ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ
(αντί εισαγωγής)
Ήταν παιδιά, μικρά παιδιά
παιδάκια του σχολείου,
καθημερνές και Κυριακές
παίζαν κρυφτό μες τις αυλές
στην δύση του ηλίου.
Κι’ ήταν πρωί πολύ πρωί
που κλέψαν την χαρά τους
και τ’ άφησαν μες τον καημό
να ορέγονται για λυτρωμό
μελλοντικούς θανάτους.
Αν δεις πουλιά, μικρά πουλιά
να σέρνονται στο χώμα
μ’ ένα παράπονο πικρό,
θα’ ναι αυτά που στο στενό
παίζουν κρυφτό ακόμα.
(θέμα)
Που πάμε στην μπόρα
μονάχοι στο κρύο
πικρό το αντίο
στα χείλη νωπό.
Τα μάτια δακρύσαν
και τ’ όνειρο εχάθει
ναυάγιο στα βάθη
κι’ εμείς στον αφρό.
Που είναι τ’ αστέρια
που είν’ το φεγγάρι
τον πόνο να πάρει
ν’ ανοίξει η καρδιά;
Τα σύννεφα απόψε
σκεπάσαν την δύση
ποιο άνθος θα ζήση
με τέτοια βραδιά.
Που πάμε ποιος ξέρει
σε μας ν’ απαντήσει
ποιος θα μας βοηθήσει
σε τούτη τη γη;
Δεν θέλουμε πλούτη
ζεστά καλοκαίρια
μονάχα δυο χέρια
με λίγη στοργή.
Οι ώρες που φεύγουν
μαζί μας γελάνε
και δεν σταματάνε
ούτε μια στιγμή.
Γιατί να γυρνάμε
παντέρημοι γλάροι
γιατί να μας πάρει
το γέλιο η βροχή;
Που πάμε αδέρφια
ο κόσμος νεκρώθει
στην φύση απλώθει
παντού ερημιά.
Βουίζει το κύμα
μαζί του μας παίρνει
κι’ ο άνεμος δέρνει
σκληρά τα κορμιά.
Μας χτύπησε η μοίρα
και το ξεροβόρι
στο πρώτο ανηφόρι
εμείναμε εκεί.
Και ήταν ημέρα
γιορτάσιμη σχόλη
τραγούδια στην πόλη
πικρή Κυριακή.
(επίλογος)
Ξεκινήσαμε πρωί
κι είναι μεσημέρι
δώσαμε το χέρι
νάβγει ο στεναγμός.
Μείναμε έξω απ’ την ζωή
κι απ’ το πανηγύρι
κι ο καημός θα γύρει
πάνω μας πικρός.
Ξεκινήσαμε πρωί
πέρασε το γιόμα
με πικρό το στόμα
στήσαμε χορό.
Του ανέμου η βουή
έφερνε κοντά μας
τα γλυκά όνειρά μας
τον παλιό καιρό.
Ξεκινήσαμε πρωί
φτάσαμε το βράδι
κι’ ούτε ένα σημάδι
από την γιορτή.
Δεν μας έμεινε πνοή
για τον πίσω δρόμο
πήραμε στον ώμο
την απαντοχή.