Το κουβάρι ξετυλίγεται
Ηπειρος, «άπειρος χώρα». Απειρος και… η διαδρομή του τραγουδιού της μέσα στο χρόνο. Πολλοί έχουν βαλθεί να ανακαλύψουν κατά καιρούς τα μονοπάτια της και ακόμη περισσότεροι γοητεύτηκαν από τα χαρίσματά της, ακόμη και σε μουσικές του σήμερα.
Μερικά από αυτά, προσφέρει στο
MusicHeaven,
μια φωνή που έχει τραγουδήσει πολλά από τα «διαμάντια» του ηπειρώτικου τραγουδιού και απλόχερα μοιράζεται το θησαυρό αυτό με όλους όσους διανύσουν τα όσα αποτυπώθηκαν στη συνέντευξη που έδωσε στο διαδικτυακό μας τόπο...Με σεβασμό, εκτίμηση και μεγάλη χαρά το
MusicHeaven, δημοσιεύει μια πολύ ιδιαίτερη
συνέντευξη… Ο
Σάββας Σιάτρας, εκ των σημαντικότερων ερμηνευτών της παραδοσιακής
μας μουσικής ξετυλίγει το νήμα, τόσο της προσωπικής του πορείας, όσο και του ηπειρώτικου
δημοτικού τραγουδιού… Αυτού του τόσο ιδιαίτερου μουσικού ιδιώματος, που μνημονεύεται
ως «θησαυρός» του ελληνικού πολιτισμού.
Ο
Σάββας Σιάτρας αποτελεί εξέχουσα προσωπικότητα της παραδοσιακής μας μουσικής
και συγκαταλέγεται σε εκείνη τη γενιά τραγουδιστών, που με την συνδρομή σπουδαίων
μουσικών, συνέβαλαν τα μέγιστα στην καταγραφή του συγκεκριμένου είδους τραγουδιού
σε βινύλιο ή αργότερα σε cd και γενικότερα ψηφιακή μορφή. Επί χρόνια, τήρησε και
τηρεί με ξεχωριστή συνέπεια το σεβασμό στις παραδοσιακές φόρμες του ηπειρώτικου
τραγουδιού, το οποίο και «μετέφερε» τόσο στις περισσότερες περιοχές τις Ελλάδας,
όσο και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όπου χτυπάει η καρδιά του απόδημου ελληνισμού…
Νοητά και ουσιαστικά, μπορούν να θεωρηθούν ως συνοδοιπόροι του σε αυτή την πορεία,
οι επίσης σπουδαίοι Ηπειρώτες τραγουδιστές Στυλιανός Μπέλλος, Δημήτρης Βάγιας
και
Αλέκος Κιτσάκης, οι οποίοι συμπλήρωναν την ομάδα των «τεσσάρων Ευαγγελιστών»
του ηπειρώτικου τραγουδιού, όπως εύστοχα έχουν χαρακτηριστεί!
Καλή ανάγνωση…
Πότε και πώς ασχοληθήκατε με το ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι;
«Κατάγομαι από την Καρίτσα, ένα χωριό της Δωδώνης, 20 χιλιόμετρα έξω από τα Γιάννενα.
Σπούδασα για δύο χρόνια στο τότε παράρτημα της Ζωσιμαίας Σχολής στη Ζίτσα. Παράλληλα,
τη δεκαετία του ’60 επαναλειτούργησε η Ριζάρειος Σχολή ύστερα από 20 χρόνια, η
οποία είχε κλείσει λόγω του πολέμου του ’40. Λειτούργησε, λοιπόν, ως Ανώτατο Εκπαιδευτικό
Φροντιστήριο, απέναντι από τον Ευαγγελισμό στην Αθήνα. Εκεί όπου πλέον έχει απομείνει
μόνο η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Εμείς όταν ήρθαμε στην Αθήνα, προλάβαμε τα
τότε κτίρια της Σχολής, των οποίων τα εγκαίνια είχαν γίνει το 1845! Ένα χρόνο
νωρίτερα είχε πεθάνει ο τελευταίος από τα αδέρφια Ριζάρη, ο Γεώργιος και λίγο
νωρίτερα ο Μάνθος. Έτσι, δεν είχαν προλάβει να δώσουν το «παρών» στα εγκαίνια.
Αυτοί, οι συμπατριώτες μας (σ.σ. οι Ηπειρώτες) είχαν φαεινή ιδέα και γενικότερα
οι εθνικοί ευεργέτες, που προσέφεραν τα μέγιστα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Όλοι αυτοί έβαλαν πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη και τι δεν έφτιαξαν! Τη Ριζάρειο
Σχολή, τμήματα του Πανεπιστημίου Αθηνών, την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Μετσόβειο Πολυτεχνείο,
πιο δίπλα το Μουσείο, το Αστεροσκοπείο, το Καλλιμάρμαρο Στάδιο, το θωρηκτό «Αβέρωφ»
και βέβαια άφησα για τελευταίο, ως ειδική αναφορά, το Ζάππειο Μέγαρο! Που πηγαίνουν
διάφοροι πολιτικοί τώρα εκεί μέσα και «σιούτες», τίποτε! Δεν τους ανάβουν ούτε
ένα κεράκι μέσα στο χρόνο, αυτών… των εθνικών μας ευεργετών! Που οι περισσότεροι
από αυτούς έμειναν ανύπαντροι για να υπάρχουν κληρονόμοι!
Αν δεν ήταν αυτοί οι συμπατριώτες μας και δεν ξέρω τι θα είχε γίνει από όλα αυτά...
Να αναφέρουμε και τον Γεώργιο Σταύρου, που πήρε πρωτοβουλία για να γίνει η Τράπεζα,
δεν άφησε ξένους να το κάνουν, και τώρα ούτε η φωτογραφία του δεν είναι στα υποκαταστήματα.
Όπως στην Αθήνα, έτσι και στα Γιάννενα, έγιναν η Παπαζόγλειος Σχολή, η Ζωσιμαία
Παιδαγωγική Ακαδημία, η Βιβλιοθήκη...
Εκείνη, λοιπόν, τη χρονιά που επαναλειτουργούσε η Ριζάρειος Σχολή, είχαμε κάποιους
γνωστούς εδώ και μας ενημέρωσαν πως ανοίγει. Έτσι κατόπιν εξετάσεων στη Δευτέρα
τάξη του τότε Γυμνασίου (σ.σ. σημερινού Λυκείου), εισήχθην στη Σχολή και σπούδασα
για έξι χρόνια. Τα οποία και αναπολώ με μεγάλη λαχτάρα, με καημό, με πόνο! Πήγαμε
παιδάκια και βγήκαμε... ηλικιωμένοι. Άντρες, κατευθείαν για τον στρατό. Αυτή η
Σχολή γαλουχούσε και έκανε άξιους λειτουργούς του Υψίστου, δηλαδή ιερείς. Εκεί
μάθαμε πολλά!»
Η Ριζάρειος είχε κάποια συγγενή σχέση με τη Σχολή Βελά στα Γιάννενα;
«Είναι... πρώτα ξαδέρφια. Απλώς, στη Σχολή Βελά μπορούσες να γίνεις και δάσκαλος.
Εγώ ιερέας δεν έγινα, αλλά δεν παύω ποτέ να αγαπώ και να εκτιμώ το ράσο! Στη Σχολή
πήρα και πολλά εφόδια. Εκτός από τα μαθήματα, αποκόμισα εγκυκλοπαιδικές γνώσεις,
ενώ είχαμε και εξαιρετικούς καθηγητές. Από την πρώτη στιγμή που πηγαίναμε τον
Σεπτέμβριο έως το τέλος της σπουδαστικής χρονιάς τον Ιούνιο, μας παρέχονταν όλα
δωρεάν. Τα πάντα! Πηγαίνω στο μέρος καμιά φορά και θυμάμαι, πού κάναμε μαθήματα,
έως και πού τραγουδούσαμε, γιατί κάναμε βυζαντινή μουσική... Παιδιά τότε, 18-20
χρονών, τραγουδούσαμε μέσα στις αίθουσες και έσκαγαν τα τζάμια! Πριν είχα το ταλέντο,
το τάλαντο κατά τη θρησκευτική ορολογία, είχα και τα πρώτα ακούσματα από τη μητέρα
μου η οποία τραγουδούσε πολύ καλά! Στη Σχολή, όμως, ήταν που φάνηκε η δύναμη και
η αξία της φωνής μου.
Θυμάμαι πως, πολλές φορές, όταν τελείωνε το μάθημα μου έλεγε ο καθηγητής να πω
κι ένα «κλέφτικο» τραγούδι... «Όλες οι καπετάνισσες, τον καπετάνιο, σκλαβώθηκαν
οι ορφανές, προσκύνησαν οι μαύρες κι αυτή η Λεν’ του Μπότσαρη δεν πάει να προσκυνήσει»
Εκεί ασχοληθήκατε, δηλαδή και με την ψαλτική;
«Ε, βέβαια, υποχρεωτικά! Γιατί ως σπουδαστής προοριζόμουν για ιερέας και έπρεπε
να προετοιμαστώ σε όλους τους τομείς. Εκτός του τελετουργικού, δηλαδή σε θρησκευτικού
περιεχομένου, ήταν κι άλλα μαθήματα όπως η βυζαντινή μουσική. Την οποία, όταν
τελείωσα τη Σχολή, δεν την καλλιέργησα. Δεν ξέρω, όμως αν το έκανα, ίσως να ήμουν
ένας απλός καθηγητής και όχι αυτός που είμαι σήμερα. Αυτός που με οδήγησε το παραδοσιακό
ηπειρώτικο τραγούδι να είμαι.
Αφού τελείωσα τη Σχολή, πήγα για δύο χρόνια στο στρατό και επέστρεψα στην Αθήνα.
Εκείνο τον καιρό η τότε ΕΙΡΤ, η κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση, έδειξε ενδιαφέρον
για τους νέους τραγουδιστές και τα παραδοσιακά συγκροτήματα. Τότε άρχισε η τηλεόραση
και το
ραδιόφωνο να παρουσιάζουν δημοτικά τραγούδια. Έτσι έκανα αίτηση κι εγώ...
Ήμουν, επίσης, μέλος της «Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας» και από τα χρόνια που
φοιτούσα στη Ριζάρειο είχα γνωριστεί με τον τότε πρόεδρό της, Λευτέρη Ματζίκα
-με τον οποίο με είχε φέρει σε επαφή ο δημοσιογράφος της γιαννιώτικης εφημερίδας
«Πρωινός Λόγος», Τάκης Θεμελής- όπως και με τον γραμματέα της Συνομοσπονδίας,
Κώστα Γκόρτσο. Να αναφέρω εδώ για τον Τάκη Θεμελή πως γνωριστήκαμε όταν πήγα μια
μέρα να αγοράσω την εφημερίδα του και του έδωσα δύο δραχμές αντί για μία που κόστιζε
τότε και αυτό το δίφραγκο έγινε η αφορμή για να γνωριστούμε!
Δύο εβδομάδες, λοιπόν, πριν τελειώσω το στρατό, τραγούδησα για πρώτη φορά στο
Πανηπειρωτικό πανηγύρι, 15 Οκτωβρίου του 1966, μπροστά σε κόσμο, αλλά και με συνοδεία
οργάνων. Με είχε βάλει στο πρόγραμμα η Πανηπειρωτική. Και το πρώτο τραγούδι που
είπα ήταν το «Εσείς βουνά της Κορυτσάς» και μετά το «Ν’ αναστενάξω μάνα, δεν μ’
ακούς».
Όταν, λοιπόν, τελείωσα και με τον στρατό, με έστειλαν στον Σίμωνα Καρρά και πήγα
στα γραφεία της ΕΡΤ στη Ριγήλης για να τον βρω. Μεγάλη φυσιογνωμία! Από τα 90
του χρόνια, στα 70 είχε ασχοληθεί με το παραδοσιακό τραγούδι. Ήταν αυστηρός με
την παράδοση, κάτι που προσωπικά μου άρεσε.
Πήγα, λοιπόν, τον συνάντησα και του λέω πως πηγαίνω εκ μέρους του Δημήτρη Ζαβαλά,
δικηγόρου, μέλος της Πανηπειρωτικής κι αυτός και του Αλκη Μυρσίνη... Ο Σίμωνας
Καρράς, με ρώτησε με τη σειρά του, το λόγο της επίσκεψης και για τις γνώσεις μου.
Μόλις του είπα πως τελείωσα τη Ριζάρειο, δεν ήθελε να ακούσει τίποτε άλλο! Χωρίς
να ακούσει τη φωνή μου, με έστειλε να κάνω αίτηση!
Έτσι κι έκανα και έδωσα το δοκιμαστικό μου στους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου και
μετά κατευθείαν σε επίσημο πρόγραμμα. Ένα από τα πρώτα τραγούδια ήταν η «Μαργιόλα»
και μας έγραφε τότε ο Χρήστος Μοραμπάς, ο οποίος είχε τη μουσική επιμέλεια σε
διάφορα θέατρα, κινηματογράφους και η γυναίκα του είχε καταγωγή από ένα χωριό
λίγο έξω από τα Γιάννενα. Όταν, λοιπόν, άκουσε πως έλεγα τη «Μαργιόλα», ξετρελάθηκε!
Έτσι, ενώ τα τραγούδια αυτά έπρεπε να ολοκληρώνονται σε χρόνο 3 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα
το καθένα, ο κ. Μοραμπάς μας έκανε νεύμα να συνεχίσουμε παρακάτω, να μην σταματήσουμε!
Η πρώτη καταγεγραμμένη ηχογράφησή μου έγινε την Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 1970, ώρα
6.30 μ.μ. έως 8.30 μ.μ. Οι μουσικοί που με συνόδευαν ήταν στο κλαρίνο ο Τάσος
Χαλκιάς, αυτή η τεράστια φυσιογνωμία, ο Κυριάκος Χαλκιάς στο
βιολί, ο
Φώτης Χαλκιάς
στο λαούτο.
Η ΕΡΤ έστελνε αυτές τις εκπομπές για αναμετάδοση και στην Κέρκυρα κι έτσι έφτανε
το σήμα και στη Βορειοδυτική Ελλάδα, όπου άκουγε για τον Σιάτρα, αλλά Σιάτρα δεν
ήξερε! Ακολούθησαν οι τηλεοπτικές εκπομπές στην ΕΡΤ και την ΥΕΝΕΔ. Είχα αντιληφθεί
πως για να φανώ, έπρεπε να χτυπήσω σε καίρια σημεία. Καταρχήν, να μην ασχοληθώ
με το «γυφτοτράγουδο», κάτι το οποίο τηρώ ακόμη με θρησκευτική ευλάβεια. Αντιλήφθηκα
τη δύναμη της Πανηπειρωτικής και τέλος τον ρόλο του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
Στην ΕΡΤ έδινα ό,τι υλικό κι αν μου ζητούσαν. Τραγούδια για τις Απόκριες, του
Γάμου, της Άνοιξης, της εργατιάς, της ξενιτιάς, της αγάπης, βουκολικά, ιστορικά,
οτιδήποτε περιελάμβανε ο κύκλος της ζωής του ανθρώπου... Από τη γέννηση, μέχρι
τον θάνατο...
Επίσης, σε κέντρο διασκέδασης τραγούδησα για πρώτη φορά τη σεζόν ’71-’72, πρώτα
στα «Κυπαρίσσια» στους Αγίους Αναργύρους, την επόμενη χρονιά στη «Τζαβέρνα» και
κατόπιν στο «Ελληνικό χωριό» μέχρι το ’82. Μετά είχε ανοίξει ο Δημήτρης Βάγιας
το «Ηπειρώτικο Σαλόνι» στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, όπου έμεινα για δύο χρόνια, μέχρις
ότου να πάω το 1984 στην Ομόνοια, στο «Ήπειρος, αγάπη μου», το 1985 –δίπλα- στα
«Αηδόνια» κι έκτοτε, εκτός από μία διακοπή δύο χρόνων, είμαι στο «Ηπειρώτικο Σαλόνι».