Πριν απ αυτό όμως, θα ήθελα να μου επιτρέψετε κλείνοντας τα άρθρα μου, να μεταδώσω μερικές σκέψεις προς όλους εσάς, τη νέα γενιά μουσικών, που ξεκινάει τώρα και που γνωρίζω – εκεί βρισκόμουν κι εγώ στα 70's – πόσο γεμάτη από ελπίδα είναι, για ένα καλύτερο μουσικό αύριο…
Επιτρέψτε μου λοιπόν να προσφέρω μερικά tips, που πιστεύω ότι θα βοηθήσουν τις προσπάθειές σας:
Πέρα από το ταλέντο και την έμπνευση, χρειάζονται κι άλλα πράγματα, ειδικά για όσους έχουν επαγγελματικές βλέψεις…
Ξεκινήστε λοιπόν, πρώτα απ όλα, με μελέτη και με πολύ διάβασμα του οργάνου που σας αρέσει και μην ξεχνάτε, ότι πάντα κάποιος, κάπου, θα παίζει γρηγορότερα από εσάς…Αυτό που μετράει, είναι το συναίσθημα που βγαίνει και η τεχνική του να το αποδώσεις σωστά…Βάλτε λοιπόν το δικό σας λιθαράκι…
Όταν συνθέτετε, (η στιχουργείτε), μην βιάζεστε να παρουσιάζετε τις δουλειές σας προς τα έξω…Ρίξτε μια δεύτερη-τρίτη-τέταρτη (και βάλε) ματιά, γιατί πάντα όλα σηκώνουν βελτίωση…
Υπολογίστε ότι ο παραγωγός μιας Δισκογραφικής Εταιρείας, λαμβάνει εβδομαδιαία, πάνω από 100 demos, που συσσωρεύονται στο γραφείο του, για να τα ακούσει το Σαββατοκύριακο…Έτσι λοιπόν, η –απαραίτητα- εντυπωσιακή εισαγωγή, (για μένα το 50%, για το αν θα συνεχίσει να ακούει), δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 30 δευτερόλεπτα, ενώ το ρεφρέν θα πρέπει «να ‘ρχεται» στο 1,5 λεπτό…Μην χρησιμοποιείται «ξεχειλωμένα» ανούσια solos-κουράζουν…Σ ένα live, έχετε πάντα το χρόνο να δείξετε τις ικανότητές σας…
Ψειρίστε τον –καλά δομημένο- στίχο…Κλείστε με finale που αφήνει γεύση που θα την πάρει μαζί του φεύγοντας…Μην στέλνετε ποτέ πάνω από 4-5 αντιπροσωπευτικά σας δείγματα…Δεν πρόκειται ποτέ να τα ακούσει…Δεν έχει χρόνο για παραπάνω από αυτά (και πολλά λέω). Του αρκεί μια εισαγωγή, ένα κουπλέ κι ένα ρεφρέν, για να βγάλει συμπεράσματα.
Και κάτι σημαντικό: Στη μουσική – όπως τη γνωρίζουμε μέχρι σήμερα – έχουν ήδη ειπωθεί τα πάντα…Μην βιάζεστε να δημιουργήσετε «σχολή»…Αν γίνεται επιτυχημένος/η, θα έχετε το χρόνο και την πολυτέλεια για αυτό…Μια εντυπωσιακή ενορχήστρωση από πλευράς σας, θα σας καταναλώσει πολύ χρόνο και στην περίπτωση που τα τραγούδια σας θα περάσουν στη φάση συμβολαίου με Εταιρεία, το πιθανότερο είναι να ξαναγίνουν από την αρχή…Απλά λοιπόν και με νόημα αφήνοντας τον παραγωγό (που αυτή – υποτίθεται - είναι η δουλειά του), να σχηματίσει εικόνες που μπορούν να περάσουν στην αγορά – οι Δισκογραφικές δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα…Πρέπει να έχουν εμπορικό κέρδος, για να μπορέσουν να υποστηρίξουν νέες προσπάθειες, αλλιώς θα παραμείνουν με τους γνωστούς, τους «επιτυχημένους» και σίγουρους…
Κλείνω, θυμίζοντας πως βρισκόμαστε δυστυχώς, στην χώρα του ψευτο-λαϊκού τραγουδιού…Οποιοδήποτε άλλο μουσικό είδος, έχει περιορισμένες πιθανότητες να προωθηθεί από την όποια Εταιρεία και χωρίς προώθηση / διαφήμιση και / διανομή, το παιχνίδι είναι χαμένο!
Αν θεωρείτε τον εαυτό σας καλό «οργανοπαίχτη», και πιστεύετε πως μπορείτε να περάσετε τα σύνορα, με δεδομένο ότι η Ελληνική γλώσσα είναι πανδύσκολη και αν χρησιμοποιήσετε Αγγλικά θα βρείτε απέναντί σας 1.000.000 τουλάχιστον μουσικούς παγκοσμίως που αυτή είναι η μητρική τους, η λύση είναι μία και με αυτήν έχουν κάνει πραγματικά διεθνή καριέρα όσοι Έλληνες το προσπάθησαν: Κάντε instrumentals…Αυτή είναι η διεθνής μουσική γλώσσα και αυτή μόνον έχει τις πιθανότητες.
Σας αφήνω λοιπόν τώρα, να διαβάσετε την ιστορία 3 ακόμη μεγάλων μουσικών, με την ευχή κάποιος από το
MusicHeaven, να γράψει κάποτε εδώ, μετά από άλλα 30 χρόνια, την δική σας!
Brian May
Ο Brian Harold May γεννημένος στις 19 Ιουλίου του 1947, στο Hampton, του Middlesex, ήταν μαθητής στο Hampton Grammar School . Ακολούθησε το περίφημο Imperial College London όπου σπούδασε Μαθηματικά και Φυσική και προσπάθησε να ολοκληρώσει και το Ph.D. του στο Imperial College, κάνοντας διατριβή σχετική με την αντανάκλαση του φωτός από το Ηλιακό Σύστημα, όταν οι
Queen έγιναν διάσημοι κι έτσι εγκατέλειψε προσωρινά το ντοκτορά του στην Αστρονομία.
Ήσυχος άνθρωπος, από αυτούς που ποτέ δεν τους άρεσαν τα θορυβώδη πάρτι. Αναφορές από αριστερά και δεξιά, τον θέλουν να έπασχε από κατάθλιψη στα τέλη των 80ς και με πιθανολογούμενη απόπειρα αυτοκτονίας, με την φαρμακευτική αγωγή να χειροτερεύει αντί να καλυτερεύει τα πράγματα. Βλέπετε, κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων του άλμπουμ των
Queen The Miracle, βίωσε και το διαζύγιό του με την σύζυγό του Chrissy, τον θάνατο του πατέρα του, ενώ το αποτέλεσμα από την αρρώστια του Freddie Mercury ήταν να σταματήσει τις περιοδείες. Η αντιπάθειά του προς τις καταχρήσεις και το ποτό, εκδηλώθηκε έντονα, όταν σε ένα concert όπου οι
Queen έπαιζαν με τους
Aerosmith, είχε ένα έντονο διάλογο με τον κιθαρίστα Joe Perry εξ αιτίας του ότι ο Perry έφερε ένα μπουκάλι με whisky, για να το πιουν. Ο May ένοιωσε τόσο άσχημα κατά τη διάρκεια της συναυλίας, που υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι δεν θα το επαναλάμβανε ποτέ στη ζωή του! (Ακριβώς αντίθετος λοιπόν με το δόγμα που θέλει τους
Rockers να προσεύχονται στο sex-drugs-and
Rock’ n roll).
Ο Brian May ξεκίνησε να συνθέτει στα 1968/1969. Κάλυψε ένα μεγάλο φάσμα από διαφορετικά στυλ, αλλά βασικά έγραψε ballads και
Hard Rock. Από την πρώτη ενότητα ξεχωρίζει το Who Wants to Live Forever. Από τις πιο φιλόδοξες δουλειές του είναι τα "Procession" (
Queen II, 1974), ένα ψευδο-baroque κομμάτι για
κιθάρα καθώς και το "The Prophet's Song" από το A Night at the Opera, 1975. (Λέγεται ότι η σύνθεση, του ήρθε σαν όραμα στον ύπνο του). Μέσα στα χρόνια συνέθεσε κομμάτια μαζί με άλλους, όπως το Too Much Love Will Kill You, 1996. Σαν λεπτολόγος συνθέτης που είναι, χρησιμοποίησε περισσότερο contrapuntal αρμονίες αντί για παράλληλες, πράγμα πολύ σπάνιο για
Rock κιθάρα. Ένα καλό παράδειγμα βρίσκουμε στα A night at the Opera και A Day at the race, όπου τα ενορχήστρωσε σαν
Jazz band / mini orchestra . Eίναι περισσότερο σεβαστός σαν κιθαρίστας (από ερμηνευτής), που πειραματίστηκε με διάφορα στυλ, π.χ. sweep picking ("Was It All Worth It"), tapping ("Bijou","It's Late","Resurrection", "Cyborg"), Hendrix-like (Liar, Brighton
Rock) και μελωδικά σημεία στα Bohemian Rhapsody", "Killer
Queen", "These Are the Days of Our Lives". Μερικά από τα solos και τα ορχηστρικά μέρη , έγιναν με την συμμετοχή / σύνθεση του Freddie Mercury, που του ζήτησε να τα φέρει στη «ζωή». («Bicycle Race», "Lazing On a Sunday Afternoon"). Επίσης παρουσίασε πολλά μέρη με
ακουστική κιθάρα με δακτυλισμούς στα "White
Queen" (
Queen II, 1974) και στο '39. Βοηθούμενος από την μοναδικότητα της
κιθάρας του-της Red Special-, μπόρεσε να παράγει περίεργους και πρωτότυπους ήχους- για παράδειγμα, κατόρθωσε να μιμηθεί ορχήστρα στο "Procession", και στο "Get Down, Make Love", ήχους που πολλοί νόμισαν ότι για να τους πετύχει, χρησιμοποίησε synthesizer! Στο "Good Company" μιμείται ένα τρομπόνι, ένα piccolo και διάφορα άλλα όργανα, για να αποδώσει την αίσθηση μιας Dixieland
Jazz band . Οι δυνατότητές του δεν σταματούν στην
κιθάρα…Έχει παίξει ukulele ("Good Company" και "Bring Back That Leroy Brown") και μερικές φορές πιάνο, ("All Dead, All Dead", "Save Me", "Dear Friends"). Μεγάλο μέρος του synthesizer intro στο One Vision, οφείλεται σ αυτόν. Έχει ηχογραφήσει με όργανα όπως maracas, banjo, κλπ, συμπεριλαμβανομένης και της άρπας στο "Love of My Life". Μουσικός λοιπόν με τα όλα του!!! Αλλά και σαν τραγουδιστής, «πιάνει» νότες που ξεκινούν από το χαμηλό «Λα» -A (110 Hz) μέχρι τα ψηλά «τενορίστικα» Ds και Es. Κατά περιόδους δε, έχει χρησιμοποιήσει και μέρη falsetto (Ogre Battle, Why Don't We Try Again). Σε μερικά τραγούδια των
Queen όπως Good Company, Some Day One Day, '39, Sail Away Sweet Sister, Sleeping On The Sidewalk, Long Away, Leaving Home Ain't Easy, η She Makes Me, τραγούδησε όλα τα vocals! . Στο Who Wants to Live Forever, τραγούδησε την εισαγωγή, πριν αναλάβει ο Mercury…
Ο May έχει χρησιμοποιήσει αναρίθμητες κιθάρες στο παίξιμό του με έμφαση στην "Red Special," την οποία σχεδίασε μαζί με τον πατέρα του Harold May και την κατασκεύασε από ξύλο που χρησιμοποιείτο για τζάκια του 19ου αιώνα. Λέει για αυτήν: «Μ αρέσει το μεγάλο, επίπεδο φαρδύ μπράτσο της»…Είναι γνωστό, ότι χρησιμοποιεί μικρά νομίσματα (!) αντί για πένα, δηλώνοντας ότι του προσφέρουν καλύτερο παίξιμο…Οι «ήρωές» του ήταν ο
Cliff Richard και οι Shadows με τους οποίους, πολλά χρόνια αργότερα, είχε την ευκαιρία να παίξει…(Μάλιστα είχε και μια συνεργασία με τον
Cliff Richard στο re-recording του hit "Move It”). Χρησιμοποιεί όμως και άλλες κιθάρες, όπως Burns Double Six, Gibson Les Paul, Gibson Flying V,
Fender Telecaster,
Ibanez JS, καθώς και Greco BM90. Σαν ακουστικές,
Ovation 12-Strings,
Martins, και Gibson
Chet Atkins. Από ενισχυτές, χρησιμοποιεί αποκλειστικά Vox AC-30, (AC30TBX με Blue Alnico speakers).
Κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών, έκανε το re mastering των
Queen albums καθώς και διάφορα DVD και Greatest Hits. Το 2004, αυτός και ο drummer Roger Taylor βγήκαν για πρώτη φορά χωρίς τον Freddie, μέσα στα 18 χρόνια σαν "
Queen", μαζί με τον (από τους Free/Bad Company) τραγουδιστή Paul Rodgers. Η "
Queen + Paul Rodgers" band έπαιξε από το 2005 έως το 2006 στην Νότιο Αφρική, Ευρώπη, Ιαπωνία και Βόρειο Αμερική. Ο ίδιος, το 2005 απέσπασε από την Βασίλισσα της Μεγ. Βρετανίας στα γενέθλιά της, την διάκριση του Commander of the Order of the British Empire για τις μουσικές υπηρεσίες του στο Έθνος.
Προσωπικά, θεωρώ τον Bryan May, σαν τον κορυφαίο λυρικό κιθαρίστα της Βρετανικής Μουσικής (και όχι μόνον) σχολής, σαν αυτόν που πάντρεψε το κλασικό με το
Jazz και
Rock παίξιμο
κιθάρας, όσο κανείς άλλος…(Και δεν ξέρω γιατί, αλλά όποτε βλέπω τον συνεργάτη & φίλο μου Χριστόφορο Κροκίδη να παίζει, η ταύτιση στο μυαλό μου είναι αναπόφευκτη!)
Εκτός από τα άλμπουμ με τους
Queen, η προσωπική δισκογραφία του είναι η κάτωθι:
Studio albums
1983: Star Fleet Project – Brian May & Friends (Mini Album)
1992: Back to the Light
1998: Another World
2000: La musique de Furia – Un film de Alexandre Aja (Soundtrack)
Live album
1993: Live at the Brixton Academy – The Brian May Band (live at the Brixton Academy, London, 15 June 1993)
Compilations
1993: Resurrection
1998: Red Special - Japanese Tour Mini Album (Japan only)
Singles
1983: Star Fleet – Brian May & Friends
1991: Driven by You
1992: Too Much Love Will Kill You
1992: Back to the Light 1993: Resurrection
1993: Last Horizon
1995: The Amazing Spider-Man – MC Spy-D + "Friends"
1998: "The Business" [
Rock On Cozy Mix] (UK)
1998: On My Way Up (Netherlands)
1998: Another World (Netherlands)
1998: Why Don't We Try Again (UK)
Ritchie Blackmore
(Λόγω της μεγάλης αγάπης που γνωρίζω ότι τρέφουν πολλοί Έλληνες κιθαρίστες στο πρόσωπό του, η αναφορά εδώ σε αυτόν, θα είναι «μεγαλύτερης διάρκειας»)
Ο Richard Hugh Blackmore, γεννήθηκε στις 14 Απριλίου του 1945 στο Weston-super-Mare της Αγγλίας, αλλά μετακόμισε στο Hesston του Middlesex στην ηλικία των 2 ετών και είναι ιδρυτικό μέλος αμφότερων των
Deep Purple και Rainbow ενώ είναι ενεργό μέλος των σημερινών Blackmore's Night.
Ο πατέρας του, του αγόρασε την πρώτη του
κιθάρα στα 11, με την συμφωνία, η να πάρει κάποιον να τον διδάξει σωστά η θα του την φορέσει κολάρο! Έτσι, για ένα χρόνο έκανε μαθήματα κλασσικής
κιθάρας, μαθαίνοντας τον τρόπο να χρησιμοποιεί την πένα και την κατάλληλη δύναμη στο παίξιμο…Στα νεανικά του χρόνια, οι επιρροές του, προήλθαν από
Rockers σαν τους Hank Marvin και Gene Vincent, και αργότερα από country «παίχτες» σαν τον
Chet Atkins. Το παίξιμό του συνεχώς καλυτέρευε και στις αρχές των 1960s, ξεκίνησε σαν session player για τις Joe Meek's music productions παίζοντας με διάφορες bands. Έγινε μέλος των instrumental combo The Outlaws ενώ συνόδευσε τον Heinz (έχει παίξει στο top ten hit "Just Like Eddie"), τους Screaming Lord Sutch, Glenda Collins και Boz μεταξύ άλλων. Κατά τη διάρκεια που έπαιζε με τον Joe Meek, γνώρισε τον ηχολήπτη Derek Lawrence, που αργότερα έκανε την παραγωγή στα πρώτα 3 άλμπουμ των
Deep Purple. Μαζί με τον οργανίστα Jon Lord ίδρυσαν το
Hard Rock group
Deep Purple το 1968, των οποίων και ήταν μέλος από το 1968-1975 και ξανά από το 1984-1993. Στο αρχικό συγκρότημα, συμμετείχαν οι Rod Evans (vocals), Nick Simper (bass), Jon Lord (keyboards), and Ian Paice (drums). Έκαναν ένα επιτυχημένο US single με το remake του τραγουδιού "Hush" , ενώ μετά από 3 άλμπουμ, οι Evans και Simper αντικαταστάθηκαν από τους Ian Gillan (vocals) και Roger Glover (bass). Με αυτούς δημιούργησαν το επόμενο studio album, το In
Rock, αλλάζοντας το ύφος του συγκροτήματος, με κατεύθυνση προς το
Hard Rock. Τα riffs του Blackmore, τα distorted Hammond organ του Jon Lord καθώς και τα επηρεασμένα από την
Jazz ντραμς του Ian Paice, αναδείχθηκαν ακόμη περισσότερο από τα vocals του Ian Gillan, τον οποίον ο Blackmore περιγράφει σαν "a screamer with depth and a
Blues feel.". Ο επόμενος δίσκος, το Fireball , (μια συνέχεια στο ίδιο
Hard Rock στυλ), είχε σαν κύριο χαρακτηριστικό του, την
κιθάρα του Blackmore. Στο επόμενο, με τίτλο Machine Head, η μπάντα αρχικά σχεδίαζε να το ηχογραφήσει στο casino του Montreux, αλλά ακριβώς την νύχτα πριν την ηχογράφηση και ενώ το casino φιλοξενούσε ένα κονσέρτο με τον
Frank Zappa και με μέλη των
Deep Purple σαν support, κάποιος πυροβόλησε με πιστόλι φωτοβολίδων, βάζοντας φωτιά που κατέστρεψε το κτήριο! Για όσους δεν το γνωρίζουν, με αφορμή εκείνο το περιστατικό, γράφτηκαν οι ιστορικοί στίχοι του περίφημου "Smoke on the Water". Το κομμάτι ξεκινάει με τα διάσημα ακόρντα/riffs του Blackmore, τα διασημότερα που έχουν γίνει ποτέ για κομμάτι της
Rock σκηνής. Στα 1973, ο Ian Gillan και ο Roger Glover διαφώνησαν και άφησαν τους
Deep Purple… Αντικαταστάθηκαν από τον μπασίστα Glenn Hughes και από ένα άγνωστο τότε τραγουδιστή, ονόματι David Coverdale. Μαζί ηχογράφησαν το Burn. Οι
Deep Purple συνέχισαν την παγκόσμια περιοδεία τους, συμπεριλαμβανομένου και ενός κονσέρτου το 1974, στο California Jam, ένα τηλεοπτικό festival, που συμπεριλάμβανε και άλλες πολλά συγκροτήματα. Λίγα λεπτά πριν την εμφάνισή τους, ο Blackmore κλειδώθηκε στο καμαρίνι, αρνούμενος να ανέβει onstage. Βλέπετε, τα άλλα συγκροτήματα είχαν τελειώσει νωρίτερα, ο ήλιος ακόμη έλαμπε και ο Blackmore ένοιωθε πως όλο τους το light show, θα πάει περίπατο…Συμφώνησε να εμφανιστεί, μόνον όταν οι διοργανωτές κάλεσαν τον σερίφη να τον συλλάβει. Από τα νεύρα του, κατά τη διάρκεια της συναυλίας, κατέστρεψε μία από τις κιθάρες του και μερικούς ενισχυτές, ενώ έσπασε και μια κάμερα του ABC με την
κιθάρα του, βάζοντας παράλληλα και φωτιά! Το επόμενο άλμπουμ τους, το Stormbringer, απερρίφθη δημόσια από τον Blackmore, που δεν του άρεσαν οι funky
Soul επιρροές των Hughes και Coverdale. Έτσι, εγκατέλειψε τους
Deep Purple για να ιδρύσει μια νέα μπάντα, τους Ritchie Blackmore's Rainbow.
Το όνομά τους ήταν εμπνευσμένο από ένα Hollywood Bar and Grill ονόματι Rainbow που συνήθως σερβίριζε
Rock stars, groupies και φανατικούς του
Rock. Εδώ συνάντησε τον Ronnie James Dio, του οποίου η μπάντα Elf άνοιγε συνήθως τις συναυλίες των
Deep Purple.Το πρώτο άλμπουμ των Rainbow, το Ritchie Blackmore's Rainbow, κυκλοφόρησε το 1975. Το στυλ τους διέφερε από το προηγούμενο με σαφείς επιρροές από την αγάπη του για την Classical music, ταιριάζοντας πολύ καλά με τους στίχους του Dio, σχετικούς με μεσαιωνικά θέματα. Ο Blackmore, απέλυσε όλα τα μέλη της μπάντας εκτός του Dio, ακριβώς μετά την κυκλοφορία του, φέρνοντας νέους μουσικούς για να δημιουργήσουν την επόμενη δουλειά, το Long Live
Rock 'n' Roll. Ο Blackmore κράτησε τον drummer Cozy Powell και τον Dio αντικαθιστώντας για άλλη μια φορά τους υπόλοιπους. Βρίσκοντας δυσκολία στην απόκτηση ενός καλού μπασίστα, ανέλαβε να παίξει μόνος του τα μπάσα σε 3 τραγούδια: Gates of Babylon, Kill the King, και Sensitive To Light. Μετά την κυκλοφορία του, ο Ronnie James Dio άφησε τους Rainbow, ισχυριζόμενος δημιουργικές διαφορές με τον Blackmore. Ο Blackmore συνέχισε με τους Rainbow κυκλοφορώντας ένα ακόμη άλμπουμ με τίτλο Down To Earth. Εδώ έχουμε και την πρώτη μεγάλη προσωπική του επιτυχία, μετά τους
Deep Purple. Στα 1980 οι Rainbow συμμετέχουν στο Monsters of
Rock festival στο Castle Donington της Αγγλίας. Στο επόμενο άλμπουμ, (Difficult to Cure), κάνουν μια διασκευή της 9ης Συμφωνίας του Μπετόβεν, ενώ συμπεριλαμβάνονται και τα "Maybe Next Time" και "I Surrender". Ακολουθούν τα Straight Between the Eyes & Bent Out of Shape για να φτάσουμε στα μέσα των 80ς, όπου οι Blackmore και τα μέλη των
Deep Purple λύνουν τις διαφορές τους, επανενώνονται δημιουργώντας το "Mark II". Παρουσιάζεται ένα τελευταίο Rainbow album, το Finyl Vinyl, φτιαγμένο από live tracks και "b" sides από singles, που συμπεριλαμβάνει και ένα Blackmore instrumental με τίτλο "Weiss Heim.
Τον Απρίλιο του 1984, βρισκόμουν για δουλειά στο Λονδίνο, όταν άκουσα στο BBC radio και στο Friday
Rock Show, να ανακοινώνεται, ότι γίνεται ένα "Mark Two" line-up των Blackmore, Gillan, Glover, Lord και Paice και ξεκίνησαν ήδη ηχογραφήσεις. Το συγκρότημα υπέγραψε συμβόλαιο με την Polydor στην Ευρώπη και με την Mercury στην Αμερική. Το καλύτερό τους album μου (κατ εμένα) το Perfect
Strangers κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1984. (Θυμάμαι χαραγμένο ανεξίτηλα στη μνήμη μου το video clip, γυρισμένο κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων του ομότιτλου τραγουδιού, μέσα σ έναν υπέροχο πύργο!). Μια παγκόσμια περιοδεία ξεκίνησε το επόμενο καλοκαίρι, με την μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία, με την εμφάνισή τους στην Αγγλία, σε μία συναυλία, να συγκεντρώνει πάνω από 80.000 θεατές! Ακολούθησαν τα The House of Blue Light το 1987, το Nobody's Perfect το 1988 και μία νέα version του Hush, για να τιμήσει την 20ετή πορεία του γκρουπ. Το 89, o Ian Gillan διώχνεται, με την εξήγηση ότι δεν μπορεί να συνεργαστεί με τον Blackmore. Ο αντικαταστάτης του είναι ο πρώην τραγουδιστής των Rainbow Joe Lynn Turner. Η νέα σύνθεση ηχογραφεί το αμφιλεγόμενο Slaves & Masters (1990), που προκάλεσε τριγμούς στο συγκρότημα από την υποδοχή του κόσμου, τόσο σε επίπεδο πωλήσεων, αλλά και συμμετοχής του στις συναυλίες, ενώ έγινε και η αιτία να φύγει ο Turner, από την μπάντα. Άρχισαν επίσης και έντονες συζητήσεις μεταξύ των Lord και Paice, για το εάν χρειαζόντουσαν ακόμη τον Ian Gillan σαν frontman. Ο Blackmore έδειξε διαλλακτικότητα και ο Gillan ξαναγύρισε ακριβώς πριν την ηχογράφηση του The Battle Rages On στα1993. Όμως οι συνεχώς αυξανόμενες το 1993 διαφωνίες μεταξύ των Gillan και Blackmore φτάσανε στο απροχώρητο, κάνοντας τον Blackmore να αποχωρήσει μόνιμα πια. Η τελευταία κοινή τους εμφάνιση, έγινε στις 17 Νοεμβρίου του 1993 στο Ελσίνκι της Φιλανδίας…Τη σκηνή περιγράφει ο ίδιος ο Gillan: “ O
Joe Satriani, έφτασε κυριολεκτικά το τελευταίο λεπτό…Ο Blackmore εγκατέλειψε την tour, την στιγμή που ξεκινάγαμε για Ιαπωνία…Το όλο πράγμα είχε γίνει πολύ δραματικό…Είπε: 'Alright, that's the end of the band' πιστεύοντας ότι οι Purple θα καταρρεύσουν αν αυτός φύγει…Ζητήσαμε από τον Satriani να ενταχθεί σε μας μόνιμα, αλλά είχε δισκογραφικό συμβόλαιο που του το απαγόρευε…”
Ο Ritchie Blackmore ξαναδημιούργησε τους Rainbow και κρατήθηκαν μέχρι το 1997 ηχογραφώντας Stranger in Us All CD, ενώ από κει και πέρα, έμεινε με τους Blackmore's Night.
Απ ότι βλέπουμε, ο δύσκολος χαρακτήρας του Blackmore, σε συνδυασμό με την μαγική του τέχνη στο παίξιμο της
κιθάρας, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας κλασσικής ερωτικής σχέσης: Μεγάλα πάθη, μεγάλες εντάσεις, μεγάλη δημιουργία, αλλά και αγεφύρωτες διαφορές… Αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι όμως και αυτά που πέρασαν από την ψυχή του στα δάχτυλά του και από κει στην
κιθάρα του, για να μας συντροφεύουν στους αιώνες των αιώνων…Αμήν!
David Gilmour
Ο David Jon Gilmour γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1946 στην περιοχή Grantchester Meadows του Cambridge και εκτός από κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνθέτης με τους
Pink Floyd, είναι και παραγωγός σε διάφορους καλλιτέχνες, αλλά και γνωστός για τις φιλανθρωπίες του. Το περιοδικό Guitarist, τον εξέλεξε το 2006, ως τον Νο. 1
Fender Greatest Player!
Παρακολούθησε μαθήματα στο The Perse School στην Hills Road, του Cambridge, όπου και συνάντησε τον μετέπειτα τραγουδιστή των
Pink Floyd Syd Barrett που πήγαινε στο διπλανό σχολείο το Cambridgeshire High School for Boys. Κατά την διάρκεια των διαλειμμάτων, μάθαιναν να παίζουν
κιθάρα. Ο Gilmour άρχισε να παίζει με το συγκρότημα Joker's Wild το 1963, από το οποίο έφυγε το 1966, για να αλητέψει με φίλους του στην Ισπανία και τη Γαλλία. Η κακή διατροφή, τον οδήγησε στο νοσοκομείο, για να επιστρέψει στην Αγγλία το 1967.
Την ίδια εποχή, του ζητήθηκε να μπει στους
Pink Floyd, συμπληρώνοντας τα παιξίματα του Barret, όταν αυτός τραγουδούσε…Κάποια στιγμή, με τον Barret εθισμένο στο LSD, και ανήμπορο να σταθεί onstage, η επόμενη λογική κίνηση για το συγκρότημα, ήταν να αναλάβει ο Gilmour τον ρόλο του front man, με τους Roger Waters και Richard Wright στη θέση του Barret. Το παίξιμο στην
κιθάρα, αλλά και η ικανότητά του στο να γράφει τραγούδια, ήταν από τους κυριότερους παράγοντες στην ένδοξη πορεία του γκρουπ κατά τα 70ς. Παρά ταύτα και παρ όλη την συνεχή επιτυχία των άλμπουμ Dark Side of the Moon και Wish You Were Here, ο Waters άρχισε να κατακτά σιγά σιγά την αρχηγία του συγκροτήματος, γράφοντας τα Animals και The Wall κατά κύριο λόγο ο ίδιος. Ο Wright «εξεδιώχθη» κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του The Wall και οι σχέσεις των Gilmour και Waters χειροτέρεψαν κατά τα γυρίσματα της κινηματογραφικής μεταφοράς του The Wall film αλλά και του
Pink Floyd album The Final Cut, το 1983…Στα 1985, ο Waters δήλωσε, ότι όσον αφορά τον ίδιο, οι
Pink Floyd είχαν τελειώσει! Παρ όλα αυτά, το 1986, ο Gilmour και ο drummer Nick Mason δημοσίευσαν μια δήλωση, ότι ο Waters παραιτήθηκε και το συγκρότημα θα συνεχίσει χωρίς αυτόν….Ο Gilmour ανέλαβε full control του group και δημιούργησε το A Momentary Lapse of Reason (1987) με την συνεισφορά του Mason. Ο Wright επανήλθε για μιας μεγάλης διάρκειας παγκόσμια περιοδεία και βοήθησε στο να γραφτεί το 1994 το καταπληκτικό The Division Bell .
Το 1986, αγοράζει ένα ποταμόπλοιο το Astoria, το αράζει στον Τάμεση κοντά στο Hampton Court, και το μετατρέπει σε recording studio. Η πλειονότης των τελευταίων άλμπουμ των
Pink Floyd καθώς και το προσωπικό του άλμπουμ του 2006 On An Island έχουν ηχογραφηθεί εδώ. Με τον Roger Walters, παίξανε πάλι μαζί για τον σκοπό που έγινε το Live 8, στις 2 Ιουλίου του 2005.
Στις 3 Φεβρουαρίου του 2006, δήλωσε στην Ιταλική εφημερίδα Repubblica, ότι είναι μάλλον απίθανο οι
Pink Floyd να εμφανισθούν ξανά ποτέ μαζί, αν και ανέτρεψε μόνος του τη δήλωση του αυτή, στις 20 του ίδιου μήνα, λέγοντας στο
Billboard.com, ότι «ποτέ δεν ξέρεις…»
Ο Gilmour, διακρίνεται για τα χαρακτηριστικά solos του, που εμπεριέχουν εκτεταμένη χρήση από note bends και sustain. Είναι πάντα εξαιρετικής σύλληψης, «οικονομικά», λυρικά και συναισθηματικά…Κατά την διάρκεια εκτέλεσής τους, χρησιμοποιεί συχνά τον «μαγνήτη» για rhythm, γιατί αυτό προσφέρει έναν «παχύτερο» και συγχρόνως «υγρό» ήχο, (όπως π.χ. στα "Shine On You Crazy Diamond" και "Echoes"). Παρ ότι συνδεδεμένος με τη χρήση
Fender Stratocaster, ( η κύρια
κιθάρα του είναι μια 1970 black
Stratocaster, με μπράτσο του 1957), ο ήχος του είναι συνδυασμός πολλών τέτοιων παραγόντων.. Βέβαια, ο ήχος στο περίφημο "Another Brick in the Wall Part 2", οφείλεται στην χρήση μια πιο βαθιάς Gibson Les Paul… Ακόμη θα πρέπει να γνωρίζετε, ότι κατέχει την υπ.αριθμ.0001
Stratocaster! Διαθέτει ακόμη, Telecaster, Esquire, Gretsch Duo Jet,
Ovation,
Martin, Taylor Guitars, Music Man, Jedsen (tuned D-G-D-G-B-E), και
Fender Lap Steel Guitars.
Από ενισχυτές, Hiwatt DR 103,
Fender 1956, και Mesa Boogie Marc II C+.
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Άφησα τον Gilmour «τελευταίο», για ένα πολύ σοβαρό λόγο:
Ο David Gilmour, περασμένα 60 πια, είναι για μένα η ζωντανή απόδειξη του ότι η ηλικία δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο, όταν αυτό που γράφεις είναι διαχρονικό και εμπεριέχει στοιχεία σοβαρά και όχι σοβαροφανή…
Η παγκόσμια καθιέρωση, δεν έρχεται τυχαία και δεν έχει σύνορα, όταν την «μουσική» σου, την αντιλαμβάνεται στην ψυχή του – γιατί περί αυτού πρόκειται – το ίδιο ο Ταϊλανδός με τον Αμερικάνο και ο Νότιο Αφρικανός με τον Έλληνα…
Μακριά λοιπόν από εύκολες προβολές και λύσεις, από εφήμερη δόξα και εύκολο χρήμα…
Πιστέψτε στον εαυτό σας, και όσοι «το ‘χετε», θα έρθει να σας συναντήσει…
Φιλικά,
Γρηγόρης Δεσύπρης