Είπαν οι τροβαδούροι: για τις παλιές αγάπες μην μιλάς...
Το ποτήρι στα χείλη μου, γλυκό πιοτό, φαρμάκι.
Η λύπη και η θλίψη απλώνουν ένα πυκνό πέπλο στο σκοτεινό δωμάτιο.
Σου ‘χει τύχει να βρεθείς σε δίλημμα;
Ένας ήλιος, ένα φεγγάρι.
Φωτίζει, δίνει ζωή, ζεσταίνει.
Όμως ο ρομαντισμός;
Μην μιλάς... Άκου!
Η σιωπή είναι τόσο απέραντη, που σε τρελλαίνει.
Είπαν οι τροβαδούροι: για τις παλιές αγάπες μην μιλάς...
Βυθισμένος σε σκέψεις τρελές κι απόκοσμες,
ρουφάω μια μεγάλη τζούρα καπνού και φυσώντας, τον σκορπίζω τριγύρω.
Το ποτήρι στα χείλη μου, γλυκό πιοτό, φαρμάκι.
Η λύπη και η θλίψη απλώνουν ένα πυκνό πέπλο στο σκοτεινό δωμάτιο.
Σκύλλες και Χάρυβδες χύνονται πάνω μου να με κατασπαράξουν.
Νιώθω στο πόδι μου τα δόντια του Καλυδώνιου.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν, είπε κάποτε ο ποιητής.
Και μετά η λήθη.
Τίποτε άλλο.
Χτυπώ τη μοίρα.
Ξέρω, μπορώ.
Σε νίκησα, δε μένει τίποτα.
Πατώ στο πτώμα σου.
Εκδίκηση.