Πορτρέτα του λόγου και του καθρέφτη...
σιγανά να πατώ στη γή
Το πορτρέτο της λήθης
Ε εσύ πορτρέτο της λήθης καταδικό μου
Λουλακιασμένο στ ασβέστια του που αναπαύεται
κεραμόσκεπο σπίτι
με γεράνια
και βουκαμβίλιες
και κόκκινα-ολοκόκκινα παραθύρια
Η Ιστορία των ανθρώπων που το γεύτηκαν
νυχογραμμένη στα τοίχια του-ξανά και ξανά
χωρίς αναπαμό
Ως κάτω στα θεμέλια του
φεγγοβολάει το στοίχειωμα της
Φιλημένη στο πρωινό ξύπνημα
από ήλιο ολοκαίνουργο
Αποσταμένη τις νύχτες από ύπνο άνυπνον
υπνοβατικό
δακρυσμένη στις δαγκωματιές της απόγνωσης
να ξεγεννιέται από το κατακάθι της σοφίας
πριν το ξημέρωμα- μέχρι το νέο φίλημα
Ε εσύ πορτρέτο της λήθης
νιόφιαχτο και παλιό- ολότελα δικό μου
ταγμένο στα μέτρα των ανθρώπων
για την κτήση τους
Οι αδυναμίες καρφιά στα τοίχια του
και η απλωσιά της Νέας Γνώσης
πλατύσκαλα -φαρδιά, ανηφορικά
φέρνουν την αποστασά στο ξέφωτο
που έχω να συναντώ την Ιέρεια μου
Δεν θέλω να ‘βρω τη γαλήνη
Στη κατοχή του μοναχός του ο θάνατος την έχει
ούτε που του τη γύρεψα – ας την κρατήσει
Από τον κόσμο των ζωντανών
μόνο την Καλημέρα ζήλεψα
Το πορτρέτο της ουτοπίας
…και η καλή νεράιδα,
ακούμπησε με το ραβδί της την κολοκύθα
Αυτή τότε,
σε άμαξα ολόχρυση μεταμορφώθηκε
με σμαραγδένιες καμάρες
ρουμπίνια
και ζαφείρια κεντημένα
στα βυσσινιά μεταξωτά της
Έπειτα,
διάλεξε οχτώ ποντικούς
μεγάλους και γκρίζους,
τους άγγιξε με το ραβδί
σηκώνοντας καπνούς με ξόρκια
Οχτώ άτια ολόλευκα
φανερώθηκαν μέσα στην ομίχλη,
χλιμιντρούσαν όπως σηκώνονταν
στα γερά τους πόδια
και στραφτοκοπούσαν ασημοκλωστές
στις καλύπτρες των ραχών τους…
Τράβηξε τότε η νεράιδα – η νονά της
τη σταχτοπούτα από το τζάκι
Με τρυφεράδα
σα φτερό
πετάρισε πάνω από το κορμί της το χρυσό ραβδί
και τότε,
εκείνη μεταμορφώθηκε
σε κολοκύθα
το πορτρέτο εντός
Που το ‘χα και το κοίμιζα
γλυκά νανούριζα το
ήλιε από το μπόι σου
-αχ ήλιε μου- ήλιε
ήλιε από το μπόι σου
φωτόδειξε το αγρίμι
Της λύκαινας το δώρισα
τα στήθια να βυζάξει
ήλιε από το μπόι σου
-αχ ήλιε μου- ήλιε
ήλιε από το μπόι σου
τ ανάσταινε το αγρίμι
Το πήρε κι ένας αετός
του ‘μαθε να πετάει
ήλιε από το μπόι σου
-αχ ήλιε μου- ήλιε
ήλιε από το μπόι σου
φτερούγισε το αγρίμι
Ποιος το ‘χει βρει
ποιος το ‘χει δει
το αγρίμι τ’ αγριμάκι
ήλιε από το μπόι σου
-αχ ήλιε μου- ήλιε
ήλιε από το μπόι σου
ζηλεύτηκε το αγρίμι
Κι απ’ τα μεγάλα μάτια του
χύθηκε γης και αίμα
κι όπου εστάθη πετριά
τόπος ζεύτηκε για μένα