Γράφει το μέλος
zentikes1 άρθρα στο MusicHeaven
I
Σχεδόν έσερνε το αριστερό του πόδι,αλλά συνέχιζε να τρέχει
Πίσω, άκουγε να σπάνε τα κλαδιά καθώς πλησίαζαν οι διώκτες του. Τους άκουγε που μιλούσαν. /Ηταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν κανένα τους ζωντανό.Κοίταξε το τραύμα του.
Άσχημο φαίνονταν το κόκκαλο να προεξέχει απ την σχισμένη σάρκα.Αργότερα θα το κοίταζε καλύτερα αυτό που προέχει ήταν να απομακρυνθεί από αυτούς και να κρυφτεί σε κάποια τρύπα στο δάσος όσο πιο βαθιά γινόταν μέχρι να νυχτώσει.Ίσως να γλίτωνε,θα γλίτωνε;; Αυτός;; και τα παιδιά;;
Τα φαντάστηκε να παίζουν αμέριμνα στο παχύ χορτάρι και μετά σαν σπασμένες κούκλες να βρίσκονται στο χώμα,νεκρά.
Γύρισε το κεφάλι να καταλάβει που περίπου βρισκόταν.Είχε κάνει έναν μεγάλο κύκλο και τώρα πήγενε πάνω τους.Έπρεπε να τα πάρει από το λιβάδι και τα σπρώξει στην σπηλιά με τις τρεις τρύπες.Άρχισε πάλι να τρέχει
Γύρισε προς τα πίσω ,δεν άκουγε τίποτα τώρα. Χωρίστηκαν, σκέφτηκε.
Προσεκτικά και σέρνοντας το πληγωμένο του πόδι όσο λιγότερο γίνονταν
Προχώρησε στο μέρος που είχε αφήσει τα παιδιά του.
Κοίταξε γύρω. Κανείς.
Δεν τα βρήκαν. Φώναξε σιγά και αυτά πετάχτηκαν από έναν θάμνο και έτρεξαν κοντά του, γύριζαν και πηδούσαν γύρω του, έψαχναν την μάνα τους .
Αλλά αυτή είχε μείνει στο ρυάκι πεσμένη στην όχθη του ακίνητη μέσα στα αγριολούλουδα που τόσο της άρεσαν .
Τα έσπρωξε στην σπηλιά βαθιά μέσα της και γύρισε στην είσοδο να δεί τι γινόταν
ΙΙ
Σκοτείνιαζε ο ουρανός και μαζί του σκοτείνιαζε και η μέρα. Βούρκωνε ετοιμάζοντας βροχή. Το όπλο στα χέρια μου είχε αρχίσει να βαραίνει όπως και τα πόδια μου που σχεδόν δεν μ ακολουθούσαν πιά.
Έφτανα στην κορυφή, παραμέρισα κάτι κλαδιά που είχαν πέσει στο μονοπάτι,όταν τον είδα.
Έγλυφε το πόδι του στην είσοδο μιάς τρύπας στον βράχο και δεν με κατάλαβε από πριν. Δεν απείχε πανω από τέσσερα μέτρα από μένα.
Με είδε.
Στύλωσε όσο μπορούσε τα πόδια του και μου έδειξε τα δόντια γρυλίζοντας.
Πρώτη φορά έβλεπα Λύκο από κοντά. Ακόμη και τώρα ,χτυπημένος δεν έχανε την αρχοντιά του.
Μια δυό σταγόνες με χτύπησαν στην αρχή και μετά άνοιξαν οι ουρανοί.
Δεν κινήθηκε με κοίταζε μέσα από το πέπλο της βροχής.
Άστραψε και σαν είδα ένα ίχνος ανησυχίας στα μάτια του. Κάτι κουνήθηκε δίπλα του.
Χωρίς να με αφήσει από τα μάτια του έβγαλε ένα διαφορετικό δυνατό γρύλισμα.Κάτω από τα πόδια του πρόβαλε ένα κεφαλάκι.Χαμήλωσε το κεφάλι του και ξαναγρύλισε. Το λυκάκι γύρισε πάλι στο βάθος της τρύπας.
Κατάλαβα την ανησυχία του,δυο μήνες τώρα που γέννησε η γυναίκα μου και πεταγόμουν με το παραμικρό κάθε βράδυ.
Σκέφτηκα την γυναίκα μου νεκρή σε ένα ρυάκι και εμένα να προσπαθώ να υπερασπίσω τα δίδυμα. Κοπήκανε τα πόδια μου.
Δυό κεφαλάκια πρόβαλαν αυτήν την φορά,στην είσοδο της σπηλιάς.
Ο Λύκος γρύλισε προς τα εμένα αυτή την φορά και μου έξειξε πάλι τα δόντια.
Έκανα σιγά σιγά δυο βήματα πίσω και άφησα το όπλο να πέσει στο βάθος της χαράδρας δίπλα μου.
Γύρισα να φύγω.
Τι ζώο και ο άνθρωπος!!Αφήνει σπίτι γυναίκα παιδιά.
Για να πάει να σκοτώσει γυναίκες παιδιά , να χαλάσει άλλων ζώων τα σπίτια.
Έτσι για το κέφι του