόγω των πολλών χρόνων απουσίας του...
Ο Νίκος, δεν παντρεύτηκε ποτέ, γιατί η αγαπημένη του, αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να τον περιμένει, και πως θα έχανε πολλά χρόνια απο τη ζωή της άδικα. Έτσι, όταν εκείνη του ανακοίνωσε ότι ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο, εκείνος, την αποχαιρέτησε και έφυγε. Όλα αυτά τα χρόνια, γνώρισε πολύ κόσμο στα ταξίδια του, έμαθε πολλά πράγματα για τους ανθρώπους, τα ήθη και τα έθιμα τους, διάβασε πολλά ξενόγλωσσα βιβλία, και έκανε πολλούς φίλους διαφορετικής εθνικότητας και χρώματος. Παρόλο που γνώρισε πολλές αξιόλογες γυναίκες και θα μπορούσε άνετα να νοικοκυρευτεί, προτίμησε να συνεχίσει την εργένικη ζωή του. Μια μέρα, άραξε σε κάποιο λιμάνι της Ιταλίας, και μαζί με τους ναύτες του, αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν σε κάποιο ξενοδοχείο της Νεάπολης, ώστε να ξεκουραστούν και να συνεχίσουν το δρόμο τους το άλλο πρωί. Η κοπέλα στη ρεσεψιόν τους καλοδέχτηκε και τους έδωσε τα κλειδιά για τα δωμάτια τους. Όταν η καμαριέρα τους συνόδεψε επάνω, τους προειδοποίησε να κλείνουν καλά τα παράθυρα το βράδυ, για να μην ακούν το θόρυβο απο την έξοδο. Κάτι που παραξένεψε τον Νίκο, αλλά επειδή ήταν και κουρασμένος, δεν έδωσε και πολύ σημασία. Μετά απο λίγη ώρα,και ενω τον έπερνε ο ύπνος, άκουσε ενα διαπεραστικό θόρυβο κάτω απο το παράθυρο του. Σηκώθηκε και το άνοιξε για να δει τι ήταν. Στα σκαλοπάτια του ξενοδοχείου, καθόνταν ενα παιδάκι αφρικανικής καταγωγής, περίπου εφτά χρονών. Στα χέρια του κρατούσε ενα πανέρι με μανταρίνια και έκλαιγε. Ο Νίκος, απόρησε, πως ενα τόσο μικρό παιδάκι ήταν τέτοια ώρα εξω και χωρίς τους γονείς του. Περίμενε λίγο να δει τη συνέχεια. Και είδε... Το παιδάκι, σκούπησε με τον αγκώνα του τα μάτια του. πήρε το πανέρι του, και πήγε και κάθισε στο παγκάκι απέναντι απο το ξενοδοχείο. Ο Νίκος μπόρεσε να δει το περιεχόμενο του πανεριού. Ήταν γεμάτο μανταρίνια. Το παιδάκι, για μια στιγμή κοίταξε προς το ξενοδοχείο, εκεί που ήταν ο Νίκος. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Ο Νίκος είδε πολύ πόνο στα μάτια αυτού του παιδιού. Δεν είχε πλέον ύπνο. Ντύθηκε και κατέβηκε κάτω. βγήκε στο δρόμο και πλησίασε το μικρό αγόρι.
Γεια σου...είπε ο Νίκος.
Το παιδάκι δεν μίλησε. Μόνο τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
Δεν νυστάζεις ε; Ούτε και εγω, και σκέφτηκα να κατέβω να κάνουμε λίγη παρέα. είπε και κάθισε δίπλα του.
Το παιδάκι εξακολουθούσε να είναι σιωπηλό.
Δεν μιλάς ελληνικά;ρώτησε δίνοντας του ενα κουλούρι.
Το παιδάκι το πήρε και άρχισε να τρώει.
Μάλλον δεν μιλάς, είπε ο Νίκος σκεπτικός.
Τι θα κάνουμε λοιπόν; Πως θα συννενοηθούμε εμείς οι δυο;
Καθώς το παιδάκι έτρωγε, άπλωσε το χέρι και πήρε ενα απο τα μανταρίνια που είχε στο πανέρι του, και το έδωσε στο Νίκο.
Ω, ευχαριστώ πολύ, του είπε εκείνος με χαρά. Σε ποιον τα πας αυτά;
Το αγοράκι έδειξε το δρόμο. Αυτή την ώρα ήταν άδειος, αλλά απο ότι έμαθε ο Νίκος, εκεί γινόνταν κάθε Τρίτη η λαϊκή.
Τα πουλάς ε; είπε κοιτώντας τον στα μάτια. Αλλά σήμερα δεν πούλησες τίποτα κακόμοιρο...είπε θλιμένος.
Έλα μαζί μου. Ξέρεις, είμαι μόνος μου, συνήθως ταξιδεύω, αλλά για λίγο καιρό θα μείνω εδω. Θέλεις να μείνεις μαζί μου παιδί μου; είπε, δίνοντας του με νοήματα να καταλάβει τι εννοούσε.
Το παιδάκι, απάντησε καταφατικά με μια κίνηση του κεφαλιού του, και σε λίγο ανέβαιναν τις σκάλες του ξενοδοχείου πιασμένοι χέρι χέρι.
Έδωσε μια παραγγελία στην κοπέλα στη ρεσεψιόν, και ανέβηκαν μαζί στο δωμάτιο.
Έλα παιδί μου. Κάθισε. Με λένε Νίκο. Καταλαβαίνεις; Έλα εδω. Θα κοιμηθείς στο κρεβάτι μου για την ώρα, αύριο βλέπουμε. Να, πάρε τις πιτζάμες μου, είναι λίγο φαρδιές, αλλά θα σου πάρω αύριο δικά σου ρούχα. Εντάξει;
Το παιδάκι πέρασε τα χεράκια του απο το λαιμό του Νίκου, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ο Νίκος, ένιωσε περίεργα γιατί δεν τον είχε αγκαλιάσει κανείς έτσι... Αλλά μετά το πρώτο ξάφνιασμα, ανταπέδωσε το φιλί και την αγκαλιά.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα. Ήταν η καμαριέρα με ενα μικρό γεύμα. Το άφησε στο τραπέζει και έφυγε.
Έλα, θα πεινάς. Δεν πιστέυω να χόρτασες με το κουλούρι;
Το παιδάκι κάθισε και άρχισε να τρώει αργά και με ευλάβεια το φαγητό του, σα να μην ήθελε να τελειώσει σύντομα, για να το απολαύσει.
Μετά απο λίγο, όταν ξάπλωσε, σταύρωσε τα χεράκια του, είπε μια προσευχή, έκανε το σταυρό του, και κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως...
Ο Νίκος, έμεινε να τον κοιτάζει σκεπτικός όλο το βράδυ.
Την άλλη μέρα, κατέβηκε να πιεί ενα καφέ στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου. Εκεί συνάντησε και τους ναύτες του.
Πως είσαι έτσι καπετάνιε; Λες και δεν κοιμήθηκες όλο το βράδυ, είπε ο Δημήτρης.
Όντως, δεν κοιμήθηκα είπε σκεπτικός ο Νίκος.
Μετά απο τόση ταλαιπωρία, πως αντέχεις;
Με ενα διπλό καφέ θα αντέξω...Τωρα έχω να σας πω κάτι.Και τους εξιστόρησε τι έγινε το προηγούμενο βράδυ.Και κατέλειξε... Όλα αυτά τα χρόνια, ήμουν μόνος μου σαν το κούτσουρο αν και είχα φίλους, ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να εχω μια δική μου οικογένεια. Χτες λοιπόν, και μετά απο πολύ σκέψη, αποφάσισα να πάρουμε μαζί μας και τον Χρήστο, έτσι τον ονόμασα, ο οποίος θα είναι απο δω και πέρα ο γιός μου!
Μα τι λες καπετάνιε; Το παιδί σίγουρα θα έχει δική του οικογένεια, δεν γίνονται αυτά που λες, διαμαρτηρήθηκαν οι ναύτες.
Ε και; Αμφιάλλω αν θα μπορούν να του δώσουν ότι θα του δώσω εγω. Μέχρι να φύγουμε θα έχω τακτοποιήσει αυτό το θέμα. Πρός το παρόν, σας παρακαλώ να τον καλοδεχτείτε, είπε ο Νίκος καθώς το παιδάκι ήρθε και κάθισε δίπλα του.
Ο Χρήστος, δεν άργησε να κλέψει την καρδια των ναυτικών. Γνώριζε λίγα ελληνικά, αλλά απο την πολύ κούραση χτες, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Πάντως αυτό το πρωί, ήταν ευδιάθετος και συχνά πυκνά, έριχνε κλεφτές ματιές στον Νίκο, που τον κοίταζε με καμάρι.
Ξέρεις τι θα κάνουμε σήμερα Χρήστο; Θα πάμε να μου δείξεις που μένεις, για να γνωρίσω τους δικούς σου, είπε ο Νίκος.
Το αγοράκι απάντησε καταφατικά, και σε λίγη ώρα ήταν έξω απο το σπίτι του.
Δεν μένεις και μακρυά ε; Για να δούμε, είναι κανείς μέσα; είπε ο Νίκος χτυπώντας την πόρτα.
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Τότε την άνοιξε ο ίδιος, και μπήκαν μέσα.
Που είναι οι γονείς σου παιδί μου; ρώτησε ο Νίκος.
Το αγοράκι έδειξε το δρόμο... Ο Νίκος κοίταξε έξω, αλλά δεν είδε κανέναν.
Μόνος σου μένεις εδω; ρώτησε κατάπληκτος ο Νίκος.
Και τότε το αγοράκι τον έπιασε απο το χέρι και τον αγκάλιασε σφιχτά.
Έλα πάμε να φύγουμε απο δω.
Ξέρεις κάτι Χρήστο; Θα έρθεις μαζί μου. Απο δω και πέρα, δεν θα είσαι μόνος σου, είπε αγκαλιάζοντας τον.
Πήγαν στην αγορά, και του αγόρασε ρούχα, παπούτσια και άλλα χρειαζούμενα πράγματα. Και ξεκίνησαν για το ξενοδοχείο.
Ήρθαμε, είπε όλος χαρά ο Νίκος. Ψωνίσαμε κιόλας, και πήρα μάλιστα και κάποιες αποφάσεις!
Οι ναύτες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους όλο απορία.
Αύριο ξεκινάμε για την πατρίδα, θα ξεκινήσω τη διαδικασία υιοθεσίας για το γιο μου, και θα παραμείνω στην Ελλάδα απο δω και στο εξής!
Οι ναύτες ξανακοιτάχτηκαν και είπαν με μια φωνή.
Καπετάνιε, η θάλασσα είναι η ζωή σου, πως θα την αφήσεις έτσι ξαφνικά;
Και όμως, όλα γίνονται όταν υπάρχει αγάπη! Να, εδω είναι η ζωή μου τώρα, και έδειξε τον Χρήστο.
Μετά απο πολλά χρόνια στην Ελλάδα, ο Νίκος ζούσε με τον Χρήστο σε ενα πανέμορφο σπίτι στην Κηφισιά, και ήταν τώρα γέρος, αλλά πολύ ευτυχισμένος. Έπαιζαν σκάκι μαζί, εκείνο το απόγευμα και συζητούσαν. Ο Χρήστος, ήταν τριανταπέντε χρονών, και απόφοιτος της Νομικής Αθηνών, ασκούσε ήδη το επάγγελμα του.
Δεν μου λες κάτι πατέρα, είπε κάνοντας την κίνηση του στο σκάκι, θυμάσαι όταν γνωριστήκαμε;
Φυσικά και θυμάμαι παιδί μου. Ήταν η ωραιότερη βραδιά της ζωής μου, είπε χαμογελώντας ο Νίκος.
Αλήθεια; Γιατί;
Επειδή μου έδωσες το μανταρίνι παιδί μου...
Το μανταρίνι; Μα τι λες πατέρα;
Ήσουν ο μόνος σε όλη τη ζωή μου, που μου έδωσε κάτι με την καρδιά του...
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#17734 / 01.02.2009, 17:46 / Αναφορά Υπέροχο, θαυμάσιο, εξαιρετικό! Τόσο απλή εξιστόρηση, τόσο όμορφη ιστορία όμως! Περιττό να πω ότι η τελευταία φράση είναι η καλύτερη! Με συγκίνησε! Το διάβασα μονορούφι, χωρίς να κουραστώ και έχω να πω ότι κάτι κέρδισα από αυτή τη διήγηση! Μπράβο, ngcmlfy! |
#17742 / 02.02.2009, 19:54 / Αναφορά Πολύ όμορφο το κείμενο σου ,μου άρεσε πολύ |