Άρωμα & μνήμη Σμύρνης μας έρανε η μουσική παράσταση της Ελένης Τσαλιγοπούλου με τις Αψιλίες, στα πλαίσια της μουσικής παράστασης με «Τραγούδια του πρωτομάστορα του ρεμπέτικου Παναγιώτη Τούντα».
Κυριακή βράδυ (16 Ιουνίου) και εν μέσω γεγονότων που αναστατώνουν δικαίως την ελληνική κοινωνία, έκανα ένα μικρό διάλλειμα από όλα αυτά, ταξιδεύοντας μουσικά πίσω στο χρόνο, σε μια εποχή που δεν έζησα, αλλά νιώθω να την κουβαλάω γονιδιακά μέσα μου. Η γνώριμη, πλέον, αισθητική του θερινού σινεμά στον εξωτερικά διαμορφωμένο χώρο του Βadminton σε συνδυασμό με το ελαφρύ αεράκι, προμήνυε πως η βραδιά θα μας ταξιδέψει μ’ ένα καράβι γιομάτο τραγούδια από τον Πειραιά, στη Σμύρνη και πάλι πίσω.
Το πλήρωμα αποτελούσαν οι «Αψιλίες» - όνομα παρμένο από το ομώνυμο τραγούδι του Πολίτη δεξιοτέχνη στο ούτι, Γρηγόρη Ασίκη (1890 – 1967) - και μάλιστα χωρίς ιεραρχία, αφού πρόκειται για μία συλλογική προσπάθεια που κάνουν εδώ και χρόνια με μεράκι τρεις εξαιρετικοί μουσικοί. Ο Δημήτρης Μυστακίδης, μουσικός με συνεργασίες που περιλαμβάνουν τη Λοξή Φάλαγγα του Νίκου Παπάζογλου, το Θανάση Παπακωνσταντίνου, παίζει κιθάρα λαούτο, ταμπουρά, τζουρά και από το 2010, έχει επιλεχθεί για τη θέση ΕΡ.ΔΙ.Π (Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό) στο ΤΕΙ Ηπείρου στη Σχολή Μουσικής Τεχνολογίας. Συνοδοιπόρος τόσο στο ΤΕΙ Ηπείρου, όσο και στις «Αψιλίες», ο Απόστολος Τσαρδάκας, δεξιοτέχνης στο κανονάκι και το βιολί με συμμετοχή στο μουσικό σχήμα «Εν χορδαίς», όπου κυκλοφόρησε 5 δίσκους και σε Διεθνείς Συναντήσεις για το κανονάκι. Ο τρίτος της παρέας, Ευγένιος Βούλγαρης, παίζει μαντολίνο, μπουζούκι, πολίτικη λύρα, ούτι, έχει συνεργαστεί με την Ορχήστρα των Χρωμάτων & την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, έχει γράψει μουσική για το θέατρο κι επίσης διδάσκει στο ΤΕΙ Ηπείρου. Σε μία αντρική μουσική κομπανία, πάντα υπάρχει χώρος για γυναικείο σκέρτσο, νάζι αλλά και καημό. Οπότε, η σύμπραξη με την Ελένη Τσαλιγοπούλου στην ερμηνεία, ήταν ότι χρειαζόταν για να λυθεί ο κάβος και το πλοίο να σαλπάρει, όχι για ξένα λιμάνια, αλλά για γνώριμα μουσικά λιμάνια που βρίσκουν αραξοβόλι στη σμυρναίικη και ρεμπέτικη μουσική μας παράδοση.
Οι «Αψιλίες», γνώστες και μελετητές τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό μουσικό επίπεδο της παραδοσιακής μουσικής που ξεκινάει από το δημοτικό τραγούδι, περνάει στη Σμύρνη και καταλήγει στο πειραιώτικο ρεμπέτικο & η ερμηνευτική εμπειρία της Τσαλιγοπούλου σε τραγούδια αναλόγου ύφους, επιτυχώς απέδωσαν τα τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα, επιλέγοντας την κατάλληλη ενορχήστρωση και ενσωματώνοντας το αναγκαίο ύφος, και την ατμόσφαιρα που απαιτούνταν, ώστε να στηθεί μία εξαιρετική μουσική παράσταση. Ο λόγος του αληθούς των παραπάνω, αποδείχθηκε από την ερμηνεία του Δημήτρη Μυστακίδη και το παίξιμό του στην κιθάρα στο τραγούδι «Μπίντα Γιάλα» του 1933, από το κανονάκι του Αποστόλη Τσαρδάκα στο «Κουκλάκι μου» του 1929 και το σόλο βιολί στην «Παγκρατιώτισσα» του 1940, από το ούτι του Ευγένιου Βούλγαρη στο «Μπαρμπούτι» από το 1932 και στο «Κουκλί της Κοκκινιάς» του 1930, αλλά και από την ερμηνεία της Ελένης Τσαλιγοπούλου στον «Κοκαϊνοπότη» του 1932 και στα «Μάτια της Σμυρνιάς» του 1929.
Ο Παναγιώτης Τούντας, γεννημένος το 1886 στη Σμύρνη είχε τη δυνατότητα, λόγω και της ευκατάστατης κοινωνικής και οικονομικής θέσης των γονέων του, να ασχοληθεί από νωρίς με τη μουσική και συγκεκριμένα με το μαντολίνο. Με περγαμηνή τη θητεία του στην Εστουδιαντίνα (Τα πολιτάκια) στις αρχές του 20ου αιώνα, ταξίδεψε σε διάφορες χώρες εκτός από την Ελλάδα, όπως στην Αίγυπτο αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου ήρθε σε επαφή με τη δυτική μουσική. Πολυγραφότατος και δραστήριος μουσικός, έγινε ο πρώτος Έλληνας συνθέτης που το όνομά του αναφέρθηκε σε ετικέτα δίσκου το 1924, όταν ηχογράφησε τη «Σμυρνιά» με την Αθηναϊκή Εστουδιαντίνα. Έγινε διευθυντής στις δισκογραφικές ODEON το 1924 και HIS MASTER’S VOICE το 1931. Οι καλύτεροι ρεμπέτες ερμήνευσαν τραγούδια του, από τη Ρίτα Αμπατζή, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τον Κώστα Ρούκουνα, το Στελλάκη τον Περπινιάδη, το Στράτο Παγιουμτζή κι ένα σωρό άλλους. Άφησε την τελευταία του πνοή την περίοδο της Κατοχής και συγκεκριμένα το 1942, πάσχοντας από ρευματισμούς.
Ο ίδιος, δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος του περιθωρίου, όπως για παράδειγμα ο Ανέστης Δελλιάς ή ο Μάρκος. Δεν είχε το προφίλ του φτωχού ρεμπέτη ή του χασικλή. Ανήκε στους αστούς μουσικούς, όπως ο Σπύρος Περιστέρης, ωστόσο ήταν ζυμωμένος με ό,τι εξέφραζε η Σμύρνη, η προσφυγιά, η συμμετοχή στην Εστουδιαντίνα. Μία από τις πολλές μαγείες που μπορούν να συνδεθούν με το Σμυρναίικο και ρεμπέτικο τραγούδι, δεν είναι καθόλου υπερφυσική ή μεταφυσική. Σχετίζεται με την απλή ανάγκη των ανθρώπων να επικοινωνήσουν μεταξύ τους κοινά βιώματα και όχι να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης από τη λεγόμενη μουσική βιομηχανία. Χαρακτηριστικό, ιδιαίτερα εμφανές στις θεματολογίες των 25 περίπου τραγουδιών του Τούντα που επιλέχθηκαν για τη συγκεκριμένη μουσική παράσταση, από τα 350 που έχουν επίσημα καταγραφεί με το όνομά του, ως δημιουργού.
Άνθρωποι της τότε καθημερινότητας και της γειτονιάς παρέλασαν από τα τραγούδια του Τούντα με τις ανάλογες καταστάσεις. Κάθε τραγούδι και μία ιστορία. Ίσως όχι αυτοβιογραφική, αλλά πιθανότατα αληθινή. Το φευγάτο θηλυκό στο «Αερόπλανο θα πάρω» (1934), ο μπελάς «Για μια χήρα» (1935), ο αμετανόητος πότης στο «Κρασοπίνω» (1936), ερωτικά απωθημένα για ένα αλάνι στο «Φέρτε πρέζα να πρεζάρω» (1934), τραγούδια για την παραγκωνισμένη & καταπιεσμένη εργατιά της εποχής στο «Φτώχεια μαζί με την τιμή» (1933), η αγοροκοριτσάρα στο «Γίνομαι άντρας» (1932). Ακόμη και θέματα… μεταφυσικής ανησυχίας, όπου η «Κουβέντα με το χάρο» (1936) στα πλαίσια της μαστούρας, προσπαθεί να λύσει το προαιώνιο θέμα της ζωής μετά. Όσο να πει κανείς από ναζιάρικα, άτακτα και αλανιάρικα θηλυκά ήταν όλα εκεί, η «Λιλή η σκανταλιάρα» (1931), «Η γκαρσόνα» (1936), η «Δημητρούλα» (1936), η «Πασαλιμανιώτισσα» (1928), το «Χαρικλάκι» (1932).
Σμυρναίικα και ρεμπέτικα τραγούδια, λοιπόν. Γλεντοκόπι, μεζέδες, άφθονο κρασί, πενιές. Όλα, λίγο πολύ γνωστά και βιωμένα. Αλλά υπάρχει και η σκέψη παραπίσω, η οποία πάντα επιταχύνει και πετάγεται μπροστά μου απότομα από το παραπάνω στενό, χωρίς καν να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά να δει μήπως έρχομαι. Κι έτσι, πάντα με τρακάρει. Αυτή τη φορά, λοιπόν, με πέτυχε στο δρόμο της επιστροφής από τη συναυλία, για να μου απασχολήσει το μυαλό με μία πρώτη σκέψη, που έχει να κάνει με τη δυναμική του λόγου στο ρεμπέτικο, που αναμφίβολα εμπεριέχει μία σπάνια ποιητική δύναμη. Αυτή η ποιητικότητα, βεβαίως, προκύπτει σήμερα, ύστερα από 90 χρόνια περίπου. Διότι τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 τα τραγούδια αυτά γράφονταν σε μία γλώσσα που είχε προκύψει από το βίωμα των ανθρώπων. Αυτή η γλώσσα, πλέον χάθηκε, ίσως μέσα «Στου Λινάρδου την ταβέρνα» (1936). Όσο κι αν ψάξει κάποιος, μάλλον δεν θα συναντήσει χαρακτήρες για να του τη μεταδώσουν, σαν τον Παπαρούνα, το Βαρέλα, το Μουρούνα, το Σκόρδο τον τεμπέλη, το Θρούμπα, τον Τσιγγέλη, την κυρά- Αγγέλω με το βέλο, τη Φώτο που μεθάει με το πρώτο, τη Σταμάτα που μεθά και σπάει πιάτα, την κυρά Πιπίνα που πίνει τη ρετσίνα, τον Νταμιτζάνα, τον Μελιτζάνα, τον Ταμπάκο, το Νεροχύτη, τον Γαρδούμπα, τον Μπεχλιβάνη. Όλοι βγαλμένοι σε μία εποχή, όπου ο κάθε άνθρωπος είχε τόσο ξεχωριστή προσωπικότητα ώστε να προσδιορίζεται από ένα παρατσούκλι. Ωστόσο, σήμερα, που όλα έχουν σαρωθεί, οι άνθρωποι σκέφτονται, εκφράζονται πανομοιότυπα και όλα κατά κάποιο τρόπο έχουν εξευγενιστεί, οπότε αυτός ο λόγος έχει αποκτήσει τη γοητεία της λαϊκής ποίησης που δεν υπάρχει πια, γοητεία ανάλογη με τη γλώσσα του δημοτικού μας τραγουδιού.
Η δεύτερη σκέψη, προήλθε από τη σύγκριση παρελθόντος και παρόντος χρόνου. Τότε, όπως και σήμερα, η χαρτοπαιξία, τα ναρκωτικά ήταν καταστάσεις που έθεταν ακαριαία σε περιθώριο τους ανθρώπους, που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν και είναι, οι άνθρωποι της καθημερινότητας και της βιοπάλης. Τα όρια αντοχής και ανοχής του κάθε ανθρώπου ασφαλώς ποικίλουν. Ακούγοντας τα τραγούδια της παράστασης, ισχυροποιούσα την άποψη ότι η περιθωριοποίηση των ανθρώπων αντικατοπτρίζει αφενός την ελπίδα τους να ζήσουν υπό καλύτερες συνθήκες, ακολουθώντας καλώς ή κακώς – κακώς κατά τη γνώμη μου – την ευκολία στο κέρδος («Μπακαράς» 1935, «Μπαρμπούτι» 1932) ή την ψεύτικη, ναρκωμένη ευτυχία («Φέρτε πρέζα να πρεζάρω» 1934, «Κοκαϊνοπότης» 1932) και αφετέρου πως πρόκειται για συνειδητή επιλογή της εκάστοτε άρχουσας τάξης να ποδηγετεί τα όνειρα και τις ελπίδες. Κι επειδή σ’ αυτόν τον ντουνιά, τα δεινά δεν είναι από το θεό εκπορευόμενα, αλλά από τον άνθρωπο καμωμένα, αφιερώνω από τον «Μπαρμπαγιαννακάκη» (1936) σε όλους όσους ελπίζουν κι ονειρεύονται, την προτροπή «Βρε μη φοβηθείς τον άνθρωπο… ωρέ όσο θεριό και να΄ναι…».
Πηγές:
- ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ – Τμήμα Μουσικής Τεχνολογίας. Ιστοσελίδα: http://tlpm.teiep.gr
- Βίντεο από το youtube του χρήστη blondie curly
- Βιογραφικά στοιχεία Παναγιώτη Τούντα. Ιστοσελίδα: http://www.sansimera.gr
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#27496 / 26.06.2013, 11:13 / Αναφορά Απολαυστική γραφή Παναγιώτη, περιγραφικά της παράστασης και ιστορικά/κοινωνικά στοιχεία της εποχής δοσμένα με ύφος που -σε κάποια σημεία- αγγίζουν τον λυρισμό. Κοινότυπο πλέον να εκθειάζω τα γραπτά σου, είμαι φαν (αρθρογράφου και θέματος) και περιορίζομαι στο ευχαριστώ :) |
#27497 / 26.06.2013, 11:20 / Αναφορά Έκανες τις λέξεις βαρκούλες και μας ταξίδεψες στα παράλια καλαμαρά. Κάτι άσχετο η ελενίτσα πάχυνε πάλι η νομίζω? |
#27502 / 28.06.2013, 13:48 Χα! Κάποιοι το λένε "τσίμπημα στον δείκτη μάζας σώματος", εγώ το λέω "υπεροπλία". Η γυναίκα είναι φρεγάτα! |
#27498 / 26.06.2013, 18:27 / Αναφορά .....Όλοι βγαλμένοι σε μία εποχή, όπου ο κάθε άνθρωπος είχε τόσο ξεχωριστή προσωπικότητα ώστε να προσδιορίζεται από ένα παρατσούκλι. Ωστόσο, σήμερα, που όλα έχουν σαρωθεί, οι άνθρωποι σκέφτονται, εκφράζονται πανομοιότυπα και όλα κατά κάποιο τρόπο έχουν εξευγενιστεί, οπότε αυτός ο λόγος έχει αποκτήσει τη γοητεία της λαϊκής ποίησης που δεν υπάρχει πια, γοητεία ανάλογη με τη γλώσσα του δημοτικού μας τραγουδιού. _____________________________________________________ |
#27499 / 26.06.2013, 18:56 / Αναφορά Ευχαριστώ πολύ για τα θετικά σας σχόλια! Η αλήθεια πάντως είναι πως οι εικόνες, οι λέξεις προέρχονται από τη δύναμη της ίδιας της μουσικής. Πας σε μια παράσταση, ακούς και γράφεις. Ένα απλό εκτελεστικό όργανο, και μάλιστα άηχο σε αντίθεση με αυτά των μουσικών! |
#27500 / 27.06.2013, 22:34 / Αναφορά Mπράβο Παναγιώτη .... πολύ περιγραφικός!!!!!Διαβάζεται ευχάριστα ακόμα και σε μένα την άσχετη κατάφερες να μου δημιουργήσεις εικόνες ! Μπράβοοο !!!!!!!!!!!!!!!!!! |
#27503 / 28.06.2013, 14:46 / Αναφορά Παναγιώτη, πολλά μπράβο για την παρουσίαση και ακόμη περισσότερα για τη μελέτη, τις ώρες ακρόασης και το ψάξιμο που χρειάζεται ένα τέτοιο, κατά βάση, άρθρο. Τιμή και δόξα στους μουσικούς, δεν τους ξεχνάς ποτέ, εύγε! Να σημειώσω ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο "ταπεινά" όσο θέλεις να τα παρουσιάσεις, εσύ επιλέγεις τις μουσικές κι αυτές φιλτράρονται μέσα από σένα, για να φτάσουν σε μας και να τις απολαύσουμε (τι μου θυμίζει αυτό? αααα, τον ναργιλέ, ο οποίος λεγόταν βάσανο, λένε, παλιά, λόγω της πολυσύνθετης διαδικασίας του, ε κάπως έτσι νομίζω ότι ακούς και ερευνάς, το "βασανίζεις" για να βγάλεις το καλύτερο άρωμα). Σ΄ευχαριστώ ιδιαίτερα που παρουσίασες κάπου εκεί μέσα και την ανθρωπολογία της ταβέρνας του Λινάρδου, το αγαπάω πολύ |