Το δωμάτιο σκοτεινό και άδειο... Όπως ακριβώς και το μυαλό μου... Η μόνη αλλαγή απ’ το συνεχές σκοτάδι είναι μια δέσμη φωτός, από άγνωστη πηγή, που φωτίζει το μοναδικό αντικείμενο που βρίσκεται μαζί μου. Ένα μικρό μαχαιράκι τσέπης... Αν και μοιάζει αθώο και άκακο, είναι καλά ακονισμένο. Eιδικά επεξεργασμένο για να κάνει τη δουλειά του. Το έργο το έχω δει χιλιάδες φορές πίσω απ’ τα κλειστά μου μάτια. Ώρες ατέλειωτες μεταμεσονύχτιας αϋπνίας. Οι σκέψεις μου συνέχεια γυρνάνε πίσω σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο και το μικρό μαχαιράκι τσέπης... Ποτέ δεν πίστεψα πως οι σκέψεις μου αυτές θα γίνονταν πραγματικότητα...
Η συνηθισμένη συζήτηση με τον εαυτό μου ξεκινά και πάλι: Είμαι γενναία που συνεχίζω και ζω ή μήπως απλά πολύ δειλή για να πεθάνω? Να δώσω ένα τέλος σ’ αυτό που λεω ζωή. Έχω δικαίωμα να το κάνω αυτό όμως? Να πάρω την ίδια μου την ζωή? Γιατί όχι? Δική σου δεν είναι? Και τα άτομα που θα αφήσω πίσω? Δεν τους σκέφτομαι αυτούς που θα με πεθυμήσουν και θα λυπηθούν? Πόσο δύσκολη μπορεί να γίνει η ζωή γι’ αυτούς? ΨΩΝΙΟ! Σιγά μην έχουν τόση ανάγκη εσένα! Εξάλλου γιατί να τους λυπηθείς? Μήπως αυτοί σου έκαναν πιο εύκολη τη ζωή σου ή σε κατάλαβαν ποτέ? ΚΑΚΙΑ! ΑΔΙΚΗ! Τι άλλο ήθελα να κάνουν για μένα!?
Όπως και να ‘χει η συζήτηση είναι πλέον άσκοπη. Το παντελόνι μου έχει μουσκέψει από το υγρό πάτωμα. Η φανέλα μου κολλάει απ’ τον ιδρώτα και την υγρασία. Το βλέπω το μαχαιράκι. Τόσο μικρό, αλλά τόσο αιχμηρό... Όπως την γλώσσα μερικών ατόμων! Που να ‘ξεραν! Άλλη πληγή δεν θα δημιουργηθεί στο κορμί μου απ’ τα λόγια τους όμως! Οι πληγές τώρα θα είναι από μένα! Ο πόνος μου, η χαρά μου, Η ΖΩΗ ΜΟΥ, είναι στο χέρι μου τώρα!
Μεγάλα λόγια... Οι πράξεις είναι πιο δύσκολες... Προσπαθώ να πιάσω το μαχαιράκι αλλά το χέρι μου δεν μετακινείται. Νιώθω σαν να είναι κολλημένο στο πάτωμα... Μου φαίνετε σαν να πέρασαν αιώνες στα λίγα δευτερόλεπτα που μου πήρε να φτάσω το μαχαιράκι. Όταν επιτέλους καταφέρνω να σφίξω τα άκαμπτά μου δάκτυλα γύρο απ’ το μαχαιράκι μου φαίνεται πολύ βαρύ, ασήκωτο. Είναι κρύο... Όπως τον θάνατο που σύντομα θα με τυλίξει.
Το γυρίζω στα χέρια μου. Μελετάω την κάθε του γραμμή και κοιτάζω τις ακτίνες φωτός που παίζουν στην γυαλισμένη λεπίδα. Με καλούν. Με ΠΡΟκαλουν να παίξω και ‘γω... Τραβάω την λεπίδα απαλά πάνω στο δάκτυλό μου. Μια λεπτή κατακόκκινη γραμμή σχηματίζεται πίσω της. Συνεχίζω πιο κάτω. Πιέζω πιο δυνατά τώρα καθώς σχίζω την παλάμη μου. Φτάνω στον καρπό μου. Φεύγω το μαχαιράκι. Όχι δεν το μετάνιωσα. Απλά έχω ακόμα κάτι να κάνω πριν δώσω οριστικό τέλος. Τυλίγω πάνω το μανίκι της φανέλας μου και αρχίζω να χαρακώνω. Να αφήσω το τελικό μου σημάδι. Το μήνυμά μου για όποιο με βρει. Μεγάλα ακατάστατα γράμματα: M O N A Ξ I A .
Το αίμα είναι πηκτό. Είναι τόσο κόκκινο και τρέχει τόσο γρήγορα που γεμίζει το χέρι μου και τα γράμματα χάνονται. Δεν πειράζει όμως. Μόλις καθαρίσουν το αίμα θα το δουν. Θα καταλάβουν... Παίρνω μια βαθιά αναπνοή, την τελευταία μου, και τραβάω τρεις βαθιές χαρακιές στο καρπό μου...
Το σκοτάδι με περικυκλώνει. Με τραβάει και με πνίγει ένα παγωμένο ρεύμα. Και να ‘θελα δεν μπορώ να αντισταθώ. Πάλι δεν θέλω όμως... Ελευθερώνομαι... Με παρασύρει και τρέχουμε μαζί μέχρι την τελευταία Πύλη της Κόλασης...
Το οριστικό τέλος...