Η μεγάλη αγάπη του Μάνου Ελευθερίου για την ανάγνωση εύλογα υπήρξε καθοριστική και στην προσωπική του δημιουργία.
Ο Μάνος Ελευθερίου εμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας με την ποιητική συλλογή «Συνοικισμός-ποιήματα 1954-1962», ιδιωτική έκδοση και εκτός εμπορίου. Έκτοτε το συγγραφικό του έργο απαριθμεί δέκα ποιητικές συλλογές, τέσσερα μυθιστορήματα, διηγήματα, μελέτες, λευκώματα, Μαρτυρίες-Ιστορικά, παιδικά, θεατρικά καθώς και περισσότερους από εξακόσιους μελοποιημένους στίχους από τους οποίους προέκυψαν δεκάδες κοσμοτραγουδισμένα τραγούδια.
Εφέτος, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, κυκλοφόρησε το βιβλίο «Μάνος Ελευθερίου, Τα λόγια και τα χρόνια, 1963-2013- Τα τραγούδια», έκδοση που εμπεριέχει το σύνολο σχεδόν του στιχουργικού του έργου. Η έκδοση αυτή παρέχει τη δυνατότητα να εξεταστεί και η στιχουργική πλευρά του Ελευθερίου, πλέον, ως κείμενο, ακόμα και αν πολλοί από τους στίχους -με το πέρασμα των χρόνων- είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένοι με τις μελωδίες και τις φωνές που τους τραγούδησαν, λειτουργούν, δηλαδή, ως ένα «σώμα».
Το γεγονός όμως οτι μόνο ελάχιστοι στίχοι -γύρω στους είκοσι- είναι γραμμένοι πάνω σε δοσμένες μελωδίες καθώς και το οτι η λογοτεχνική αξία μεγάλου μέρους αυτών των στίχων είναι, πλέον, αναγνωρισμένη, μάς επιτρέπουν να θεωρήσουμε το στιχουργικό corpus του Ελευθερίου σαν ένα είδος αυτόνομου ποιητικού λόγου στο οποίο επιτρέπεται η ανάλυση περιεχομένου με φιλολογικούς και κριτικούς όρους. Το παρόν, λοιπόν, άρθρο εστιάζει στις ποιητικές συγγένειες και καταβολές που παρουσιάζει η στιχουργική του Μάνου Ελευθερίου.
Κατ' αρχάς βρίσκουμε την επίδραση των δημοτικών τραγουδιών, μια επίδραση που παρατηρείται ή πρέπει να παρατηρείται σε κάθε «υποψιασμένο», φέρελπι ή ώριμο στιχουργό. Αρχή της ισομετρίας στους στίχους του, εφαρμογή του νόμου της τριαδικότητας: «Το 'να ποτάμι ήταν θολό και τ' άλλο αγριεμένο/ το τρίτο έσερνε καημούς και δάκρυ μαυρισμένο» (Τρία ποτάμια), χρήση των μοτίβων των δημοτικών μοιρολογιών: «Στου πικραμένου την αυλή/ βγαίνει ξερό χορτάρι (Στου πικραμένου την αυλή), συλλογικό βίωμα. Τα δε τραγούδια-ποταμοί του, Μαλαματένια Λόγια, Τα λόγια και τα χρόνια, Δίκοπη ζωή, θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν ως σύγχρονα δημοτικά τραγούδια και να ενταχθούν στην ανώνυμη ποιητική παράδοση, εκπορευόμενα από την αιώνια ποιητική βρυσομάνα.
Η αγάπη του Ελευθερίου για τον Σολωμό και τον Κάλβο είναι πολλάκις διατυπωμένη και από τον ίδιο σε συνεντεύξεις του αλλά και διανθισμένη άμεσα και έμμεσα στα ποιητικά του έργα π.χ. «Ο αυτοκράτωρ πίσω απ’ το ναδίρ./ Ο Σολωμός κι ο Κάλβος. Η Σελήνη.» («Νοητός Λύκος», Μεταίχμιο, 2010). Η έμμεση επιρροή τους στους στίχους του για τραγούδια έγκειται από την πλευρά του Σολωμού, τόσο σε στιχουργικές τεχνικές (όπως δεκαπεντασύλλαβος) αλλά κυρίως στην επικοτραγικού περιεχομένου λυρική στιχουργική και στη μουσικότητα των λέξεων του Ελευθερίου τα οποία τέμνονται με την ποίηση του Ζακυνθινού ποιητή βλ. όλη η «Θητεία». Από την πλευρά του Κάλβου, επιρροή υπάρχει ως προς τα σύνθετα επίθετα και τον «πολιτικό λυρισμό» του καθώς -όπως και στην περίπτωση του Σολωμού- στην ανάδειξη του '21 ως ενθικοπατριωτικού αλλά πρωτίστως συμβολικού απελευθερωτικού αγώνα: «Εγώ τότε κοιμόμουνα στο φως του Εικοσιένα» (Ρόζα Λούξεμπουργκ) και «Τ' αηδόνια πια δεν θα 'ρθουν στην Ιθάκη/ μα πέρασμα θα έχει η ζωή/ ο κόσμος όλος είναι μια γιορτή/ απ' την Τριπολιτσά στο Δερβενάκι/ Της λησμονιάς το χόρτο δεν φυτρώνει/ στα Γιάννενα, στην Άρτα, στο Μωριά/ σαν αγκαλιά και σαν κληματαριά/ ο δεκαπεντασύλλαβος απλώνει.» (Στην Ιθάκη)
«Και πάρε δεντρολιβανιά, μυρτιά και πικροδάφνη/ του Μακρυγιάννη το καημό και δεκαπέντασύλλαβο/ να βρεις αρχή και άκρη» (Η κιβωτός). Ο Ελευθερίου μέσα στη δεκάδα των αγαπημένων του βιβλίων αναφέρει πάντα τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη. Το δε όνομά του μνημονεύεται αρκετές φορές μέσα στους στίχους του (π.χ. «Χρονιές στο σεργιάνι/ με τον Μακρυγιάννη και στο μαξιλάρι/ κρυφός ποταμός») έχει μάλιστα δώσει και τον τίτλο σε έναν ολόκληρο δίσκο, του 1979: «Γράμματα στο Μακρυγιάννη και άλλα λαϊκά» (σύνθεση: Ηλίας Ανδριόπουλος). Το πνεύμα, λοιπόν, του Μακρυγιάννη πλανάται πάνω από αρκετούς στίχους του Ελευθερίου ή -κυρίως- χρησιμοποείται συμβολιστικά.
Ο Κωστής Παλαμάς, επίσης, είναι ένας ποιητής που τον έχει «στοιχειώσει: «Θέλω να κτίσω ένα σπιτάκι/ στη μοναξιά και στη σιωπή...Εκεί το σπίτι μου θα χτίσω/ με μια βρυσούλα στην αυλή,. πάντα η γωνιά του θα καπνίζει/ κι η θύρα του θα' ναι ανοιχτή» γράφει ο Παλαμάς στο ποιήμά του «Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι» και ο Ελευθερίου: «Θα κτίσω και σπιτάκι/ μ΄εφτά τις κλειδαριές/ κι εφτά χρυσές σημαίες για τις κακοκαιριές [..] Θα 'χω κι ένα κηπάκι/ και μια μικρή αυλή/ να πίνω καφεδάκι/ με την ανατολή» (Πάντα, πάντα εσύ). Ο Ελευθερίου αρέσκεται, επιπλέον, στις δια ζώσης συνομιλίες του, να υπενθυμίζει την επιλογή του Παλαμά να αποκαλεί τα ποίηματά του «τραγούδια». Τέλος είναι χαρακτηριστικό και των δύο -θυμίζουμε τη «Φλογέρα του Βασιλιά» του Παλαμά- η ανάμνηση της Πόλης και η «ζωντανή» Ιστορία του Βυζαντίου. Γράφει ο Ελευθερίου «Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει/ μες στα στενά του Κάτω Κόσμου να σε βρει/ Και δεκατρεις αιώνες άνεργος γυρεύει» (Του Κάτω Κόσμου τα πουλιά), «Σμύρη, Κωνσταντινούπολη και Αλεξάνδρειά μου, σεργιάνι στο Παράδεισο/ σας έβγαλε η καρδιά μου» (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη) «Με πιάσανε Σαρακηνοί/ και με πουλούν Αγαρηνοί/ για τον καημό μου εκείνο» (Με πιάσανε Σαρακηνοί) κ.ά.
Έκδηλο στο στιχουργικό έργο του Ελευθερίου είναι και το «καρυωτακικό» πνεύμα. Το 1962 στην εφ. ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ο Δ. Π. Κωστελένος έγραφε την πρώτη κριτική για την πρώτη ποιητική συλλογή του Μάνου Ελευθερίου, «Συνοικισμός» σημειώνοντας: «Πικρός, μα πολύ πικρός ποιητής ο Μάνος Ελευθερίου στο πρωτοφανέρωμά του. Άτεγκτος στην ήττα του που την πιστεύει ήττα όλων μας. Στην ήττα της παραδοχής μιανού κύκλου ευαισθησίας σαν σκοπού της ζωής. [..] Η ευαισθησία: καταγωγή της Γνώσης. Γιατί μόνο έτσι θα «ξέρεις ποιος είσαι» μια μέρα και ποιο είνε τ' όνομά σου..[..] Γιατί είνε σιγουρα «δύσκολη» η ποίηση του Μάνου Ελευθερίου. Η πρώτη επαφή μαζί του μας δημιουργεί μια υποψία πως αυτά όλα είν' επικίδυνα τεχνητά. Αργότερα μόνο θα καταλάβουμε, σαν με πιότερη προσοχή θα σκύψουμε κοντά του -έτσι που άλλωστε ταιριάζει να γίνεται!- πόσο μετουσιωμένος είνε. Και τότε θα διακρίνουμε κείνο το χαμόγελο σφραγίδα, πίκρας κι ειρωνείας πάνω στα χείλη του».
Αντίθετα ο στενός φίλος του Ελευθερίου και πρόωρα χαμένος ποιητής και κριτικός θεάτρου, Γιάννης Βαρβέρης, επισημαίνει για το «καρυωτακικο» ύφος της ποίησης του Ελευθερίου:
«Όλος ο Ελευθερίου ανήκει με διακριτικό φανατισμό στην παρακμή. Την παρακμή αυτή εξοστρακίζουν στα ποιήματά του ένας σπάνιος λυρισμός χωρίς ίχνος γλυκερότητας και ένας απαρηγόρητος σπαραγμός χωρίς ίχνος ταπεινού παραπόνου και ιδίως χωρίς ελπίδα. Ο πληθυσμός του συνίσταται σε ανθρώπους κυνηγημένους ή πικραμένους, ανεξαρτήτως τάξεως, χρόνου ή χώρου. Ο χώρος πάντως είναι συνηθέστατα αστικός και κατά προτίμηση εντοπίζεται σε πλοία, σε μπαρ, σε καφενεία, όπου η ματαίωση, η μνήμη ή η φωτογραφία ευδοκιμούν κι ανθίζουν ευκολότερα. Καθώς οι συλλογές προχωρούν ο Ελευθερίου συμμετέχει και σε μια πεισιθανάτια διάθεση, λυρική αλλά όχι καρυωτακική και με γενναιότητα αποτραβηγμένη «δίχως των δειλών τα παρακάλια και παράπονα».
Στους στίχους όμως του Ελευθερίου θα λέγαμε οτι η «καρυωτακικη» διάθεση είναι παρούσα αφού, εκτός των άλλων, απουσιάζουν -όπως και στον Καρυωτάκη- ο αισθηματισμός και η φιλαρέσκεια και μνημονεύεται το άδοξο και το ασήμαντο παράλληλα με τα μεγάλα γεγονότα της Ιστορίας. Τον ίδιο τον ποιητή, τέλος, τον μνημονεύει με το όνομά του στο ποίημα -που γίνεται τραγούδι από τον Θάνο Μικρούτσικο-: Κώστα Μίχο γιατί κρύβεις τ’ όνομά σου;/ Στα καφενεία που συχνάζεις δεν κατοικούν οι παντοκράτορες/ Κώστας Καρυωτάκης γράφει κι η ταυτότητά σου/ πρίγκηπας επάγγελμα, πρίγκηπας για τη γενιά σου. (Κώστας Μίχος)
Η επικοικοδομητική συνομιλία του Ελευθερίου με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη συνεχίζεται και στους στίχους του. Θυμίζουμε την ποιητική συλλογή του Ελευθερίου, «Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου», α΄ έκδοση 1975. Για αυτή τη συλλογή είχε γράψει ο Γιώργος Ξενάριος, στο ένθετο «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, το 2002: «Ο Ελευθερίου συλλέγει και επεξεργάζεται σχεδόν όλα τα παραδεδομένα στοιχεία για τον Α. Παπαδιαμάντη: την ταπεινότητα, την πτωχεία, την αποστροφή του προς τους δυνατούς, την άκαμπτη προσήλωσή του στα μικρά και καθημερινά κ.λπ. Θυμώνει πραγματικά με τη μεταχείριση που του επιφυλάσσουν πολλοί συγκαιρινοί του, μοιράζεται μαζί του μια σχεδόν απέχθεια για το σώμα και μια οικειότητα με την ψυχή, αλλιώς: την κατάφαση προς το Ακίνητο και το Αιώνιο· τον θαυμάζει χωρίς να τον αγιοποιεί.»
Έτσι, λειτουργεί και στους δικούς του στίχους και επηρεάζεται άλλοτε άμεσα: για παράδειγμα, το διήγημα «Η Γλυκοφιλούσα» του Παπαδιαμάντη (1894) γίνεται το τραγούδι «Γλυκοφιλούσα Παναγιά» του Ελευθερίου: «Γλυκοφιλούσα Παναγιά/ Μάνα μου κι οδηγήτρα μου» (Αρκαδία) και άλλοτε έμμεσα κυρίως στο κοινό τρόπο ηθογραφίας των προσώπων και του καιρού τους. Και βεβαίως στη ιδιαίτερη θέση που καταλαμβάνουν στο έργο τους η μάνα και η μάνα του Χριστού.
Ο Ελευθερίου αφομοιώνει δημιουργικά -έστω και σε ένα βαθύτερο και όχι τόσο οφθαλμοφανές επίπεδο- τη ποίηση και του Κωνσταντίνου Καβάφη: π.χ. «Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος/ σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·/ με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά./ Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια/ σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια/ που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά» γράφει στο ποίημα «Ένας γέρος», το 1897 ο Καβάφης και ο Ελευθερίου σαν εμπνεόμενος: «Οι γέροι όταν σε κοιτούν δεν βλέπουν μόνο εσένα/ Τους κόσμους που περπάτησαν κοιτούν σ’ άλλους καιρούς/ Πενθούν γι’ αυτά που θα `ρθουνε, πενθούν για τα κλεμμένα/ με τους αγγέλους στέλνουνε μπιλιέτα στους θεούς». (Οι γέροι).
Συναντάμε, επίσης, στους στίχους του τον Δάντη και τη Θεία Κωμωδία του: ««Εγώ οδηγώ μες στη θλιμμένη χώρα» (Ο λόγος ο στερνός) καθώς και τον Μίλτο Σαχτούρη: «Ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα/ όλοι πυροβολούσαν» γράφει ο Σαχτούρης στο ποίημα «Μάχη», 1948 και ο Ελευθερίου: «Κι από ψηλά στα παράθυρα πυροβολούσαν οι φασίστες» (Ψηλά στα παράθυρα). Αναγνωρίζουμε τον Γιώργο Σεφέρη: «Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου για φυλαχτό» (Τώρα που θα φύγεις) αλλά και τα «μαλάματα» του Βάρναλη και όχι του Σεφέρη: «Να σ' αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω, / απ' το βουνό ψηλά / στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω/ απ' τα μαλάματά σου τα πολλά. Αυτοί οι στίχοι του Βάρναλη τον στοιχειώνουν από νωρίς. Και έτσι ο Ελευθερίου γράφει: «Μαλαματένια λόγια στο μαντίλι», «Κι όπου 'ναι κείνος που πονά μαλαματένια βρύση», «Πουλί μαλαματένιο μες τα δίχυτα», «Μαλαματένια λέπια είχε το σώμα σου», το «Μες τα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά», «Δίπλα στον Παντοκράτορα μαλαματένια βρύση», «Κι από του Μάη μήνα τα μαλαματικά»,«Θα στείλω μάγια μυστικά/ γραφή μαλαματένια», «χιόνι παλιό και μάλαμα, σαν ακριβή φιλιά» κ.ά.
Τέλος, παρόντα στους στίχους του και τα Βιβλικά Κείμενα: «Δέντρο μυστικό του Παραδείσου», «Μάννα, το μάννα τ΄ ουρανού/ δέντρο του Παραδείσου», «Κάμαρες που μύριζαν λιβάνι/ και του Ιορδάνη το νερό», «Στα νερά του Ιορδάνη», «Άγγελος θανάτου μου ζέσταινε το στρώμα μου», «Μη πετάτε τη ψυχή σας στα σκυλιά» όπως και η έμπνευση από το Τροπάριο της Κασσιανής: «Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας» όταν γράφει: «Τη νύχτα που' χεις μέσα σου τη λες με τ' όνομά σου» («Χρόνια σαν τριαντάφυλλα»). Όπως εύστοχα σχολιάζει ο Γιάννης Βαρβέρης: «Τον βοηθάει ένα από την πρώτη νεότητα επισημασμένο θρησκευτικό συναίσθημα που όμως περισσότερο θεολογεί παρά θρησκεύεται. Και τούτο επειδή το «θεολογείν» έχει, αντίθετα προς το «θρησκεύεσθαι» μια πλατειά ελευθερία και μια αφείδώλευτη διαθεσιμότητα που τόσο του ταιριάζουν».
Η μεγάλη αγάπη του Μάνου Ελευθερίου για την ανάγνωση εύλογα υπήρξε καθοριστική και στην προσωπική του δημιουργία. Σε μια ενδελεχέστερη μελέτη θα μπορούσε ακόμα κανείς να επισημάνει στους στίχους του την παρουσία ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, των Γάλλων ρομαντικών, τους υπερρεαλιστές [π.χ ο πρώιμος Ελύτης: «Γαλάζια πεύκα τρέχουν στο μυαλό μου» (Η εκδρομή)] και ασφαλώς των θεατρικών συγγραφέων αρχής γενομένης από τον Σαίξπηρ και τον «Άμλετ» του κ.ά. Θα μπορούσε ασφαλώς να επισημάνει και τη σχέση του με τους λαϊκούς μας στιχουργούς, την Ευτυχία Παπαγιανοπούλου, τον Άκη Πάνου, τον Πυθαγόρα κ.ά. Όλα αυτά βεβαίως φιλτραρισμένα με το δικό του τρόπο, εξαιτίας του οποίου κατέχει, πλέον, μια βαρυσήμαντη θέση μέσα στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού και γενικότερα της λογοτεχνίας.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#28758 / 09.06.2014, 11:11 / Αναφορά Μέγας! Εύγε Σπυρο για άλλη μια φορά. |