κι αν η ματιά δεν πρόφτασε να νοιώσει το γαλήνεμα
κι αν οι Κυριακές απ' τις Δευτέρες δεν ξεχωρίζουν πια
κι αν της ημέρας η Σκοτούρα μας ληστεύει τις δικές μας τις στιγμές
κι εμείς συνένοχοι γινήκαμε σ΄ αυτή την αμαρτία
κι αν τα νερά του ποταμού που τρέχοντας προφταίναμε παλιά,
αιχμαλωτίστηκαν στη παγερή λίμνη
κι αν οι άνθρωποι που μας αγκάλιασαν σφιχτά στα πρώτα μας χρόνια
τώρα μόνο μετρούν το χρόνο και τρομαγμένα μας κοιτούν
κι αν στού Ορίζοντα το χάρτη βλέπουμε μόνο το λιμάνι κι όχι το ταξίδι
κι αν δεν προσμένουμε τραγούδι αγάπης απ΄αλλού
παρά μονάχα από τα βελουδένια χείλη των παιδιών μας
κι αν τις φεγγαρόφωτες του καλοκαιριού βραδιές κοιτάμε χαμηλά
και δεν ανοιγοκλείνουνε πια τα στήθια μας
κι αν βάρυνε το χαμόγελο της καρδιάς μας
και δεν πλανιέται πια σε κατάμονα δασοτόπια
ούτε αρμενίζει στις ακρογιαλιές του πόθου
κι αν το καυτό του ιδρώτα κατρακύλι
πάψει, παραμυθένια να γλυκαίνει το παιχνίδι του έρωτα
κι αν η ματιά φυλακισμένη
δεν πρόφτασε να νοιώσει την ελπίδα
να ξεπεράσει το τοπίο
κάπου…κρατιέται το φτερούγισμα του μυστικού ονείρου
που λαχταρά την άνοιξη πλημμυρισμένο τρυφεράδα
κάπου…υπάρχει φυλαγμέν΄ η μέθη
που μπορεί το γλυκοχάραμα σε μια στιγμή να φέρει
και της ασάλευτης συνήθειας να ταράξει τα νερά
κάπου στ΄άφρισμα του γιαλού, διψά να δροσοπαίξει
το πνιγμένο βογκητό
που ατέλειωτα ξεχύνεται στο στάλαγμα της λιόφωτης αρμύρας
κάπου…σωπαίνει του αυγουστιάτικου κορμιού το φλογερό ξενύχτι
και τρεμογέρνει στο καρτέρι του μεθυστικού ρυθμού
κάπου στη κόχη του άπειρου κυλάμε.
κι αν τα κρυμμένα των καιρών σημάδια
ατού πεπρωμένου το χρυσόφτερο κελάϊδημα σκοντάψουν
και τυφλοσύρει η λαύρα του κορμιού σε ζάλη τη πιστή καρδιά
περίτρανα στο πορφυρένιο της ελπίδας κύμα περιζώσου,
ξέχωρα γλυκοχόταινε τον ήλιο μεσοπέλαγα
και παραμόνευε τη λάγνα θάλασσα
να μη βιαστεί το κύμα αυτό να σπάσει στην ακρογιαλιά