Η Αγάπη, ήταν φοιτήτρια της Ιατρικής στη Θεσσαλονίκη. Ζούσε με τους θείους της, σε μια πολυόροφη πολυκατοικία στην Καλαμαριά.
Δούλευε ταυτόχρονα σε μια πιτσαρία προκειμένου να τα βγάζει πέρα στα έξοδα της και να μην επιβαρείνει και τους θείους της. Όταν είχε εξεταστική, τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα, επειδή κοιμόνταν μόνο 4 ώρες επειδή διάβαζε όλη νύχτα. Είχε βάλει όμως ενα στόχο, και θα τον πετύχαινε πάση θυσία. Τα ξαδέρφια της ήταν μεγαλύτερα απο εκείνη, και μάλιστα επαγγελματικά επιτυχημένα. Ο μεγάλος της ξάδερφος, ο Ντίνος, ήταν στέλεχος μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρίας, και πολύ σύντομα, θα έπαιρνε προαγωγή, ενώ η ξαδέρφη της η Βίκη, ήταν ιδιοκτήτρια μιάς καφετέριας στην οδό Αριστοτέλους, η οποία πήγαινε πολύ καλά. Τα ξαδέρφια της δεν τα έβλεπε συχνά διότι όσες ώρες ήταν στο πανεπιστήμιο, εκείνοι ήταν στη δουλειά, και όταν ήταν σπίτι εκείνη διάβαζε. Η δουλειά της δεν ήταν κουραστική στην πιτσαρία, απλά δεχόνταν τηλεφωνικές παραγγελίες, και συχνά, είχε και ενα βιβλίο δίπλα της όποτε ξέκλεβε λίγο χρόνο, και έριχνε μια ματιά. Εκείνο το ζεστό βράδυ του Μαϊου, ξεκίνησε να πάει στη δουλειά όπως συνήθως. Χαιρέτησε τους θείους της, και μπήκε στο αμάξι της. ήταν αρκετός δρόμος μέχρι το κέντρο, αλλά ξεκινούσε νωρίτερα, οπότε προλάβαινε να φτάσει στην ώρα της στη δουλειά. Έφτασε λίγα λεπτά νωρίτερα, οπότε κάθησε σε μια γωνία, και άρχισε να περιεργάζεται τον κόσμο. Ήταν ήδη γεμάτη η πιτσαρία, και το βουιτό απο τη φασαρία, της έφερνε πονοκέφαλο. Δεν με βλέπω να διαβάζω απόψε, σκέφτηκε λυπημένη. Αλλά τι να γίνει. Μάλλον δεν θα κοιμηθώ καθόλου απόψε, και θα βγάλω την ύλη. Απο την άλλη άκρη της πιτσαρίας, ένας άγνωστος της έγνεψε να πάει κοντά του. Όταν εκείνη πήγε, με μεγάλη της έκπληξη τον άκουσε να της λέει. Ξέρεις, μοιάζεις πολύ σε μια κοπέλα που είχα γνωρίσει πριν λίγα χρόνια που ήμουν φοιτητής εδώ. Αλήθεια, πως σε λένε; Η Αγάπη χαμογέλασε και σκέφτηκε, μα καλά, δεν έβρισκε καλύτερο τρόπο προσέγγισης; Πάντως, του απάντησε επίσης με χαμόγελο. Κατ αρχάς, επειδή δουλεύω εδω και εντός ολίγου πρέπει να πάω στη δουλειά μου, δεν πρέπει να μιλάω με πελάτες, κατά δεύτερον, το όνομα μου το λέω μόνο σε άτομα που με ενδιαφέρουν, οπότε καλύτερα να μην έχεις ελπίδες. Η Αγάπη, αφού τον άφησε άναυδο, προχώρησε προς το τηλεφωνικό κέντρο και κάθησε στη θέση της. Το τηλέφωνο δεν σταμάτησε να χτυπάει, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον άγνωστο νέο να την πλησιάσει και να καθήσει δίπλα της. Εκείνη, όταν έκλεισε το τηλέφωνο, τον κοίταξε αλλά δεν μίλησε. Ο Μίλτος τότε της είπε. Καλά, τι είπα και σε πείραξε; Εκείνη συνέχισε να κάνει τη δουλειά της, και να μη του δίνει σημασία. Ο Μίλτος όμως δεν πτοήθηκε. Σηκώθηκε, βγήκε απο την καφετέρια, και σε λίγο επέστρεψε με ενα όμορφο μπουκέτο λουλούδια, και την πλησίασε λέγοντας. Ζητώ συγνώμη αν ήμουν απότομος, αυτά είναι για σένα. Η Αγάπη, ξαφνιάστηκε, αλλά κατόρθωσε να μιλήσει. Ξέρεις, δεν έχω χρόνο για τέτοια. Όπως βλέπεις δουλέυω, και επειδή σπουδάζω, αφιερώνω όλο μου το χρόνο στο διάβασμα. Ονομάζομαι Μίλτος, είπε εκείνος, και επέμενε να βγούν για ενα καφέ. Σου είπα, δεν μπορώ, έχω άλλες προτεραιότητες τώρα, απάντησε εκείνη. Καλά, δεν επιμένω άλλο, είπε ο Μίλτος. Σε χαιρετώ, και εις το επανειδήν! Όταν εκείνος έφυγε, η Αγάπη συνέχισε τη δουλειά της μέχρι που ήρθε η ώρα να σχολάσει. Στο δρόμο για το σπίτι, το μόνο που σκεφτόνταν ήταν το διάβασμα που την περίμενε... Μετά απο καμιά ώρα, τακτοποιούσε τα βιβλία της στο μικρό γραφείο που της είχε παραχωρήσει η ξαδέρφη της. Η Αγάπη τα ήθελε όλα στην εντέλεια. Ακόμα και το στιλό της τον ήθελε στη συγκεκριμένη θέση. Απόψε, αφού καληνύχτησε τους θείους της, κλείστηκε στο δωμάτιο, και τηλεφώνησε στους γονείς της. Πάντα τους τηλεφωνούσε, 3 φορές τη μέρα, άλλωστε τους ένιωθε που ήταν μόνοι τους στην Αθήνα, και είχαν την έννοια της. Η Αγάπη ήταν μοναχοκόρη, και δεν της ήταν εύκολο να φύγει απο τους γονείς της, αλλά για χάρη της Ιατρικής, έκανε μια μεγάλη θυσία, να μετακομήσει στη Θεσσαλονίκη, και να αφοσιωθεί στο πανεπιστήμιο. Μίλησε λίγη ώρα με τους γονείς της, τους άκουσε για άλλη μια φορά να της λένε ότι την αγαπάνε, και να κάνει κουράγιο, και μετά, άνοιξε τη μαιευτική, έφτιαξε ενα καφέ, και στρώθηκε στο διάβασμα. Κοίταξε την ώρα. ήταν ήδη δώδεκα. Είχε 7 ώρες καιρό για διάβασμα. Το πρωί έπρεπε να συγυρίσει λίγο το δωμάτιο, και πριν να παει στο πανεπιστήμιο, έπρεπε να περάσει απο το βιβλιοπωλείο για κάτι σημειώσεις. Τα μάτια της ήταν βαριά, αλλά καθώς έπινε τον καφέ, ένιωσε καλύτερα. Κοίταξε το βιβλίο. Είχε αρκετά κεφάλαια, όμως τα είχε καταφέρει και σε ποιό δύσκολες περιπτώσεις. Τι στο καλό, θα τα κατάφερνε και τώρα. Άλλωστε, ήταν απο τη φύση της πεισματάρα. Όταν έβαζε κάτι στο μυαλό, δεν υπήρχε περίπτωση να μην το πραγματοποιήσει. Κοίταξε τη φωτογράφία των γονιών της. Μαμά, μπαμπά, για σας τα τραβάω όλα αυτά...Για να είστε περήφανοι για μένα...