Το «Comfortably Numb» περιλαμβάνεται στο δίσκο των Pink Floyd «The Wall», που κυκλοφόρησε το 1979.
Ενώ τα περισσότερα τραγούδια του «The Wall» γράφτηκαν από τον Roger Waters, το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής του «Comfortably Numb» γράφτηκε από τον David Gilmour, ο οποίος ηχογράφησε ένα οργανικό demo του τραγουδιού κατά το τελευταίο στάδιο της ηχογράφησης του πρώτου του σόλο δίσκου («David Gilmour», 1978). Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του «The Wall», ο Gilmour έφερε τη μουσική στα υπόλοιπα μέλη των Pink Floyd και ο Roger Waters έγραψε τους στίχους και κάποιες επιπρόσθετες νότες δίνοντας προσωρινά τον τίτλο «The Doctor» που στη συνέχεια άλλαξε σε «Comfortably Numb». Έτσι, το τραγούδι αυτό είναι το ένα από τα μόλις τρία τραγούδια του «The Wall» όπου ως δημιουργοί αναφέρονται οι David Gilmour και Roger Waters.
Όπως όλα τα τραγούδια του «The Wall», έτσι και το «Comfortably Numb» λέει ένα μέρος της ιστορίας του Pink, του πρωταγωνιστή του άλμπουμ, κι έχει να κάνει με τη μάχη του Pink να χειριστεί τον κόσμο. Οι στίχοι χαρακτηρίζονται από τη συνομιλία και την αλληλεπίδραση μεταξύ του γιατρού (Roger Waters) και του Pink (David Gilmour).
Οι πρώτοι στίχοι περιλαμβάνουν δύο ερωτήσεις: «Isthereanybodyinthere?» και «Isthereanyoneathome?». Αυτές οι δύο ερωτήσεις αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αντιστροφή των τίτλων των τραγουδιών «Is There Anybody Out There?» και «Nobody Home» που περιλαμβάνονται επίσης στο «The Wall» και προηγούνται του «Comfortably Numb».
Επειδή η μουσική των Pink Floyd είναι δημοφιλής στην κουλτούρα των ναρκωτικών, υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ακράδαντα ότι το τραγούδι μιλάει για ναρκωτικά και για ουσίες που επηρεάζουν τη λειτουργία του μυαλού. Κάποιοι το προχώρησαν ακόμα πιο πέρα, λέγοντας ότι ο Roger Waters παραδέχτηκε ότι έγραψε τους στίχους ενώ έκανε χρήση ναρκωτικών. Υπάρχει επίσης η πεποίθηση ότι το τραγούδι αυτό είναι αντιπροσωπευτικό μίας ψυχολογικής κατάρρευσης, παρόμοιας με αυτή που βίωσε ο Syd Barrett (ιδρυτικό μέλος των Pink Floyd που αποχώρησε από το συγκρότημα το 1968).
Ο Roger Waters είπε ότι οι στίχοι μεταφέρουν δύο προσωπικές του εμπειρίες. Η πρώτη εμπειρία προέρχεται από τον καιρό που ήταν παιδί και ήταν άρρωστος με πυρετό έχοντας παραληρήματα. Ο ίδιος είπε στο περιοδικό Mojo (Δεκέμβριος 2009) ότι οι στίχοι «WhenIwasachildIhadafever / Myhandsfeltjustlikethetwoballoons» είναι αυτοβιογραφικοί. Και εξήγησε: - Θυμάμαι ότι είχα γρίπη ή μόλυνση με έναν πυρετό 40,5 και έπεφτα σε παραλήρημα. Δεν ήταν ότι τα χέρια μου έμοιαζαν με μπαλόνια, αλλά φαινόντουσαν πολύ πιο μεγάλα και ήταν τρομακτικό. Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι αυτοί οι στίχοι αναφέρονται στον αυνανισμό. Ο Θεός ξέρει γιατί!
Η δεύτερη εμπειρία κρύβεται πίσω από τον στίχο «That'llkeepyougoingthroughtheshow», που αποτελεί μία έμμεση αναφορά σε ένα γεγονός που συνέβη στις 29 Ιουνίου 1977. Τότε οι Pink Floyd έδιναν συναυλία στο Spectrum της Philadelphia στο πλαίσιο της περιοδείας In The Flesh, αλλά ο Waters είχε έντονες κράμπες στο στομάχι και πίστευε ότι ήταν αδύνατο να παίξει. Στα παρασκήνια απευθύνθηκε σ’ ένα γιατρό, ο οποίος του έδωσε ένα ηρεμιστικό για να απαλύνει τον πόνο νομίζοντας ότι ήταν κάποια διαταραχή του στομάχου από τροφική δηλητηρίαση (αργότερα ο Waters ανακάλυψε ότι είχε ηπατίτιδα). Roger Waters: Μου έδωσε κάτι που, τ’ ορκίζομαι στο Θεό, θα μπορούσε να σκοτώσει έναν γαμ… ελέφαντα! Έπαιξα σε όλη τη συναυλία ενώ μόλις μετά βίας σήκωνα το χέρι μου πάνω από το γόνατο. Μου είπε ότι ήταν μία μυοχαλαρωτική ουσία αλλά με κατέστησε σχεδόν αναίσθητο.
Για τον Roger Waters εκείνες οι δύο ώρες της συναυλίας στη Φιλαδέλφεια φάνηκαν σαν δύο αιώνες. Τα χέρια του ήταν μουδιασμένα «σαν δύο παιδικά μπαλόνια». Ήταν ανήμπορος να συγκεντρωθεί, αλλά συνειδητοποίησε ότι το κοινό δεν έδινε σημασία επειδή ήταν τόσο απασχολημένο με τα ουρλιαχτά ώστε ο ίδιος μπορούσε να ήταν «βολικά ναρκωμένος» (comfortably numb). Η εμπειρία αυτή του έδωσε την ιδέα που μετουσιώθηκε σε στίχο. Όπως στο μεγαλύτερο μέρος του «The Wall», έτσι και στο «Comfortably Numb» ο Waters χρησιμοποιεί αυτοβιογραφικά γεγονότα για να καταδείξει την αποξένωση μεταξύ του κοινού και του συγκροτήματος.
Από συνθετικής πλευράς, το τραγούδι ξεκινάει με μία καταθληπτική συγχορδία σε Σι Ελάσσονα (B minor), με τον Roger Waters να κάνει τα φωνητικά και να δίνεται μία κρύα αίσθηση στο τραγούδι. Μετά από αυτή την αίσθηση του ψυχρού αέρα, μπαίνει το φωνητικό μέρος του David Gilmour γραμμένο σε πιο χαρούμενη συγχορδία και συγκεκριμένα σε Ρε Μείζονα (D major). Αυτό το μέρος δίνει μία πιο φυσική και ζεστή αίσθηση. Ταυτόχρονα, όμως, οι στίχοι είναι καταθλιπτικοί. Το πρώτο σόλο του Gilmour είναι κι αυτό γραμμένο σε Ρε Μείζονα. Όμως το δεύτερο σόλο, που οδηγεί στο φινάλε, είναι γραμμένο σε Σι Ελάσσονα όπως τα κουπλέ. Το «Comfortably Numb» είναι το ένα από τα μόλις δύο τραγούδια του δίσκου που είναι αυτοτελή και δεν εισέρχονται ή εξέρχονται μιξαρισμένα με άλλο τραγούδι (το άλλο αυτοτελές κομμάτι είναι το «Mother»). Σ' αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι στην έκδοση του βινυλίου είναι το τελευταίο τραγούδι της πρώτης πλευράς του δεύτερου δίσκου κι έτσι υπήρχε διακοπή της μουσικής. Επίσης είναι και το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι του άλμπουμ, με διάρκεια 6:23 (ακολουθεί το «Mother» με 5:32). Ο Gilmour και ο Waters διαφώνησαν σχετικά με το πως έπρεπε να ηχογραφήσουν το τραγούδι. Ο Gilmour προτιμούσε ένα Hard Rock στυλ στα κουπλέ ενώ ο Waters και ο παραγωγός Ezrin προτιμούσαν μία πιο αργή και ορχηστρική εκτέλεση. Τελικά αποφάσισαν να ανοίξει ο Waters το τραγούδι και να το κλείσει ο Gilmour με ένα τελικό σόλο. Ο Gilmour είπε αργότερα: - Διαφωνήσαμε πάνω στο «ComfortablyNumb» σαν τρελοί. Πραγματικά είχαμε έναν μεγάλο καυγά που τράβηξε για πολύ καιρό.
Ο Bob Ezrin, ο οποίος έπαιξε το ρόλο του διαιτητή -και όχι μόνο- θυμάται σχετικά: - Η δουλειά μου ήταν να μεσολαβήσω μεταξύ δύο κυρίαρχων προσωπικοτήτων. Έδωσα μάχη για την εισαγωγή της ορχήστρας σ' αυτή την ηχογράφηση. Αυτό έγινε μεγάλο θέμα στο «ComfortablyNumb», το οποίο ο Dave(Gilmour) το ήθελε πιο γυμνό. Ο Rogerτάχθηκε με το μέρος μου. Έτσι το τραγούδι έγινε μετά από πραγματική συνεργασία: είναι η μουσική του David, οι στίχοι του Rogerκαι η ορχηστρική μου έναρξη.
Κάπως έτσι η ηχογράφηση του «Comfortably Numb», με παραγωγούς τους Bob Ezrin, David Gilmour, James Guthrie και Roger Waters, κράτησε από τον Απρίλιο έως το Νοέμβριο του 1979. Στην ηχογράφηση συμμετείχαν ο Roger Waters (στίχοι, φωνητικά στα κουπλέ, μπάσο), ο David Gilmour (μουσική, φωνητικά στη γέφυρα και στα ρεφρέν, ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο, synthesizer Prophet-5), Nick Mason (drums), Richard Wright (όργανο), Lee Ritenour (ακουστική κιθάρα) και ο Michael Kamen (ενορχήστρωση). Ο David Gilmour θεωρεί ότι το «Comfortably Numb» μπορεί να διαιρεθεί σε δύο τμήματα, το σκοτεινό και το φωτεινό. Το σκοτεινό είναι το μέρος που τραγουδάει ο Waters («Hello, isthereanybodyinthere…») και το φωτεινό είναι το μέρος που τραγουδάει ο Gilmour («WhenIwasachild…»). Για την υποστήριξη του φωνητικού μέρους του Gilmour, ο ίδιος μαζί με τον εποχιακό κιθαρίστα Lee Ritenour χρησιμοποίησαν ακουστικές κιθάρες. Για το εκπληκτικό σόλο στην κιθάρα, ο David Gilmour χρησιμοποίησε μία σκληρή πένα για να παίξει την FenderStratocasterκιθάρα του με λαιμό από σφεντάμι. Επίσης χρησιμοποίησε ένα Big Muff, έναν ενισχυτή Hiwatt για το delay και ένα περιστρεφόμενο ηχείο Yamaha RA-200. Όμως, όπως λέει και ο Bob Ezrin: - Με τον Gilmourο εξοπλισμός είναι δευτερεύον ζήτημα. Μπορείς να του δώσεις ένα γιουκαλίλι κι αυτός θα το κάνει ν' ακούγεται σαν Στραντιβάριους!
Σε μία συνέντευξή του στο περιοδικό Guitar World (Φεβρουάριος 1993), ο David Gilmour είπε ότι δεν του πήρε πολύ ώρα για να φτιάξει το σόλο: - Απλά μπήκα μέσα στο στούντιο και ξεπέταξα 5-6 σόλο. Από κει και πέρα ακολούθησα τη συνηθισμένη διαδικασία μου, που είναι ν’ ακούσω ξανά κάθε σόλο και να σημειώσω τα καλύτερα σημεία. Με άλλα λόγια, κάνω ένα διάγραμμα βάζοντας τικ και σταυρούς σαν να βαθμολογώ: δύο τικ αν είναι πολύ καλό, ένα αν είναι καλό και σταυρός αν δεν είναι καλό. Κατόπιν ακολουθώ το διάγραμμα διαλέγοντας τα καλύτερα μέρη και πηδώντας από φράση σε φράση προσπαθώ να κάνω ένα πραγματικά καλό σόλο από την αρχή ως το τέλος. Έτσι κάναμε το «ComfortablyNumb». Δεν ήταν τόσο δύσκολο αλλά μερικές φορές βρίσκεις τον εαυτό σου να πηδάει από τη μία νότα στην άλλη μ’ έναν αφύσικο τρόπο. Τότε πρέπει να βρεις μία μετάβαση που να ηχεί πιο φυσική.
Ο Phil Taylor, τεχνικός των Pink Floyd, σε μία συνέντευξή του στο περιοδικό Guitar World (Σεπτέμβριος 1994) είπε σχετικά: - Αυτό το τραγούδι είναι πραγματικά ο DavidGilmour. Είναι προφανές ότι χρησιμοποίησε διάφορα εφέ, όπως ένα BigMuffκαι delay, αλλά στην πραγματικότητα είναι τα δάχτυλά του, το βιμπράτο του, οι νότες που επιλέγει και το πως στήνει τα εφέ του. Θεωρώ ότι είναι εντυπωσιακό που υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι μπορούν να αντιγράψουν τον ήχο του χρησιμοποιώντας τα ίδια εργαλεία. Στην πραγματικότητα, δεν έχει σημασία πόσο καλά μπορείς να αντιγράψεις τον εξοπλισμό, αφού δεν θα είσαι ποτέ σε θέση να αντιγράψεις την προσωπικότητα.
Όταν ολοκληρώθηκε η ηχογράφηση με δύο λήψεις, ο Waters και ο Gilmour είχαν μία διαφωνία σχετικά με το ποια λήψη θα χρησιμοποιούσαν στο άλμπουμ. Τελικά συμβιβάστηκαν συνδυάζοντας και τις δύο. Ο David Gilmour είπε σχετικά: - Υπήρχαν δύο ηχογραφήσεις του τραγουδιού, πάνω στις οποίες διαφωνήσαμε εγώ και ο Roger. Τη μουσική την έγραψα όταν ετοίμαζα τον πρώτο μου σόλο δίσκο. Αλλάξαμε το κλειδί της εισαγωγής του τραγουδιού. Τα κουπλέ έμειναν ακριβώς ίδια. Κατόπιν έπρεπε να προσθέσουμε κάτι ακόμα, επειδή ο Roger ήθελε να βάλει το στίχο «Ihavebecomecomfortablynumb». Πέραν αυτού, ήταν πολύ εύκολο να γραφτεί. Αλλά οι διαφωνίες πάνω σ’ αυτό είχαν να κάνουν με το πώς θα έπρεπε να γίνει η μίξη και ποια λήψη θα χρησιμοποιούσαμε. Κάναμε μία λήψη όπου πίστευα ότι τα drums του NickMason ήταν υπερβολικά σκληρά και άτσαλα. Κάναμε άλλη μία και πίστευα ότι η δεύτερη λήψη ήταν καλύτερη. Ο Rogerδιαφώνησε. Το θέμα ήταν περισσότερο εγωιστικό παρά οτιδήποτε άλλο. Βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο για ένα τόσο δευτερεύον πράγμα. Σήμερα δεν θα μπορούσα πιθανώς να βρω τη διαφορά ανάμεσα στις δύο εκδοχές. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα έκλεισε συνδυάζοντας και τις δύο εκδοχές.
Το «Comfortably Numb» κυκλοφόρησε σε single έχοντας στη β' πλευρά το «Hey You». Στην εκτέλεση του single, το τραγούδι είναι σημαντικά μικρότερο σε διάρκεια αφού διαρκεί 3:59, ενώ στο δίσκο έχει διάρκεια 6:23. Εντούτοις στο διαφημιστικό single, που δεν κυκλοφόρησε ποτέ, στη δεύτερη πλευρά είχε την εκτέλεση του δίσκου.
Το «Comfortably Numb» συμπεριλήφθηκε στην ταινία του Alan Parker «The Wall» (1982), σε μία σκηνή όπου μέσα σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου ο κύριος χαρακτήρας, ο ροκ σταρ ονόματι Pink (τον οποίο υποδύεται ο Bob Geldof των Boomtown Rats), αισθανόμενος εντελώς απομονωμένος από την κοινωνία και μην αντέχοντας τις πιέσεις της ζωής ενός ροκ σταρ, χάνει το μυαλό του και μπαίνει σε μία κατατονική κατάσταση πριν από μία συναυλία. Στο τέλος του προηγούμενου τραγουδιού, «Bring The Boys Back Home», ο Pink ρωτάει «Isthereanybodyoutthere?» και τότε μπαίνει το «Comfortably Numb», το οποίο αρχίζει με ένα κατηφές μπάσο, λιτά drums και κιθάρες που τρεκλίζουν, ώστε να απεικονιστεί μουσικά η μετατόπιση της συνείδησης του Pink και η συγκεχυμένη αντίληψη ότι του μιλάνε έξω από τον διανοητικό του τοίχο και ταυτόχρονα εντός του φυσικού τοίχου του δωματίου του. Περιέργως, οι στίχοι ξεκινούν με μία αντιστροφή της ερώτησης του Pink. Όταν ο γιατρός, με τη φωνή του Roger Waters, ρωτάει «Hello? Isthereanybodyinthere?», εν αγνοία του αντιπαραθέτει τις φράσεις «outthere» και «inthere» και συνεπώς τονίζει το διαχωρισμό ανάμεσα στην πραγματικότητα του έξω κόσμου και το εσωτερικό άδυτο του Pink. Στην ουσία το τραγούδι περιγράφει την αντιπαράθεση του Pink με τον γιατρό και υπαινίσσεται την ένταση μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου. Σαν σε απάντηση των επαναλαμβανόμενων ερωτήσεων του Pink, η ξαφνική φωνή του γιατρού διαβεβαιώνει τον ακροατή και τον Pink ότι ναι, κάποιος είναι «εκεί έξω», αν και όπως θα φανεί αργότερα η «βοήθεια» που φέρνει ο γιατρός δεν είναι αυτή ακριβώς που θα αποκαλούσαμε σωτηρία από τον τοίχο που είχε στο μυαλό του ο Pink.
Στη συνέχεια ο γιατρός ρωτά «Isthereanyoneathome?», αντικατοπτρίζοντας ειρωνικά τα υπαρξιακά ερωτήματα που έθεσε ο Pink στο «Nobody Home» σχετικά με την πνευματική του υγεία και το ταξίδι του με σκοπό να επαναξιολογήσει τις ξεθωριασμένες του ρίζες («and I gotfadingroots», έλεγε στο «Nobody Home»). Όμως το συναισθηματικό ταξίδι του Pink προς το παρελθόν διακόπτεται απότομα όταν εισβάλλουν μέσα στο δωμάτιο ο μάνατζερ του Pink (Bob Hoskins), o διευθυντής του ξενοδοχείου (Michael Ensign), ο γιατρός και άλλοι και τον βρίσκουν να κάθεται σχεδόν αναίσθητος σε μια καρέκλα. Καθώς οι νοσοκόμοι προσπαθούν να συνεφέρουν τον Pink, ο μάνατζερ τον επιπλήττει παραπονούμενος ότι ποτέ δεν τον συμπάθησε. Ο διευθυντής του ξενοδοχείου παρατηρεί την ακαταστασία του Pink αλλά ο μάνατζέρ του τον καλύπτει λέγοντας ότι είναι καλλιτέχνης. Στη συνέχεια υπάρχει μία σκηνή στην οποία ο μάνατζερ και ο γιατρός έχουν μία διαφωνία πάνω από τον άψυχο σχεδόν Pink. Ο μάνατζερ λέει στον γιατρό ότι ο Pink είναι ασθματικός αλλά ο γιατρός δεν τον πιστεύει. Με άλλα λόγια, ο μάνατζερ κατασκεύασε ένα ψέμα προκειμένου ο γιατρός να δώσει ένα φάρμακο στον Pink που θα τον ξύπναγε και θα τον έκανε να σταθεί ξανά στα πόδια του («getyouonyourfeetagain»). Αυτή η πρόθεση ενισχύεται ακόμα περισσότερο στο δεύτερο κουπλέ με τους στίχους «Canyoustandup? / Idobelieveitsworking. Good. / That'll keep you going through the show / Come on it's time to go». Οι υπόλοιποι στίχοι του πρώτου κουπλέ δεν έχουν κάτι ασυνήθιστο, επισημαίνοντας όμως ότι οι παρατηρήσεις του γιατρού δένουν με την έννοια της προαναφερθείσας λυρικής αντιπαράθεσης. Ο στίχος «Ihearyou'refeelingdown» είναι κάτι σαν κωμική περιγραφή που υπολείπεται της αλήθειας, με την επακόλουθη διαβεβαίωση «Icaneaseyourpainandgetyouonyourfeetagain» να επανέρχεται πίσω στη ρίζα του τοίχου και στην επιθυμία του Pink να ανακουφιστεί από τον πόνο της ζωής. Τη στιγμή ακριβώς που ο Pink έφτανε σε κάποιο είδος συνειδητοποίησης στο εσωτερικό ταξίδι να αναβιώσει τις ρίζες του, ο εξωτερικός κόσμος εισβάλλει μέσα και ασυναίσθητα υπόσχεται να καταπραΰνει τον πόνο με τον οποίο ο Pink προσπαθούσε να έρθει σ’ επαφή. Και η ειρωνεία ολοκληρώνεται με τον γιατρό να ρωτάει τον Pink καταλήγοντας στο στίχο «Canyoushowmewhereithurts?». Για τον Pink η αλήθεια είναι ότι πονάει παντού και πουθενά. Ο πόνος του δεν είναι φυσικός, δεν είναι κάτι που μπορεί να επισημανθεί και να αποκατασταθεί σε κάποιο σημείο του σώματος. Αντιθέτως, ο πόνος είναι βαθιά μέσα στο μυαλό του και θαμμένος στον πυρήνα της ύπαρξής του. Ο στίχος «Thereisnopain, youarereceding» φαίνεται σαν απάντηση του Pink στις ερωτήσεις του γιατρού, επισημαίνοντας το γεγονός ότι η τρέχουσα κατάστασή του είναι το προϊόν ενός συναισθηματικού –ή ακόμα και υπαρξιακού- πόνου και όχι κάποιου σωματικού. Το υπόλοιπο ρεφρέν αντανακλά τόσο την πνευματική μετατόπιση του τραγουδιστή που κινείται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, όσο και τον τοίχο του που κρατά όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα σε μία απόσταση. Ο κόσμος του Pink θαμπώνει. Σύμφωνα με τη δική του οπτική, όλα είναι σαν «καπνός μακρινού πλοίου στον ορίζοντα» («distantship'ssmokeonthehorizon»), μία εικόνα που είναι τόσο αινιγματική όσο και εύγλωττη. Πολλοί ερμηνεύουν αυτόν το στίχο ως περιγραφή του έξω κόσμου, με την υπόθεση ότι το «you» (ο γιατρός/ο κόσμος) του προηγούμενου στίχου εξακολουθεί να είναι το θέμα. Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι ο στίχος είναι άλλη μία μεταφορά για τα συναισθήματα της απομόνωσης και της απελπισίας που διακατέχουν τον Pink, σαν να είναι ο ίδιος το πλοίο που κλυδωνίζεται στη θάλασσα, με τη βοήθεια να είναι ορατή αλλά όχι και ικανή να τον προσεγγίσει. Στο βαθμό που το νερό τόσο στη λογοτεχνία όσο και στο «Wall» συμβολίζει το μυαλό, και ιδιαίτερα τα ανεξερεύνητα βάθη του ασυνείδητου, το πλοίο γίνεται το σύμβολο του ίδιου του Pink ή, μάλλον, ότι το τελευταίο κομμάτι λογικής στο οποίο έχει προσκολληθεί απελπισμένα στο δεύτερο μέρος του άλμπουμ, κατακλύζεται από τους απύθμενους ωκεανούς του δικού του μυαλού και κινδυνεύει να βυθιστεί. Άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μία πραγματική ανάμνηση από την παιδική του ηλικία και ότι το μυαλό του Pink ταλαντεύεται μεταξύ παρόντος και παρελθόντος ως αποτέλεσμα της διακοπής του ταξιδιού του στην παιδική ηλικία από την εισβολή του μάνατζερ και των γιατρών. Μία άλλη εκδοχή είναι ότι ο στίχος απεικονίζει συμβολικά τη ρίζα της διαταραχής του Pink. Σε τραγούδια όπως το «Southampton Dock», από τον επόμενο δίσκο «The Final Cut», ο Waters χρησιμοποιεί και πάλι την εικόνα του πλοίου, για να συμβολίσει τη θυσία των Άγγλων στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συμπεριλαμβανομένου και του πατέρα του Roger Waters. Αν εφαρμόσουμε την ίδια ιδέα στο «Comfortably Numb» και την ιστορία του Pink, είναι εύκολο να δούμε πως το πλοίο στον ορίζοντα θα μπορούσε να συμβολίσει την απουσία του πατέρα του Pink.
Στο ρεφρέν ο Pink παλινδρομεί με το μυαλό του και επιστρέφει στην παιδική του ηλικία και, πιο συγκεκριμένα, στην ανάμνηση μίας ασθένειας που υπαινίχθηκε εν συντομία στο «Mother» και στο «Nobody Home». Αν και δεν δίνονται λεπτομέρειες, η αναφερόμενη ασθένεια ενεργεί ως σύνδεσμος μεταξύ της αθωότητας που είχε στο παρελθόν και της απογοητευτικής κατάστασης που ζει στο παρόν, με τα χέρια του να τα αισθάνεται πρησμένα σαν μπαλόνια («justliketwoballoons») τότε και τώρα. Όταν ήταν παιδί η αίσθηση αυτή προκλήθηκε από τον πυρετό, ενώ τώρα από τις παρενέργειες και τις αποπροσανατολιστικές επιδράσεις των ουσιών και του ψυχικού τοίχου. Αυτός ο αποπροσανατολισμός τονίζεται και από την αδυναμία του να εκφράσει πραγματικά τον εαυτό του και τη δυσάρεστη κατάστασή του, αναγκάζοντάς τον τελικά να πει απλά «Ican'texplain, youwouldnotunderstand, thisisnothowIam», ο τελευταίος στίχος του οποίου εκλαμβάνεται συχνά ως αυταπάτη αφού ο Pink είναι ακριβώς αυτό που αρνείται ότι είναι. Και ήταν έτσι από τότε που ήταν παιδί, και με την κατασκευή και την ολοκλήρωση του τοίχου έχει παραμείνει έτσι. Απ’ όλα αυτά ο ακροατής έχει μάθει ότι ο Pink ήταν σχεδόν πάντα απόμακρος, ακοινώνητος και διαταραγμένος, τουλάχιστον από τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής του. Ενώ ο Pink μπορεί να δει τα πρόσφατα προβλήματα ως νέες εξελίξεις στη ζωή του, το κοινό ξέρει καλύτερα και μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτά τα πρόσφατα περιστατικά είναι απλώς οι ανακυκλωμένες εμπειρίες του παρελθόντος του. Ο Pink ήταν στην ίδια κατάσταση και πρωτύτερα, όπως αποδεικνύεται και από τα φουσκωμένα χέρια («swollen hand blues») στο παρόν και στο παρελθόν, και θα συνεχίσει να παραμένει μέχρι να καταστρέψει τον τοίχο του και να προχωρήσει στη ζωή χωρίς να είναι ναρκωμένος («comfortably numb»). Κι όμως θα μπορούσε επίσης να υπάρχει μία αλήθεια σ’ αυτό που λέει, ως η φωνή της λογικής που θέλει να πει πως κάτω από την επιφάνεια και την εικόνα του εθισμένου στα ναρκωτικά ροκ σταρ υπάρχει ο πραγματικός του εαυτός, παρόλο που το σώμα του και το μυαλό του καταρρέουν όλο και περισσότερο. Έτσι δημιουργείται μία ενδιαφέρουσα διχοτομία, κατά την οποία ο Pink διχάζεται μεταξύ της αυτοπραγμάτωσης και της αυτοκαταστροφής και μεταξύ της αναδυόμενης δικτατορικής προσωπικότητάς του και της απελπισμένης κλήσης βοήθειας που απευθύνει σ’ αυτούς που βρίσκονται πέρα από τον τοίχο του. Συνεπώς, ο τελευταίος στίχος του ρεφρέν («Ihavebecomecomfortablynumb») μπορεί να εκφράζει πολλά πράγματα, ανάλογα με το ποια προσωπικότητα του Pink εκφωνεί το στίχο. Αν προέρχεται από το τελευταίο λογικό κομμάτι του εαυτού του, τότε ο στίχος θα μπορούσε να είναι κάτι σαν θρήνος επειδή άφησε τον εαυτό του να βρεθεί στην κατάσταση που είναι τώρα. Αν όμως προέρχεται από τον ολοένα και περισσότερο αυταπατώμενο εαυτό, τότε ο στίχος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δήλωση νίκης απολαμβάνοντας το γεγονός ότι είναι «βολικά ναρκωμένος», ακόμα και αν ο εξωτερικός κόσμος προσπαθεί να κατεδαφίσει το τοίχος και να επανασυνδεθεί μαζί του.
Πιστή στην αιθέρια ποιότητα του τραγουδιού, η κινηματογραφική απεικόνιση του «Comfortably Numb» είναι μία συμβολικά σύνθετη σκηνή που εναλλάσσεται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Αν και ξεκινά αρκετά πιστά, απεικονίζοντας τον πρώτο στίχο στον οποίο ο εξωτερικός κόσμος (ο μάνατζερ του Pink, οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου, το νοσηλευτικό προσωπικό και οι γιατροί) εισβάλουν μέσα στο δωμάτιο και βρίσκουν τον ροκ σταρ να έχει πέσει σε λήθαργο, η μετάβαση στο ταξιδιάρικο πρώτο ρεφρέν πραγματοποιείται με μία σκηνή που μας είναι γνωστή από προηγούμενα τραγούδια της ταινίας. Καθώς ο Pink τραγουδά για τις μνήμες της παιδικής του ηλικίας, η οθόνη γεμίζει με επαναλαμβανόμενες εικόνες του Pink να τρέχει σ’ ένα γήπεδο του ράγκμπι και να σταματάει μπροστά στην κάμερα. Ακριβώς όπως το «Goodbye Cruel World» επέκτεινε το ίδιο πλάνο από το «When The Tigers Broke Free, Part 1», έτσι και το «Comfortably Numb» συνεχίζει τα πλάνα των προηγούμενων τραγουδιών, δείχνοντας τον Pink από άλλη οπτική γωνία καθώς περιφέρεται γύρω από ένα σημείο στο έδαφος και στη συνέχεια παίρνει έναν πληγωμένο αρουραίο από το γρασίδι. Ο Pink μεταφέρει τον αρουραίο στο σπίτι και τον δείχνει στην υπερπροστατευτική μητέρα του. Η αρνητική αντίδρασή της αναγκάζει τον Pink να μεταφέρει τον τραυματισμένο αρουραίο σε μία κοντινή μικρή καλύβα δίπλα σ’ ένα κανάλι. Εκεί, τον τοποθετεί σ’ ένα αυτοσχέδιο αχυρένιο κρεβάτι και τον τυλίγει προσεκτικά με το μάλλινο γιλέκο του. Αργότερα ο νεαρός Pink αρρωσταίνει και ανεβάζει πυρετό, γεγονός που τον αναγκάζει να μείνει κλινήρης. Ασχέτως αν η παιδική ασθένεια του Pink μεταδόθηκε ή όχι από τον αρουραίο, ο πυρετός και τα αποπροσανατολιστικά συναισθήματα προσφέρουν μία ωραία διχοτομία ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ανάμεσα σ’ έναν Pink που λογικά αρρώστησε από την προσπάθειά του να βοηθήσει ένα άλλο πλάσμα και σ’ έναν ψυχικά ασθενή Pink λόγω των εγωκεντρικών του ενεργειών.
Με τη λήξη του πρώτου ρεφρέν και την αρχή του πρώτου σόλο της κιθάρας, υπάρχει ένα σύντομο πλάνο με τη μητέρα του Pink να εμφανίζεται πάνω από τον ουρανό ενός απομονωμένου άγονου εδάφους (το άγονο τοπίο που πρώτα απεικονίστηκε στο «Nobody Home»). Η γυναίκα αυτή απεικονίζεται τώρα σχεδόν θεϊκή, με τη φιγούρα της να εκτείνεται στον απεριόριστο ουρανό.
Μετά από ένα λαμπρό σόλο στην κιθάρα και με την έναρξη του δεύτερου κουπλέ, ο γιατρός ετοιμάζεται να κάνει ένεση στον Pink ώστε να τον βγάλει από την κατατονική του κατάσταση και να παίξει στη συναυλία που θα δώσει αργότερα. Έχει γίνει πολύ μεγάλη συζήτηση σχετικά με το τι ακριβώς ένεση είναι αυτή. Κάθε πιθανή εκδοχή βασίζεται εξ ολοκλήρου στην ουσία στην οποία πιστεύει κανείς ότι είναι εθισμένος ο Pink, με τις εκδοχές να κυμαίνονται από την ηρωίνη μέχρι το LSD και από την κεταμίνη μέχρι τη δεξτρομεθορφάνη, που όλα τους είναι γνωστά για τις παραισθήσεις που μπορούν να προκαλέσουν. Κάποιοι υποθέτουν ότι είναι ναλοξόνη, ένα φάρμακο για την αντιμετώπιση αναπνευστικής καταστολής από οπιοειδή ή άλλα ναρκωτικά και αναλγητικά φάρμακα, άλλοι ισχυρίζονται ότι είναι χλωροπρομαζίνη, που έχει αντιψυχωτική επίδραση και χρησιμοποιείται ως κατασταλτικό και ηρεμιστικό, και άλλοι λένε ότι η ένεση περιείχε μείγμα αμφεταμινών (ως διεγερτικά) και κορτικοστεροειδών (για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του άγχους). Λογικά η ένεση θα πρέπει να περιέχει ουσία προορισμένη για ασθματικό (εφόσον αυτό είπε ο μάνατζερ στο γιατρό), συνεπώς το περιεχόμενο είναι πιθανόν να είναι κάποιο μίγμα διεγερτικού (συνήθως μία αμφεταμίνη όπως η εφεδρίνη) και κορτικοστεροειδούς. Οι αμφεταμίνες αυξάνουν τον καρδιακό ρυθμό και ανοίγουν τους πνεύμονες, ενώ τα κορτικοστεροειδή μειώνουν τη φλεγμονή που μπορεί να υπάρχει στους πνεύμονες ενός ασθματικού, ενεργώντας σε δεύτερο βαθμό ως τονωτικά καθώς αυξάνουν τα επίπεδα της ενέργειας και δημιουργούν και ένα συναίσθημα ευφορίας.
Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, καθώς η σκηνή μετατοπίζεται προς το παρόν με το γιατρό να του κάνει ένεση, ο ενήλικας Pink φωνάζει καθώς νιώθει τη βελόνα να διαπερνά το χέρι του. Η κραυγή του θα μπορούσε να θεωρηθεί όχι μόνο ως αντίδραση στον πόνο της ένεσης αλλά και ως αντίδραση στον πόνο των παιδικών του αναμνήσεων και όλων όσων συνέβαλαν στο να γίνει ο άνθρωπος που είναι τώρα. Μετά τη χορήγηση της ένεσης, ο μάνατζερ δίνει λεφτά στον γιατρό προκειμένου να κατασιγάσει γρήγορα τις αντιρρήσεις του και να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι η συγκεκριμένη ένεση και το φάρμακο που χορηγεί ο γιατρός γίνεται άλλο ένα τούβλο στον τοίχο του Pink. Αντί να τον βοηθήσει στο εσωτερικό ταξίδι του προς την αυτογνωσία, η ένεση τον σφυρηλατεί σ’ ένα καλούπι ή, κατά μία άλλη έννοια, είναι ένα άλλο μέσο ελέγχου που τον οδηγεί προς το show (τη συναυλία) ώστε οι managers, οι χορηγοί και τα στελέχη των δισκογραφικών εταιρειών να βγάλουν κέρδος. Όπως είπε ο Roger Waters «δεν ενδιαφέρονται (οι managers κ.λπ.) για κανένα απ’ αυτά τα προβλήματα. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι πόσος κόσμος υπάρχει, πόσα εισιτήρια έχουν πουληθεί και ότι η συναυλία πρέπει να γίνει με οποιοδήποτε κόστος στον οποιοδήποτε».
Για άλλη μια φορά, λοιπόν, ο Pink ανακαλύπτει ότι υπάρχουν άνθρωποι «εκεί έξω», αλλά αυτοί που τον βρίσκουν μάλλον ενισχύουν τον τοίχο του παρά τον βοηθούν να τον γκρεμίσει. Και σ’ αυτό το σημείο, μπορεί να υπάρχει μία δόση ειρωνικής εξέλιξης της ένεσης. Από τον πρώτο στίχο του «In The Flesh?» (το πρώτο τραγούδι του άλμπουμ «The Wall»), παρατηρούμε ότι η λέξη «show» έχει διπλή ιδιότητα καθώς αναφέρεται τόσο στις συναυλίες του Pink όσο και στην ίδια του τη ζωή. Αν πάρουμε τη δεύτερη περίπτωση, τότε η ένεση πράγματι τον ξυπνάει από τον λήθαργο και τον επανασυνδέει με τον φυσικό κόσμο. Το αν η διακοπή της μεταφυσικής παλινδρόμησης που άρχισε στο «Vera» (το προ-προηγούμενο τραγούδι από το «Comfortably Numb») είναι καλό ή όχι, είναι αμφισβητήσιμο. Κάποιος θα μπορούσε εύκολα να επισημάνει ότι το δικτατορικό πρόσωπο του Pink είναι ένα υποπροϊόν αυτής της ξαφνικής διακοπής, αν και άλλοι θα μπορούσαν κάλλιστα να υποστηρίξουν ότι η εμφάνιση του δικτάτορα Pink ήταν επικείμενη και ότι η ένεση του γιατρού ήταν καταλυτική για την ολοκλήρωση του φασιστικού εαυτού του Pink. Η γραμμή μεταξύ του υπαρξιακού βάρους και του από μηχανής θεού είναι, πολύ πιθανόν σκόπιμα, θολή.
Στο δεύτερο ρεφρέν, ο νεαρός Pink αφού έγινε καλά επιστρέφει στην καλύβα και διαπιστώνει ότι κατά την απουσία του ο αρουραίος πέθανε. Μετά από ένα πλάνο όπου ο Pink ρίχνει το άψυχο σώμα του αρουραίου σ' ένα κοντινό ποτάμι, εξιστορεί ότι «έριξε μία φευγαλέα ματιά με την άκρη των ματιών του» («Icaughtafleetingglimpse / Outofthecornerofmyeye»). Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι μετά βίας κάποιος μπορεί να βρει ένα στίχο στο «The Wall» που να μην μπορεί να ερμηνευτεί με διαφορετικούς τρόπους, και η «φευγαλέα ματιά» του Pink δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεδομένου ότι ο στίχος είναι διφορούμενος και σουρεαλιστικός, ο ακροατής δεν είναι βέβαιος αν αυτή η ματιά ήταν για κάτι καλό ή κακό ή ενδιάμεσα. Και δεν βοηθάει ούτε ο αφηγητής του τραγουδιού, ο οποίος συνεχίζει «Iturnedtolookbutitwasgone / Icannotputmyfingeronitnow», σαν να είναι κι αυτός μπερδεμένος ως προς αυτό που είδε. Έτσι αυτό που μένει είναι ο ακροατής να συμπληρώσει μόνος του τα κενά με τις δικές του απόψεις και εμπειρίες. Για μερικούς, η «φευγαλέα ματιά» του Pink ήταν μία ξαφνική συνειδητοποίηση για το τι είναι πραγματικά ο κόσμος (προσωπικά βάσανα, τοίχοι, μάσκες κ.λπ.) και ταυτόχρονα η στιγμιαία απώλεια της παιδικής αφέλειας. Ή ίσως να διέκρινε ο Pink τι θα γινόταν, κάτι σαν συνάντηση με τον εαυτό του όπως απεικονίζεται κινηματογραφικά και στο τέλος του «Nobody Home». Λαμβάνοντας υπόψη την παιδική ασθένεια που αναφέρεται στο πρώτο ρεφρέν, θα μπορούσε να είχε συλλάβει με την άκρη των ματιών του τη θνησιμότητά του και να συνειδητοποίησε ότι η ζωή είναι τόσο παροδική όπως και του πατέρα του που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Μία άλλη εκδοχή είναι ότι αυτό που είδε φευγαλέα είναι η ίδια του η αθωότητα, καθώς αισθάνθηκε ότι την αποστερήθηκε λόγω του θανάτου του πατέρα του και της υπερπροστασίας της μητέρας. Ό,τι κι αν είδε ο Pink, γρήγορα αντικαταστάθηκε από την απογοητευτική πραγματικότητα: το παιδί μεγάλωσε και το όνειρο χάθηκε («Thechildisgrown / Thedreamisgone»). Είναι μια ανησυχητική συνειδητοποίηση πως ό,τι κι αν διέκρινε –ελπίδα ή προειδοποίηση, ζωή ή θάνατο- όλα οδήγησαν στο ίδιο παρόν, δηλαδή τον Pink να είναι «comfortablynumb».
Ταυτόχρονα με το στίχο «Icaughtafleetingglimpse / Outofthecornerofmyeye» βλέπουμε μία ομάδα ανθρώπων να περπατά μέσα στο διανοητικό τοπίο του Pink. Όλα τα συναισθηματικά του τούβλα είναι εκεί: ο πατέρας του, η σύζυγος, ο δάσκαλος καθώς και ανώνυμοι στρατιώτες που εμφανίζονται στα πολεμικά του όνειρα. Όλοι τους απεικονίζονται μ’ έναν μελοδραματικό τρόπο, όπως κι η μητέρα του, και με υπερβολικά χαρακτηριστικά ώστε να εκφράζουν πλήρως το βλέμμα της κατηγορίας, της απειλής και του οίκτου, καθώς περνούν. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα φρύδια τους έχουν ένα τοξοειδές σχήμα που τους προσδίδει μία διαβολική φυσιογνωμία σε αντίθεση με τον Pink του οποίου τα φρύδια είναι ξυρισμένα. Όμως, τι είναι αυτό ακριβώς που κάνει τον Pink να ξυρίζει τα φρύδια του και να φαντάζεται ότι τα «τούβλα» του έχουν υπερβολικά φρύδια; Είναι πραγματικά ενδιαφέρον το πώς κάτι τόσο μικρό και φαινομενικά ασήμαντο, όπως τα φρύδια, μπορεί να δημιουργήσει τεράστια διαφορά στην εμφάνιση. Ρίχνοντας απλά μια ματιά στον Pink αφότου έχει ξυρίσει το σώμα του, νιώθει κανείς ότι υπάρχει κάτι «ξένο» στην εμφάνισή του. Ίσως αυτή να ήταν και η πρόθεση του Pink, δηλαδή τα φρύδια να είναι κάποιο είδος συνεκδοχής για την ανθρωπότητα ή, μάλλον, για την ανθρωπιά. Όλα τα τούβλα του Pink με τα περίεργα φρύδια έχουν σαφή ανθρώπινα συναισθήματα και κίνητρα: η μητέρα ήταν υπερπροστατευτική, ο δάσκαλος εκδικητικός, η σύζυγος άπιστη και ούτω καθεξής. Έτσι η πράξη του Pink να ξυρίζει τα φρύδια του (και το σώμα του) είναι ίσως μία προσπάθεια να καταστεί απάνθρωπος και να μην καθοδηγείται από τα συναισθήματα. Και σ’ αυτή του την απόφαση προφανώς έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι ο καθένας από τα προαναφερόμενα πρόσωπα έχει συμβάλει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο πνευματικά άγονο τοπίο που βρίσκεται από κάτω, δημιουργώντας αυτό το συναισθηματικό φράγμα που έχει κρατήσει τον Pink μακριά από την έντονη επιθυμία να πετάξει στον απεριόριστο ουρανό, τόσο ως παιδί όσο και ως ενήλικας. Είναι αρκετά εύκολο να αναλυθούν όλες αυτές οι τρομακτικές φιγούρες που είναι η βάση των μεταφορικών τούβλων του Pink. Αλλά τι γίνεται με τον προαναφερόμενο αρουραίο;
Ο Roger Waters σχολιάζει στο DVD της ταινίας ότι ο ίδιος, όπως κι ο Pink, είχε πάρει σπίτι έναν αρουραίο που βρήκε σ’ ένα γήπεδο ράγκμπι και τον φρόντιζε στο γκαράζ μέχρι που πέθανε λίγες μέρες αργότερα. Αν και θα ήταν αρκετά εύκολο να διαγράψει τη σκηνή ως μία ακόμη αυτοβιογραφική πινελιά στην πλασματική ιστορία του Pink, το ότι ο Pink επιστρέφει επανειλημμένως σ’ αυτήν τη μνήμη καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, δείχνει ότι έχει μία βαθύτερη συμβολική σημασία που ενδεχομένως συνδέεται με εκείνη τη διφορούμενη «φευγαλέα ματιά». Βλέποντας στο προηγούμενο πλάνο τον πατέρα του Pink να κουβαλάει έναν αρουραίο καθώς περπατά στην άγονη γη, πολλοί θεωρούν ότι ο αρουραίος αντιπροσωπεύει τον πατέρα ή τουλάχιστον ένα αντικείμενο εκτόπισης των εφηβικών συναισθημάτων της απώλειας και της εγκατάλειψης… συναισθήματα που γρήγορα βυθίζονται στα σκοτεινά βάθη του υποσυνείδητου σαν τον αρουραίο στην υδάτινη τάφρο. Μία άλλη ερμηνεία παραλληλίζει τον αρουραίο με τον Pink, του οποίου η ασθένεια και η αδυναμία αντανακλούν την ασθένεια και την εξάρτηση της παιδικής ηλικίας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το τρωκτικό αντιπροσωπεύει, κατά κάποιο τρόπο, τα νεανικά όνειρα του Pink, θεωρώντας ότι η αρνητική στάση της μητέρας απέναντι στον αρουραίο συμβολίζει και την απόρριψη της προσωπικότητας του Pink. Ανήμπορος να ενθαρρύνει μόνος του τις ελπίδες του, ο Pink σύντομα καταστέλλει τα συναισθήματά του και τα καταβυθίζει στα απύθμενα ύδατα του υποσυνείδητού του. Ωστόσο, ακόμα κι αν ο αρουραίος είναι απλά ένας αρουραίος και δεν συμβολίζει κανένα πρόσωπο ή σχέση, γιατί ο Pink ανακαλεί συχνά αυτή τη μνήμη; Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα έχουμε δει από τη ζωή του Pink, το περιστατικό με τον αρουραίο φαίνεται να είναι η μία και μοναδική φορά που ο Pink στην παιδική του ηλικία (ίσως και σ’ ολόκληρη τη ζωή του) συνδέεται συναισθηματικά μ’ ένα άλλο έμβιο ον. Αν και θρηνεί για την απώλεια του πατέρα του, η θλίψη του είναι περισσότερο για ένα ιδανικό –αυτό του σταθερού οικογενειακού περιβάλλοντος- παρά για τον ίδιο τον άνθρωπο που δεν γνώρισε προσωπικά. Κι ενώ δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αγαπά τη μητέρα του, είναι μία αγάπη που μετριάζεται από την επιθετική υπερπροστασία της, η οποία προήλθε από τα δικά της συναισθήματα απώλειας και εγκατάλειψης. Στο μυαλό του Pink, και οι δύο σχέσεις έχουν το στοιχείο της στέρησης (συναισθημάτων, προσωπικότητας, κ.λπ.) παρά της προσφοράς. Ωστόσο, λόγω της παιδικής του αθωότητας, ο Pink δίνεται σ’ αυτό το τραυματισμένο και ανίσχυρο ζώο και θυσιάζει χρόνο, ακόμη και τα ρούχα του, προκειμένου να το βοηθήσει τη στιγμή που οι περισσότεροι, όπως κι η μητέρα του, δεν θα το κάνανε ποτέ. Ίσως βλέπει ένα κομμάτι του εαυτού του στο τρωκτικό, καθώς μπορεί να του θυμίζει την τραυματισμένη και αλλοτριωμένη κατάσταση που βρίσκεται ο ίδιος, ή μπορεί να προβάλει σ’ αυτό τις ελπίδες του στη ζωή. Ό,τι κι αν είναι ο αρουραίος για τον Pink, η σύνδεσή του μ’ αυτόν φαίνεται να είναι βαθιά ριζωμένη, τόσο ώστε χρόνια αργότερα να είναι μία από τις κυρίαρχες αναμνήσεις του. Όλα αυτά θέτουν το ερώτημα ως προς το εάν η μνήμη, όπως και η αινιγματική «φευγαλέα ματιά», είναι κάτι σαν απάντηση στον τοίχο και στην τρέχουσα διανοητική κατάσταση του Pink ή άλλο ένα βαθιά ριζωμένο συναισθηματικό τούβλο, που να είναι τόσο θεμελιώδες όσο και ο θάνατος του πατέρα του. Με άλλα λόγια, αυτή η μνήμη ενισχύει στον Pink την πληγή που του προκαλεί ο τοίχος ή ενισχύει την ανάγκη του γι’ αυτόν; Δεν αποτελεί έκπληξη ότι και οι δύο απόψεις μπορούν να υποστηριχτούν πολύ πειστικά. Με την πρώτη ερμηνεία, η επαναλαμβανόμενη μνήμη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ασυναίσθητη υπενθύμιση στον εαυτό του ότι κάποτε ήταν ικανός να προσφέρει αγάπη. Ακόμα κι αν αυτή η σύντομη σύνδεση μ’ ένα άλλο ζωντανό πλάσμα τελείωσε με το θάνατο του αρουραίου, αυτή η πράξη νεανικού δοσίματος υπονομεύει τον εγωκεντρικό εαυτό που δημιουργήθηκε από τις άμυνές του. Παρά του λεονταρισμούς του, ο Pink συνειδητοποιεί ότι στον πυρήνα του υπάρχει ακόμα μία αθωότητα. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει την πιο απαισιόδοξη άποψη, ότι η μνήμη του αρουραίου ενισχύει την συχνά αναφερόμενη αντίληψη του Pink ότι όλες οι σχέσεις έχουν ένα καταστροφικό τέλος. Ενδεχομένως ανατρέποντας την ισορροπία μεταξύ της νεανικής αθωότητας του Pink και της εφηβικής/ενήλικης δυσπιστίας, το δόσιμο του νεαρού Pink τελειώνει με την απόρριψη από τη μητέρα του και το θάνατο του αρουραίου. Είναι η επιφοίτηση της παιδικής ηλικίας, η πιθανή «φευγαλέα ματιά», που ενισχύει την ιδέα ότι η ζωή οδηγεί μόνο στον πόνο, στην απώλεια και το θάνατο, γεγονός που δικαιολογεί την κατασκευή και την ολοκλήρωση του τοίχου του.
Ως απάντηση στις οδυνηρές μνήμες της απώλειας και του θανάτου και στην παραισθησιακή πομπή των τούβλων που ζουν στη διανοητική ερημιά του, ο Pink υποχωρεί ακόμα περισσότερο πίσω από τον τοίχο του και οδηγείται όλο και περισσότερο στην αποσύνθεση. Καθώς ο Pink σέρνεται προς το υπόγειο για να μπει στο αυτοκίνητο που θα τον οδηγήσει στη σκηνή, η σάρκα του σχηματίζει ένα σαρκώδες κουκούλι που μεταδίδεται στο στήθος και το πρόσωπό του και τελικά καλύπτει ολόκληρο το σώμα του. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πολλοί θεωρούν ότι αυτή η σκηνή είναι μία άμεση αναφορά στο πρώην μέλος των Pink Floyd, Syd Barrett, ο οποίος συνήθιζε να αναμειγνύει αμφεταμίνες με την κρέμα μαλλιών του πριν εμφανιστεί στη σκηνή. Καθώς η συναυλία προχωρούσε, τα φάρμακα εισχωρούσαν σιγά-σιγά στο δέρμα του Barrett και η κρέμα έλιωνε πάνω στο κεφάλι του, κάνοντάς τον να μοιάζει με κερί. Παρομοίως ο Pink αρχίζει να λιώνει. Τα φώτα του διαδρόμου διαστρεβλώνονται και ο ίδιος σέρνεται προς τις σκάλες και τη λιμουζίνα που τον περιμένει. Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, η εικόνα του λιωμένου προσώπου του Pink θυμίζει τις απρόσωπες μάσκες που φοράνε τα παιδιά στο «Another Brick In The Wall, Part 2». Ως επί το πλείστον, ο Pink έχει διαμορφωθεί από τα γεγονότα της ζωής του και από τους ανθρώπους που συμμετείχαν σ’ αυτά. Η απώλεια του πατέρα του, το άγρυπνο και παρανοϊκό βλέμμα της μητέρας του, ο περιορισμός από τον δάσκαλό του, η απιστία της συζύγου του, το ανίδεο πάθος των θαυμαστών του… Ο Pink επέτρεψε σ’ όλα αυτά να τον διαμορφώσουν σε μία απρόσωπη και δίχως ταυτότητα μάζα που κάθεται αυτή τη στιγμή στις πίσω θέσεις της λιμουζίνας. Κατά τη διάρκεια αυτής της μεταμόρφωσης ακούγεται το δεύτερο σόλο του David Gilmour. Ενώ το πρώτο σόλο στο «Comfortably Numb» είναι ρυθμικό και ονειρικό, ως μουσική αντανάκλαση της σουρεαλιστικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο Pink, το δεύτερο σόλο είναι αισθητά πιο μαχητικό, με τις περισσότερες νότες να εναλλάσσονται μεταξύ των υψηλότερων και χαμηλότερων στιγμών της κιθάρας. Είτε είναι αποτέλεσμα της ένεσης του γιατρού είτε είναι αποτέλεσμα της απότομης παρείσφρησης του εξωτερικού κόσμου, ο Pink που αντιπροσωπεύεται από το δεύτερο σόλο αναμφίβολα βρίσκεται σε πόλεμο με τον εαυτό του. Σε αντίθεση με τα περισσότερα τραγούδια του «The Wall», το «Comfortably Numb» σβήνει στη σιωπή αντί να ενωθεί χωρίς διακοπή με το επόμενο τραγούδι. Το συμπέρασμα είναι ότι η εσωτερική διαμάχη του Pink, η μάχη των εαυτών του, μαίνεται όλο και περισσότερο και σύντομα φτάνει στο αποκορύφωμα της εκδήλωσης της πιο διαταραγμένης του προσωπικότητας. Όταν ο Pink απαλλάσσεται τελικά από το κουκούλι του, μετασχηματίζεται σε έναν φασιστικό νεοναζί χαρακτήρα ο οποίος βρίσκεται σε έντονη αντίθεση με τους εαυτούς που είχε πριν. Είναι ήρεμος, σκεπτικός και απόλυτα συγκεντρωμένος, μία εικόνα που έγινε ακόμα πιο μυστηριώδης από τη μαύρη στολή, εμπνευσμένη από τους Ναζί. Οι αντιμαχόμενες πλευρές του Pink ενώθηκαν πλήρως σε μία προσωπικότητα που κάθεται ανέκφραστη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Όλος ο πόνος, όλο το μίσος, όλα τα συναισθήματα της απώλειας και της απομυθοποίησης, δηλαδή κάθε αρνητικό συναίσθημα που είχε απωθηθεί στο σκοτεινό κανάλι του μυαλού του Pink, ανεβαίνει στην επιφάνεια κι έτσι γεννιέται η νέα ενσάρκωση του Pink. Από την άποψη της κινηματογραφικής σειράς των τραγουδιών, η βασιλεία του φασιστικού Pink είναι κοντά...
Η κινηματογραφική εκτέλεση του «Comfortably Numb» είναι ίδια με αυτήν του άλμπουμ, με τη μόνη διαφορά ότι τα πλήκτρα του Richard Wright πριν το τελικό σόλο του David Gilmour έχουν αφαιρεθεί και αντικατασταθεί από τις κραυγές του Pink καθώς βγαίνει απ' το κουκούλι του και γίνεται δικτάτορας.
Ζωντανές εκτελέσεις Το «Comfortably Numb» έχει καθιερωθεί ως ένα από τα αγαπημένα τραγούδια και ουσιαστικό κομμάτι κάθε συναυλίας των Pink Floyd καθώς και της σόλο καριέρας τόσο του Roger Waters όσο και του David Gilmour. Κατά τη διάρκεια των συναυλιών της περιοδείας The Wall (1980-1981), χτιζόταν ένας τεράστιος τοίχος ύψους 10 μέτρων μεταξύ των Pink Floyd και του κοινού. Την ώρα που έπαιζαν το «Comfortably Numb», ο Roger Waters ήταν ντυμένος γιατρός και βρισκόταν στο κάτω μέρος του τοίχου ενώ ο David Gilmour τραγουδούσε κι έπαιζε κιθάρα στην κορυφή του τοίχου, όπου ανέβαινε μέσω ενός υδραυλικού ανελκυστήρα, με τους προβολείς να λάμπουν από πίσω του. Σύμφωνα με τον David Gilmour, αυτό ήταν το αγαπημένο του μέρος της συναυλίας καθώς το τελικό σόλο ήταν μία από τις λίγες ευκαιρίες που είχε να αυτοσχεδιάσει ελεύθερα. Σε συνέντευξη που έδωσε το 1984 στον Charlie Kendall, ο David Gilmour είπε συγκεκριμένα: - Μπορώ να πω ότι ήταν μια φανταστική στιγμή να στέκομαι εκεί. Ο Rogerμόλις τελείωνε το μέρος του κι εγώ στεκόμουν εκεί περιμένοντας. Ήμουνα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και κανείς δεν ήξερε ότι ήμουν εκεί. Όταν ο Rogerέλεγε τον τελευταίο του στίχο, άρχιζα εγώ. Κι ενώ το κοινό κοιτούσε ευθεία και κάτω, ξαφνικά άναβαν από πίσω μου οι μεγάλοι προβολείς κι όλα τα φώτα και τα κεφάλια στρέφονταν ψηλά και τότε έβγαινε ο ήχος. Κάθε βράδυ υπάρχει αυτό το είδος της κομμένης ανάσας από 15.000 κόσμο. Κι επιτρέψτε μου να σας πω ότι αυτό σημαίνει κάτι.
Το 1984, κατά τη διάρκεια της περιοδείας του David Gilmour για την προώθηση του δίσκου «About Face», το τραγούδι αναφερόταν με τον τίτλο «Come On Big Bum» και τα κουπλέ ερμήνευαν τα μέλη της μπάντας, Gregg Dechart και Mickey Feat. Το Σεπτέμβριο του 1984 κυκλοφόρησε σε βίντεο μία ζωντανή εκτέλεση του τραγουδιού, η οποία περιλαμβάνεται στο «David Gilmour Live 1984» από τη συναυλία που έδωσε ο David Gilmour τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς στο Hammersmith Odeon του Λονδίνου. Το 1985 ο Waters άφησε τους Pink Floyd και ξεκίνησε μία νομική διαμάχη εναντίον των υπολοίπων μελών του συγκροτήματος, επειδή συνέχισαν να χρησιμοποιούν το όνομα των Pink Floyd. Μετά την αποχώρηση του Roger Waters, ο David Gilmour αναθεώρησε τα κουπλέ προτιμώντας για τις ζωντανές εκτελέσεις μία πιο σκληρή προσέγγιση του τραγουδιού. Τα φωνητικά των κουπλέ ακούγονταν πιο απειλητικά και τρομακτικά χωρίς καμία προσπάθεια μίμησης της φωνής του Waters. Τόσο στην περιοδεία του 1987-1988 όσο και σ' αυτή του 1994, τους στίχους ερμήνευαν -εκτός του David Gilmour- οι Richard Wright, Jon Carin και Guy Pratt. Το Νοέμβριο του 1988 οι Pink Floyd συμπεριέλαβαν μία ζωντανή εκτέλεση στο άλμπουμ «Delicate Sound Of Thunder», η οποία ηχογραφήθηκε στις 23 Αυγούστου 1988 στη συναυλία που έδωσαν στο Nassau Coliseum της Νέας Υόρκης. Ένα μήνα αργότερα, ένα βίντεο του τραγουδιού από αυτή την περιοδεία έφτασε στο Νο 11 του MTV Top 20 Video Countdown. Το βίντεο είναι κατά δύο λεπτά μικρότερο σε διάρκεια από την εκτέλεση που υπάρχει στο άλμπουμ «Delicate Sound Of Thunder» και έχει και διαφορετικές γωνίες λήψεις από το αντίστοιχο βίντεο που κυκλοφόρησε στην αγορά. Στις 21 Ιουλίου 1990 ο Roger Waters έπαιξε το τραγούδι στο Βερολίνο στο πλαίσιο του εορτασμού της πτώσης του Τείχους. Στην εκτέλεση αυτή, η οποία περιλαμβάνεται στο άλμπουμ «The Wall – Live In Berlin» (1990), ο Van Morrison ερμήνευσε το μέρος του David Gilmour με την υποστήριξη των Rick Danko και Levon Helm των Band. Τα σόλο στις κιθάρες έκαναν οι Rick DiFonzo και Snowy White. Επίσης συμμετείχε η Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας του Βερολίνου και χορωδία. Η ίδια εκτέλεση συμπεριλήφθηκε και στο άλμπουμ του Van Morrison «Van Morrison At The Movies – Soundtrack Hits» που κυκλοφόρησε το 2007. Τον Οκτώβριο του 1991 ο Roger Waters έπαιξε το τραγούδι στο φεστιβάλ Guitar Legends στη Σεβίλλη, με τη συμμετοχή του Bruce Hornsby στα φωνητικά. Την επόμενη χρονιά το έπαιξε στη φιλανθρωπική συναυλία Walden Woods στο Los Angeles, με τη συμμετοχή του Don Henley. Το Μάιο του 1995 οι Pink Floyd κυκλοφόρησαν μία ζωντανή ηχογράφηση του τραγουδιού, η οποία περιλαμβάνεται στο άλμπουμ «Pulse» και περιέχει ένα εντυπωσιακό μακροσκελές σόλο στην κιθάρα. Η ηχογράφηση έγινε κατά τη διάρκεια συναυλίας στο Earls Court του Λονδίνου, στις 20 Οκτωβρίου 1994, στο πλαίσιο της περιοδείας «The Division Bell». Στις συναυλίες που έδωσε ο Roger Waters την περίοδο 1999-2000, στα φωνητικά και στις κιθάρες του τραγουδιού συμμετείχαν ο Doyle Bramhall II και ο Snowy White. Το Μάρτιο του 2000 οι Pink Floyd κυκλοφόρησαν μία ζωντανή ηχογράφηση, η οποία περιλαμβάνεται στο άλμπουμ «Is There Anybody Out There? The Wall Live 1980-81», από συναυλίες που έδωσαν τον Αύγουστο του 1980 και τον Ιούνιο του 1981 στο Λονδίνο. Τον Οκτώβριο του 2002 ο David Gilmour κυκλοφόρησε μία ζωντανή εκτέλεση, η οποία περιλαμβάνεται στο DVD «David Gilmour In Concert», από συναυλία που έδωσε στις 22 Ιουνίου 2001 στο Λονδίνο. Στην εκτέλεση αυτή συμμετέχει ο Robert Wyatt των Soft Machine. Στο ίδιο DVD περιλαμβάνεται και μία ζωντανή εκτέλεση με τη συμμετοχή του Bob Geldof, ο οποίος είχε υποδυθεί τον Pink στην κινηματογραφική μεταφορά του «The Wall». Άλλοι τραγουδιστές που ερμήνευσαν το «Comfortably Numb» ως καλεσμένοι σε συναυλίες του David Gilmour είναι η Kate Bush και η Durga McBroom. Στις συναυλίες που έδωσε ο Roger Waters το 2002, στα φωνητικά και στις κιθάρες του τραγουδιού συμμετείχαν ο Chester Kamen και ο Snowy White. Στις 2 Ιουλίου 2005 οι επανενωμένοι Pink Floyd έκλεισαν με το τραγούδι αυτό την εμφάνισή τους στη συναυλία Live 8 που δόθηκε στο Hyde Park του Λονδίνου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά μετά από 25 χρόνια που έπαιξαν μαζί οι Roger Waters, David Gilmour, Richard Wright και Nick Mason, αλλά κι η τελευταία φορά που παίχτηκε το τραγούδι μ' αυτό το σχήμα. Το 2006 ο David Gilmour έπαιξε το τραγούδι κατά τη διάρκεια της σόλο περιοδείας του, με τη συμμετοχή του Richard Wright. Στις συναυλίες που έδωσε ο Roger Waters την περίοδο 2006-2007, τα μέρη του David Gilmour τραγουδούσαν οι Jon Carin και Andy Fairweather-Low, με τον Dave Kilminster και τον Snowy White να εκτελούν τα κιθαριστικά σόλο. Το Σεπτέμβριο του 2007 κυκλοφόρησε το DVD του David Gilmour «Remember That Night», όπου περιλαμβάνονται δύο ζωντανές εκτελέσεις από τις συναυλίες που έδωσε ο David Gilmour στο Royal Albert Hall του Λονδίνου το Μάιο του 2006. Στην πρώτη από αυτές (μαγνητοσκόπηση 29 Μαΐου 2006), συμμετέχει ο David Bowie, ο οποίος ερμηνεύει το μέρος που στην πρώτη εκτέλεση ερμήνευσε ο Roger Waters. Στη δεύτερη (μαγνητοσκόπηση 30 Μαΐου 2006), το μέρος αυτό ερμηνεύει ο Richard Wright. Το Σεπτέμβριο του 2008 ο David Gilmour κυκλοφόρησε άλλη μία ζωντανή εκτέλεση, η οποία περιλαμβάνεται στο άλμπουμ (και DVD) «Live In Gdansk», από συναυλία που δόθηκε τον Αύγουστο του 2006 στο Gdansk της Πολωνίας. Στην έκδοση των 4 δίσκων (2CD + 2DVD) περιλαμβάνεται και μία ζωντανή εκτέλεση από συναυλία στο Mermaid Theatre του Λονδίνου το 2006. Το 2010 και το 2011 ο Roger Waters έκανε περιοδεία παρουσιάζοντας ζωντανά το «The Wall». Πριν από το ευρωπαϊκό σκέλος της περιοδείας, ο Waters ανακοίνωσε ότι ο David Gilmour συμφώνησε να συμμετάσχει σε μία από τις συναυλίες παίζοντας το «Comfortably Numb», χωρίς όμως να πει πότε. Τελικά αυτό συνέβη στις 12 Μαΐου 2011 στη συναυλία που δόθηκε στην O2 Arena του Λονδίνου, όπου ο David Gilmour τραγούδησε τα ρεφρέν και έπαιξε τη μαύρη FenderStratocasterκιθάρα του.
Στις υπόλοιπες συναυλίες, το μέρος του David Gilmour τραγουδούσε ο Robbie Wyckoff και το σόλο στην κιθάρα εκτελούσε ο Dave Kilminster, και οι δύο στεκόμενοι στην κορυφή του τοίχου όπως έκανε ο David Gilmour στην αρχική περιοδεία των Pink Floyd. Το τραγούδι, στην παράσταση αυτή του Roger Waters, περιέχει μία από τις πιο αξέχαστες στιγμές της συναυλίας, όταν σε μία συγκεκριμένη στιγμή του τελικού σόλο της κιθάρας ο Waters τρέχει προς τον τοίχο και χτυπώντας τον με τις γροθιές του προκαλεί μία έκρηξη χρωμάτων στο προηγούμενο σκοτεινό και γκρίζο σκηνικό.
Άλλες εκτελέσεις
Sisters of Mercy (Δεκέμβριος 1993, έπαιξαν το τραγούδι ζωντανά στο Brixton Academy. Η εκτέλεση αυτή περιλαμβάνεται στο bootleg «Dark Christmas In London». Οι Sisters Of Mercy έπαιξαν κι άλλες φορές το τραγούδι, συχνά σε medley με το «Some Kind Of Stranger», αλλά ποτέ δεν κυκλοφόρησε επίσημα).
Jaz Coleman & London Philharmonic Orchestra (Οκτώβριος 1995, ορχηστρική εκτέλεση στο άλμπουμ «Us and Them: Symphonic Pink Floyd»).
Innovations (Μάρτιος 1998, στο άλμπουμ «Plays Pink Floyd»).
Thelma Houston (1999, στη συλλογή «British Rock Symphony»).
Alex Xenophon (2000, στη συλλογή «The Electronic Tribute to Pink Floyd»).
Eternity X (Ιούλιος 2000, στη συλλογή «Signs of Life – A Tribute to Pink Floyd»).
Luther Wright & the Wrongs (2001, country εκτέλεση στο άλμπουμ «Rebuild the Wall»).
Byron Berline & David West (Οκτώβριος 2001, στη συλλογή «Pickin’ On Pink Floyd – A Bluegrass Tribute»).
Patricia Maertens (2002, στη συλλογή «Echoes of Pink – A Tribute to Pink Floyd»).
Scissor Sisters (Μάιος 2002, μία ριζικά διαφορετική εκτέλεση, η οποία περιλαμβάνεται στο single «Electrobix»). Η εκτέλεση αυτή, η οποία είναι προσανατολισμένη προς τη Disco, τράβηξε περισσότερη προσοχή από το άλλο τραγούδι του single και τον Ιανουάριο του 2004 κυκλοφόρησε σε ξεχωριστό single ενώ συμπεριλήφθηκε και στο άλμπουμ «Scissor Sisters». Η διασκευή των Scissor Sisters, σε remix του Καναδού DJ και παραγωγού Tiga, θυμίζει τους Bee Gees της Disco εποχής και ιδιαίτερα το “Stayin' Alive” καθώς η λέξη “I” από το στίχο "I havebecome, comfortablynumb" τραγουδιέται στο ίδιο στυλ με το επαναλαμβανόμενο "Ah-ha-ha-ha" στο ρεφρέν του “Stayin' Alive”. Η εκτέλεση αυτή, τραγουδισμένη εξ ολοκλήρου σε falsetto, έγινε μία από τις πιο εμπορικά επιτυχημένες διασκευές τραγουδιού των Pink Floyd καθώς έφτασε στο Νο 10 της Μεγάλης Βρετανίας και έγινε Νο 27 στη Σουηδία, Νο 30 στην Ιρλανδία, Νο 73 στην Αυστραλία, Νο 84 στην Ολλανδία και Νο 97 στη Γερμανία. Ο David Gilmour και ο Nick Mason εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την εκτέλεση αυτή, ενώ λέγεται ότι και ο Roger Waters έδωσε τα συγχαρητήριά του στους Scissor Sisters, παρά το γεγονός ότι άλλαξαν ένα στίχο του τραγουδιού (ο στίχος "adistantship'ssmokeonthehorizon" άλλαξε σε "adistantshipfloatsonthehorizon"). Ωστόσο δεν εντυπωσιάστηκαν όλοι από την εκτέλεση των Scissor Sisters καθώς το συγκρότημα δέχθηκε απειλές από φαν των Pink Floyd. Ο βασικός τραγουδιστής των Scissor Sisters, Jake Shears, είπε για το θέμα αυτό: - Ήταν αρκετά δυσάρεστο πράγμα. Όμως η PinkFloydPublishing μάς είπε ότι το συγκρότημα ήταν πολύ ευχαριστημένο με την εκτέλεσή μας. Το «Comfortably Numb» των Scissor Sisters ήταν υποψήφιο για Grammy στην κατηγορία Best Dance Recording αλλά έχασε από το «Toxic» της Britney Spears. Το 2006 ο David Gilmour προσκάλεσε τον Jake Shears να τραγουδήσει μαζί του το «Comfortably Numb» σε μερικές από τις συναυλίες του στη Νέα Υόρκη, όμως τελικά η ιδέα δεν πραγματοποιήθηκε, γεγονός για το οποίο ο Shears εξέφρασε την δημόσια την οργή του: - Ο DavidGilmourείπε στον μάνατζέρ μου ότι ήθελε να τραγουδήσω μαζί του το «ComfortablyNumb» σε δύο συναυλίες στο RadioCityMusicHall. Πετούσα στα σύννεφα γιατί μπορώ να τραγουδήσω πολύ καλά αυτό το τραγούδι. Το τραγουδάω τα μισά χρόνια της ζωής μου. Έκανα εξάσκηση και φωνητικές ασκήσεις μ' αυτό, αλλά μία μέρα πριν τη συναυλία αποφάσισαν να μην υπάρχουν guests. Με απέλυσαν. Μπάσταρδοι! Νομίζω ότι τον μισώ γι' αυτό. Ήταν σαν να παίρνεις μία καραμέλα από ένα παιδί. Η μητέρα μου θα 'παιρνε το αεροπλάνο για να έρθει να με δει.
String Quartet (Ιούλιος 2002, στο άλμπουμ «Tribute to Pink Floyd»).
Bran Flakes (2003, κυκλοφόρησαν το τραγούδι «The Hello Show», όπου ακούγεται sample από το «Comfortably Numb» στο 0:56 και στο 1:04 του τραγουδιού).
Mostly Autumn (2003, ζωντανή ηχογράφηση στο άλμπουμ και DVD «Live at the Grand Opera House». Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησαν άλλη μία ζωντανή εκτέλεση, η οποία περιλαμβάνεται στο DVD «Pink Floyd Revisited»).
Queensryche (Απρίλιος 2004, ζωντανή εκτέλεση με τη συμμετοχή των Dream Theater, στο DVD «The Art of Live». Στην εκτέλεση αυτή το σόλο της κιθάρας το κάνει ο John Petrucci των Dream Theater).
Billy Sherwood, Chris Squire, Alan White (όλοι τους μέλη των Yes) & Jordan Berliant (2005, στο πολυσυλλεκτικό άλμπουμ «Back against the Wall»).
Bruce Hornsby (2005, ζωντανή εκτέλεση στο DVD «Three Nights On The Town», ως μέρος ενός medley με το δικό του τραγούδι «Fortunate Son». Την επόμενη χρονιά συμπεριλήφθηκε και στο τετραπλό CD+DVD «Intersections»).
Dar Williams (Σεπτέμβριος 2005, με τη συμμετοχή της Ani DiFranco, στο άλμπουμ «My Better Self». Κυκλοφόρησε και σε single σε δύο εκδοχές: Album Version και Radio Edit). Η ίδια η Williams είπε σχετικά: - Πάντα πίστευα ότι έπρεπε να το ηχογραφήσει μια γυναίκα. Κι έτσι αποφάσισα να το κάνω, αλλά σκέφτηκα ότι χρειάζεται κι άλλη γυναίκα. Η Aniήταν η ονειρική μου επιλογή κι αυτή το πέτυχε. Το τραγούδι είναι ένα σχόλιο για το ποιοι είμαστε στον απόηχο των τελευταίων εκλογών, ασχέτως το ποιον ψήφισαμε. Από μία άποψη μιλάει για ένα όνειρο που φαίνεται να έχει πεθάνει στην κοινωνία μας και για την υπερβολική αναισθησία της οποίας είμαστε μάρτυρες αυτές τις μέρες. Δυστυχώς για τους φαν των Pink Floyd η εκτέλεση της Dar Williams δεν περιέχει τα σόλο.
Anathema (2006, ζωντανή εκτέλεση στο DVD «A Moment in Time»).
Sarah Slean (2006, στη συλλογή «Pink Floyd Redux»).
Gregorian (Μάρτιος 2006, στο άλμπουμ «Masters of Chant Chapter V»).
Staind (Νοέμβριος 2006, ζωντανή ακουστική εκτέλεση στο άλμπουμ «The Singles: 1996-2006». Η ηχογράφηση προέρχεται από συναυλία που έδωσαν στο Hiro Ballroom της Νέας Υόρκης).
George Kahn (2008, ορχηστρική εκτέλεση στο άλμπουμ «Cover Up!»).
Van Morrison (στις 7 Ιουλίου του 2008 ερμήνευσε το τραγούδι ζωντανά στη συναυλία που έδωσε στο Massey Hall του Τορόντο. Αν και κοιτούσε τους στίχους, έδωσε μία μοναδική και γεμάτη πάθος ερμηνεία. Στο τέλος είπε στο κοινό: "I hope you liked that. I'm not numb and I'm not comfortable!").
Bad Plus (Οκτώβριος 2008, με τη συμμετοχή της Wendy Lewis στα φωνητικά, στο άλμπουμ «For All I Care»).
Collide (Οκτώβριος 2009, στο άλμπουμ «These Eyes Before»).
Vic Ferrari Band (2010, στο άλμπουμ «Symphony on the Rocks»).
Our Malignant Beloved (2010, μία βαριά εκτέλεση, το ύφος της οποίας συνδυάζει στοιχεία και εφέ της στούντιο εκτέλεσης των Pink Floyd αλλά και της βαριάς ζωντανής ηχογράφησης που περιλαμβάνεται στο «Pulse»).
Ralfe Band (2010, στη συλλογή «The Wall Rebuilt», που κυκλοφόρησε από το βρετανικό μουσικό περιοδικό Mojo).
Το τραγούδι έπαιξαν σε συναυλίες τους και τα ελληνικά συγκροτήματα September Code και The Big Bubble.
Το «Comfortably Numb» συμπεριλήφθηκε στο soundtrack της βραβευμένης με Oscar ταινίας «Ο Πληροφοριοδότης» (The Departed, 2006), στην εκτέλεση των Roger Waters, Van Morrison και Band. Η ίδια εκτέλεση ακούστηκε και σ’ ένα επεισόδιο της σειράς The Sopranos (2007), σε μία σκηνή όπου ο Christopher Moltisanti βάζει το soundtrack του «Πληροφοριοδότη» στο στερεοφωνικό του αυτοκινήτου του πριν από ένα σοβαρό ατύχημα. Το τραγούδι έδωσε επίσης τον τίτλο του στο βιβλίο του Mark Blake «Comfortably Numb: The Inside Story Of Pink Floyd», που εκδόθηκε το 2007. Ο Γιώργος Ανδρέου, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, η Τζώρτζια των Μπλε και ο Χρήστος Θηβαίος δηλώσανε ότι είναι ένα από τα αγαπημένα τους τραγούδια. Το δεύτερο σόλο κιθάρας του David Gilmour εμφανίζεται σε όλες τις ψηφοφορίες για τα καλύτερα σόλο κιθάρας που ηχογραφήθηκαν ποτέ. Οι αναγνώστες του περιοδικού Guitar World το κατάταξαν στο Νο 4 των καλύτερων σόλο κιθάρας όλων των εποχών ενώ τον Αύγουστο του 2006 οι ακροατές του μουσικού σταθμού Planet Rock το ψήφισαν ως το καλύτερο σόλο όλων των εποχών. Το Νοέμβριο του 2010 το περιοδικό Guitarist ανέφερε ότι είναι ο καλύτερος ήχος κιθάρας που ηχογραφήθηκε ποτέ. Για πολλούς φαν, το «Comfortably Numb» αποτελεί την πεμπτουσία των τραγουδιών των Pink Floyd. Το 1989 οι αναγνώστες του περιοδικού The Amazing Pudding (των φαν των Pink Floyd) ψήφισαν το «Comfortably Numb» ως το καλύτερο τραγούδι του συγκροτήματος. Το περιοδικό Rolling Stone το κατέταξε στο Νο 314 των 500 καλύτερων τραγουδιών όλων των εποχών. Η λαμπρή ενορχήστρωση, τα βασανιστικά σόλο της κιθάρας, τα αιθέρια φωνητικά και οι σαρωτικοί του στίχοι αποδεικνύουν γιατί οι Pink Floyd θεωρούνται ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα στην ιστορία της ροκ μουσικής. Σε ό,τι αφορά την αφήγηση και το θέμα του «Comfortably Numb», το τραγούδι αυτό δεν είναι μόνο ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια του «The Wall» αλλά είναι κι ένα από τα σημαντικότερα του καταλόγου των Pink Floyd. Εντούτοις, ήταν το τελευταίο τραγούδι που έγραψαν μαζί ο Roger Waters και ο David Gilmour μιας και οι ομηρικοί τους καυγάδες συνεχίστηκαν για χρόνια...
Hello? Is there anybody in there? Just nod if you can hear me. Is there anyone at home? Come on, now, I hear you're feeling down. Well I can ease your pain and get you on your feet again. Relax. I need some information first. Just the basic facts Can you show me where it hurts?
There is no pain, you are receding a distant ship’s smoke on the horizon. You are only coming through in waves. Your lips move but I can't hear what you're saying. When I was a child I had a fever my hands felt just like two balloons. Now I've got that feeling once again I can't explain you would not understand this is not how I am. I have become comfortably numb.
I have become comfortably numb.
O. K. Just a little pin prick. There'll be no more Ah! But you may feel a little sick. Can you stand up? I do believe its working. Good. That'll keep you going through the show Come on it's time to go.
There is no pain, you are receding a distant ship’s smoke on the horizon. You are only coming through in waves. Your lips move but I can't hear what you're saying. When I was a child I caught a fleeting glimpse Out of the corner of my eye I turned to look but it was gone I cannot put my finger on it now The child is grown, The dream is gone. I have become comfortably numb.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Αρκετο διαβασα ηδη και θα το τελειωσω εντος των ημερων.
Ας βαλω κι εδω να υπαρχει το λινκ απο ενα σχετικο νημα του φορουμ, με μια προσωπικη ερμηνεια του θεματος (post #7) http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=Splatt_Forums&file=viewtopic&topic=29599
Πολύ καλή και εκτενής η ανάλυση του κομματιού!!! Μήπως να έγραφες ένα βιβλίο με αντικείμενο τους Pink Floyd και τη μουσική τους; Το κατέχεις. Με πήγε χρόνια πίσω σε εποχές και καταστάσεις που δυστυχώς δεν ξαναγυρίζουν...
Σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Μιας και είσαι φαν των Pink Floyd, σου συνιστώ να διαβάσεις και το άρθρο μου για το ''Another Brick In The Wall (part II)''.
Oυάου, τόσο εκτενής και χειρουργικά λεπτομερής ανάλυση γ τ κομματι που σχεδον το απομυθοποιησες! Συγχαρητήρια κατ αρχήν γ τν υπομονη και τ συγκέντρωση όλων αυτών των στοιχείων, αλλα αδερφέ μου, σκέψου οτι ένα προιον τεχνης, που σιγουρα αντανακλα βιωματικά στοιχεία μεσα του αλλα και αυτοβιογραφικά του καλλιτεχνη, μιλα διαφορετικά στον καθενα μας και συνδεεται με τις δικες μας βιωματικες αναμνησεις και εμπειριες... Είναι ένα απο τα αγαπημενα μου και τι εχω ακουσει σε διαφορετικες εκτελεσεις απο τους Floyd, Live & μη. Προσωπικα και βιωματικα η καλυτερη εκτελεση π τ ακουσα, ηταν σ ενα παραθαλάσσιο φεστιβαλ από ενα ελληνικό σχήμα(!), που το μετουσιωσε εκεινη τη στιγμη σε μια απιστευτη εμπειρια που ομοια της δεν ειχα ξαναζησει... χωρις να διεκδικώ τ απόλυτο, εκεινη η στιγμη για μενα ηταν ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ οπως εγω το ειχα φανταστει να το ακουω σε live. Θέλω λοιπον να καταλήξω και χωρις να μειωνω σε τπτ τη τρομερη δουλεια που εκανες, οτι αυτες οι στιγμες δν αναπαραγονται και δν επαναλαμβανονται.
Δεν ειναι οι αναλυσεις κατ εμε που εμβαθυνυν στη μουσική κατανοηση και αποδοχή ενος εργου τεχνης, όσο η στιγμη, το βιωμα, η εμπειρια κ το κλικ που παθαινεις ακουγοντας, μυριζοντας, απτοντας και γευομενος το εργο τεχνης. Όλα συντελουν στο να φτιαξεις τις εικονες που εσυ θέλεις γιατι η τεχνη θεραπευει και εκεινο που καταληγω είναι οτι ΔΕΝ υπάρχει αντικειμενικη ανάλυση ενος εργου τεχνης, που εχει κατι το μυθικο και θεικο μέσα της γιατι ειναι δημιουργία...κι αν πας ν τ αναλυσεις ισως να το καταστρεψεις... Αυτα τα ολιγα, ελπιζω ν μ αντιλαμβανεσαι οτι θελω ν συμβαλλω και οχι να αντιπαρατεθω. Καλη σου συνεχεια