Λαμπερό απόγευμα του ζεστού Οκτώβρη
από μυριάδες, χρυσαφιές, του ήλιου του ανταύγειες
στη θάλασσα που καρτερά της δύσης το καφτάνι,
αλήθεια ποιος σε φτάνει,
τέτοιες στιγμές που ροβολάς στις εκκλησιές τις άγιες,
εκεί που σύννεφο βαρύ η ξαστεριά θα το’ βρει.
Πως με φιλάς,
σαν όνειρο στα χείλη μου ροδίζει,
μ’ ανατολής το άρωμα σιμά μου φτερουγάς,
φιλί που δεν ξεχνάς,
στον έρωτά σου με περνά και πόθο ζωγραφίζει.
Το γέλιο σου με τύλιξε σαν ήρθες και με βρήκες
κι απάνω μου ξανάγειρες σε βόλτα φθινοπώρου,
ζεστός Οκτώβρης βάφτισε την άμμο που πατάμε,
μαζί σου θέλω να’ μαι,
σαν γλάρος μεσ’ τα ξάρτια παλιού ιστιοφόρου
που με μπουνάτσες κουβαλά τις ομορφιάς σου προίκες.
Πως με φιλάς,
πρωτόγνωρα τα χείλη μου ζεσταίνεις,
το άφημα του πόθου σου απάνω τους κυλά,
σε σήκωσα ψηλά,
στ’ ουρανού το φόντο εικόνισμα να μένεις.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#18237 / 11.04.2009, 12:44 / Αναφορά Απο τα πιο όμορφα ποιήματα που έχω διαβάσει. Μπράβο! |