ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Συνεντεύξεις

    Συνέντευξη του Μιχάλη Ρακιντζή

    Ο Μιχάλης Ρακιντζής μιλάει για όλους και για όλα, στην ωραιότερη συνέντευξη που πήρα ποτέ! Φυσικά, αποκλειστικά για το MusicHeaven!

    Συνέντευξη του Μιχάλη Ρακιντζή

    Γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλικιάνης (CHE)
    230 άρθρα στο MusicHeaven
    Δευτέρα 04 Ιαν 2010

    Θα ξεκινήσω θέτοντας τις ερωτήσεις κατά χρονολογική σειρά, ανάλογα με την εποχή που αφορούν. Το μέλος του MusicHeaven, THEOG, ρωτάει ποια είναι η ιστορία γύρω από το συγκρότημα Ηλεκτρικός Αργοναύτης.
    Αυτό ήταν ένα σχολικό συγκρότημα που δεν θέλω να το αναφέρω καν! (γέλια) Ήταν ένα συγκρότημα… τι να σου πω τώρα… ακόμα δεν ήξερα ούτε δύο ακόρντα στην κιθάρα! Ήταν όλα ένα λάθος. Δεν ήξερα καν που πηγαίναμε. Κάποιος φίλος είπε να πάμε κάπου, παίξαμε ένα άσχετο τραγούδι, παίρνανε τηλέφωνο τη μαμά μου να ζητήσουνε την άδεια, εγώ δεν ήξερα… τι να σου πω, ήταν ένα μπέρδεμα που δεν θέλω και πολύ να το έχω στο μυαλό μου.



    Για ποιο λόγο δεν ακολούθησες το επάγγελμα που σπούδασες;
    Να σου πω την αλήθεια, ήταν κάτι που δεν το αγάπησα ποτέ. Ούτε το Πολυτεχνείο ούτε τη Μηχανολογία. Πήγα σ’ αυτό γιατί έπρεπε. Ήταν ο μπούσουλας ότι πρέπει να τελειώσουμε το σχολείο, να πάμε στο Πανεπιστήμιο, να τελειώσουμε τις στρατιωτικές μας υποχρεώσεις… Όλα αυτά τα «πρέπει». Όμως ασφαλώς και δεν το μετάνιωσα. Ήταν για μένα ένα άλλο σχολείο γιατί νομίζω πως ό,τι δουλειά και να αποφασίσεις να κάνεις, μία μόρφωση σαν άνθρωπος πρέπει να την έχεις. Είναι πολύ καλό να μην αποχωριζόμαστε τις σπουδές μας, όποιες και να είναι αυτές.

    Συνέντευξη του Μιχάλη Ρακιντζή

    Το μέλος kwstasagas ρωτάει πως ξεκίνησαν οι ScRaptown, πού έδωσαν συναυλίες και τι έχεις να θυμάσαι από αυτούς.
    Οι ScRaptown ξεκινήσανε με την επιστροφή μου από την Αγγλία, όπου διέμενα λόγω των σπουδών μου στο Πολυτεχνείο. Στην Αγγλία δούλεψα πολύ με Funk και Reggae συγκροτήματα –τότε η Reggae ήτανε πάνω στην άνθησή της- και είχα μία πολύ πλούσια εμπειρία. Έπαιξα σε πολλά clubs με διάφορα συγκροτήματα και γνώρισα τη Reggae από πρώτο χέρι, μιας και ήμουνα ο μόνος λευκός που έπαιζε κιθάρα στο Brixton, σε ένα μέρος που ήταν κατ’ εξοχήν περιοχή των μαύρων και όπου παιζότανε πάρα πολύ η Reggae. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, δημιούργησα τους ScRaptown προσπαθώντας να μεταφέρω όλες μου τις εμπειρίες που είχα από τα συγκροτήματα με τα οποία έπαιζα στο Λονδίνο. Δουλέψαμε πάρα πολύ και δεν σου κρύβω ότι ήταν πολύ δύσκολο καθώς η Reggae είναι μία μουσική με πολλές ιδιαιτερότητες. Εντούτοις καταφέραμε να κάνουμε τρεις πάρα πολύ όμορφες δουλειές, οι οποίες ήταν ακόμα ένα σχολείο για μένα αλλά και για όλα τα παιδιά που συμμετείχαμε στο συγκρότημα. Μάθαμε πολλά πράγματα κι αφού διαλυθήκαμε μπόρεσε ο καθένας να ακολουθήσει το δρόμο του, έχοντας αποκτήσει πολλές εμπειρίες. Το αποκορύφωμα των ScRaptown ήτανε όταν ένας Γάλλος μάνατζερ, ο Robert Seto, μας πήρε στη Γαλλία και παίξαμε στις Κάννες για 4 μήνες. Εκεί μας έγιναν πολλές προτάσεις και είχαμε αρχίσει να ελπίζουμε σε πολύ καλύτερα πράγματα, όμως κάτι στράβωσε μεταξύ μας. Κάποιοι θέλανε να γυρίσουνε στην Ελλάδα και κάποιοι, μεταξύ τους κι εγώ, θέλαμε να συνεχίσουμε στο εξωτερικό. Να σου πω την αλήθεια κανείς δεν το πίστευε ότι μπορούσαμε να κάνουμε διεθνή καριέρα. Νομίζαμε ότι θα πηγαίναμε μια βόλτα στις Κάννες και θα γυρνούσαμε. Και με μεγάλη μου λύπη διαπίστωσα ότι δεν είχαμε όλοι τα ίδια σχέδια. Έτσι διαλύθηκαν οι ScRaptown, πράγμα το οποίο με στεναχώρησε πάρα πολύ, αλλά είμαστε πάντα αγαπημένοι σαν φίλοι.

    Συνέντευξη του Μιχάλη Ρακιντζή
    Εκτός από τις Κάννες, πού αλλού δώσατε συναυλίες;
    Συναυλίες κάναμε παντού στην Ελλάδα. Πρέπει να σου πω, όμως, ότι ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα γιατί ήτανε τα πρώτα βήματα της μοντέρνας ελληνικής μουσικής. Μετά από μία περίοδο των παλιότερων συγκροτημάτων, είχε υπάρξει μία μεγάλη περίοδος που είχε εκλείψει τελείως το μοντέρνο τραγούδι και μόνο το λαϊκό είχε παρουσία. Όταν λοιπόν τα συγκροτήματα της δεκαετίας του 1980 με αγγλόφωνο στίχο κάνανε τη δική τους προσπάθεια, ήτανε σαν να σπέρνανε από την αρχή ένα άγονο χωράφι.

    Τελικά, τι είναι αυτό που θυμάσαι πιο έντονα από τους ScRaptown;
    Θυμάμαι πάνω απ’ όλα την αγάπη μας και το πάθος μας για τη μουσική. Θυμάμαι πως νιώθαμε τις στιγμές που μπαίναμε μέσα στο στούντιο για να γράψουμε ένα δίσκο. Ήταν όλα ονειρικά. Ήταν όλα παραμυθένια για μας. Είχε άλλη έννοια η αγάπη μας για τη μουσική απ’ ότι έχει σήμερα. Ίσως δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλά μπορεί να είναι και τα χρόνια που περνάνε…

    Έχεις διατηρήσει τις επαφές με τους υπόλοιπους; 
    Βέβαια! Ουσιαστικά ποτέ δεν χωρίσαμε γιατί μ’ αυτά τα παιδιά ήμασταν φίλοι από το σχολείο. Με κάποια παιδιά από τους ScRaptown είμαστε μαζί από το Δημοτικό.

    Εκτός από σένα, υπάρχουν άλλα μέλη των ScRaptown που συνέχισαν ως μουσικοί;
    Ο drummer, ο Γρηγόρης Μελάκης, ασχολήθηκε με την Jazz, στην οποία είχε ιδιαίτερη λατρεία. Ο Τίμος Παπασωκράτης ασχολήθηκε πιο βαθιά με τη μουσική, δημιουργώντας διάφορα Latin σχήματα στο Βέλγιο. Ο μπασίστας Βασίλης Γούναρης τώρα είναι ραδιοφωνικός παραγωγός στην ΕΡΤ. Επίσης θα πρέπει να αναφέρω, ας μου επιτραπεί η έκφραση, τον πλέον αγαπημένο μου φίλο, τον Βασίλη Παπασωκράτη, τον οποίο είχα φίλο από την Τετάρτη Δημοτικού, και έπαιζε σαξόφωνο. Ο Βασίλης  ασχολήθηκε με τα computers, πήγε στη Silicon Valley και έγινε περιζήτητος «κομπιουτεράς», αλλά τον χάσαμε νέο. Αυτό ήτανε, τι να σου πω τώρα… ένα πολύ μεγάλο χτύπημα για μένα…

    Συνέντευξη του Μιχάλη ΡακιντζήΑπό τι, αν επιτρέπεται;
    Από καρδιά. «Έφυγε» στον ύπνο του. Κι ήταν μόλις 36 χρονών…

    Yπάρχει περίπτωση να δούμε στο μέλλον επανασύνδεση των υπόλοιπων ScRaptown;
    Δεν το νομίζω…

    Δεν σε βλέπω όμως και τόσο απόλυτο έτσι όπως το λες.
    Συμπτωματικά πριν λίγες μέρες μιλούσα στο τηλέφωνο με τον Βασίλη τον Γούναρη και κάπου έπεσε η ιδέα να παίξουμε κάτι από τα παλιά. Νομίζω, όμως, ότι αν το κάναμε θα το κάναμε σε πολύ προσωπικό επίπεδο, να πιούμε έναν καφέ μεταξύ μας και να τα πούμε, παρά σαν επανασύνδεση.

    Κι όμως, η συναυλία που έδωσαν οι Τερμίτες στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας είχε τεράστια επιτυχία. Ο ίδιος ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας μου έλεγε ότι δεν το περίμενε.
    Τα φοβάμαι λίγο αυτά. Δεν ξέρω αν θα ήθελα να αναμοχλεύσω το παρελθόν. Νομίζω ότι κάτι που έγινε, έγινε στη σωστή στιγμή και έκλεισε στη σωστή στιγμή.

    Παρόλα αυτά, το φαινόμενο των επανασυνδέσεων είναι έντονο τον τελευταίο καιρό. Είδαμε τους Police ή έστω και για μία μόνο συναυλία τους Pink Floyd, τους Led Zeppelin
    Δεν ξέρω. Δεν θέλω να αποκλείσω τίποτα στη ζωή μου αλλά αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καν σαν στόχος ή σαν σκέψη.

    Στο κενό διάστημα ανάμεσα στη διάλυση των ScRaptown και την κυκλοφορία του πρώτου σου δίσκου («Μωρό Μου Φάλτσο», 1987), τι είχες σκεφτεί; Είχες αποφασίσει αμέσως να κάνεις σόλο καριέρα;
    Είχα πλέον αποφασίσει ότι θα ασχοληθώ με τη μουσική γιατί αυτό αγαπάω να κάνω. Ο μόνος μου ενδοιασμός ήταν ότι μέχρι τότε τραγουδούσα μόνο στ’ αγγλικά. Είχα γράψει το πρώτο μου ελληνικό κομμάτι που ήτανε το «Μωρό Μου Φάλτσο» και ένιωθα παράξενα ν’ ακούω τον εαυτό μου να τραγουδάει ελληνικά τραγούδια και μάλιστα μόνος μου. Όλη μου η εμπειρία ήτανε με ξένο στίχο και με συγκροτήματα, και γι’ αυτό μου ήταν λίγο δύσκολο. Είχα χάσει την παρέα μου και τους φίλους από δίπλα μου. Είχα χάσει αυτό που λέμε «μοιράζομαι τη χαρά της μουσικής πάνω σ’ ένα πάλκο». Μου πήρε χρόνο να το ξεπεράσω και να συνηθίσω. Από την άλλη ήξερα πολύ καλά ότι όταν απευθύνεσαι σε ένα ελληνικό κοινό, δεν έχεις κανένα λόγο να τραγουδάς στ’ αγγλικά. Μα και σαν ScRaptown δεν είχαμε λόγο να τραγουδάμε στ’ αγγλικά, απλά είχε ξεκινήσει διαφορετικά. Τότε υπήρχε μία σιωπηλή υπόσχεση σε όλους μας που κάναμε αγγλόφωνο στίχο, ότι κάνοντας δίσκο σε μία καλή δισκογραφική εταιρία θα γινόντουσαν και κάποιες προσπάθειες –όπως κι έγιναν- για να μπούμε σ’ έναν πιο ευρωπαϊκό ανταγωνισμό ανάμεσα σε άλλα συγκροτήματα της δεκαετίας του 1980. Και μπορώ να σου πω ότι έγιναν κάποια πολύ καλά πράγματα. Και εμείς ως ScRaptown, αλλά και άλλοι είχαν κυκλοφορήσει δίσκους στο εξωτερικό, με πολύ καλές θέσεις. Βέβαια δεν έγινε ποτέ το σούπερ μπαμ γιατί αυτά τα πράγματα δεν γίνονται με αλληλογραφία. Πρέπει να είσαι εκεί που γίνονται τα γεγονότα. Από την Ελλάδα να στέλνει η εταιρία μία ηχογράφηση στην Αγγλία ή τη Γαλλία και να γίνεται επιτυχία είναι κάτι, αλλά από την άλλη δεν είναι και τίποτα. Πάντως ο λόγος που τραγουδούσαμε στ’ αγγλικά ήταν επειδή αγαπούσαμε τη ξένη μουσική και μεγαλώσαμε μ’ αυτήν, κι επειδή προσδοκούσαμε μία, ας πούμε, διεθνή καριέρα. Εν ολίγοις, κάτι καταφέραμε. Είχαμε κάποιους δίσκους που κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό, και τους έχουμε ακόμα με ξένα εξώφυλλα.

    Είπες πριν ότι μεγάλωσες ακούγοντας ξένη μουσική. Ελληνική μουσική δεν άκουγες καθόλου;
    Δεν άκουγα τίποτα. Είχα μόνο τα ακούσματα που είχαμε όλοι μας σαν Έλληνες. Δεν μου ήταν άγνωστη η ελληνική μουσική γιατί από μικρός θα ακούσεις από το διπλανό σπίτι, από την ταβέρνα που θα πας, από έξω που θα βγεις, αλλά ελληνικό δίσκο δεν έχω αγοράσει ποτέ μου! Μία φορά στο Λονδίνο έχω αγοράσει ελληνικό δίσκο κι αυτός ήταν των Socrates, οι οποίοι νομίζω ότι ήταν το καλύτερο Rock συγκρότημα που έχει περάσει ποτέ από την Ελλάδα. Ήταν μεγάλη επανάσταση για την εποχή τους. Ήταν πολύ καλοί μουσικοί και οι δουλειές τους προκαλούσαν το θαυμασμό μου. Αξίζανε μία διεθνή καριέρα αλλά πέσανε πάνω στο κλικ της αλλαγής της εποχής. Για μένα, αν θες τη γνώμη μου, ήταν μεγάλο λάθος η συνεργασία τους με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Ο Παπαθανασίου είναι αξιολογότατος καλλιτέχνης αλλά δεν είχε να προσθέσει κάτι στο ύφος των Socrates. Απλά τους αφαίρεσε.

    Τελικά ποιο ήταν αυτό το κλικ και όλα αυτά τα αγγλόφωνα συγκροτήματα και καλλιτέχνες, όπως οι ScRaptown, οι Sharp Ties, οι Socrates αλλά κι ο Κώστας Μπίγαλης, ο Κώστας Χαριτοδιπλωμένος κ.α., στα μέσα της δεκαετίας του 1980 εγκατέλειψαν τον αγγλόφωνο στίχο και είτε διαλύθηκαν είτε συνέχισαν με ελληνικό στίχο;
    Ήταν ότι τελείωσε η ελπίδα ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι πραγματικά δυνατό στο εξωτερικό. Και το αγγλόφωνο τραγούδι δεν είχε μέλλον στην Ελλάδα γιατί δεν υπήρχε λόγος –και θα ήταν αστείο- να επικοινωνούμε μεταξύ μας στα αγγλικά. Επιπλέον, όταν ξεκινήσει ένας και κάνει τεράστια εμπορική επιτυχία, συμπαρασύρει και όλους τους άλλους.

    Ποιος ήταν ο πρώτος;
    Αυτό θα το κρίνετε εσείς, η μνήμη σας και η πραγματικότητα. Εγώ νομίζω, αν δεν με απατά η μνήμη μου, ότι ο πρώτος που έκανε μπαμ σ’ αυτό το γύρισμα προς την ελληνική Pop/Rock ήταν κάποιος που δεν είχε λάβει μέρος στο αγγλόφωνο τραγούδι: ο Γιάννης Γιοκαρίνης. Ήταν ο πρώτος του είδους που είχε ξεκινήσει ν’ ακούγεται στο ραδιόφωνο μαζικά.

    Εσύ όμως δημιούργησες έναν δικό σου, πρωτότυπο και χαρακτηριστικό ήχο. Κανένας δεν μπορεί να πει ότι η μουσική σου έμοιαζε με κάποιου άλλου.
    Ήταν πρωτότυπος σαν ήχος γιατί δεν είχα ακούσει ποτέ μου ελληνική μουσική. Δηλαδή δεν είχα ως πρότυπο τον Θεοδωράκη ή τον Χατζιδάκι ή τα πρώτα ονόματα της εποχής. Τα πρότυπά μου ήταν οι Black Sabbath, οι Led Zeppelin και οι Deep Purple, με τους οποίους συνεργάστηκα.

    Ναι αλλά τα τραγούδια σου δεν είχαν καμία σχέση με τα τραγούδια αυτών των συγκροτημάτων.
    Είναι λογικό αυτό που λες, αλλά τα τραγούδια ζυμώνονται μέσα σου. Δεν ήθελα φυσικά να κάνω τη μουσική των Black Sabbath γιατί αν έκανα ένα τόσο σκληρό ροκ, η προσπάθειά μου θα είχε πέσει στο κενό. Πρέπει να ξέρω και που απευθύνομαι. Δηλαδή θέλω να σου πω ότι το άκουσμα είναι διαφορετικό γιατί τα μουσικά βιώματα είναι διαφορετικά. Επειδή άκουγα αυτά τα συγκεκριμένα πράγματα δεν σημαίνει ότι θα έκανα κι εγώ το ίδιο. Όπως σου είπα, έχω παίξει και με πολλά Funk και Reggae συγκροτήματα.

    Όταν ακολούθησες τη σόλο καριέρα σου, όμως, δεν έγραψες τραγούδια ούτε καν στο ύφος των συγκροτημάτων που είχες παίξει ως τότε.
    Μέσα απ’ όλα αυτά διαμόρφωσα ένα τελείως δικό μου στιλ που μ’ έκανε αναγνωρίσιμο από τις πρώτες νότες. Κάτι κοινό που ακούω απ’ όλους είναι ότι μπορούν να μ’ αναγνωρίσουν από τις πρώτες νότες. Νομίζω ότι αυτό δεν είναι εύκολο να το καταφέρει κάποιος. Το πρόβλημα με τη σημερινή μουσική είναι ότι ακούω ένα ολόκληρο τραγούδι και δεν μπορώ να καταλάβω τελικά ποιος ήτανε ο τραγουδιστής. Νομίζω ότι ο χαρακτήρας και η στάμπα είναι ό,τι πιο δυνατό μπορεί να υπάρχει σ’ έναν καλλιτέχνη.

    Συνέντευξη του Μιχάλη ΡακιντζήΣτον πρώτο σου δίσκο («Μωρό Μου Φάλτσο», 1987) υπήρχε ένα ορχηστρικό κομμάτι με τίτλο «Ανατολή», το οποίο το ακούσαμε σχεδόν copy-paste στην «Ταχυπαλμία» (1990) του Δημήτρη Κοντολάζου, που έγραψε ο Νίκος Καρβέλας. Τι συνέβη τότε;
    Και όχι μόνο! Το ακούσαμε και στην «Καταιγίδα» με τον Αντύπα (1997, πάλι του Νίκου Καρβέλα)! Κοίταξε να δεις… Είμαι άνθρωπος που δεν έχω πάει ποτέ στη ζωή μου σε δικαστήρια. Δεν είναι κάτι που μ’ αρέσει. Και νομίζω ότι ο καθένας επιβραβεύεται ή εκτίθεται γι’ αυτό που κάνει. Και νομίζω ότι το πράγμα ήταν τόσο τρανταχτό που αν υπήρχε κάποιος που έπρεπε να δικαστεί, δεν χρειάζεται να δικάζεται από δικαστήριο. Ο κόσμος ο ίδιος μάς δικάζει, μας καταδικάζει, μας αθωώνει…

    Σου είπε ποτέ τίποτα ο Καρβέλας έστω και ανεπίσημα;
    Κάποια στιγμή, ναι. Βρεθήκαμε και στο σπίτι μου αλλά και πάνω σ’ ένα stage… Μετά από τόσα χρόνια δεν θυμάμαι ακριβώς τι μου είπε, οπότε θα σου πω τι πιστεύω. Τον τελευταίο καιρό υπάρχουν στην Ελλάδα πάρα πολλοί οι οποίοι κάνουν αυτό το copy-paste πολύ επαγγελματικά, από το άγχος τους να κρατηθούν στην επικαιρότητα και να το παίξουν συνθέτες. Υπάρχουν όμως και φορές που πολλοί έχουν αντιγράψει κάτι που τους έχει μείνει στο μυαλό από κάτι που είχαν ακούσει παλιότερα και ίσως να μην μπόρεσαν να κάνουν το συνδυασμό. Παίρνω, λοιπόν, και αυτή την άποψη, ότι δηλαδή μπορεί κι από λάθος να συμβεί κάτι τέτοιο. Κι επειδή θέλω να έχω καλή πρόθεση για τους άλλους, πιστεύω ότι το θέμα λήγει κάπου εκεί. Όμως υπάρχουν πάρα πολλά δικά μου τραγούδια, τα οποία αντιγράφονται μέχρι και σήμερα.

    Μήπως τελικά γίνεται επίτηδες, αφού βλέπουν ότι δεν αντιδράς;
    Να σου πω κάτι; Στα μάτια μου γίνονται πολύ αστείοι. Όσο μεγάλα ονόματα και να ‘ναι, για μένα το μεγάλο όνομα έχει άλλη αξία. Δεν έχει την αξία του να δουλεύω σ’ ένα μαγαζί και να βάζω μέσα 500 και 1000 άτομα, γιατί σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Βάζεις μέσα στο μαγαζί 1000 άτομα και νομίζεις ότι είσαι θεός. Ναι, αλλά όταν πας σ’ ένα γήπεδο και πρέπει να έχεις 50.000 άτομα και βλέπεις ότι είναι ένα άδειο γήπεδο, εκεί να δούμε πως θα αισθανθείς.

    Συνέντευξη του Μιχάλη Ρακιντζή
    Θα ξαναέγραφες μουσική για ταινία μετά τα «Ισόβια» του 1988;
    Ναι, θα έγραφα και θέλω πάρα πολύ να γράψω μουσική για ταινία, μόνο που θα ήθελα ένα σοβαρό θέμα.

    Σ’ έχουν πλησιάσει και έχεις αρνηθεί επειδή δεν σου άρεσε το θέμα;
    Ναι. Να σου πω όμως ότι όταν έγραψα τη μουσική για τα «Ισόβια» δεν ήξερα το θέμα. Δεν το γνώριζα. Όταν είδα την ταινία μπορώ να σου πω ότι έπεσα από τα σύννεφα. Γιατί υπήρξε πριν μία περιγραφή της ταινίας, αλλά ξέρεις ότι από το να σου περιγράφουν μία ιστορία μέχρι να τη δεις πως έχει αποτυπωθεί υπάρχει τεράστια διαφορά. Τώρα πλέον, με την εμπειρία μου, μπορώ να το καταλάβω. Τώρα δεν θα δεχόμουνα να γράψω μουσική για ταινία αν δεν έχω δει πρώτα τις σκηνές. Τότε νόμιζα ότι αυτό που μου περιέγραφαν ήταν αυτό που φανταζόμουνα εγώ ότι θα δω. Πάντως θα ήθελα να γράψω αρκεί το θέμα να είναι σοβαρό.

    Συνήθως σου ζητάνε κάτι εύκολο; Γιατί και οι ελληνικές ταινίες που γνωρίζουν επιτυχία κατά κανόνα είναι κωμωδίες.
    Νομίζω ότι και τα σοβαρά είναι λίγο κωμωδίες. Μη σου πω ότι τα σοβαρά είναι πιο πολύ κωμωδίες…

    Το 1992 συνεργάστηκες με τον Ian Gillan. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
    Η προσέγγιση έγινε λίγο παράξενα. Είχε έρθει ο Ian Gillan στην Ελλάδα, είχε ακούσει κάποια δικά μου τραγούδια, κι από κει και μετά μεσολάβησε για τη γνωριμία μας ο Μάνος Ξυδούς, ο οποίος ήταν τότε στην εταιρία κι έχει μια μεγάλη «ευθύνη» γι’ αυτή τη συνεργασία. Η δουλειά είχε ξεκινήσει με το «I Think I Know», ένα αγγλικό τραγούδι που είχα γράψει εγώ τότε για τα «Ισόβια», και μετά έγινε το «Δεν Πάμε Καλά». Θέλω όμως να σου πω ότι από μερικές τηλεοπτικές εκπομπές γίνεται μια πολύ μεγάλη παραχάραξη της ελληνικής μουσικής ιστορίας. Δηλαδή όταν μιλάμε για μουσικά ντουέτα που έχουν γίνει στην Ελλάδα, είναι μερικά που δεν θα έπρεπε να λέγονται μουσικά ντουέτα. Γιατί αν εγώ αυτή τη στιγμή δανειστώ το μουσικό track από τη Beyonce και βάλω και το άλλο μισό δικό μου, αυτό δεν είναι ντουέτο και δεν είναι συνεργασία. Για να λέγεται κάτι ότι είναι μία μουσική συνεργασία μεταξύ δύο καλλιτεχνών πρέπει να είναι ένα πρωτότυπο τραγούδι και να έχουν βρεθεί μαζί στο στούντιο. Όχι παίρνω την ταινία που έχει τραγουδήσει ο άλλος και βάζω εγώ δίπλα τη φωνή μου.



    Αυτό που περιγράφεις μού θυμίζει τη «συνεργασία» του Γιώργου Νταλάρα και του Sting στο «Τρελός Για Σένα» (Mad About You).
    Ακριβώς! Όταν όμως είδαμε τις προάλλες στην τηλεόραση τις μεγάλες ελληνικές συνεργασίες, μού προκάλεσε πάρα πολύ γέλιο αυτή η συνεργασία, γιατί δεν υπήρξε συνεργασία. Και άλλες που ειπώθηκαν δεν είναι συνεργασίες. Αν είναι έτσι, ν’ αρχίσω να κάνω από αύριο συνεργασίες με όλους τους μεγάλους του κόσμου, να τις βάλω και στο βιογραφικό μου. Δεν είναι έτσι. Αυτές δεν είναι συνεργασίες.

    Ο πολύς κόσμος δεν το γνωρίζει, αλλά αυτοί που ασχολούνται με τη μουσική γνωρίζουν την αλήθεια ή καταλαβαίνουν εύκολα αν μία συνεργασία είναι πραγματική ή… μαϊμού.
    Μα γι’ αυτό λέω ότι υπάρχει παραχάραξη της ελληνικής μουσικής ιστορίας και δεν είναι μόνο αυτό το θέμα αλλά και πάρα πολλά άλλα. Τέλος πάντων, ας μην επεκταθώ…

    Νοσταλγείς τη συναυλία στη Λεωφόρο με τον Ian Gillan;
    (σκέφτεται) …Δεν ξέρω αν είναι νοσταλγία, αλλά για μένα είναι μία μοναδική αποτυπωμένη στιγμή. Όχι μόνο αυτή η συναυλία. Με τον Ian Gillan κάναμε τρεις συναυλίες στην Ελλάδα και κάποια πράγματα στην Αγγλία. Ήταν αρκετή η δόση και μου αρκεί. Μόνο να σου πω ότι όταν πήγαινα στο σχολείο, στις πρώτες τάξεις, και μάθαινα τα πρώτα μου σόλα στην κιθάρα, ο Blackmore ο κιθαρίστας, και γενικά οι Deep Purple μαζί με τους Led Zeppelin και άλλα συγκροτήματα ήταν για μένα πρότυπο. Κι ήταν μεγάλο όνειρο, από κει που πιτσιρικάς κάθεσαι και τους μελετάς να βρεθείς μετά από χρόνια να συνεργάζεσαι μαζί τους. Δεν μιλάμε για έναν άνθρωπο που ήταν εδώ στην Ελλάδα δίπλα σου, οπότε όταν ανεβαίνεις εσύ και γίνεσαι γνωστός είναι πολύ εύκολο να βρεθείς με κάποιον. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που υπήρχε μία πιθανότητα ένα στο δισεκατομμύριο, μη σου πω και παραπάνω, να τον συναντήσεις και να βρεθείς στην ίδια σκηνή μαζί του. Ήτανε κάτι πολύ παράξενο.

    Συνέντευξη του Μιχάλη ΡακιντζήΣτο δίσκο «Έτσι Μ’ Αρέσει», εκτός από σένα συμμετείχαν και άλλοι στιχουργοί, κάτι που δεν επαναλήφθηκε στο μέλλον. Για ποιο λόγο;
    Για το λόγο ότι γράφω μόνος μου τους στίχους. Όχι για κανέναν εγωιστικό λόγο, αλλά γιατί αυτά που σκέφτομαι όταν γράφω ένα τραγούδι απλά θέλω να τ’ αποτυπώνω. Επιπλέον θέλω να γράφω τις δικές μου εμπειρίες και όχι να δανείζομαι εμπειρίες. Τώρα, αν έτυχε να έγραψε κάποιος άλλος στίχους ήταν ίσως γιατί τη συγκεκριμένη περίοδο συνεργάστηκα και με κάποιους ανθρώπους κι ίσως γιατί είχα περισσότερη εμπιστοσύνη στον αγγλικό στίχο σ’ αυτούς απ’ ότι είχα στον εαυτό μου.

    Δηλαδή, όταν γράφεις τραγούδια γράφεις ταυτόχρονα τη μουσική και τους στίχους;
    Ή έτσι ή πρώτα τη μουσική και μετά το στίχο. Ποτέ πρώτα το στίχο και μετά τη μουσική.

    Γιατί μετά το δίσκο «Έτσι Μ’ Αρέσει», που είχε μεγάλη επιτυχία, δεν συνέχισες στα ίδια μουσικά μονοπάτια;
    Για μερικά πράγματα δεν μπορώ να δώσω απαντήσεις. Επειδή μου κάνουν αυτή την ερώτηση πάρα πολύ συχνά, θέλω να πω ότι κάθε φορά που μπαίνω μέσα στο στούντιο για να γράψω κάποια μουσική δεν είμαι ποτέ ο ίδιος με χθες. Δεν έχω ποτέ την ίδια ακριβώς διάθεση. Πολλές φορές κάθομαι να γράψω κάτι που θα μπορούσε να είναι π.χ. ροκ, και μου βγαίνει πολύ slow ή μου βγαίνει σε τσιφτετέλι. Θέλω να σου πω δηλαδή ότι αυτό που μ’ οδηγεί είναι μία εσωτερική διάθεση και όχι το μυαλό μου κι ο σκοπός μου να γράψω αυτό.

    Συνέντευξη του Μιχάλη ΡακιντζήΤο «Χαμένες Πατρίδες» με το video-clip και το εξώφυλλο του δίσκου «Ethnic» (1994) θα μπορούσαν να γίνουν μια ωραία θεματολογία σε έναν instrumental δίσκο. Το σκέφτηκες να κάνεις κάτι τέτοιο;
    Συνέχεια το σκέφτομαι! Πάντα, κάθε χρόνο, σκέφτομαι να κάνω έναν instrumental δίσκο και κάθε χρόνο το αναβάλω γιατί προηγείται μία άλλη δουλειά.

    Έχει πέραση ένας instrumental δίσκος;
    Δεν έχει σημασία. Η instrumental μουσική είναι κάτι που μ’ αρέσει πάρα πολύ. Πιστεύω ότι γι’ αυτούς που ξέρουν να ακούν μουσική δεν χρειάζεται να τους πεις τίποτα από στίχο. Η μουσική δίνει τα μηνύματα. Είναι μία γλώσσα. Σ’ αυτούς που ξέρουν να την αποκωδικοποιήσουν μιλάει πολύ καλύτερα απ’ ότι μιλάει ένας στίχος.

    Συνέντευξη του Μιχάλη ΡακιντζήΣτο δίσκο «Barcode» (2005) περιλαμβάνεται το τραγούδι «Πήγαινε Στα Bar» (2005), το οποίο είναι ένα τσιφτετέλι με επιρροές hip-hop. Το μέλος PashalinaMakia ρωτάει πώς σου ήρθε αυτό.
    Κοίταξε να δεις. Δεν έχει «πως μου ήρθε». Εγώ δεν χωρίζω τη μουσική σε τσιφτετέλι, ροκ, Rock ‘n’ roll. Ο διαχωρισμός υπάρχει αλλά δεν μπορώ να πω δογματικά ότι αυτό έχει ανατολίτικο άκουσμα άρα είναι κακό. Υπάρχουν ακούσματα που είναι ανατολίτικα και που είναι πιο ροκ από πάρα πολλά δήθεν ροκ. Όπως δεν ανέχομαι ας πούμε το δήθεν ροκ που παίζεται σήμερα, το οποίο είναι πολύ δήθεν. Έτσι δεν μπορώ να δεχτώ ότι δεν υπάρχουν καλά στοιχεία σ’ όλα τα είδη της μουσικής. Άλλωστε από την πρώτη μου δουλειά που έκανα με το «Μωρό Μου Φάλτσο» και την «Ανατολή», που αναφέρθηκες πριν, προσπάθησα να συνδέσω διαφορετικά είδη μεταξύ τους.

    Εδώ, όμως, έχουμε να κάνουμε με μία σύνδεση διαφορετικών ειδών μέσα στο ίδιο το τραγούδι.
    Στη μουσική δεν υπάρχουν κανόνες. Και να σου πω κάτι, δεν ήμουν ο πρώτος που το ανακάλυψα. Οι Αμερικάνοι το έχουνε κάνει και πριν από μένα, που δεν έχουν και καμία σχέση με το ανατολίτικο τραγούδι. Υπάρχουν πολλά κομμάτια στην αμερικάνικη Hip-Hop σκηνή που έχουν από κάτω αυτό που λέμε τσιφτετέλι κι από πάνω ραπάρουν.

    Τα τελευταία χρόνια τα albums σου κινούνται σε Dance ρυθμούς. Είναι κάτι που σε εκφράζει αυτή την περίοδο ή μπορεί και να ξαναγυρίσεις στο στυλ της δεκαετίας του 1990;
    Επαναλαμβάνω ότι δεν κάνω ποτέ κάτι επειδή το επιβάλλει η εποχή. Στον τελευταίο δίσκο, κάποια τραγούδια έχουν αυτό το Hip-Hop και Rap στοιχείο. Παραπέμπω σε δίσκο των ScRaptown, το «Underground Attack» του 1981, όπου θα ακούσετε, όσοι δεν το έχουν ακούσει, ίσως το πρώτο Hip-Hop και Rap. Ό,τι κάνω, δεν είναι καινούργιο ούτε είναι καινούργιες επιρροές για μένα. Έστω και σε πειραματικό στάδιο το έχω επαναλάβει στο παρελθόν. Δηλαδή κάπου θα το βρεις χαμένο.

    Ανάμεσα στις συνεργασίες που έχεις κάνει στο παρελθόν βλέπουμε ονόματα όπως Ian Gillan, Bonnie Tyler, Σάκης Μπουλάς, Βασίλης Καρράς, Πασχάλης, Ελένη Δήμου και Σοφία Αρβανίτη. Δηλαδή καλλιτέχνες τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους, που καλύπτουν από το Rock του Ian Gillan μέχρι το λαϊκό του Βασίλη Καρρά. Κι όμως, έχεις ανταπεξέλθει με εξαιρετική ευκολία σ’ όλα αυτά τα είδη μουσικής.
    Θα σου πω ότι έχω κάνει ίσως τις λιγότερες δυνατές συνεργασίες από αυτές που μου έχουν προταθεί και έχω πιεστεί πραγματικά, κυρίως από την εταιρία μου, να κάνω. Δεν ήθελα ποτέ να συνεργαστώ επειδή μου το προτείνει η εταιρία ή επειδή μου ζητάνε τραγούδια. Οι άνθρωποι με τους οποίους έχω συνεργαστεί, τους επέλεξα, με πλησιάσανε, η προσέγγιση ήταν φιλική και όχι επαγγελματική, και όλες αυτές τις δουλειές που έκανα μπορώ να σου πω ότι τις περισσότερες, εκτός από μία-δύο, τις χάρηκα πολύ. Ε, υπήρξανε και κάποιες που λέω ότι «αυτό δεν έπρεπε να το κάνω, ήταν κουτό εκ μέρους μου».

    Μπορείς να μας πεις κάποια συνεργασία για την οποία μετάνιωσες;
    Όχι δεν θέλω, γιατί όπως καταλαβαίνεις δεν θέλω να θίξω κανέναν ή να τον «υποβιβάσω».

    Ήταν θέμα του άλλου συνεργάτη ή των τραγουδιών;
    Κοίταξε, ατυχείς στιγμές νομίζω ότι έχουμε όλοι στις δουλειές μας. Δεν είναι όλες οι δουλειές πάντα επιτυχημένες. Υπήρξανε δουλειές που θα ‘θελα να τις σβήσω από το μυαλό μου ότι τις έκανα.

    Αν κι έχεις συνεργαστεί με τρανταχτά ονόματα της διεθνούς σκηνής κι είχες τη δυνατότητα να συνεχίσεις στο εξωτερικό, γιατί προτίμησες την καριέρα στην Ελλάδα;
    Γιατί η καριέρα στην Ελλάδα είναι τελικά μια παγίδα. Όταν φτιάχνεις κάτι σημαντικό κάπου, είναι λίγο δύσκολο να το απαρνηθείς ή να το αφήσεις έτσι απλά και να πας κάπου αλλού. Νιώθεις την υποχρέωση ότι έχεις δημιουργήσει κάτι, ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που το αγαπάνε, σ’ ακολουθούνε, σε πιστεύουν και περιμένουν το επόμενο από σένα. Εν τω μεταξύ, ξέρεις, είναι και το πιο ανθρώπινο που λες τώρα που να πάω, άντε πάλι απ’ την αρχή και γιατί να χρειαστεί να ξεκινήσω πάλι απ’ την αρχή να αποδείξω τι κάνω και τ’ αφήνεις.

    Πιο δύσκολο είναι όταν γράφεις τραγούδια για Pop καλλιτέχνες (π.χ. Πασχάλη, Σοφία Αρβανίτη) ή για λαϊκούς (π.χ. Βασίλη Καρρά, Άγγελο Διονυσίου);
    Κοίταξε, από τη στιγμή που θα αποφασίσω να κάνω κάτι δεν υπάρχει δυσκολία. Όταν δεν θέλω να κάνω κάτι, δεν το κάνω. Να σου πω και κάτι μεταξύ μας, μεταξύ μας… τρόπος του λέγειν (γέλια), έχω αρνηθεί να γράψω δίσκο στα περισσότερα ονόματα της ελληνικής δισκογραφίας, που θα ήταν για μένα τεράστιες εμπορικές επιτυχίες. Από την πρώτη μέρα που ξεκίνησα, έκανα συνεργασίες με ανθρώπους που δεν το περίμενε κανένας.

    Δεδομένων των συνεργασιών που έκανες με ετερόκλητους καλλιτέχνες, για ποιο λόγο αρνήθηκες συνεργασία σε κάποιους άλλους ενώ ήσουν σίγουρος ότι θα είχε επιτυχία;
    Με το που ξεκίνησα, τα κορυφαία ονόματα της εποχής, που είναι και ακόμα –ποτέ δεν έχασαν την αξία τους- μου ζητήσανε συνεργασία. Ένιωθα, όμως, ότι ήμουνα πολύ μακριά από αυτούς. Κατ’ αρχήν δεν μέτρησα καθόλου το εμπορικό όφελος για μένα, ούτε πόσο θα με βοηθούσε να ανέβω πιο γρήγορα. Δεν το είδα καθόλου έτσι. Απλά θεωρούσα ότι έχω πάρα πολύ διαφορετικά βιώματα και ότι ο λόγος που με πλησίαζε ο άλλος δεν ήταν επειδή πραγματικά αγαπούσε τη μουσική μου αλλά επειδή έβλεπε έναν καινούργιο συνθέτη που πουλάει και ξέρεις… όταν βγαίνει ένα καινούργιο όνομα και πουλάει, του την πέφτουν όλοι. Εγώ δεν ήθελα να παίξω αυτόν το ρόλο.

    Έχω ακούσει από πολλούς να κατηγορούν τον Νταλάρα ότι επιδιώκει συνεργασίες με νέα ονόματα περισσότερο για δικό του όφελος παρά για να τους αναδείξει. Μήπως αυτά που λες «φωτογραφίζουν» τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη;
    Εγώ δεν μπορώ να αναφέρω ονόματα αυτή τη στιγμή. Αυτό που λέω είναι ότι δεν ήθελα να συνεργαστώ με ανθρώπους που ήξερα ότι δεν έχουν ιδέα για μένα και δεν τους ενδιέφερε τίποτα άλλο, παρά να κάνουν κάτι φρέσκο και καινούργιο που μόλις έσκασε μύτη.

    https://www.youtube.com/watch?v=GncapsYe6nY

    Θα σου αναφέρω τραγούδια που έχεις γράψει και θα ήθελα να μας διηγηθείς κάποια ιστορία –αν υπάρχει- σχετικά με το κάθε τραγούδι. Ξεκινάω με το «Μωρό Μου Φάλτσο» (1987).
    Είναι δύσκολο να περιγράψω ιστορίες. Πάντα υπάρχει κάτι από πίσω, αλλά νομίζω πως ό,τι έχω να πω το έχω εξαντλήσει μέσα από τους στίχους. Ακούγοντας ένα τραγούδι παίρνεις και κάποιες εικόνες. Αυτές τις εικόνες είχα κι αυτές δίνω μέσα από τα τραγούδια.

    Δηλαδή το «Μωρό μου φάλτσο» ήταν υπαρκτό πρόσωπο;
    Κοίταξε, κάποια πράγματα που μπορείς να τους δώσεις ένα όνομα, από «φάλτσο» μέχρι «κουνέλι», ίσως είναι τα ωραία και τα χαριτωμένα σε ένα σύντροφό μας. Όμως η ματιά μας προς το κορίτσι μας είναι πολύ προσωπική κι ίσως να μην μπορεί να την αντιληφθεί όλος ο κόσμος. Θα το αντιληφθούν αυτοί οι οποίοι έχουν δει με τον ίδιο τρόπο οποιοδήποτε χαρακτηριστικό που καθιστά μία γυναίκα μοναδική και ιδιαίτερη.

    https://www.youtube.com/watch?v=hjts1wuDKK4

    Το δεύτερο τραγούδι που έχω σημειώσει για να μας πεις αν υπάρχει κάποια ιστορία, είναι το «Μη Μου Μιλάς Για Καλοκαίρια» (1991).
    Μπορώ να σου πω ότι το «Μη Μου Μιλάς Για Καλοκαίρια» το έχω γράψει ακόμα και πριν από τους ScRaptown! Πρέπει να πήγαινα σχολείο ακόμα. Ειλικρινά δεν θυμάμαι τον λόγο αλλά, ξέρεις, δεν υπάρχει πάντα κάποιος λόγος πίσω από τα τραγούδια. Όταν κλείνεσαι στον εαυτό σου κι αρχίζεις να γράφεις τραγούδια, υπάρχει εναλλαγή συναισθημάτων. Η έμπνευση της στιγμής είναι τόσο δυνατή ώστε ξαφνικά από το πουθενά σκάει μία μελωδία που εκφράζει τον ψυχικό σου κόσμο εκείνης της στιγμής. Υπάρχει βέβαια μία αρχή, έστω και μία εικόνα από μία γλυκιά στιγμή ή μία ωραία σου σχέση, που μπορεί να ξεδιπλώσει ένα τραγούδι.

    Εντούτοις, αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι άργησες πολύ να το εμφανίσεις. Το κράταγες τόσα χρόνια, δεν το είπες ούτε σε προσωπικό σου δίσκο και το έδωσες μετά από σχεδόν 15 χρόνια στη Σοφία Αρβανίτη!
    Μπορώ να σου πω ότι έχω κι άλλα τραγούδια από τότε, που δεν τα έχω βγάλει! Γιατί πιτσιρικάς έβαζα μπρος το μαγνητόφωνο, έπαιρνα την κιθάρα μου, καθόμουνα μπροστά 2 ώρες, και έγραφα ή μουρμούριζα 20-30 τραγούδια. Έχω τόσες ταινίες από τότε, που φαντάζομαι ότι ποτέ δεν θα προλάβω να βγάλω τόσα κομμάτια γιατί είναι κι αυτά που προστίθενται τώρα, που είναι πιο φρέσκα και έχουν άλλη αξία. Έτσι νομίζω ότι τα παλαιότερα τραγούδια δεν θα έχουν ποτέ την ευκαιρία να πάρουν μια σειρά.

    Ποτέ δεν ξέρεις… Εγώ πάντως αναρωτιέμαι πως μετά από τόσα χρόνια θυμήθηκες και έδωσες στην Αρβανίτη το «Μη Μου Μιλάς Για Καλοκαίρια» και γιατί δεν το τραγούδησες ο ίδιος νωρίτερα. Μήπως το είχες υποτιμήσει;
    Όταν έγραφα αυτά τα κομμάτια πήγαινα σχολείο. Ο προσανατολισμός μου ήταν να τελειώσω το σχολείο, να πάω στην Αγγλία στο Πολυτεχνείο, και η μουσική για μένα ήταν χόμπι. Δεν το είχα βάλει σκοπό να την κάνω επάγγελμα. Ήταν κάποια τραγούδια που έγραφα για μένα και τα έβαζα στο συρτάρι μου.

    https://www.youtube.com/watch?v=D1gw795t4ew

    Το τρίτο τραγούδι είναι το «Εγώ Κι Ο Πουφ» (1991).
    Κι αυτό είναι ακριβώς η ιστορία που περιγράφεται μέσα. Ο Πουφ ως κούκλος υπήρχε και υπάρχει ακόμα. Οι στίχοι του είναι κυριολεκτικοί. Μερικές φορές μπορεί να γίνεται εμπορική η χαλαρή πλευρά μας ή η πιο γλυκιά πλευρά του εαυτού μας, που ίσως και να ενδιαφέρει πιο πολύ εμπορικά. Άλλα τραγούδια που είναι πιο προσωπικά και μου αρέσουν πολύ περισσότερο, είναι λιγότερο γνωστά κι ίσως κάπου εκεί να είναι και ο πραγματικός Μιχάλης.

    Μπορείς να μας πεις ένα τέτοιο τραγούδι σου, το οποίο δεν έγινε επιτυχία αλλά σε εκφράζει και είναι το αγαπημένο σου;
    Θεωρώ ότι οι «Ρώσοι» (1995) είναι ίσως το καλύτερό μου τραγούδι.

    Από πού εμπνεύστηκες το τραγούδι «Ρώσοι»;
    Κατ’ αρχήν αυτό δεν είναι μία έμπνευση στιγμής. Είναι βιώματα, έτσι όπως μεγαλώσαμε, διάφορα πράγματα που ακούγαμε γύρω μας, πολιτικές καταστάσεις… Δεν θα ήθελα να εξηγήσω τίποτα γι’ αυτό το τραγούδι. Νομίζω ότι όποιος τ’ ακούσει με καλό αυτί, και στη μουσική αλλά και στο στίχο, θα καταλάβει απόλυτα αυτό που λέω.

    Είσαι ένας δημιουργός, θα έλεγα ο μοναδικός στην Ελλάδα, που μπορεί να τραγουδάει τραγούδια όπως το «Μωρό Μου Φάλτσο», το «Εγώ Κι Ο Πουφ» και το «Είσαι Σαν Κουνέλι», που από κάποιους άλλους να ακουγόντουσαν πολύ γραφικά ή γλαφυρά αλλά από σένα να ακούγονται πολύ γλυκά και τρυφερά και να γίνονται επιτυχία.
    Να σου πω κάτι, από την αρχή που ξεκίνησα έγραφα στίχους που όμοιοι δεν είχαν γραφτεί ποτέ. Ο στίχος μέχρι τότε έπρεπε να είχε μια πιο ποιητική διάθεση. Εγώ μίλησα με το στίχο ακριβώς όπως σκεφτόμουνα. Ακριβώς όπως μιλάμε. Άμεσα. Κι έλεγα και λέξεις μέσα που ήταν ακατάλληλες για στίχο. Νομίζω ότι η μεγαλύτερη τομή ήταν εκεί πέρα. Αν ακούσεις προσεκτικά τους στίχους, θα δεις ότι μέχρι εκείνη την εποχή δεν λεγόντουσαν τέτοια πράγματα, δηλαδή δεν τα ξεστόμιζε ένας τραγουδιστής. Χωρίς να μιλάμε βέβαια για βρισιές και τέτοια.

    Και φαίνεται ότι παρόλο που περάσανε τόσα χρόνια, ο κόσμος ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό στα τραγούδια σου.
    Στο Ghost House, όπου εμφανίζομαι με τον Θάνο Καλλίρη, βλέπω από την αρχή μέχρι το τέλος τον κόσμο να τραγουδάει τραγούδια, των οποίων εγώ ο ίδιος διαβάζω τους στίχους από ένα μόνιτορ που έχω δίπλα μου. Τα γνωρίζουν καλύτερα κι από μένα, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να τα έχουν αγαπήσει πραγματικά.

    Στις εμφανίσεις σου στο Ghost House για ποιο λόγο δεν παίζεις με μπάντα;
    Θα σου πω γιατί. Πρώτον, βρέθηκα σ’ αυτό το χώρο μετά από παρότρυνση και πρόσκληση του Θάνου Καλλίρη, όπου υπήρχε ήδη το δικό του συγκρότημα και, δεύτερον, γιατί έχω φτιάξει όλα τα κομμάτια για live σε computer έκδοση. Είναι μαζί μου ο Έλβιν, ο οποίος χειρίζεται κάποια πράγματα, και η παρουσία μου φέτος είναι χωρίς το συγκρότημα. Αυτό το είχα ξανακάνει πριν 21 χρόνια. Είχαμε ξεκινήσει μία σειρά συναυλιών με την Ελένη Δήμου την εποχή που έβγαλα το «Μωρό Μου Φάλτσο». Τότε είχανε βγει και τα πρώτα computers μουσικής. Έπαιρνα μαζί μου ένα ολόκληρο σύστημα computer, διάφορες μονάδες εξωτερικές, εμφανιζόμουνα στη σκηνή με την κιθάρα μου και τα computer, και δίπλα μου τραγουδούσε η Ελένη Δήμου. Έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στον κόσμο, ο οποίος δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο.

    Ναι, αλλά στη σημερινή εποχή αυτό φαίνεται σαν… karaoke.
    Δεν ξέρω τι φαίνεται, αλλά εγώ βλέπω ότι ο κόσμος είναι πολύ ευχαριστημένος και χαίρεται πολύ με τα τραγούδια μου. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να παρουσιάσεις τη δουλειά σου. Του χρόνου ίσως να εμφανιστώ με τη μπάντα μου, όπως έκανα και μέχρι τώρα. Αλλά αυτή τη συγκεκριμένη εποχή είμαι εγώ, ο Έλβιν και τα computers.

    Περίμενες αυτή τη θερμή υποδοχή του κοινού, μετά από τόσο καιρό απουσίας; 
    Δεν έχω αποκοπεί. Πάντα κάνω εμφανίσεις, ένα μπαμ και φεύγω. Δηλαδή ξέρω τι γίνεται όλο αυτό το διάστημα. Δεν έχω απομακρυνθεί.

    Στο ευρύ κοινό, όμως, έχει περάσει η εντύπωση ότι μετά από κείνη την εμφάνιση στη Eurovision ο Ρακιντζής χάθηκε.
    Κοίταξε. Νομίζω ότι τα κανάλια, και γενικά τα μέσα ενημέρωσης, έχουν περάσει πολύ λανθασμένες εντυπώσεις στον κόσμο. Αυτό το «χάθηκε», δηλαδή αν δεν σε βλέπει κάθε μέρα στην τηλεόραση ή σε αφίσες σημαίνει ότι χάθηκες, είναι μια πολύ λανθασμένη εντύπωση. Ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός, πρέπει να υπάρχει και να το αποδεικνύει μέσα από τις δισκογραφικές δουλειές. Δεν είμαι εγώ αναγκασμένος για να μη «χάνομαι», να βρίσκομαι στις τηλεοράσεις και να κάνω πράγματα που δεν με εκπροσωπούν, δεν με αντιπροσωπεύουν και δεν έχω τίποτα να πω. Οπότε εκεί μην περιμένετε να με δείτε. Ούτε σε αφίσες ή σε μαγαζιά που δε «χωράω», που έχουν δηλαδή έναν πιο λαϊκό χαρακτήρα. Δοκίμασα την επιτυχία στο έπακρον, δεν νομίζω ότι έχω την ανάγκη κάθε τόσο να προσπαθώ με αγωνία να είμαι στην πρώτη γραμμή. Και να σου πω ότι και αυτοί που το κάνουν μετά από μία μεγάλη επιτυχία, μου φαίνονται και λίγο αστείοι. Απλά οι άνθρωποι που έχουν αφήσει πίσω τους ένα έργο δεν χάνονται ποτέ.




    Ο Jorge ρωτάει ποια είναι η ιστορία του «Ολόκληρο Φεγγάρι» (1992) και πως εμπνεύστηκες την πανέμορφη εισαγωγή του;
    Η ιστορία του είναι αυτή που αναφέρεται στο τραγούδι. Δηλαδή δεν νομίζω ότι μπορώ να πω κάτι παραπάνω από αυτό που λέει. Νομίζω ότι είναι ένα πολύ ξεκάθαρο τραγούδι. Η μουσική του είναι μία σχολή μπλουζ, πολύ γνωστή από τους Santana, Gary Moore, και γενικά από κιθαρίστες που έχουν συνδέσει τη ροκ με τη λατινοαμερικάνικη μουσική.



    Συνέντευξη του Μιχάλη Ρακιντζή

    Συνέντευξη του Μιχάλη Ρακιντζή
    Έχω παρατηρήσει ότι στο εξώφυλλο του δίσκου «Να Είσαι Εκεί» (1991) φοράς φόρμα πιλότου. Στην εμφάνισή σου στην Eurovision εμφανίστηκες με μία στολή που έμοιαζε με στρατιωτική ενώ και στο Ghost House σε είδα κάποια στιγμή να φοράς στολή παραλλαγής. Μήπως έχεις κάποιο «βίτσιο» με τα στρατιωτικά ρούχα; 
    Δεν ξέρω… Κατ’ αρχήν νομίζω ότι ήμουν ο πρώτος που λάνσαρα τα στρατιωτικά παντελόνια σε πολιτικό επίπεδο, από την εποχή των ScRaptown. Τα στρατιωτικά παντελόνια φοριόντουσαν αυστηρά μέσα στο στρατό ενώ εγώ τα φορούσα έξω, με γκέτες κ.λπ. Απλά αισθάνομαι άνετα. Όπως κάποιος δεν αποχωρίζεται το τζην του, εγώ αισθάνομαι άνετα μ’ αυτά τα φαρδιά παντελόνια με τις πολλές τσέπες.

    Δεν υπήρξε, λοιπόν, καμιά κρυφή επιθυμία του στυλ «Θα ‘θελα να ‘μουν στρατιωτικός».
    Με τίποτα! Πρέπει όμως να σου πω ότι παραλίγο να ήμουν μόνιμος στο στρατό (γέλια)! Όταν πήγα για να παρουσιαστώ, είχα βάλει μέσον για αξιωματικός και είχα δηλώσει μάλιστα ότι ήθελα να γίνω μόνιμος ελικοπτεράς. Είδα όμως ότι η στρατιωτική ζωή δεν μου ταιριάζει καθόλου. Αλλά τώρα που το ανέφερες, θυμάμαι ότι το 1991 είχα ανοίξει τη συναυλία μου στο Λυκαβηττό με μία στρατιωτική μπάντα που έκανε το ξεκίνημα του «Viva Sahara»! Θα σου πω και κάτι ακόμα. Οι στίχοι στα περισσότερα τραγούδια των ScRaptown είχαν πολιτικό χαρακτήρα. Εκείνη την εποχή μιλούσαμε πάρα πολύ για τον Τρίτο Κόσμο, για τις επεμβάσεις που γίνονταν σε αδύναμα κράτη και για τη στρατιωτική υπεροχή κάποιων χωρών κι έτσι δημιουργούσαμε με την εμφάνισή μας μία αντίθεση. Εγώ δεν θυμάμαι με τους ScRaptown να έχω καθαρά ερωτικό στίχο σε κάποιο κομμάτι. Ακόμα και το «Viva Sahara», τι ήτανε; Γιατί λέει «Viva Sahara»; Στην ουσία έλεγε «Ζήτω η έρημος!» διότι δεν υπάρχει κανένα άλλο μέρος στον πλανήτη που να μπορώ να είμαι μόνος και να βρω την ησυχία μου. Υπήρχε πάντα ο πολιτικός στίχος σ’ όλα τα τραγούδια των ScRaptown, δεν υπήρχε ερωτικός στίχος.



    Εδώ, όμως, έχουμε το φαινόμενο ότι μαζί με την αλλαγή από ένα γκρουπ σε μία σόλο καριέρα και ταυτόχρονα από τον αγγλικό στίχο στον ελληνικό, έχουμε και αλλαγή στη θεματολογία των τραγουδιών σου. Μιλάμε δηλαδή για μία ριζική αλλαγή.
    Βέβαια, και θα σου πω γιατί. Έχει κι αυτό την αιτία του. Τραγουδώντας στα ελληνικά και σ’ ένα κοινό που ζει λίγα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση και οτιδήποτε πολιτικό παραπέμπει σε αστεία πράγματα, τι να σου πω τώρα, δεν θέλω να αναφερθώ αλλά νομίζω ότι οι Έλληνες το έχουν ξεράσει το πολιτικό τραγούδι, που είχε και τελείως άλλη έννοια του πολιτικού. Εμείς τραγουδούσαμε ένα παγκοσμιοποιημένο πολιτικό τραγούδι που αφορούσε όλους τους ανθρώπους πάνω στη γη. Δεν ήτανε για συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα ή για το τάδε που συνέβη στην Ελλάδα. Νομίζω ότι η νεολαία ενδιαφερόταν και ενδιαφέρεται για πιο μαζικά πράγματα που την αφορούν. Ό,τι συμβαίνει στην Αμερική ή στην Ευρώπη δεν μας αφήνει αδιάφορους και ανεπηρέαστους. Αμέσως επηρεάζει κι εμάς.

    Το μέλος 220493 ρωτάει τι συμπεράσματα έβγαλες από τη συμμετοχή σου στη Eurovision και τις απόψεις που είχαν ειπωθεί τότε. Θα ξαναπήγαινες;
    Σίγουρα δεν θα ξαναπήγαινα, όχι εκ του αποτελέσματος αλλά γιατί πηγαίνοντας κατάλαβα τελικά ότι, πρώτον, δεν πρόκειται για διαγωνισμό τραγουδιού και, δεύτερον, εκ των υστέρων πιστεύω ότι ίσως και εγώ αλλά και άλλοι συνάδελφοι να κάνουν λάθος που πηγαίνουν στην Eurovision. Η Eurovision πιστεύω ότι είναι για παιδιά που ξεκινάνε. Δεν είναι για φτασμένους καλλιτέχνες. Ο φτασμένος καλλιτέχνης δεν έχει να αποδείξει τίποτα. Δεν έχει λόγο να πάει να διαγωνιστεί. Ίσως είναι κάτι άλλο που μας τραβάει προς τα κει, το οποίο τελικά δεν είναι αλήθεια. Γιατί δεν πρόκειται για διαγωνισμό τραγουδιού. Καμία σχέση.

    Κι όμως, πέρυσι είδαμε να συμμετέχει ο Andrew Lloyd Webber και η Patricia Kaas
    Μπορεί κι αυτοί του χρόνου να πουν το ίδιο. Κοίταξε. Είναι ένα ωραίο event πανευρωπαϊκό, να έχεις κάποια στιγμή μία συμμετοχή, χωρίς να περιμένεις να έρθεις πρώτος, γιατί κι αν έρθεις πρώτος τι έγινε; Πες μου αυτοί που ήρθαν πρώτοι τι έγιναν. Τους θυμάται κανείς; Άσε τους Έλληνες, τους δικούς μας, που τους θυμόμαστε. Αυτό που βγήκε πέρυσι, πρόπερσι, αντιπρόπερσι, τι έγινε; Κάνανε διεθνή καριέρα; Δεν είναι τίποτα. Είναι απλά μία συμμετοχή σε ένα πανευρωπαϊκό show και για να συμμετάσχεις μία φορά στη ζωή σου είναι ωραίο.

    Συνέντευξη του Μιχάλη Ρακιντζή
    Το μέλος ph ρωτάει αν ένιωσες ποτέ ότι υποτίμησες τις δυνατότητές σου για να κάνεις σουξέ, ενώ θα μπορούσες να είχες αναπτύξει περισσότερο το ταλέντο σου.
    Κατ’ αρχήν το σουξέ δεν το κυνήγησα ποτέ. Δεν έκατσα ποτέ να γράψω ένα τραγούδι σκεπτόμενος ότι τώρα θα κάτσω να γράψω ένα σουξέ. Νομίζω ότι η μουσική θα με συνοδεύει σ’ όλη μου τη ζωή. Δεν το ‘κανα ποτέ για να αποδείξω ότι έχω ταλέντο. Το έκανα επειδή το αγαπάω. Εάν αισθάνομαι χαζοχαρούμενα κάποια στιγμή θα κάνω χαζοχαρούμενο πράγμα. Δεν θα ντραπώ να το παρουσιάσω γιατί αυτός είμαι. Έτσι αισθάνομαι εκείνη τη στιγμή. Εάν κάποια άλλη στιγμή αισθάνομαι πολύ καταπιεσμένος και στεναχωρημένος, και πάλι θα το κάνω. Δεν θα το κρύψω. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε πολυδιάστατοι. Εγώ δεν θέλω να κρύψω καμία πλευρά του εαυτού μου. Δεν μ’ ενδιαφέρει πως θα με κρίνουν. Και να σου πω κάτι; Όποιος σε κρίνει για ένα σου τραγούδι και μάλιστα το κρίνει από μία λέξη, χωρίς να κοιτάξει από πίσω τους στίχους, νομίζω ότι το κάνει πολύ επιπόλαια και το χρησιμοποιεί μόνο και μόνο για να πει κάτι εις βάρος σου. Γι’ αυτό το λόγο και δεν μ’ ενδιαφέρουν οι ανάλαφρες κρίσεις.

    Παρακολουθείς τους σύγχρονους Έλληνες τραγουδιστές ή συγκροτήματα;
    Κοίταξε να σου πω. Περιμένω πολλά. Περιμένω αυτόν που θα κάνει ένα βήμα πιο μπροστά και θα δημιουργήσει μία δική του σχολή. Δεν μπορώ ν’ ακούω συγκροτήματα που παίζουν σήμερα και θυμίζουν συγκροτήματα που έπαιζαν το ’70. Έχω περισσότερες απαιτήσεις επειδή η μουσική έχει περάσει πολλά στάδια και το μουσικό κτίσμα έχει ψηλώσει πάρα πολύ. Θέτω πολύ ψηλά τον πήχη και δυστυχώς λυπάμαι πάρα πολύ για το επίπεδο που είναι σήμερα η μουσική. Υπάρχουν προσπάθειες, αλλά οι πιο σοβαρές που γίνονται από Έλληνες σήμερα είναι στη Hip-Hop σκηνή. Αυτοί είναι οι πιο σύγχρονοι. Τα δήθεν ροκάκια που κάνουν οι άλλοι, τα βρίσκω πολύ οπισθοδρομικά. Εγώ θέλω την καινοτομία.

    Στη ξένη μουσική, τι παρατηρείς;
    Οπωσδήποτε κι εκεί δεν ακούμε τις τραγουδάρες που ακούγαμε παλιότερα, ακούμε όπως πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα απ’ ότι στην Ελλάδα. Υπάρχουν πράγματα που ξεχωρίσανε ακόμα κι από πολύ εμπορικές δουλειές αλλά δεν υπάρχει ακόμα αυτός που κάνει τη διαφορά και ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους.

    Για ποιο λόγο πιστεύεις ότι δεν υπάρχουν πια δυνατά σόλο στην εποχή μας;
    Στα παλιότερα συγκροτήματα που ζήσαμε κι αγαπήσαμε, εκτός από τη μουσική και τους στίχους θυμόμαστε και την κάθε νότα από το κάθε σόλο. Αυτό ήταν πάρα πολύ σημαντικό. Δηλαδή ήταν μία ξεχωριστή μελωδία που μας έκανε να αγαπάμε ακόμα περισσότερο το κομμάτι και να περιμένουμε εκείνη τη στιγμή που θα πέσει το ωραίο σόλο που το έχουμε αποτυπώσει τόσο καλά μέσα στο μυαλό μας. Από ένα σημείο και μετά, τα σόλα ήτανε πάρα πολύ φλύαρα. Δηλαδή δεν μπορούσες να θυμηθείς τίποτα απ’ αυτό. Απλά ήτανε για να καλύψουν κάποιο κενό μέσα σ’ ένα κομμάτι και για να μας πάνε από το κουπλέ στο ρεφρέν, χωρίς καμία «θρεπτική αξία».

    Μήπως δεν υπάρχουν πια μεγάλοι κιθαρίστες;
    Πάντα υπάρχουν μεγάλοι κιθαρίστες ως εκτελεστές. Αλλά για μένα μεγάλος κιθαρίστας είναι αυτός που παίζει πιο απλό σόλο αλλά θα το θυμάσαι για πάντα. Ίσως να είναι αυτοί που έχουν εκλείψει.

    Από την εποχή των Deep Purple, των Led Zeppelin και των Pink Floyd δεν εμφανίστηκε ένας καλλιτέχνης ή συγκρότημα, του οποίου να είσαι φαν;
    Υπήρξα φαν πολλών τραγουδιών αλλά κάποιον ή κάποιους που θα έτρεχα να δω σε μία συναυλία, όχι. Κατά εποχές μ’ αρέσει ν’ ακούω καινούργια είδη, καινούργια πράγματα που γίνονται από παιδιά, και προσπάθειες που δεν γίνονται πάντα γνωστά. Ίσως να μην κρατάνε και για πολύ καιρό. Όμως είναι αυτοί που βάζουν το σπόρο και τις βάσεις για να αλλάξει κατά ένα κλικ η μουσική και να πάει αλλού. Η trance, η house και η Hip-Hop σκηνή είναι μουσικές που μπορεί να μην χαρακτηρίζουν κάποιους πολύ συγκεκριμένους καλλιτέχνες, αλλά ήταν αυτές που μου τράβηξαν το ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια.

    Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε να γίνονται διασκευές τραγουδιών της δεκαετίας του 1980 ή να χρησιμοποιούνται samples από αυτά τα τραγούδια. Πώς εξηγείς αυτό το φαινόμενο;
    Αυτό δείχνει τη δημιουργική φτώχια της εποχής μας. Και διαλέγουν υλικό από τη δεκαετία του 1980 γιατί τότε βγήκαν τα καλύτερα τραγούδια που έχουν βγει ποτέ. Δεν είναι τυχαίο. Και είναι τραγούδια που πιστεύω ότι θα μείνουν για πάντα.

    (εκείνη την ώρα ακούγεται από τα ηχεία ένα ξένο τραγούδι).
    Τώρα αυτό που ακούμε δεν μοιάζει με το «Every Breath You Take»;
    Ναι, εντάξει (γέλια) Όμως αυτό το τραγούδι που ακούμε τώρα θα σε παραπέμπει πάντα στο «Every Breath You Take» και όχι σ’ αυτό το ίδιο. Τελείωσε. Ό,τι έγινε στη μουσική, έγινε.

    Επί τη ευκαιρία, μπορείς να μας πεις κάποια τραγούδια από τη δεκαετία του 1980 που σε έχουν κερδίσει και τ’ ακούς πάντα με την ίδια συγκίνηση;
    Από τη δεκαετία του 1980, μου άρεσαν περισσότερο οι Toto, οι Foreigner, δηλαδή το ροκ εκείνης της εποχής. Αλλά και οι Duran Duran μου άρεσαν πολύ. Μάλιστα όταν είχαν έρθει οι Duran Duran, μου είχε γίνει πρόταση να παίξω support και δεν δέχτηκα! (γέλια)

    Δεν θα ήταν μια καλή εμπειρία; Δεν μπορώ να φανταστώ λόγο για να αρνηθείς!
    Κι όμως, είχα αρκετούς λόγους για να αρνηθώ. Άσε που η λέξη «support» ποτέ δεν μου ακούγεται καλά, ακόμα κι αν ήταν για οποιοδήποτε συγκρότημα. Αυτό που είναι σημαντικό και έχει αξία, Κωνσταντίνε, είναι ότι όλα αυτά τα συγκροτήματα δίνουν συναυλίες σε όλο τον κόσμο σε κατάμεστα γήπεδα, πράγμα που σημαίνει ότι ο κόσμος εκτιμά αυτά που μας προσέφεραν έστω και δύο δεκαετίες πριν.

    Αυτό φάνηκε και από την πρωτοφανή ανταπόκριση του κόσμου όταν ανακοινώθηκε η συναυλία των Led Zeppelin.
    Ακριβώς. Εκεί φαίνεται και η μουσική παιδεία των λαών, όταν εδώ στην Ελλάδα κάθε μέρα βομβαρδιζόμαστε από καινούργια και ανούσια πράγματα –και στο λέω εγώ που είμαι υπέρ του καινούργιου αρκεί να έχει έναν λόγο ύπαρξης. Εάν το καινούργιο βγήκε επειδή αποφάσισε το τάδε τηλεοπτικό κανάλι να το λανσάρει για να το φάμε στη μούρη σώνει και καλά, απορρίπτοντας οτιδήποτε άλλο υπήρχε πριν λέγοντάς το «γραφικό», δείχνει και τη μουσική μας φτώχεια. Δεν φταίει ο κόσμος σ’ αυτό. Φταίνε τα μέσα που κατευθύνουν τα πράγματα και διαβάλλουν τόσο πολύ τη μουσική.

    Το επιχείρημά τους είναι ότι αυτό ζητάει ο κόσμος.
    Κάνουν μεγάλο λάθος! Αυτό θέλουν να επιβάλουν στον κόσμο και δεν είναι αυτό που ζητάει ο κόσμος. Ποτέ τους δεν μάθανε τι ζητάει ο κόσμος, γιατί είναι κλεισμένοι μέσα σ’ ένα γυάλινο κτήριο ή σε χοντρούς τοίχους και νομίζουν ότι όλος ο κόσμος γυρίζει γύρω από αυτούς. Όμως πρέπει να καταλάβουν κάποια στιγμή ότι ο κόσμος μαζικά δεν έχει δεχθεί στην ουσία τίποτα από αυτά που του προτείνουνε. Και η μεγαλύτερη απόδειξη είναι ότι οι πωλήσεις έχουν φτάσει στον πάτο. Γιατί δηλαδή εμείς πωλούσαμε 100 και 150 χιλιάδες δίσκους; Επειδή μας κάνανε διαφήμιση; Δεν μας κάνανε καμία διαφήμιση. Δεν ήμασταν διαφημιστικά προϊόντα όπως είναι τα σημερινά. Ο κόσμος έπαιρνε τους δίσκους μας επειδή ερωτευόταν μέσα από αυτούς, γιατί τους αγαπούσε, τους εκτιμούσε και τους ψάχνει ακόμα και σήμερα να τους βρει. Ποιος μαζεύει σήμερα καινούργιους δίσκους; Τα περιοδικά τους δίνουν δωρεάν και στις περισσότερες περιπτώσεις τους πετάνε ή τους βάζουνε στα μπαλκόνια για τα περιστέρια.

    Δεν θα συνέβαινε το ίδιο και σε σας, αν υπήρχε το Internet και μπορούσε ο κόσμος να «κατεβάσει» τα τραγούδια σας;
    Όχι, δεν θα συνέβαινε το ίδιο γιατί τότε μπορεί να μην υπήρχε το Internet αλλά υπήρχε τεράστια κασετοπειρατεία. Ο καθένας πήγαινε στο μαγαζάκι της γειτονιάς του και παράγγελνε να του γράψουν κασέτα με τα τραγούδια που ήθελε. Κι εδώ απέναντι που είμαστε αυτή τη στιγμή, εγώ θυμάμαι να στήνουν τεράστιους πάγκους με κασέτες. Η πειρατεία υπήρχε πάντα. Απλά σήμερα είναι πιο εύκολη με το Internet. Όποιος θέλει να έχει ένα δίσκο original από τον αγαπημένο του καλλιτέχνη, θα πάει και θα τον πάρει. Δεν είναι η πειρατεία που έχει σκοτώσει τη μουσική. Είναι και η κακή μουσική που αυτοκτόνησε.

    Οι δισκογραφικές εταιρείες φαίνεται να παρακολουθούν ως απλοί θεατές τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η τεχνολογία. 
    Κάποια στιγμή οι εταιρείες αισθανθήκανε πολύ δυνατές και νόμισαν ότι μπορούν να περάσουν ό,τι θέλουν. Νόμισαν ότι η εταιρεία φτιάχνει τον καλλιτέχνη και τα τραγούδια. Αυτό είναι τεράστιο λάθος. Η εταιρεία δεν φτιάχνει κανέναν καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης γεννιέται. Ή το έχει ή δεν το έχει. Αν είσαι διαφημιστικό προϊόν κι αν σε στηρίζουν τα μέσα, μπορείς να κρατήσεις κάποια χρόνια, όσο θα τους κάνεις τα χατίρια και γίνεσαι πιόνι να σε παίζουν αριστερά-δεξιά. Αλλά, μπορείς να μου πεις έναν τέτοιο καλλιτέχνη που να έχει μείνει ένα τραγούδι του;  Κάποτε ήταν πάρα πολύ δύσκολο να περάσεις την πόρτα μιας εταιρείας. Έπρεπε όντως να αξίζεις για να σε δεχτεί η Minos και να κάνεις δίσκο. Σήμερα οποιοσδήποτε πληρώνει και βγάζει δίσκο.

    Αυτόν τον καιρό ετοιμάζεις κάτι;
    Έχω ήδη ετοιμάσει παραπάνω από τη μισή δουλειά για έναν νέο τραγουδιστή, τον Έλβιν, ο οποίος έχει ασχοληθεί πάρα πολύ με τη μουσική. Είναι πολύ καλός drummer, κιμπορντίστας, πιανίστας και κιθαρίστας. Το καλοκαίρι είχαμε κυκλοφορήσει σε ψηφιακή μορφή ένα κομμάτι και με περιμένει να ολοκληρώσω και τα υπόλοιπα τραγούδια. Επίσης ετοιμάζω και μία δική μου δουλειά, η οποία θα κυκλοφορήσει το πρώτο εξάμηνο του 2010.

    Θα μας πεις λίγα λόγια γι’ αυτή τη δουλειά;
    Όχι, και θα σου πω γιατί. Πολλές φορές έχω ξεκινήσει μία δουλειά σε ένα μουσικό ύφος π.χ. ροκ με κιθαριές και τέτοια, και αφού έχω γράψει 9 τραγούδια, αλλάζω 180 μοίρες πορεία και κάνω το 10ο τελείως διαφορετικό. Και στο τέλος πετάω τα προηγούμενα 9 και γράφω άλλα 9 στο ύφος του 10ου. Οπότε ο δίσκος είναι πλέον άλλος δίσκος από αυτόν που ετοίμαζα. Αν δεν τελειώσω να τον δώσω για κοπή, ειλικρινά ούτε κι εγώ ξέρω. Επιφυλάσσω εκπλήξεις ακόμα και στον εαυτό μου! Κι αυτό για μένα έχει μία μαγεία.

    Μιχάλη, εκ μέρους του MusicHeaven σ’ ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη!
    Ομολογώ, Κωνσταντίνε, ότι αυτή ήταν η μεγαλύτερη συνέντευξη που έδωσα ποτέ, αλλά την απόλαυσα! Σ’ ευχαριστώ κι εγώ!

     





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #19443   /   04.01.2010, 15:18   /   Αναφορά
    Είναι από τις καλύτερες , τις πιο άρτιες και τις πιο "γεμάτες" συνεντεύξεις που έχουν μπει στο e-περιοδικό.

    ( Η προσθήκη των video είναι σε πάρα πολύ καλά σημεία, που βοηθούν τον αναγνώστη να μάθει και μουσικά τον Μ. Ρακιντζη)



    Ο κ. Ρακιντζης πραγματικός χείμαρρος χωρίς να κρύβει τίποτα και οι ερωτήσεις του Che ακριβέστατες. Μπράβο Κωνσταντίνε.
    #26850   /   12.03.2013, 23:17

    #19446   /   04.01.2010, 21:08   /   Αναφορά
    Είναι ειλικρινής.Έχει αρετές τότε.

    Είναι κι έξυπνος.Δεν πέφτει σε ερωτήσεις παγίδες..Ωραία συνέντευξη.Με διασκέδασε αρκετά κι έμαθα πραγματάκια για προηγούμενες δεκαετίες.



    Καλέ , δεν σουλούπωσες λιγάκι την ερώτηση?Θα του φάνηκε κακεντρεχής του ανθρώπου και δεν είχα τέτοια πρόθεση..!Αλήθεια!



    Μπράβο και στους δυό σας!Πόση ώρα διήρκησε η συνέντευξη αλήθεια?
    #19447   /   04.01.2010, 23:08
    "Με διασκέδασε αρκετά κι έμαθα πραγματάκια για προηγούμενες δεκαετίες."



    Ενώ εμένα .... με γύρισε στις προηγούμενες δεκαετίες ....



    Όντως, πολύ ωραία συνέντευξη, μπράβο στον CHE που την επιμελήθηκε αλλά και στον Ρακιντζή που μάς διηγείται τόσα ενδιαφέροντα πράγματα ... Επιπλέον, ο Ρακιντζής μού φάνηκε ότι, εκτός από ειλικρινής, κάποια πράγματα τα "λέει έξω από τα δόντια" ...


    CHE
    #19451   /   05.01.2010, 06:54   /   Αναφορά
    Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Η συνέντευξη κράτησε δύο ώρες (!). Βέβαια είχα ζητήσει να μην γίνει η συνέντευξη στο Ghost House γιατί ο χρόνος θα ήταν πολύ περιορισμένος αλλά και ο χώρος δεν ενδείκνυται λόγω θορύβου και λόγω του κόσμου που μπαινοβγαίνει ζητώντας αυτόγραφα. Ευτυχώς ο Ρακιντζής δεν είχε πρόβλημα μ' αυτό και τελικά η συνέντευξη έγινε σε μία ''Δωδώνη'', όπου ως δια μαγείας, είμασταν μόνοι μας και είχαμε έτσι τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να ''παρασυρθούμε'' από τη συζήτηση.
    #19452   /   05.01.2010, 11:10   /   Αναφορά
    Πολύ ωραία συνέντευξη. Συγχαρητήρια CHE.

    Όσο για το τραγούδι "Ρώσσοι" το βρήκα στο youtube.

    http://www.youtube.com/watch?v=uPl9TAc8nzU
    #19453   /   05.01.2010, 11:18   /   Αναφορά
    Πολύ ωραία συνέντευξη.....
    Administrator
    #19454   /   05.01.2010, 18:28   /   Αναφορά
    Πολύ καλή συνέντευξη και μπράβο που αντέξατε και οι 2 σας τόση ώρα, ιδιαίτερα εσύ CHE που είχες και την απομαγνητοφώνηση. Ευχαριστώ και που του έκανες τις 2 ερωτήσεις που είχα θέσει. Με εξέπληξε η ειλικρίνειά του, ειδικά στην ερώτηση για τις εμφανίσεις του στο Ghost House. Δεν συμφωνώ με το concept του Ρακιντζή στις συγκεκριμένες παραστάσεις, όμως μου άρεσε που απάντησε ακομπλεξάριστα, χωρίς να φανεί οτι από πίσω κρύβεται κάποιο τεχνικό ή οικονομικό ζήτημα. Με έπεισε οτι έτσι γίνεται, επειδή έτσι του αρέσει.



    Μπράβο και πάλι.
    #19478   /   07.01.2010, 23:22   /   Αναφορά
    Στ΄αλήθεια, πολύ ενδιαφέρουσα η συνέντευξη!

    Αν και θα προτιμούσα ο Ρακιντζής να ήταν πιο εκλεκτικός στα τραγούδια που έχει κυκλοφορήσει (όλοι γινόμαστε "χαζοχαρούμενοι" και "επιφανειακοί" κάποιες στιγμές της μέρας ή του χρόνου τέλος πάντων, λίγοι όμως διαλέγουν να αποτυπώσουν αυτές τις "χαλαρές" τους στιγμές ξανά και ξανά, και μάλιστα με τόση λεπτομέρεια), σέβομαι όμως απόλυτα τη δήλωσή του ότι με αυτό τον τρόπο αισθανόταν καλλιτεχνικά ελεύθερος. Έτσι και αλλιώς, ο άνθρωπος έχει δικαιωθεί: έχει γράψει πέντε - δέκα τραγουδάρες, κάτι που λίγοι του "'εντεχνου - ποιοτικού" χώρου έχουν καταφέρει. Τέλος, επειδή πράγματι μάλλον πρόκειται για ακομπλεξάριστο τύπο, προσδοκούσα ότι στη σχετική ερώτηση δεν θα περιέγραφε μόνο τη μίζερη κατάσταση του ελληνικού τραγουδιού αλλά θα αναφερόταν σε καλλιτέχνες ή τραγούδια που, σχετικά έστω, ξεχωρίζουν. Μπράβο στον CHE για την αμεσότητά και τη ζωντάνια της συνέντευξης.
    #19484   /   08.01.2010, 11:06
    Πολύ καλή συνέντευξη, που πραγματικά την απόλαυσα, από έναν καλλιτέχνη που εκτός από την μουσική του έχει να παρατάξει ήθος και ειλικρίνεια, για τα οποία εγώ προσωπικά δεν αμφέβαλα ποτέ ότι τον χαρακτήριζαν. Θα ήθελα να του ευχηθώ κι άλλες επιτυχίες με τις επόμενες δουλειές του. Και στο Musicheaven, και στον Κωνσταντίνο, θα ήθελα να ευχηθώ καλή δύναμη και να συνεχίσετε την τόσο καλή δουλειά.

    #19535   /   15.01.2010, 11:52   /   Αναφορά
    Ωραίος.....

    Αν μπορούν ας πούνε τίποτα τώρα...

    Αυτό που ξέρει κάποιος να κάνει !!! θα το κάνει...αν έχει να δώσει θα το δώσει. Και ο Μηχάλης τα δίνει ακόμα !!
    #19585   /   03.02.2010, 18:13   /   Αναφορά
    Η καλυτερη συνεντευξη του περιοδικου..μπραβο για την καλη δουλεια
    #19709   /   28.02.2010, 12:53   /   Αναφορά
    Τον ειδα στο Ghost με τον Καλλιρη..Ρακιντζης,ο απολυτος cult hero!!!
    n62
    #22230   /   22.03.2011, 15:39   /   Αναφορά
    Ωραια συνεντευξη .μπραβο.ο Μιχαλης Ρακιντζης λεει αληθειες. και για την γιουροβιζιον και τις δισκογραφικες και τα μμε ....ετσι ειναι .Οταν δεν σε βλεπουν δε σημαινει πως δεν δημιουργεις.... ισα-ισα....και παλι μπραβο.