ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Συνεντεύξεις

    Ο Βαγγέλης Τρίγκας μιλάει στο MusicHeaven

    Γεννήθηκε το 1960 στο Άργος. Στο περιβάλλον που έζησε υπήρχε έντονα το στοιχείο λαϊκού τραγουδιού. Άκουσε για πρώτη φορά τα μεταπολεμικά ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια από δίσκους που είχε ο πατέρας του.

    Ο Βαγγέλης Τρίγκας μιλάει στο MusicHeaven

    Γράφει ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΩΓΛΟΥ (Thanasis-Gioglou)
    52 άρθρα στο MusicHeaven
    Κυριακή 05 Δεκ 2010
    Η Συννεφιασμένη Κυριακή με τη Νίνου και τον Τσιτσάνη τον εντυπωσίασε πολύ κι ήταν για αυτόν το ξεκίνημα μιας μακροχρόνιας σχέσης με το λαϊκό τραγούδι και το μπουζούκι. O Βαγγέλης Τρίγκας συζητά με τον Θανάση Γιώγλου.

    -Βαγγέλη πότε έπιασες για πρώτη φορά αυτό το όργανο στα χέρια σου και πότε άρχισες να ασχολείσαι επαγγελματικά;

    Άρχισα να παίζω, αν θυμάμαι καλά, από πέμπτη ή έκτη δημοτικού, περίπου στα έντεκα και μετά από σχεδόν πέντε χρόνια άρχισα να παίζω σε μπουάτ.

     

    -Γιατί σε κέρδισε το τρίχορδο μπουζούκι; Ποιες είναι οι διαφορές του από το τετράχορδο;

    Έχω μελετήσει και τα δύο όργανα. Από τα πρώτα μόλις χρόνια ήμουν πεπεισμένος ότι το τρίχορδο μου δίνει περισσότερες δυνατότητες από το τετράχορδο, γι αυτό και το επέλεξα.

    Αργότερα μέσα από τη μακροχρόνια έρευνα που έκανα πάνω στην τεχνική  και την κατασκευή του οργάνου,  μπόρεσα επιπλέον, να τεκμηριώσω και να συνειδητοποιήσω, ποια είναι ακριβώς τα στοιχεία, που κάνουν τη διαφορά μεταξύ των δύο οργάνων.

    Είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα για να απαντήσω μέσα σε λίγες  μόνο γραμμές, όμως θα σου πω επιγραμματικά…Είναι δύο όργανα με σημαντικές διαφορές στην κατασκευή τους, που επηρεάζει καταλυτικά τον ήχο που το καθένα παράγει, τον τρόπο που παίζεται από τεχνικής πλευράς και τελικά, τις δυνατότητες που δίνει από πλευράς πρακτικής. Το τρίχορδο υπερτερεί  σαφώς σε όλα αυτά. Ο  εκτελεστής μπορεί να παίξει με μεγαλύτερη ευκολία, πολύ πιο δύσκολα πράγματα και  με ήχο πολύ πιο αρμονικό, απ’ ότι στο τετράχορδο.

    Ο Βαγγέλης Τρίγκας μιλάει στο MusicHeaven

    -Ποια ήταν τα πρότυπά σου; Ποιοι οργανοπαίκτες και ποιοι δημιουργοί σε επηρέασαν;

    Πρότυπά μου υπήρξαν όλοι οι παλιοί παίχτες του μπουζουκιού. Με τον τρόπο που έπαιξαν,  ανέδειξαν  και καθιέρωσαν  το μπουζούκι, ως το απόλυτο λαϊκό όργανο, σύμβολο της λαϊκής μας μουσικής. Οι Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Ανέστος Αθανασίου, η αμέσως επόμενη γενιά, Μπέμπης, Τσιμπίδης, Σταματίου, Αγγέλου, Ζαμπέτας κ.λ.π  ήταν ταυτόχρονα εκτός από  παίκτες  και δημιουργοί. Ήταν αποκλειστικά αυτοί, που έγραψαν το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι  μέσα από το οποίο, το μπουζούκι μετά την περίοδο του ρεμπέτικου, έφτασε στις πλατιές λαϊκές μάζες και αγαπήθηκε. Βέβαια με επηρέασαν και οι μεταγενέστεροι μεγάλοι μας δημιουργοί που δεν έπαιζαν μπουζούκι, ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος, που εκτός από τα μνημειώδη τραγούδια τους, βοήθησαν το μπουζούκι  να καταξιωθεί ακόμη περισσότερο.

    Ο Βαγγέλης Τρίγκας μιλάει στο MusicHeaven

    -Eίχες γνωρίσει κάποιους από τους μεγάλους δεξιοτέχνες του οργάνου των περασμένων δεκαετιών;

    Δεν είχα την ευκαιρία  να γνωρίσω πολλούς, γιατί από τα πρώτα κιόλας  χρόνια που άρχισα να δουλεύω σαν μουσικός, εγκατέλειψα τον επαγγελματικό χώρο των Αθηνών. Γνώρισα το Ζαμπέτα, το Γιάννη το Σταματίου, το Λάκη τον Καρνέζη με τον οποίο διατηρώ ακόμη και επαφή και το Θύμιο Στουραϊτη

     

    -Ζεις μόνιμα στο Ναύπλιο, ενώ μια φορά την εβδομάδα ανεβαίνεις για μαθήματα μπουζουκιού στην Αθήνα. Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του να ζεις στην περιφέρεια, έξω από τα «κέντρα αποφάσεων» ;

    Με εμπνέει να ζω σε μια πανέμορφη πόλη σαν το Ναύπλιο, είναι μεγάλο πλεονέκτημα.

    Απ’ την άλλη πλευρά, η  αποστασιοποίησή μου αυτή, από πλευράς επαγγελματικού περιβάλλοντος,  μου δίνει τη δυνατότητα να βλέπω με διαφορετικό κριτήριο τα πράγματα.. Έχω έτσι διαφορετικές επιλογές, που με εκφράζουν περισσότερο,

    απ’ ότι αν ζούσα στην Αθήνα. Τώρα σε ότι αφορά στα κέντρα των αποφάσεων, που αναφέρεις, δεν έχω και την πιο στενή σχέση. Για τα πράγματα που κάνω με τόση αγάπη και πάθος, θέλω να αποφασίζω εγώ, για να μπορώ να τα διαφυλάττω και να τα παρουσιάζω όπως ακριβώς τα έχω φανταστεί, με όποιο κόστος αυτό συνεπάγεται, σε προσπάθεια και  σε προβολή. Ας μη ξεχνάμε ότι όλο αυτό το σύστημα που δημιουργείται από  τα κέντρα αποφάσεων, δημιουργεί ένα στενό πλαίσιο με προκαθορισμένες υπαγορευμένες επαγγελματικές κινήσεις, που φτάνουν στο σημείο να τυποποιούν, σε κάποιο βαθμό, ακόμη και τη μουσική έκφραση.

    Για το λόγο αυτό βλέπεις ότι, επαγγελματικά οι εμφανίσεις μου και  οι συνεργασίες μου με τραγουδιστές είναι  ελάχιστες και πολύ επιλεγμένες, όπου δηλαδή θεωρώ ότι υπάρχει  ένα επίπεδο αισθητικής και καλλιτεχνικού περιεχομένου. Φαντάζομαι θα μιλήσουμε παρακάτω γι αυτά.

    Απ’ την άλλη πλευρά η διέξοδός μου για να προβάλλω δουλειά μου είναι το internet, που μου δίνει ένα πολύ σοβαρό βήμα να εκφράζω τις απόψεις μου και να επικοινωνώ με το κοινό που με παρακολουθεί, κάποια σεμινάρια που οργανώνω κ.λ.π. Έτσι, δεν αισθάνομαι ότι μου στερεί κάτι η εκτός Αθηνών διαμονή μου.

    Ο Βαγγέλης Τρίγκας μιλάει στο MusicHeaven

    -Πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε με δική σου παραγωγή ο τρίτος προσωπικός σου δίσκος με τίτλο «Σε 3 χορδές»…Aφού σου ζητήσω να μας πεις δυο λόγια γι’ αυτή τη δουλειά, θέλω να σε ρωτήσω γιατί δεν διάλεξες μια μεγάλη εταιρεία για να εκδόσεις τη δουλειά σου και προτίμησες να κάνεις την παραγωγή μόνος σου; Υπάρχουν προβλήματα στη διανομή;

    Και ο δίσκος αυτός είναι μέρος μιας γενικότερης και έντονης προσπάθειας που κάνω.

    Στόχος μου είναι, στο βαθμό βέβαια των δυνατοτήτων μου,  να επανεκκινήσω το θέμα του μπουζουκιού, για να ανακτήσει  τον ρόλο που είχε στη λαϊκή μουσική, δεδομένου ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει πλέον διακοσμητικό ρόλο μέσα σ’ αυτή.

    Διατηρώντας αφ ενός σε στοιχεία του παρελθόντος που είναι διαχρονικά (αυτοσχεδιασμός, καθαρός ήχος, ανάλογη ανάδειξη μέσα από την ηχογράφηση και τη λιτή ενορχήστρωση) που το έκαναν να είναι άμεσο, ζωντανό και αφ ετέρου εισάγοντας νέα τεχνικά και εκφραστικά στοιχεία στο παίξιμο, προσπαθώ να δώσω μια σύγχρονη εκδοχή του. Κατά πόσο το έχω μέχρι τώρα καταφέρει αυτό κρίνεται.

    Σε ό,τι αφορά στη διάθεση του c.d., όπως ανέφερα και προηγουμένως, με βοηθά πολύ η παρουσίαση της δουλειά μου μέσα από το διαδίκτυο. Έχω σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας και αρκετές χώρες στο εξωτερικό φίλους, που παρακολουθούν τη δραστηριότητά μου και έτσι έχω τη δυνατότητα να διαθέτω απ’ ευθείας τους δίσκους μου. Αυτό μου δίνει σε ένα ικανοποιητικό βαθμό αυτάρκεια και αυτονομία.

    Ο Βαγγέλης Τρίγκας μιλάει στο MusicHeaven

    -Αυτός ήταν και ο 2os δίσκος σου αποκλειστικά με οργανικά κομμάτια. Δεν είναι πολλοί οι συνθέτες που  έχουν κάνει  ολόκληρους δίσκους με οργανικά που δεν είναι διασκευές γνωστών τραγουδιών. Πρόχειρα θυμάμαι τον Γιώργο Ζαμπέτα και το Χρήστο Νικολόπουλο που ηχογράφησαν αρκετούς δίσκους αλλά και τον Βασίλη Δημητρίου με τις «Κυκλάδες».  Πόσο δύσκολο είναι αυτό το εγχείρημα;

    Οι δυσκολίες μιας τέτοιας προσπάθειας μπορεί να είναι σε πολλά επίπεδα, γι αυτό δεν γράφονται πλέον δίσκοι με οργανικά κομμάτια για το μπουζούκι. Πιστεύω όμως, ότι

    η σημαντικότερη δυσκολία είναι να δημιουργείς μέσα από ένα δίσκο η οποιαδήποτε δουλειά, ανατροπές, φέρνοντας κάτι νέο, ενδιαφέρον.

    Προσωπικά έγραψα τους δίσκους γιατί το μπουζούκι χρειάζεται εδώ και πολλά χρόνια μια ανανέωση. Η επανάληψη και η εμμονή στα παλιά, μπορεί απ’ τη μια να συντηρεί βεβαίως την παράδοση που είναι απαραίτητη, αλλά απ’ την άλλη υποδηλώνει και τη στειρότητα της φαντασίας, να παράξουμε καινούργια πράγματα, που θα επανατοποθετήσουν το όργανο στη σημερινή λαϊκή μουσική και θα αναβαθμίσουν  το ρόλο του. Αν δεν το κάνουμε αυτό, θα ψάχνουμε μόνο μέσα   στους παλιούς δίσκους να ακούμε το μπουζούκι και θα γίνει σιγά - σιγά μουσειακό είδος, αν δεν έχει γίνει ήδη. Το ίδιο άλλωστε δεν έγινε με το λαούτο, που είναι ένα θαυμάσιο  όργανο; Εγκλωβίστηκε στην παράδοση, διότι δεν γράφτηκαν πράγματα σύγχρονα πάνω σ’ αυτό, για να αναδείξουν μια σύγχρονη πλευρά του.

    Εάν προσέξουμε την ιστορική διαδρομή του οργάνου  από το 1933 που πρωτοηχογραφήθηκε στην Ελλάδα από τον Βαμβακάρη μέχρι σήμερα, θα παρατηρήσουμε ότι μείνανε όλα τα οργανικά κομμάτια, αλλά και οι δεξιοτεχνικές εισαγωγές, η σολιστικά μέρη τραγουδιών που στην εποχή τους έφεραν ανατροπές.

    Ο Βαμβακάρης το 1933 μετεξελίσσει τη σμυρναίικη πολυμελή ορχήστρα σε ολιγομελές σχήμα, την γνωστή κομπανία, καθιερώνοντας το μπουζούκι ως το μοναδικό της σολιστικό όργανο. Ο Τσιτσάνης με το Χιώτη μόλις 4-5 χρόνια μετά

    φέρνουν την δεύτερη ανατροπή, με τον τρόπο που παίζουν και τις επιρροές, που έχουν δεχθεί πέραν του ρεμπέτικου.  Τη δεκαετία 50-60 το μπουζούκι «απογειώνεται» με όλους τους μεγάλους δεξιοτέχνες της εποχής. Αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Ζαμπέτας  συνεργαζόμενος με τους έντεχνους δημιουργεί  μια άλλη σχολή εξευγενισμένου τρόπου παιξίματος ταυτόχρονα με το λαϊκό του στοιχείο. Όλα αυτά εκφράστηκαν και από οργανικά κομμάτια και από ανάλογα τραγούδια που το μπουζούκι είχε πρωταρχικό ρόλο. Για την εποχή τους λοιπόν αυτά ήταν καινοτομικά πράγματα που συνέβαιναν σε συχνότητα , περίπου δεκαετίας.

    Η καινοτομία που χρειάζεται το μπουζούκι σήμερα, δεν θα επιτευχθεί επαναλαμβάνοντας συνεχώς τα ίδια παλιά πράγματα, ούτε γράφοντας νέα κομμάτια με κοινότυπες  παλαιομοδίτικες μελωδίες τουριστικού χαρακτήρα.

    Ο Βαγγέλης Τρίγκας μιλάει στο MusicHeaven

    -Tι απήχηση έχει στον κόσμο αυτή η προσπάθεια;

    Θα σου μεταφέρω την προσωπική μου εμπειρία. Τον πρώτο δίσκο τον έκανα για να καταγράψω όλα αυτά τα στοιχεία, που μετά από μακροχρόνια μελέτη «έβαλα» στο παίξιμό μου.  Σκοπός  μου ήταν να τον μοιράσω μόνο σε φίλους και μαθητές μου, διότι πίστευα ότι  αυτά τα πράγματα έχουν πάψει να ενδιαφέρουν, ακόμη και τον κόσμο που ασχολείται με το μπουζούκι.

    Όταν κυκλοφόρησε και έγινε γνωστός ο δίσκος, διέψευσε αυτή  την αίσθηση που είχα, διότι είχε μεγάλη αποδοχή.  Αυτό με εξέπληξε θετικά. Από κει και μετά άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι αυτό που έκανα είχε αρχίσει να δημιουργεί στο χώρο του μπουζουκιού μια νέα τάση ένα καινούργιο ρεύμα. Έτσι άρχισα μια σειρά δραστηριοτήτων σχετικά με την ανάδειξη του οργάνου.

    Άρα, τα πράγματα στα οποία βρίσκει ο κόσμος κάτι ενδιαφέρον, έχουν  απήχηση.

    -Εκτός από τα οργανικά έχεις γράψει και τραγούδια; Υπάρχει περίπτωση να δουν το φως της έκδοσης;

    Έχω γράψει και λίγα τραγούδια που κάποια στιγμή ίσως ηχογραφηθούν, αλλά με ενδιαφέρει άμεσα το θέμα του οργάνου στο οποίο αναλώνω αποκλειστικά την προσπάθειά μου. Άλλωστε τραγούδια γράφονται πάρα πολλά και ορισμένα είναι πολύ ξεχωριστά, εμπνευσμένα.

     

    -Θα ήθελα να μας πεις δυο λόγια για τις μέχρι τώρα συνεργασίες σου με κορυφαίους δημιουργούς και τραγουδιστές…

    Το κριτήριό μου για τις συνεργασίες μου με τους τραγουδιστές είναι να κινούνται σε ένα πολιτιστικό πλαίσιο και όχι στο χώρο της διασκέδασης. Γι αυτό, την τελευταία δεκαετία, εκτός από περιστασιακές συνεργασίες είτε δισκογραφικές, είτε συναυλιακές με αρκετούς από τους σημαντικότερους τραγουδιστές που έχουμε, συνεργάστηκα πιο στενά και  σε μεγαλύτερη διάρκεια με τη Φαραντούρη και το Νταλάρα. Ήταν πολύ ενδιαφέρουσες εμπειρίες  για μένα.

    -Θα ήθελα να αναφερθείς λίγο πιο αναλυτικά σ’ αυτές τις συνεργασίες…

    Και οι δύο ήταν και παραμένουν για μένα σύμβολα. Με τη Μαρία τη Φαραντούρη έπαιξα σε συναυλίες στην Ελλάδα και κυρίως στο εξωτερικό σε ιστορικούς μουσικούς χώρους όπως το «CONZERT HAUS» στη Βιέννη, στην αίθουσα της Φιλαρμονικής του Μονάχου και ακόμη σε πολλές άλλες Ευρωπαϊκές πόλεις.

    Η Μαρία δεν είναι απλά μια κορυφαία τραγουδίστρια, είναι πρέσβειρα του πολιτισμού μας. Η εμπειρία να παίζεις μαζί της και μάλιστα σε τέτοιους χώρους, είναι μαγική.

    Με το Γιώργο τον Νταλάρα, ικανοποιήθηκε το άλλο μου κομμάτι που είναι η λαϊκή μου πλευρά.  Χάρηκα πολύ που γνωριστήκαμε και συνεργαστήκαμε. Έχει χαρακτηριστικά που μπορείς πολύ σπάνια να τα βρεις σε τραγουδιστή, όπως, το ότι  καταφέρνει να παραμένει όλες αυτές τις δεκαετίες  σύγχρονος, παρακολουθώντας τα μουσικά ρεύματα κάθε εποχής. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να το βρεις σε τραγουδιστή στην Ελλάδα, είναι ότι μιλάει τη «γλώσσα» των μουσικών, δεδομένου ότι και ο ίδιος είναι μουσικός. Αυτό του δίνει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, διότι μπορεί να συνεννοείται απόλυτα με την ορχήστρα.   Πιστεύω πως είναι από τους τελευταίους τραγουδιστές που έχουν απομείνει, οι οποίοι κατέχουν τόσο καλά το λαϊκό τραγούδι, που αναδεικνύει με τον πιο ενδιαφέροντα τρόπο.

    Ο Βαγγέλης Τρίγκας μιλάει στο MusicHeaven

    -Στο δεύτερο δίσκο σου «Αυτοσχεδιασμοί και τραγούδια για μπουζούκι» διάλεξες να τραγουδήσεις ένα κλασσικό λαϊκό τραγούδι του Μανώλη Χιώτη και του Χρήστου Κολοκοτρώνη, «Το κλάμα της πενιάς» που είχε πρωτοτραγουδήσει το 1955 ο Στέλιος Καζαντζίδης. Έχω ακούσει επανειλημμένα να τραγουδά το συγκεκριμένο τραγούδι και ο Θανάσης Πολυκανδριώτης…Γιατί διάλεξες ειδικά αυτό το τραγούδι; Έχει να κάνει με την αγάπη σου για το μπουζούκι;

    Το τραγούδι αυτό το άκουσα για πρώτη φορά, από τον πατέρα μου, από τα πρώτα χρόνια που έπαιζα μπουζούκι. Με συγκίνησε ιδιαίτερα, όπως εξακολουθεί και σήμερα, όχι ειδικά για την αναφορά του στο μπουζούκι, αλλά  είναι ενδεικτικό κομμάτι της σημαντικότερης περιόδου του Χιώτη, του μπουζουκιού και του λαϊκού τραγουδιού.

     

    -Πώς ορίζεται για σένα το λαϊκό τραγούδι; Ποιες οι διαφορές του απ’ αυτό που επικράτησε να λέγεται «έντεχνο»;

    Λαϊκό τραγούδι γενικά, θεωρώ και είναι αυτό που έχει απήχηση στην πλατύτερη κοινωνική μάζα. Κάποτε ήταν αυτό που είχε ως αναπόσπαστο μέρος το μπουζούκι και είχε ταυτιστεί με αυτό. Σήμερα λαϊκό είναι άλλο πράγμα. Για μένα αξιόλογο λαϊκό τραγούδι έχει γράψει την τελευταία 15 ετία,  ο Κραουνάκης, ο Παπαδημητρίου, ο Περίδης, ο Μαχαιρίτσας, και άλλοι, που θα μπορούσα να σου αναφέρω.

    Κατά συνέπεια το λαϊκό τραγούδι δεν το κάνει απαραίτητα το μπουζούκι, ούτε θεωρώ λαϊκό αυτό που βασίζεται σε παρωχημένες παλαιομοδίτικες συνταγές, μόνο και μόνο επειδή έχει μπουζούκι.  Πολλές φορές ο όρος λαϊκό δημιουργεί παρερμηνείες για το λόγο ότι οι παλαιότεροι λέγοντας «λαϊκό τραγούδι», εννοούν το μεταπολεμικό λαϊκό του Τσιτσάνη, Χιώτη κ.λ.π.

    Ο διαχωρισμός μεταξύ λαϊκού και έντεχνου, άρχισε από τα τέλη της δεκαετίας 50-60 μια περίοδο μεταίχμιο, όταν το τραγούδι των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου και άλλων που ονομάστηκε έντεχνο, διαδέχτηκε το μεταπολεμικό λαϊκό του Τσιτσάνη, Χιώτη, Παπαϊωάννου κ.λ.π. Το έντεχνο εμπεριείχε σε μεγάλο βαθμό το λαϊκό τραγούδι αλλά, με κάποια νέα στοιχεία που προστέθηκαν, όπως η μελοποιημένη  ποίηση που αντικατέστησε τον απλό λαϊκό στίχο, ο εμπλουτισμός της λαϊκής ορχήστρας με όργανα κλασσικά, ο τρόπος που τραγουδήθηκε από τους τραγουδιστές που άρχισαν να καλλιεργούν τις φωνές τους με φωνητική και ορθοφωνία, σε αντίθεση με το λαϊκό που μέχρι τότε τραγουδήθηκε όπως το δημοτικό, πηγαία, ενστικτωδώς, εμπειρικά. Όλα αυτά δημιούργησαν αυτό το νέο είδος, που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υφίσταται σαν όρος.

     

    -Το 2008 σε μια από τις εκπομπές του Γιώργου Τσάμπρα στο Β’πρόγραμμα ΕΡΑ, στην οποία ήσουν καλεσμένος, διάλεξες να ακουστούν στις πρώτες τους εκτελέσεις κάποια από τα τραγούδια του «έντεχνου», ας πούμε, χώρου. Γιατί αυτό; Moυ έκανε εντύπωση που δεν προτίμησες για παράδειγμα κάποια σόλο των μεγάλων δεξιοτεχνών ή κάποια παλιά λαϊκά τραγούδια.

    Δεν χρειάζεται να πω για άλλη μια φορά την αγάπη που έχω για τα παλιά λαϊκά τραγούδια και τα οργανικά κομμάτια των δεξιοτεχνών. Είναι κάτι δεδομένο και πάντα αναφέρομαι σ’ αυτά. Μου αρέσει όμως να αναφέρω και σημερινά πράγματα αντίστοιχης, για μένα, αξίας.

    Υπάρχουν τραγούδια με ξεχωριστό στίχο-ποίηση μουσική και ερμηνεία που με συγκινούν ιδιαίτερα και ένα τέτοιο τραγούδι από όποιο μουσικό ρεύμα η εποχή και αν προέρχεται έχει την αξία του. Στη συγκεκριμένη εκπομπή που με είχε προσκαλέσει ο Γιώργος ο Τσάμπρας μου είχε ζητήσει να επιλέξω όποια τραγούδια ήθελα από όλο το φάσμα της δισκογραφίας και μεταξύ άλλων θυμάμαι διάλεξα «Το παράπονο» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου και ερμηνεία Ελευθερίας Αρβανιτάκη, όπως επίσης «Το σκάκι» σε ποίηση Μανόλη  Αναγνωστάκη, μουσική πάλι του Παπαδημητρίου και ερμηνεία του Γεράσιμου του Ανδρεάτου.

    -Ποια είναι η άποψή σου για την εισβολή των τραγουδιών από τα βάθη της Ανατολής και την Ινδία στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στη δεκαετία του ’60;

    Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα στο λαϊκό τραγούδι και θέλει πολύ χρόνο για να μιλήσουμε γι αυτό. Ήταν μια μόδα και η πρώτη φορά που το τραγούδι εμπορευματοποιήθηκε γιατί δεν ήταν, όπως το ρεμπέτικο και το λαϊκό, βιωματικό. Προσωπικά την «κλάψα» της Ανατολής και το τσιφτετέλι τα απεχθάνομαι δεν με εκφράζουν. Θα περιοριστώ εδώ όμως δοθείσης και της ευκαιρίας, να μιλήσω λίγο για την επιρροή που δέχτηκε το μπουζούκι από την Αραβο-Ινδική μουσική και θα δανειστώ εδώ πράγματα που γράφω στο βιβλίο μου γι αυτό.

    Το μπουζούκι μετά το ’50 άρχισε να δέχεται τις πρώτες έντονες επιρροές, από τα Βαλκάνια, την Ιταλία τη δυτική κλασσική μουσική, τα φλαμένγκο, τζαζ και τέλος την Ανατολίτικη μουσική. Αξίζει να επισημάνω ένα στοιχείο που διαφοροποίησε την Ανατολίτικη επιρροή από όλες τις υπόλοιπες.

    Ενώ όλες τις υπόλοιπες το μπουζούκι τις αφομοίωσε διατηρώντας τον χαρακτηριστικό Ελληνικό καθαρό τρόπο και αυστηρό ήχο στο άκουσμά του, με την Ανατολίτικη συνέβη το αντίθετο. Άρχισε δηλαδή το μπουζούκι να παίζεται σαν ούτι, σάζι, σιτάρ και οτιδήποτε  άλλο τέτοιο όργανο που παίζεται με διαφορετική τεχνική και εκφράζει φυσικά, διαφορετικά πράγματα. (Στο βιβλίο μου εξηγώ λεπτομερώς τι άλλαξε και από πλευράς τεχνικής).  Η επιρροή αυτή ήταν τόσο έντονη, διότι τα όργανα τα Ανατολίτικα που παίζονται με αυτό τον τρόπο είναι  κατασκευαστικά «συγγενή» ως προς το μπουζούκι. Αυτό  ήταν μια πρόκληση για δεξιοτέχνες που θέλανε να κάνουν μόδα ένα νέο στιλ παιξίματος. Δεν το βρίσκω αυτό αρνητικό, να υπάρχει σαν ύφος μουσικό στο μπουζούκι. Αρνητικό βρίσκω ότι, επικράτησε μόνο αυτό και χάθηκε το καθαρό Ελληνικό παίξιμο.

    Η τάση αυτή της Αραβο-Ινδίας επικράτησε καθολικά, διότι συνέπεσε χρονικά με κάτι πολύ αρνητικό που συνέβη στο χώρο του μπουζουκιού τότε. Οι μεγάλοι δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, που είχαν φτάσει το μπουζούκι στο απόγειο του, έφυγαν σχεδόν όλοι για την Αμερική, αφήνοντας έτσι ένα τεράστιο κενό πίσω.  Το μπουζούκι δηλαδή στερήθηκε τους δεξιοτέχνες που θα λειτουργούσαν στα επόμενα χρόνια ως πρότυπα, για να αναπαραχθεί αυτό που προανέφερα ως καθαρό, Ελληνικό τρόπο παιξίματος. Έτσι το Ινδικό στοιχείο επικράτησε και εξιδανικεύτηκε μέχρι και σήμερα στο μπουζούκι.

    Σημαντικό ρόλο υπέρ της διατήρησης του «καθαρού» μπουζουκιού έπαιξαν τότε οι έντεχνοι, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος που το εντάξανε στις ορχήστρες τους, προστατεύοντάς το έτσι και φυσικά οι δεξιοτέχνες που έπαιξαν κατ’ αυτό τον τρόπο, οι Χιώτης, Ζαμπέτας, Ζαφειρίου, Καρνέζης, Παπαδόπουλος, που έμειναν στην Ελλάδα.

    Αυτό που με στεναχωρεί με το μπουζούκι, είναι ότι από το ’60 και μετά μέχρι σήμερα, έγινε πολύ φτωχό διότι επικράτησε, όπως προανέφερα, μόνο ένα στιλ παιξίματος, για να φτάσουμε μέχρι τις μέρες μας να «κονσερβοποιηθεί» πλήρως.

     

    -Πώς βλέπεις σήμερα την κατάσταση στη δισκογραφία; Κι επειδή φαντάζομαι την απάντηση, ποιες είναι οι αιτίες που οδήγησαν σ’ αυτή την κατάσταση; Ποιος ο ρόλος της ιδιωτικής τηλεόρασης;

    Η δισκογραφία, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και οτιδήποτε άλλο μέσο παράγει πολιτισμό σήμερα, έχουν ένα κοινό πρόβλημα. Αντί να διαμορφώσουν τον κόσμο προς το καλύτερο, έχοντας ένα σταθερό στόχο προς αυτή την κατεύθυνση, γίνεται το αντίθετο. Διαμορφώνονται , ευθυγραμμίζονται με το εύκολο, το φθηνό, το ευτελές, γιατί λειτουργούν ως επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε. Βεβαίως δεν πρέπει να κάνουμε γενικεύσεις δεν είναι όλα το ίδιο. Υπάρχουν εξαιρέσεις στη δισκογραφία, στην τηλεόραση , το ραδιόφωνο κ,λ,π. υπάρχουν άνθρωποι που αντιστέκονται είναι όμως λίγοι.

     

    -Πιστεύεις πως υπάρχει περίπτωση να αλλάξει η κατάσταση;

    Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος για το αν αλλάξει η κατάσταση. Για να αλλάξει, πρέπει ο καθένας μας να αναλογισθεί το προσωπικό μερίδιο ευθύνης που φέρει, αλλάζοντας τη στάση της ζωής του.

    -Μιλώντας πριν για τα ινδικά τραγούδια, ανέφερες κάποια πράγματα από το βιβλίο σου. Πες μας δυο λόγια για τα βιβλία που γράφεις για το μπουζούκι.

    Έχω σχεδόν τελειώσει αυτό το βιβλίο που αναφέρεις και δεν το έχω ακόμη εκδώσει.

    Αναφέρομαι στη διαδρομή του μπουζουκιού από τη δεκαετία του ’30 που πρωτοηχογραφήθηκε στην Ελλάδα μέχρι σήμερα. Στον τρόπο που παίχτηκε κάθε εποχή, στα πράγματα που επηρέασαν την πορεία του, στους δεξιοτέχνες και λαϊκούς συνθέτες, στις επιρροές που δέχτηκε, στο μεγάλο θέμα του τρίχορδου-τετράχορδου και πως ξεκίνησε τα πρώτα χρόνια, στη μετανάστευση των δεξιοτεχνών, στην ένταξή του στο έντεχνο, στο Ινδικό τραγούδι, στην τεχνική και πάρα πολλά άλλα.

    Τους τελευταίους δύο μήνες έχω κυκλοφορήσει σε ανεξάρτητη δική μου έκδοση τρεις συλλογές – βιβλία, το «Βαγγέλης Τρίγκας 18 ρεμπέτικα κ’ λαϊκά τραγούδια»  1ο, 2ο κ’ 3ο τεύχος. Είναι παρτιτούρες με τραγούδια γραμμένα ειδικά για το μπουζούκι, με τεχνικές υποδείξεις για τρίχορδο και τετράχορδο. Στόχος μου με αυτό είναι να μετατρέψω τα ίδια τα τραγούδια, αλλά και τα οργανικά κομμάτια σε σπουδή για το όργανο,  με ένα τρόπο οργανωμένο και όχι πρακτικό-εμπειρικό. Επίσης κυκλοφορεί και το πρώτο τεύχος της μεθόδου για τρίχορδο μπουζούκι που χρησιμοποιώ στη διδασκαλία μου. Πληροφορίες γι αυτά, μπορεί να βρει κάποιος στην ιστοσελίδα μου (www.trigas.gr)

     

    -Μέσω της ιστοσελίδας σου παραδίδεις, αν δεν απατώμαι και μαθήματα μπουζουκιού.

    Πράγματι εδώ και τρία περίπου χρόνια κάνω μαθήματα σε όλα τα μέρη του κόσμου, δίνοντας τη δυνατότητα σε ανθρώπους που δεν μπορούν να με συναντήσουν λόγω απόστασης, να κάνουν  μαθήματα. Λειτουργεί πολύ καλά.

    -Πώς βλέπεις τη νεολαία; Ενδιαφέρεται για το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι; Υπάρχει ελπίδα τελικά;

    Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον και για το μπουζούκι και για το παλιό λαϊκό τραγούδι, γιατί μόνο σ’ αυτά τα τραγούδια, ο κόσμος μπορεί να ακούει το μπουζούκι με ενδιαφέρον. Σχετικά με το αν υπάρχει ελπίδα,  θα επαναλάβω αυτό που είπα και πριν, ότι, για να υπάρχει ελπίδα, πρέπει να υπάρχει και προσπάθεια από τον καθένα μας, για να αναστρέψουμε την κατάσταση.

    -Έχεις επισκεφθεί το ΜusicHeaven; Θα ήθελες να μας πεις δυο λόγια για τα μέλη του και τους αναγνώστες;

    Το έχω επισκεφθεί και το βρίσκω πολύ εποικοδομητικό και ενδιαφέρον  με όλα αυτά τα πράγματα-τις δραστηριότητες, που περιλαμβάνει. Αυτό δεν είναι μόνο προσωπική μου εκτίμηση. Σου μεταφέρω τις εντυπώσεις πολλών παιδιών που επισκέπτονται το site, με τους οποίους και το συζητάμε.

    Βαγγέλη σ’ ευχαριστούμε πολύ… Καλή επιτυχία σε όλα τα όνειρα και τα σχέδιά σου…

    Σ’ ευχαριστώ κι εγώ πολύ!

     

    Περισσότερες πληροφορίες για το έργο του Βαγγέλη Τρίγκα στο www.trigas.gr


    Tags
    Μουσική Γενικά:ραδιόφωνοΚαλλιτέχνες:Ανέστος ΑθανασίουΣτέλιος ΚαζαντζίδηςΜουσική Εκπαίδευση:παρτιτούρεςφωνητική



    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #21269   /   06.12.2010, 08:27   /   Αναφορά
    [IMG]http://i662.photobucket.com/albums/uu345/Thanos71/01-12.jpg[/IMG]
    #21270   /   06.12.2010, 08:33   /   Αναφορά
    Nα συμπληρώσω μόνο σχετικά με τις φωτογραφίες πως η πρώτη με τον Βαγγέλη Τρίγκα και τον Γιώργο Νταλάρα είναι από τις εμφανίσεις του Νταλάρα στο Παλλάς τον Δεκέμβρη του 2007-Γενάρη 2008, η επόμενη με τους Γλυκερία, Δ.Μητροπάνο, Μαρινέλλα, Γ.Νταλάρα,Χ.Αλεξίου, Π.Τερζή είναι από τη συναυλία για τον Στέλιο Καζαντζίδη στο Καυταντζόγλειο της Θεσσαλονίκης στις 23 Σεπτεμβρίου 2009 (φωτο:Χαϊκάλης Θεόδωρος), ενώ παρακάτω βλέπουμε τον Βαγγέλη Τρίγκα μαζί με τον Πάνο Γεραμάνη στα studios της Ελληνικής ραδιοφωνίας.



    Εδώ είναι και το εξώφυλλο του τρίτου δίσκου του Τρίγκα "Σε 3 χορδές"

    http://i662.photobucket.com/albums/uu345/Thanos71/01-12.jpg
    #22017   /   26.02.2011, 17:32   /   Αναφορά
    συγχαριτιρια για την παρουσιαση του Β.Τριγκα!

    προσωπικα μου αρεσει πολυ το παιξιμο του

    Ευγε.