Αγόρασα δροσιά από τη θάλασσα
και έκλεψα τα κύματα απ’ τον άνεμο
περπάταγα για ώρες πλάι στην ακροθαλασσιά
να πιάσω απ’ την αρχή, όλο το νήμα του έρωτα
και μέτραγα ένα-ένα τ’ ατοπήματα
ποιο νόημα έχει άλλωστε η ζωή δίχως ετούτον;
κι ειν’ η ζωή μια τουφεκιά
που κομματιάζονται στ’ αγέρι τα τρυγόνια
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
συνθλίβονται τα σύννεφα
και μένουν έρμοι κι ορφανοί οι μελλοθάνατοι
να υψώνουν τη φωνή τους
δειλοί, μπροστά στο θάνατο
μα πέρα κι απ’ το θάνατο, τ’ ανέφικτο
κι ανέφικτο θα μένει μέχρι κάποιος να το πιάσει
ανέφικτο θα υφίσταται
πριν κάποιος τολμηρός να το προφτάσει
τρεχάτε να το δείτε!
το δώρο της παραμονής δεν έφτασε στο τζάκι
θα βρείτε κρεμασμένη μοναχά μια τρύπια κάλτσα
που την έφαγε ο σκόρος
το χάσαμε το πλοίο ενώ πέρναγε απ’ την πόρτα μας
κι ίσως ποτέ να μη το δούμε
ίνα δικαιωθεί η αγάπη, θα πρέπει να κοπιάσουμε
καβάλα σ’ ένα άτι να γλυτώσουμε τα σύννεφα
βλέπετε, νόμιζα πως ήμουν ποιητής
μ’ αρχίζω ν’ αμφιβάλλω
κοιτάζω τα τριαντάφυλλα και δε διακρίνω έρωτα
κι απ’ το χαμένο χρώμα τους
μαζεύω όλο το κόκκινο για να ‘χω και να κλαίω
αύριο, που θα ‘ρθουν κι άλλα μαζωμένα
μονάχα τις παλιές μου αναμνήσεις να ‘χω πλάι μου
κι αυτές, αργά παραμονής, θα βάλω να τις κάψω
το χιόνι θα καλύπτει τις φωλιές, που έκτιζε η αγάπη μας
φωτιά δε θα ‘χει μείνει να το λιώσει
κι απάνω στα παγκάκια που μεθούσαμε απ’ τον έρωτα
σκυλιά θα τρέχουν τώρα να κρυφτούνε
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
συνθλίβονται τα σύννεφα
ίνα δικαιωθεί η αγάπη, θα πρέπει να κοπιάσουμε
καβάλα σ’ ένα άτι να γλυτώσουμε τα σύννεφα.
γιώργος_κ
σε κάθε έναν που έμαθε να αγαπάει