ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Συνεντεύξεις

    Χίλντα Παπαδημητρίου: Όταν το αστυνομικό μυστήριο συναντά τη μουσική μυσταγωγία

    Τη Χίλντα Παπαδημητρίου  τη γνώρισα όντας έφηβος όχι προσωπικά, αλλά έμμεσα, από τη στήλη “Print out” του  μουσικού περιοδικού ΖΟΟ, του οποίου υπήρξα φανατικός αναγνώστης από τον Ιανουάριο του 1997 μέχρι και το Δεκέμβρη του 1999.

    Χίλντα Παπαδημητρίου:  Όταν το αστυνομικό μυστήριο συναντά τη μουσική μυσταγωγία

    Γράφει ο Παναγιώτης Κοτσώνης (travelogue)
    45 άρθρα στο MusicHeaven
    Παρασκευή 27 Σεπ 2013

    Στη συγκεκριμένη στήλη παρουσίαζε μουσικά βιβλία (βιογραφίες καλλιτεχνών, συγκροτημάτων) αλλά και λογοτεχνικά. Κάπως έτσι ανακάλυψα το βιβλίο High Fidelity του Nick Hornby, που αργότερα έγινε και μία από τις αγαπημένες μου ταινίες.

    Ωστόσο, η πορεία της ξεκινάει πολλά χρόνια παραπίσω. Φοιτήτρια της Νομικής σε εποχές έντονα πολιτικοποιημένες. Αργότερα, το 1982 μαζί με την αδελφή της ανέλαβε το δισκάδικο που είχε ανοίξει ο πατέρας τους από το 1970 στη Νέα Σμύρνη και τελικώς το 1996 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τις μεταφράσεις βιβλίων μεταξύ άλλων την αυτοβιογραφία του Bob Dylan και πολλά από τα βιβλία του Nick Hornby. Η πρώτη εκδοτική απόπειρα έγινε πράγματι από τις εκδόσεις… «Απόπειρα» το 2004 με την έκδοση δυο μονογραφιών της για τους Beatles και των Clash καθώς και της βιογραφίας του Bob Marley. Με πλούσια αρθρογραφία μέσα από μουσικά περιοδικό, όπως Ποπ+Ροκ, ΖΟΟ, Sonic, Bookpress φτάνουμε στο 2011, όπου το πρώτο της μυθιστόρημα εκδίδεται από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο», με τίτλο «Για μια χούφτα βινύλια».

    Έμαθα την ύπαρξη του βιβλίου λίγο μετά την κυκλοφορία του, το καταχώρισα στο εγκεφαλικό μου αρχείο με  τα «προς ανάγνωση» βιβλία, το δώρισα στα γενέθλια ενός αδελφικού φίλου, αλλά τελικά το καλοκαίρι που μόλις πέρασε και υπό το φυσικό περιβάλλον ενός κάμπινγκ λίγο έξω από το Γύθειο κατάφερα να το διαβάσω. Ίσως το γεγονός πως η ιστορία του εκτυλίσσεται στα Εξάρχεια και τα περίχωρά τους, κάλυπταν το κενό που μου προκάλεσε η απομάκρυνση από την Αθήνα ύστερα από τρία χρόνια χωρίς διακοπές και ταξίδια.

    Ο αναγνώστης γίνεται μέρος ενός κόσμου που ίσως φαντάζει περιθωριακός σήμερα ή αραχνιασμένος. Η μουσική έχει περίοπτη θέση σε αυτόν τον κόσμο και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελεί ακόμη και κίνητρο φόνου για την απόκτηση μίας χούφτας βινυλίων. Καταλύτης στην αναζήτηση του δολοφόνου, ο κλασσικός γιος της ακόμη κλασσικότερης Ελληνίδας μαμάς, αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος που μέσα σ΄ ένα άγνωστο για τον ίδιο και σχεδόν ανυπόφορο περιβάλλον, προσπαθεί να διαλευκάνει την πρώτη μεγάλη του υπόθεση. Η μουσική επένδυση της ιστορίας που «ακούγεται» κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης συνδυάζεται μοναδικά με τα τεκταινόμενα, περιλαμβάνοντας μελωδίες από τους Beatles, Jethro Tull, Johnny Cash, Nick Cave, Travis, Bob Dylan, Iron Butterfly, Queen, Bruce Springsteen, Animals, Joe south και πολλών άλλων. Από την άλλη, η αφήγηση διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον για τη λύση του αστυνομικού μυστηρίου.

    Χίλντα Παπαδημητρίου:  Όταν το αστυνομικό μυστήριο συναντά τη μουσική μυσταγωγίαΒεβαίως, αν και η σπουδαιότητα ενός βιβλίου έγκειται μεταξύ άλλων στη δυνατότητα να αφήνει τον αναγνώστη να βγάζει μόνος συμπεράσματα, απορίες που προέκυψαν με ώθησαν να έρθω σε επαφή με τη συγγραφέα, η οποία είχε την καλοσύνη να μας διαφωτίσει για κάποιες πτυχές του βιβλίου, αλλά και για το νέο της πόνημα.

    Ξέροντας λίγα πράγματα για τη μέχρι τώρα πορεία σου, ως ιδιοκτήτρια δισκάδικου επί 20ετίας στη Νέα Σμύρνη και με συνεργασίες στα περιοδικά ΠΟΠ+ΡΟΚ και ΖΟΟ, μπορώ να κατανοήσω τη μουσικότητα του βιβλίου «Για μια χούφτα βινύλια» τόσο από άποψη ηχητικής επένδυσης, όσο και ως «αφανούς ήρωα» της πλοκής. Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα. Πως προέκυψε η ιδέα αυτή; Και ποιες οι αναφορές σου από το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος;

    Χ. Π. : Οι γονείς μου ήταν φανατικοί κινηματογραφόφιλοι, μεγάλωσα βλέποντας, εκτός των άλλων, πολλές ασπρόμαυρες αστυνομικές ταινίες, τις γνωστές ως b-movies. Επιπλέον, η μητέρα μου λάτρευε τα αστυνομικά μυθιστορήματα, τα οποία διάβαζα κι εγώ κρυφά. Αργότερα, στο πανεπιστήμιο, συνειδητοποίησα πόσο σημαντικοί ήταν οι συγγραφείς που δημιούργησαν το hard-boiled αστυνομικό ύφος, ο Χάμετ, ο Τσάντλερ, ο Ρος ΜακΝτόναλντ, ο Κορνέλ Γούλριτς. Οι επιρροές της παιδικής ηλικίας μάς σφραγίζουν ανεξίτηλα, απ’ ό,τι φαίνεται. Ποτέ δεν έπαψα να αγαπώ το αστυνομικό είδος και όταν μετά από πολλά χρόνια στη μετάφραση, κατάλαβα ότι ήρθε η στιγμή να γράψω το πρώτο μου βιβλίο, δεν είχα καμία αμφιβολία για το είδος: επέλεξα να γράψω ένα κλασικό αστυνομικό βιβλίο, απ’ αυτά που διαδραματίζονται στις μεγαλουπόλεις. Ένα pulp fiction.

    Έντονος είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας του βιβλίου και ο τρόπος που οι ήρωες – οι οποίοι αν και δεν είναι υπαρκτά πρόσωπα, ωστόσο έχουν αληθινά, γήινα χαρακτηριστικά -  ο Φώντας, εις εκ των βασικών ηρώων του βιβλίου, αλλά και οι φίλοι του Σταμάτης, ο Θάνος, ο Ατσαλένιος, ο Ισίδωρος είναι χαρακτήρες όπου για τα σύγχρονα δεδομένα θα μπορούσαν να θεωρηθούν γραφικοί και προσκολλημένοι στο χτες, μένοντας πιστοί και αταλάντευτοι σε αυτό, με μία ένταση που άλλοτε εκφράζει ρομαντισμό και άλλοτε ελιτισμό ή και σνομπισμό. Αναρωτιέμαι αν – και κατά πόσο - εύκολο για κάποιον που δεν αντιμετωπίζει τη μουσική ή το βιβλίο ως το περιεχόμενο ενός ηλεκτρονικού κουτιού αποθήκευσης, αλλά ως τρόπο ζωής, να παραμείνει σταθερός σε αξίες και αρχές στα πλαίσια ενός παγκοσμιοποιημένου παρόντος, το οποίο τρέχει με χίλια, εφευρίσκει μόδες, ανεβοκατεβάζει εν μία νυκτία το καταναλωτικώς αποδεκτό σε κινητά, ρούχα, αξεσουάρ κτλ;

    Η «ευκολία» της σύγχρονης ζωής κρύβει πολλές παγίδες. Όλα βρίσκονται σε απόσταση ενός κλικ από το ποντίκι μας, σε μας εναπόκειται να ψάξουμε την ουσία: θέλουμε φτηνές 42αρες τηλεοράσεις ή καθαρό νερό; Θέλουμε όλους τους καινούργιους δίσκους που κυκλοφορούν και να τους ακούμε από τα ηχειάκια του υπολογιστή μας (αν τους ακούσουμε ποτέ, τελικά), ή προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε μιαν άλλη, πιο ουσιώδη και προσωπική σχέση με τη μουσική, και την τέχνη γενικότερα; Οι επιλογές μας έχουν πάντοτε ένα κόστος: ή θα χορεύουμε στο ρυθμό που μας επιβάλει η καταναλωτική μανία, ή θα αφουγκραστούμε στις δικές μας ανάγκες με κίνδυνο να θεωρηθούμε γραφικοί και παλιομοδίτες. – Αν και ειδικά στη μουσική, έχουμε πάρει την εκδίκησή μας: κανείς πια δεν αμφιβάλει για την αξία του βινυλίου.

    Χίλντα Παπαδημητρίου:  Όταν το αστυνομικό μυστήριο συναντά τη μουσική μυσταγωγίαΚεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας είναι ο αστυνόμος, ο οποίος στην πορεία της πλοκής εξελίσσεται από έναν εντελώς συμβατικό και μάλλον, ηττοπαθή και χαμηλής αυτοεκτίμησης χαρακτήρα, που ζει υπό τη σκέπη της αγίας μάνας, μεταμορφώνεται σ΄ ένα πιο δυναμικό άνθρωπο που δεν φοβάται να εκφραστεί,  να αντιμετωπίσει με περισσότερη κριτική ματιά τα πράγματα, ακόμη δεν φοβάται να ρισκάρει. Εν ολίγοις, ζει τη διαδικασία μίας καθυστερημένης εφηβικής επανάστασης κυρίως απέναντι στον εαυτού του. Είναι η άλλη πλευρά της παρέας του Φώντα. Και το ερώτημα αντιστρέφεται αφορώντας τους ανθρώπους που ζουν εντελώς απορροφημένοι από το σήμερα, μέσα σ’ ένα πλαίσιο καθωσπρεπισμού και κοινωνικής καθαρότητας αν και κατά πόσο είναι εφικτό να ανάψουν τη φλόγα μικρών προσωπικών επαναστάσεων;

    Απεχθάνομαι τη μοιρολατρία, πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν, να βελτιώσουν την εικόνα τους και τη ζωή τους – αν το θέλουν πραγματικά. Και μέσα σε κάποια όρια, φυσικά. Οι παλιές παρέες συχνά αποτελούν τροχοπέδη στην προσωπική μας εξέλιξη: η εικόνα που έχουν οι άλλοι για μας γίνεται πιο αληθινή από τον πραγματικό μας εαυτό. Στο τέλος των «Βινυλίων», ο Χάρης έχει αλλάξει λίγο, κάνει τα πρώτα διστακτικά βήματα προς την ουσιαστική ενηλικίωσή του. Δεν είναι πια ο «Άνθρωπος που δεν του Συμβαίνει Τίποτα». Στη διάρκεια του γραψίματος, συνειδητοποίησα ότι ήθελα τα «Βινύλια» να έχουν μια αισιόδοξη κατάληξη, να αφήνουν τον αναγνώστη μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Διότι οι μικρές προσωπικές επαναστάσεις εναπόκεινται σε μας, όχι σε μεσσίες και σωτήρες. Και γι’ αυτό ακριβώς είναι εφικτές.

    Διαβάζοντας το βιβλίο, σκεφτόμουν πως από τις σελίδες του, ξεπηδάει το σενάριο για μία πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογραφική ταινία. Τόσο η δομή του βιβλίου, όπου η μετάβαση από τη μία τοποθεσία στην άλλη, επί της ουσίας δημιουργεί υποενότητες, αλλά και η ατμόσφαιρα της αφήγησης  δημιουργεί έτοιμα καρέ για γύρισμα. Κατά τη συγγραφή, υπήρχε κάποια – έστω – υποψία σκέψης για κινηματογραφική μεταφορά ή αν είναι κάτι που θα σε ενδιέφερε για το μέλλον; Είτε σε ότι αφορά τη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη ενός υπάρχοντος βιβλίου ή η εξαρχής συγγραφή ενός κινηματογραφικού σεναρίου.

    Όταν έγραφα τα Βινύλια, δεν ήξερα καν αν θα βρω εκδότη. Πολλώ μάλλον, δεν μου είχε περάσει από το μυαλό η κινηματογραφική μεταφορά τους. Θα μου άρεσε πολύ κάτι τέτοιο – ποιος συγγραφέας δεν θέλει άλλωστε να δει τους ήρωές τους ζωντανεμένους στη μεγάλη οθόνη; Όσο για το σενάριο, η συγγραφή του απαιτεί τελείως διαφορετικούς κανόνες και μια τεχνική που δεν κατέχω. Ας μην ξεχνάμε ότι στο High Fidelity το σενάριο δεν είναι του Νικ Χόρνμπι· κάποιος λόγος θα πρέπει να υπάρχει γι’ αυτό.

    Χίλντα Παπαδημητρίου:  Όταν το αστυνομικό μυστήριο συναντά τη μουσική μυσταγωγία

    Πρόσφατα κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημά σου με τίτλο «Έχουν κακούς σκοπούς». Τίτλος που επίσης προδίδει μουσική, κι αφού έχουν κακούς σκοπούς, μάλλον κρύβει και μυστήριο και έγκλημα. Τι διαφορετικό θα βρει ο αναγνώστης σε αυτή τη δεύτερη μυθιστορηματική προσπάθεια;  Ο αστυνόμος Χαρίδημος θα έχει ξεπεράσει την προεφηβική ψυχοσύνθεσή του ή.. «ο αγώνας συνεχίζεται» ακόμη και για έναν εκπρόσωπο του νόμου;

    Και το δεύτερο βιβλίο πλέκει το μυστήριο με τη μουσική, αυτή τη φορά όμως εστιάζει στην ελληνική ροκ σκηνή από το 1975 και μετά. Ο Χαρίδημος έχει ωριμάσει αρκετά, στέκεται γερά στα πόδια του στον επαγγελματικό τομέα, αλλά του μένουν ακόμα μερικά θέματα να λύσει. Ο «αγώνας» δεν τελειώνει ποτέ, όσο ζούμε. Όποιος πιστεύει ότι τα έχει λύσει όλα, κοροϊδεύει απλώς τον εαυτό του. Κι ο Χάρης έχει επίγνωση των αδυναμιών του αλλά δεν το βάζει κάτω. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που δεν το βάζουν κάτω, που δεν συμβιβάζονται με αυτά που τους έτυχαν αλλά προσπαθούν να βελτιώσουν, όσο περισσότερο γίνεται, τον εαυτό τους και τη ζωή τους.

    Τα αναγνωστικό ταξίδι  στα αυλάκια των «Βινυλίων» θα σας γνωρίσει χαρακτήρες που ο καθένας θα σας θυμίσει πτυχές του εαυτού σας, θα σας προσφέρει μία γοητευτική περιπέτεια ενδεδυμένη μουσική που πλέον δεν ακούτε συχνά, με αναδρομές σε εποχές που αν ζήσατε θα νοσταλγήσετε κι αν δεν ζήσατε, θα τις ζηλέψετε και από προσωπική πείρα, θα σας ωθήσει να ακολουθήσετε σελίδα τη σελίδα, τον αστυνόμο Χάρη στη λύση ενός ακόμη μυστηρίου.

    Καλή ανάγνωση!

    Σημ.: Τη Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου στις 8.30 μμ, στην ταράτσα του ΠΟΛΥΧΩΡΟΥ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (Ιπποκράτους 118, 6ος όροφος,  Αθήνα) διοργανώνεται μια βραδιά με τη Χίλντα Παπαδημητρίου και τον αστυνόμο Χάρη Νικολόπουλου με αφορμή τη δεύτερη περιπέτειά του «Έχουν όλοι κακούς σκοπούς».





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    Administrator
    #27880   /   27.09.2013, 10:20   /   Αναφορά

    Ωραίο βιβλίο, το διάβασα πέρυσι το καλοκαίρι. Πράγματι θα μπορούσε να γίνει και ταινία.


    Ελπίζω να καταφέρω να διαβάσω και το καινούριο.


    Να 'σαι καλά Παναγιώτη, ευχαριστούμε για τη "γνωριμία" με τη Χίλντα Παπαδημητρίου.

    #27881   /   27.09.2013, 15:14   /   Αναφορά

    Συμπτωματικά, συζητούσα για τη Χίλντα και τα "Βινύλλια" προχθές το βράδυ. Όμορφο story! 

    Off the Record: Σε ποιο κάμπινγκ ήσουνα; Αγερανός; Κρόνος; Δίας; :Ρ

    CHE
    #27882   /   28.09.2013, 08:47   /   Αναφορά

    Το "Για Μια Χούφτα Βινύλια" το διάβασα πέρυσι. Μου άρεσε σαν βιβλίο, δεν μπορώ να πω όμως ότι με... απογείωσε ή με παρέσυρε (σε αντίθεση με το "High Fidelity", το οποίο ωστόσο είναι εντελώς διαφορετικό τόσο σαν γραφή όσο και σαν θέμα). Οφείλω να πω ότι η γραφή της Παπαδημητρίου είναι πολύ καλή, γνωρίζει πολύ καλά από μουσική και οι αποδόσεις της (μεταφράσεις) σε κείμενα άλλων είναι επίσης πολύ καλές.