Κάπως η τύχη θέλησε και μ’ έφεραν τα βήματά μου στην παλιά τη γειτονιά, στη μάντρα του «Μαλτσινιώτη», το παλιό πυριτιδοποιείο, σήμερα το λένε ΠΥΡΚΑΛ … Κι εκεί, πίσω από κάθε πόρτα, μέσα από κάθε παράθυρο, από τις λίγες αυλές που απόμειναν ίδιες, άρχισαν να πετιούνται αναμνήσεις. Στην αρχή αχνές, μελαγχολικές πάσχισαν να γίνουν μορφές, ονόματα και ήχοι… Μετά γέμισε το μυαλό μυρωδιές, φωνές, καλέσματα, παιχνίδι… Ποδόσφαιρο στον δρόμο. Για φαντάσου…
Πάει καιρός. Πολύς καιρός. Κι ήταν τα χρόνια δύσκολα, τα χρόνια της χούντας βλέπεις. Η γειτονιά παλιά, με τη δική της περήφανη μα ηττημένη ιστορία, τυλιγμένη σε μια περίεργη σιωπή, προστάτευε, πληγωμένη, τα παιδιά της τυλίγοντάς τα μέσα σε γκρίζα και σιωπηλά πέπλα μιας προσποιητής άγνοιας. Μάταια προσπαθούσε να μας κρατήσει μακριά από τους πόνους που μπορεί να σου τάξει η ζωή μόλις νιώσεις την αδικία γύρω σου και η αξιοπρέπεια που σε δίδαξαν αρχίζει να απαιτεί, να υπαγορεύει έναν επικίνδυνο τρόπο να στέκεσαι όρθιος, στα δυο σου πόδια. Η πείρα της προσφυγούπολης πικρή και πληρωμένη με αίμα, φτώχεια και δυστυχία. Εβλεπες εκείνα τα μάτια, θολά και κουρασμένα να διηγούνται ιστορίες και ένα χαμόγελο καθησυχαστικό να εμποδίζει τις λέξεις να βγουν και να γίνουν εικόνες...
Να, εδώ δίπλα μας έμενε η κυρα-Λένη. Μια γερμανική μπόμπα είχε πέσει στην αυλή της και μαζί με την κάμαρα γκρέμισε και τη ζωή της. Εμεινε χήρα, νέα κοπέλα τότε, να δίνει τη μεγάλη μάχη για επιβίωση και την ίδια ώρα να παλεύει άγρια με τους δαίμονες του κορμιού της, παρακαλώντας να ’ρθουν πιο γρήγορα τα γηρατειά να την απαλλάξουν από τη φλόγα. Να τόχε καταφέρει; Ποιος ξέρει; Αλλωστε σε κανέναν δεν χρωστούσε τίποτα, τούτος ο περήφανος άνθρωπος.
Κάποια μέρα, θυμάμαι, πιτσιρίκια του Δημοτικού, την προκαλέσαμε να μας πει ιστορίες της κατοχής:
– Κυρα – Λένη, ποιοι ήταν πιο σκληροί καταχτητές; Οι Ιταλοί ή οι Γερμανοί;
Για μας τότε η απάντηση ήταν σίγουρη. Το μόνο που ελπίζαμε ήταν να ακούσουμε κάποια ιστορία της γειτονιάς μας για κείνα τα χρόνια του πολέμου, που δεν ζήσαμε, αλλά που συχνά παίζαμε στις αλάνες… Μας κοίταξε, αναποφάσιστα, η γυναίκα, μάζεψε έναν πόνο από μέσα της και μας αιφνιδίασε αναπάντεχα:
– Οι Εγγλέζοι, παιδιά μου. Οι Εγγλέζοι…
Γυρίσαμε και κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο με νόημα. «Πάει τα ’χασε η κυρα-Λένη, δεν ξέρει τι της γίνεται». Δεν μας ξαναμίλησε γι’ αυτό παρά αρκετά χρόνια μετά. Είχε πέσει η χούντα όταν ευτυχήσαμε να ξανασυζητήσουμε μαζί της τα γεγονότα. Μα τότε ξέραμε πια… Η κυρα-Λένη δεν τα είχε χάσει ποτέ. Εμείς μεγαλώναμε μέσα σε γυάλες και «αφομοιώναμε» έναν κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ. Γι’ αυτό και δεν ρίζωσε μέσα μας ποτέ. Όταν ήρθε η ώρα τα μυαλά μας τον αποβάλανε όπως το σώμα μας αποβάλει ότι άχρηστο έχει μέσα του. Στην καλύτερη περίπτωση σαν εμετό…
Ηταν και χρόνια όμορφα, χρόνια που το παιδί γινόταν άντρας. Μόνο που, διάβολε, δεν ήσουν ούτε παιδί ούτε και άντρας. Κι είχε προβλήματα αυτή η σχέση…
Λίγο πιο κάτω έμενε μια ψηλή, μελαχρινή κοπέλα με μακριά σπαστά μαλλιά και τεράστια καστανά μάτια. Κάθε που έβγαινε στη γειτονιά γέμιζε ο κόσμος χρώματα και μυρωδιές. Σαν τύχαινε και γέλαγε χανόταν ο Χειμώνας και όλα γύρω της γαλήνευαν, ηρεμούσαν και ομόρφαιναν. Μονάχα εγώ ένοιωθα το στομάχι μου να γυρίζει, την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή λες και προσπαθούσε να βγει έξω και να αρχίσει να τρέχει στα στενά όσο πιο μακριά μπορούσε. Ενας κόμπος ανέβαινε στο λαιμό μου και ίσα που σταμάταγε σε ένα ηλίθιο χαμόγελο που ασυναίσθητα καρφωνόταν στο πρόσωπο και επιχειρούσε τάχα να κρύψει τα συναισθήματά μου, την αγωνία και την αμηχανία μου.
Η Ιουλία. Ο πιο όμορφος εφιάλτης της ζωής μου. Σοβαρό, ευγενικό και πανέξυπνο κορίτσι ήταν το καμάρι της γειτονιάς. Είχε όμως μεγάλο και αξεπέραστο ελάττωμα. Την ηλικία. Ηταν ήδη δυο χρόνια μεγαλύτερή μου. Στα δεκαεπτά της, σχηματισμένη πια γυναίκα, έτοιμη για τη μεγάλη περιπέτεια, μπροστά στα 15 τα δικά μου η διαφορά ήταν αγεφύρωτη. Πέντε χρόνια μετά δεν θα είχε καμιά σημασία, τότε όμως ο «άντρας» μέσα μου, αναστατωμένος, ψιθύριζε τον καημό του προσπαθώντας να με οδηγήσει στο ρόλο του κατακτητή από τη μια και το «παιδί», πανικόβλητο αλλά σοφότερο και πιο προσγειωμένο, έλεγχε το συναίσθημα, εμποδίζοντάς το να ξεχειλίσει έξω από το κορμί και κρατώντας με μακριά από «τ’ άσχημα μπλεξίματα».
Ωσπου ένα γλυκό, δροσερό ανοιξιάτικο απόγευμα βρεθήκαμε στη γειτονιά μόνοι, ο ένας απέναντι στον άλλο, όπως ακριβώς το είχα φανταστεί χιλιάδες φορές. Μαγική στιγμή. Μεθυσμένες από το άρωμά της όλες μου οι άμυνες καταρρεύσανε, τα σχέδια που είχα σκαρώσει για την περίσταση, ζητούσαν υλοποίηση. Δεν χωρούσε αναβολή. Μάζεψα όσο θάρρος μπόρεσα, αγνόησα τα γόνατα που άρχισαν ένα ελαφρύ τρέμουλο, έπνιξα ένα ύπουλο κοκκίνισμα έτοιμο να με κυριέψει, ελπίζοντας ότι η καρδιά μου δεν ακούγονταν παρά μόνο από μένα κι αφού έκανα μια ανόητη ερώτηση για το σχολειό το τόλμησα…
– Ιουλία, είσαι πολύ όμορφη! Μου έχεις αναστατώσει τη ψυχή!
Βγήκαν οι λέξεις καθαρές, πανάθεμά τες, σπειρωτές, μία – μία, σαν να τις είπε άλλος. Και το χειρότερο, κανείς δεν μπορούσε πια να τις πάρει πίσω. Μου κόπηκε η ανάσα. Μια φωνή μέσα μου άρχισε να ψιθυρίζει: «Αυτό ήταν! Πας χαμένος. Πάρτο απόφαση. Ο,τι βρέξει ας κατεβάσει».
Εκπληκτη η κοπέλα στην αρχή, έμεινε παγωμένη και σιωπηλή μερικές στιγμές. Ανοιξε διάπλατα τα υπέροχα μάτια της γεμάτα απορία και απρόσμενη ικανοποίηση. Ένα πλατύ χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του κι η ανησυχία φώλιασε στα μηνίγγια μου.
Απλωσε τα χέρια της και μού ’πιασε το κεφάλι. Εσκυψε λίγο, βλέπεις κάτι λίγοι πόντοι που μου ’λειπαν σε ύψος ήλθαν μαζεμένοι την επόμενη χρονιά, και με φίλησε απαλά στα ακρόχειλα, ανάμεσα στο μάγουλο και το στόμα, κλέβοντας έτσι ένα κομμάτι της ψυχής μου, έβαλε ανεξίτηλα τη σφραγίδα της πάνω μου…
– Να είσαι καλά αγόρι μου! Ετσι τρυφερά να κοιτάξεις την κοπέλα σου και να είσαι σίγουρος πως θα τη κάνεις ευτυχισμένη…
Κι ύστερα με αποτελείωσε χώνοντας τα δάχτυλά της στα, πλουσιότερα τότε, μαλλιά μου κι αφού με ταπείνωσε τρυφερά άλλη μια φορά χαϊδεύοντας το κεφάλι, μου χάρισε άλλο ένα μεγάλο και ευτυχισμένο χαμόγελο, γύρισε και απομακρύνθηκε αργά και περήφανα.
Απόμεινα αμίλητος κι ακίνητος στη γωνιά του δρόμου, παρακολουθώντας την να φεύγει, ώσπου χάθηκε στη πόρτα του σπιτιού της. Μετά, για έναν αιώνα, τόσο μου φάνηκε, προσπάθησα να μαζέψω τα κομμάτια μου, να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχε συμβεί και να εξετάσω αν τούτη η ευγενική απόρριψη, «χυλόπιτα» τη λέγαμε τότε, άφησε κανένα κομμάτι αξιοπρέπειας όρθιο ή έπρεπε στ’ αλήθεια να εξαφανιστώ από τη γειτονιά. Η «χυλόπιτα» κρύα, ζεστή, γλυκιά, άσπλαχνη ή ευγενική, είναι πάντα «χυλόπιτα»
Όλα άλλαξαν από κείνη τη μέρα. Εκείνη συνέχισε να γίνεται όλο και πιο όμορφη, ενώ δεν έχανε την ευκαιρία να αστειευτεί μαζί μου κάθε φορά που βρισκόμαστε και εγώ με τη σειρά μου φρόντιζα να μη διασταυρωθούν ξανά οι ματιές μας και οπωσδήποτε να μη τύχει ποτέ να ξαναμείνουμε κάπου μόνοι οι δυό μας…
Πέρασαν τα χρόνια, χώρισαν οι δρόμοι μας, χτίζαμε τις ζωές μας κατά πως μας άρεσε και μας ταίριαζε. Εκείνη παντρεύτηκε, έκανε δυό παιδιά κι έζησε σε μια ευτυχισμένη οικογένεια μέχρι τα τριάντα πέντε της, όταν, νικημένη απ’ αγιάτρευτη αρρώστια, άφησε την ωραία της ψυχή στα χέρια ενός Αγγέλου. Την λυπήθηκε είπαν αρκετοί, και την απάλλαξε από το μαρτύριό της, αλλά εγώ ξέρω, είμαι σίγουρος πως ούτε ο Αγγελος κατάφερε να αντισταθεί στην πιο όμορφη κοπέλα της γειτονιάς μου. Την Ιουλία.