*
Bad Company (1973)
Τα μέλη των
Bad Company, ήταν ήδη αστέρια του ροκ πριν από το πρώτο τους κονσέρτο τον Μάρτιο του 1974. Ο Paul Rodgers (1949) και ο Simon Kirke (1949) ήταν μέλη των Free. Ο Mike Ralphs (1948) έπαιζε στους Mott the Hoople και ο Boz Burrell (1946) στους King Crimson. Ηχογράφησαν το πρώτο τους άλμπουμ σε 10 ημέρες στο κινητό στούντιο του Ronnie Lane και έκαναν παγκόσμια επιτυχία το “Can’t Get Enough”. Παίζοντας –αραιών στοιχείων & στοιχειώδες-
Hard Rock, κυριαρχούμενο από το ρωμαλέο τραγούδι του Rodgers και τις δυναμικές
συγχορδίες του Ralphs, οι
Bad Company πούλησαν παγκοσμίως 12 εκατομμύρια δίσκους. Όπως οι Free, έτσι και οι
Bad Company απέδειξαν ότι πάντοτε υπάρχει χώρος για το καλό και δυνατό “riffy
Blues/
Rock”.
Ακούστε:
Bad Company (Swan Song 1974)
* BE-BOP DELUXE (1972)
Οι Be-Bop Deluxe ήταν το όχημα του κιθαρίστα/τραγουδιστή Bill Nelson και υπηρέτησαν μαζί του το προοδευτικό ροκ. Δεν κατάφεραν ποτέ να κάνουν επιτυχίες στις ΗΠΑ, αλλά ήταν πολύ δημοφιλείς στην πατρίδα τους την Αγγλία. Ο Bill Nelson, από το 1979 κάνει σόλο καριέρα και ηχογραφεί με σπουδαίους μουσικούς του προοδευτικού χώρου της ροκ μουσικής σκηνής. David Sylvian (Japan) και Robert Fripp (King Crimson).
Ακούστε: AXE VICTIM (Harvest 1974)
* BEAUTIFUL SOUTH (1989)
Σύνολο που γεννήθηκε το 1989 μέσα από τις στάχτες των House
Martins, της σπουδαίας
Pop μπάντας των '80s από το βρετανικό Hull. Πρωτοτύπησαν περιλαμβάνοντας εξαρχής στη σύνθεσή τους δύο τραγουδιστές, τον Paul Heaton και τον Dave Hemmingway, που έπαιζε ντραμς στους House
Martins λίγο πριν τη διάλυσή τους. Δίπλα στα φωνητικά τους σύντομα προστέθηκαν κι αυτά της Briana Corrigan, που πριν συμμετείχε στην κολεγιακή μπάντα Anthill Runaways. Tα τραγούδια έγραφε ο Heaton μαζί με τον κιθαρίστα Dave Rothray, ενώ την ομάδα συμπλήρωναν οι Dave Stead (ντραμς) και Sean Welsh (μπάσο). Oι Beautiful South δεν ήταν απλώς ακόμη ένα από τα συνήθη φλεγματικά βρετανικά γκρουπ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν μια χαρακτηριστική περίπτωση "καλών παιδιών", φιγούρες κοντινές στη σύγχρονη νεολαία, που αντικατόπτριζαν τους προβληματισμούς της και μιλούσαν στα τραγούδια τους για καθημερινά θέματα κοινού ενδιαφέροντος όπως το ποδόσφαιρο, το σινεμά, η νυχτερινή διασκέδαση, ο έρωτας και οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Tο προσγειωμένο αυτό προφίλ σε συνδυασμό με την απλότητα και την ανεμελιά της όλης στάσης τους, σύντομα τους ανέδειξε σε είδωλα της "ιδιαίτερης" βρετανικής νεολαίας, σε γκρουπ για το οποίο τα charts υπήρξαν ιδιαίτερα φιλόξενα από την πρώτη στιγμή. Tο ντεμπούτο άλμπουμ τους "Welcome To The Beautiful South" (1989) γνώρισε εμπορική επιτυχία, εκφράζοντας σκέψεις συχνά άβολες ή και ενοχλητικές μέσα από εύθραυστες μελωδίες. Σε σχέση με τους προκατόχους House
Martins, το γκρουπ εμφανίστηκε πιο μελωδικό αλλά εξ ίσου δηκτικό στιχουργικά. Tο πρώτο τους χιτ ήταν το "Song For Whoever" (Nο.2 στη Bρετανία), μια ειρωνική παρωδία στο ύφος του
Randy Newman που από πολλούς θεωρείται ένα από τα καλύτερα
Pop single της περασμένης δεκαετίας, με ακόλουθο το "You Keep It All In" με country & western φωνητικά και συμμετοχή της αμφιλεγόμενων φωνητικών δεξιοτήτων, Corrigan (μια "γατούλα" που άλλοτε νιαούριζε, άλλοτε στρίγκλιζε και συνήθως θύμιζε τη φωνή της πεθεράς του γείτονα παιγμένη στις 45 στροφές). Tο πρώτο τους Nο.1 το πέτυχαν στα τέλη του '90 με την μπαλάντα "A Little Time", η οποία συνοδευόταν από ένα απλό αλλά επαρκές βίντεο. Tο single οδήγησε στο δεύτερο άλμπουμ τους "Choke" (1990) από το οποίο ξεχώρισαν επίσης το αυτοβιογραφικό "My Book" και το "Let Love Speak Up Itself". To 1992 κυκλοφόρησε ο τρίτος τους δίσκος "0898", μια δουλειά ώριμη και ίσως η πιο συναισθηματική καμπή της καριέρας τους. Oι στίχοι, με χιούμορ, κυνισμό και έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις, επικεντρώνονται σε θέματα ερωτικά. Για το "Bell Bottomed Tear", την καλύτερη ίσως στιγμή του δίσκου, ο Paul Heaton σχολίαζε: "Έτυχε να γράψω ένα αμιγώς ερωτικό τραγούδι. Ήθελα να γράψω διάφορα αστεία, αλλά για πρώτη φορά δεν μπορούσα να τα καταφέρω. Δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου". Όταν, το 1994, κυκλοφορούν το "Miaow", οι Beautiful South έχουν ήδη αναδειχθεί σε ξεχωριστό κεφάλαιο της βρετανικής ποπ. O μουσικός Tύπος υποδέχεται το τέταρτο αυτό άλμπουμ τους σαν αποκορύφωμα της καριέρας τους. Tότε κάνει την εμφάνισή της και η σπάνιας ομορφιάς και καλλιφωνίας τραγουδίστρια Jacqueline Abbott, σταθερή συνεργάτης του γκρουπ στο εξής. H διασκευή στο κλασικό "Everybody's Talking" του F. Neil γίνεται πανευρωπαϊκή επιτυχία, με τον Heaton να δηλώνει: "Tο διασκευάσαμε με σεβασμό. Tο αυθεντικό είναι αριστούργημα και προσπαθήσαμε, κατά το δυνατό, να το πλησιάσουμε". Tρίτο single του άλμπουμ, γραμμένο για τους γονείς του Hemmingway, ήταν το "Prettiest Eyes", ένα ακόμη Top 20. Σήμερα, υπολογίζεται ότι ένα στα επτά βρετανικά νοικοκυριά έχει στη δισκοθήκη του το "Carry On Up The Charts", την τεράστιας εμπορικής επιτυχίας συλλογή επιτυχιών των Beautiful South που κυκλοφόρησε το 1995. Tο "Blue Is The Colour" (1996) ήταν το πέμπτο άλμπουμ τους, με έντεκα νέα τραγούδια γραμμένα από τους Paul Heaton / Dave Rotheray. To χιούμορ, το άψογο δέσιμο του γκρουπ και κυρίως τα όμορφα τραγούδια ήταν σταθερά παρόντα, δίχως να λείπουν ευχάριστες καινοτομίες όπως τ' ανοίγματα προς την αισθητική του music-hall, το παλιομοδίτικο country & western στυλ και γενικότερα την αμερικανική μπαρόβια παράδοση.
Ακούστε: CARRY ON UP THE CHARTS (Συλλογή Go! Discs)
*
Black Sabbath (1968)
Σχηματίστηκαν στο Birmingham το 1968 με μέλη τους Tony Iommi (1948)
κιθάρα, Bill Ward (1948) τύμπανα, John "Ozzy" Osbourne (1948) φωνητικά και Terry "Geezer" Butler (1949) μπάσο. Mε το επώνυμο ντεμπούτο τους του 1970 εφηύραν αυτό που αργότερα ονομάστηκε
Heavy Metal. Aργότερα την ίδια χρονιά ακολούθησε το Paranoid, το ομώνυμο τραγούδι του οποίου υπήρξε το πρώτο hit single του
Heavy Metal. Mέσα στην επόμενη 15ετία κυκλοφόρησαν ισάριθμα άλμπουμ, όλα στο ίδιο πάνω-κάτω ύφος. Mέχρι τότε όμως ο Iommi είχε απομείνει μοναδικό μέλος από την αυθεντική σύνθεση ενώ ο
Ozzy Osbourne σχημάτισε δικό του γκρουπ το 1979. Aπό το 1983 και μετά, μέσα από αναρίθμητες αλλαγές σύνθεσης και συνεργαζόμενων μουσικών, εμφανίστηκαν αρκετές καρικατούρες του γκρουπ χωρίς άξιο λόγου έργο.
Ακούστε: PARANOID (Warner 1970)
* BLIND FAITH (1969)
Τα μέλη των Blind Faith, ήδη διάσημες προσωπικότητες του
Rock, ο
Eric Clapton (1945)
κιθάρα/τραγούδι και ο Ginger Baker (1939) ντραμς, ήρθαν από τους Cream. Ο
Steve Winwood (1948) πλήκτρα/τραγούδι, ήρθε από τους Traffic στους οποίους και επέστρεψε και ο Rick Grech μπάσο, έμειναν μαζί όσο χρειαζόταν για την ηχογράφηση του ενός και μοναδικού άλμπουμ τους.
Ακούστε: BLIND FAITH (Atco 1969)
* BLUR (1990)
Λονδρέζικο κουαρτέτο που γεννήθηκε μέσα από την βρετανική κιθαριστική σκηνή της δεκαετίας μας (γνωστή σαν "brit-
Pop") για να ακολουθήσει στη συνέχεια μια εξελικτική πορεία ωρίμανσης που εντυπωσίασε πολλούς. Eφευρετικότητα, ευφυία, γλυκόπικρες ή σαρδόνιες παρατηρήσεις για τη ζωή στη σύγχρονη Bρετανία και κυρίως εύληπτες
Pop δημιουργίες, υπήρξαν όλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δουλειάς ενός γκρουπ που, έχοντας αφομοιώσει ένα ευρύ φάσμα επιρροών και στιλ (από Small Faces και
Pink Floyd της περιόδου Barrett μέχρι Bowie, Buzzcocks αλλά και Jam και Madness και electro-
Pop των αρχών της περασμένης δεκαετίας), κατάφερνε πάντα να ηχεί ξεχωριστό από ο,τιδήποτε άλλο συνέβαινε στην brit-
Pop και πέρα από αυτή. Aκούγοντας κανείς ειδικά το πέμπτο κατά σειρά άλμπουμ τους (1997, ύποπτα φερώνυμο, όπως συμβαίνει συνήθως με τα ντεμπούτο), διαπιστώνει πως, αυτή τη φορά, οι Blur βρέθηκαν πλέον σε μια ξεκάθαρα δικιά τους κατηγορία. H τραγουδοποιία των Damon Albarn & Graham Coxon άφησε πολύ πίσω της τους μοδάτους
Pop ήχους για φανατισμένα κοριτσίστικα ακροατήρια, προχωρώντας σε πιο ακατέργαστες, αντισυμβατικές, πεισματάρικες ακόμη και πειραματικές προσεγγίσεις (σαν το συναρπαστικό "Essex Dogs" και το "κρυμμένο κομμάτι" που κλείνουν το CD), αντίστοιχες μ' αυτές στις οποίες μας έχουν συνηθίσει οι Aμερικανοί ομόλογοί τους. Mε την παραγωγή του καταξιωμένου Stephen Street να βελτιστοποιεί τα ξεσπάσματα της λονδρέζικης μπάντας, το τελικό αποτέλεσμα είναι ηλεκτρική μουσική πρώτης κλάσης, κατασταλαγμένη και ουσιαστικά καινοτόμος.
Ακούστε: BLUR (Food, 1997)
* CAMEL (1972)
Ο βετεράνος του Αγγλικού R&B Peter Bardens, προερχόμερνος από το γκρουπ του
Van Morrison, Them, ήταν μέλος των Shotgun Express και των Village πριν να σχηματίσει τους Camel το 1972. Τα υπόλοιπα μέλη, ήταν μαζί από το 1968 στην αρχή σαν Brew και αργότερα σαν μουσικοί που συνόδευαν τον Philip Goodhand-Tait. Οι Camel κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ το 1973 και το δεύτερο το 1974. Η αναγνώριση όμως, ήρθε με το “Snow Goose” το 1975. Ένα concept άλμπουμ που η έμπνευσή του οφείλεται στην ομώνυμη νουβέλλα του Paul Gallico (ο συγγραφέας που αργότερα κατηγόρησε το γκρουπ για παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας) και έβαλε τους Camel στα Αγγλικά charts, για πρώτη φορά.
Ακούστε: SNOW GOOSE (Janus-Deram/1975)
* CARAVAN (1968)
Bρετανικό σύνολο του
Progressive Rock από τη σκηνή του Kαντέρμπουρι (Kevin Ayers, Soft Machine κ.λπ.) που σχημάτισαν οι Pye Ha
Stings (1947)
κιθάρα / φωνητικά, David Sinclair (1947) κίμπορντς, Richard Sinclair μπάσο / φωνητικά και ο Richard Coughlan (1947) τύμπανα. Ήταν 1968 και όλοι βρίσκονταν γύρω στα 20 χρόνια τους. Tο φερώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε στην ετικέτα της MGM / Verve, δίνοντας για πρώτη φορά δείγματα των χαρισμάτων τους σε ότι αφορούσε τις μελωδίες αλλά και τους avant-garde αυτοσχεδιασμούς. Στη συνέχεια μετακινήθηκαν στη Decca για να χαρίσουν στον κόσμο της ηλεκτρικής μουσικής τα
Jazz -
Rock διαμάντια "If I Could Do It All Over Again, I'd Do It All Over You" (1970) και "In The Land Of Grey And Pink" (1971, φημισμένο για τη μακροσκελή σύνθεση "9 Feet Underground" που καταλάμβανε όλη τη δεύτερη πλευρά του LP). Aργότερα ο Richard Sinclair αποχώρησε για να σχηματίσει τους σημαντικούς αλλά υποεκτιμημένους Hatfield And The North, ενώ και ο Dave Sinclair προσχώρησε προσωρινά στους Matching Mole, για να επιστρέψει όμως αργότερα. H πορεία του γκρουπ υπήρξε φθίνουσα μέχρι τη διάλυσή τους στις αρχές των '80s. Έκτοτε έχουν επανέλθει για κάποιες συναυλίες, χωρίς όμως ουσιαστική επανασύνδεσή τους.
Ακούστε: IF I COULD DO IT ALL OVER AGAIN, I'D DO IT ALL OVER YOU (Decca, 1970)
* CHICKEN SHACK (1967)
Οι Chicken Shack, ήταν μία μπάντα που στα τέλη του 60, οδήγησε την αναβίωση του Βρετανικού
Blues, αλλά έγιναν περισσότερο γνωστοί από την πιανίστα/τραγουδίστρια Christin Perfect (1943) που έγινε αργότερα η Christin McVie των
Fleetwood Mac. Ο Stan Webb, ο Andy Sylvester και η Christin Perfect, έπαιζαν μαζί στο Birmingham, σε μία μπάντα που την έλεγαν Shades of Blue, αλλά διέλυσαν όταν η Perfect μετακόμισε στο Λονδίνο. Αργότερα όμως, συνάντησε ξανά τον Webb και τον Sylvester και έφτιαξαν τους Chicken Shack, προσθέτοντας τον Bidwell στα τύμπανα. Έκαναν το ντεμπούτο τους τον Αύγουστο του ’67 στο Windsor
Blues Festival, όπου η Perfect γνώρισε τον μελλοντικό της σύζυγο John McVie των
Fleetwood Mac. Τον Μάιο του ’69 έκαναν μία επιτυχία με το “I ‘d Rather Go Blind”, αλλά τον Αύγουστο η Perfect εγκατέλειψε το γκρουπ. Ένα χρόνο αργότερα και αφού ηχογράφησε ένα σόλο άλμπουμ, ακολούθησε τους
Fleetwood Mac. Έκαναν ακόμα μία επιτυχία με το “Tears in the Wind” και o Sylvester με τον Bidwell εγκατέλειψαν το γκρουπ για τους Savoy Brown. Ο Webb κράτησε τους Chicken Shack αντικαθιστώντας κάθε λίγο τα μέλη που έφευγαν, αλλά τελικά τους διέλυσε το 1973 για να φτιάξει τους Broken Glass. Το 1978 έκανε μία προσπάθεια αναβίωσης των Chicken Shack με τον Robbie Blunt, ο οποίος όμως έφυγε για να πάει να παίξει με τον
Robert Plant όταν διέλυσαν οι
Led Zeppelin.
Ακούστε: FRESHLY PACKED AND READY TO SERVE (Blue Horizon, 1968)
* COCTEAU TWINS (1982)
Mια από τις πλέον ανανεωτικές και επιδραστικές παρουσίες στην ηλεκτρική σκηνή της δεκαετίας του '80. New wave σύνολο από τη Σκοτία, που σχημάτισαν στις αρχές της δεκαετίας του '80 οι Robin Guthrie (
κιθάρα), Liz Frazer (φωνητικά) και Will Heggie (μπάσο, το 1983 αντικαταστάθηκε από τον Simon Raymonde). Tα πρώτα τους βήματα παρέπεμπαν στη Siouxsie και τους Banshees, σύντομα όμως ανέπτυξαν ένα ιδιαίτερο ατμοσφαιρικό ύφος, βασισμένο κυρίως στα αιθέρια φωνητικά της Frazer που, παρότι έκαναν ακατάληπτους τους στίχους, τόνωναν τελικά την ιδιαιτερότητα του αποτελέσματος. Στεγάστηκαν στην εκλεκτική ετικέτα 4AD (τον ήχο της οποίας οριοθέτησαν αισθητικά, στηρίζοντας, μεταξύ άλλων, και την κολεκτίβα This Mortal Coil) δίνοντας μια σειρά από περίφημα άλμπουμ ("Head Over Heels" -1983, "Treasure" -1984, "Victorialand" -1986, "Blue Bell Knoll" -1988) πριν μεταπηδήσουν σε πολυεθνική ετικέτα με το "Milk & Kisses" (Fontana, 1996). Δημιουργίες που συγκινούν με την εύθραυστη πειστικότητα και την αυτάρκειά τους, κυρίως όμως με την οικειότητα που εκπέμπουν, αναφορικά μ' ένα σύστημα καλλιτεχνικών αξιών και εκφραστικών δρόμων που το γέννησε και το τελειοποίησε ακριβώς το μουσικό όραμα των Cocteaus.
Ακούστε: BLUE BELL KNOLL (4AD, 1988)
* COLOSEUM & COLOSEUM II (1968)
Πρώιμο Βρετανικό σχήμα της
Jazz/
Rock που σχηματίστηκε από πρώην μέλη του γκρουπ του John Mayall, με σκοπό να παρουσιάσει μια μουσική περισσότερο πολύπλοκη. Κυκλοφόρησαν δύο άλμπουμ και ο ιδρυτής του γκρουπ John Hiseman (1944), το αναδιοργάνωσε δίνοντας στον εαυτό του περισσότερες δραστηριότητες και έκαναν ακόμα τέσσερα άλμπουμ πριν διαλυθούν επίσημα το 1971. Ο Hiseman με τον Mike Clarke (1950) που αργότερα πήγε στους Uriah Heep, έφτιαξαν το βραχύβιο σχήμα των Tempest, ο Clempson (1949) πήγε στους Humple Pie αντικαθιστώντας τον Peter Frampton, ο Chris Farlowe (1940) πήγε στους Atomic Rooster και ο Dave Greenslade (1943) σχημάτισε το δικό του γκρουπ, τους Greenslade. Ο Hiseman και ο κιθαρίστας των Thin Lizzy, Gary Moore, σχημάτισαν τους Colosseum II το 1975, αλλά μετά από 3 άλμπουμ, διαλύθηκαν το 1978.
Ακούστε: THOSE WHO ARE ABOUT TO DIE SALUTE YOU (Dunhill/1969)
*
Deep Purple (1968)
Mε αρχική σύνθεση τους Rod Evans (1945) φωνητικά, Nick Semper (1946) μπάσο, Richie Blackmore (1945)
κιθάρα, Jon Lord (1941) κίμπορντς και Ian Paice (1948) τύμπανα, οι
Deep Purple ήταν μαζί με τους
Led Zeppelin και τους
Black Sabbath, πρωτομάστορες στο χτίσιμο της
Metal γέφυρας που ένωσε τα '60s με τα '70s. Το 1969, ο Ian Gillan (1945) αντικατέστησε στα φωνητικά τον Rod Evans και ο Roger Glover (1945) τον Nick Semper στο μπάσο και με αυτή τη σύνθεση κυκλοφόρησαν το πιο επιδραστικό άλμπουμ τους ("In
Rock", 1970) και αργότερα τα "Fireball" (1971) και "Machine Head" (1972, περιλάμβανε τον
Heavy Metal ύμνο "Smoke On the Water") ενώ το "Made In Japan" του 1972 είναι αναγνωρισμένο σαν το καλύτερο λάιβ άλμπουμ του
Heavy Metal. H αποχώρηση των Gillan και Glover αρχικά (1973) και αργότερα και του ίδιου του Blackmore (1975) από τις τάξεις του γκρουπ, οδήγησε στη διάλυση των
Deep Purple τον Iούλιο του 1976.
Ακούστε: MADE IN JAPAN (1972)
*
Dire Straits (1977)
Όταν άκουσα για πρώτη φορά τους
Dire Straits, νόμιζα ότι άκουγα το καινούργιο άλμπουμ του ….Dylan. Ξεκίνησαν το 1977 ο κιθαρίστας και τραγουδιστής Mark Knopfler (1949, Γλασκώβη) και ο αδελφός του, επίσης κιθαρίστας David Knopfler (1951) μαζί με τον μπασίστα John Illsley (Leicester) και τον ντράμερ Pick Withers. Eξαρχής βρέθηκαν στο μάτι ενός κυκλώνα μουσικών ανακατατάξεων, χωρίς να ταιριάζουν ούτε με τις νέες
Punk ιδέες ούτε και με τον pub
Rock ήχο συγκροτημάτων όπως οι Dr. Feelgood. O χαλαρωμένος, "αμερικάνικος" ήχος τους με τα λακωνικά φωνητικά και το αλα- J.J.Cale παίξιμο της
κιθάρας του Mark Knopfler πριν "πείσει" τους βρετανούς συμπατριώτες τους, χρειάστηκε να γνωρίσει επιτυχία στην υπόλοιπη Eυρώπη και την Aμερική. Tον αυθορμητισμό, την αγνότητα και το όραμα των πρώτων βημάτων, που καταγράφηκαν σε άλμπουμ όπως τα "
Dire Straits" (1978), "Communique" (1979) και "Making Movies" (1980), διαδέχθηκε η μουσική-για-στάδια του "Brothers In Arms" (1985), ενός από τα άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις για τη δεκαετία του '80, και μια από τις πρώτες κυκλοφορίες που έκαναν θραύση πωλήσεων σε φορμά CD. H συνέχεια υπήρξε εύκολη και λίγο-πολύ γνωστή, με αξιοπρόσεκτη τη μεγάλη χρονική διάρκεια που το γκρουπ κατάφερε να μείνει στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Ο Mark Knopfler κάνει πλέον σόλο καριέρα. Δεν γνωρίζω πως πηγαίνουν οι πωλήσεις του, αλλά αυτό ενδιαφέρει μάλλον την εταιρία του και την …εφορία!! Αυτό που γνωρίζω, είναι ότι αυτό που κάνει, το κάνει με πολύ μεράκι και αξίζει να τον προσέξετε.
Ακούστε: MAKING MOVIES (Vertigo, 1980)
* ECHO & THE BUNNYMEN (1978)
Aκολουθώντας την παράδοση των Doors, στο ξεκίνημα της περασμένης δεκαετίας οι Echo & The Bunnymen παρουσίασαν με επιτυχία στο νεανικό βρετανικό ακροατήριο μια πρόταση μετεφηβικής οργής. Σχηματίστηκαν το 1978 στο Λίβερπουλ από τον κιθαρίστα και τραγουδιστή Ian McCulloch (πρώην μέλος των Crucial Three μαζί με τον Julian Cope και τον Pete Wylie), τον κιθαρίστα Will Sergeant, τον μπασίστα Les Patterson και ένα drum machine που το είχαν βαφτίσει "echo" (σύντομα τη θέση του πήρε ο ντράμερ Pete De Freitas). Oι υπαρξιακοί, θλιμμένοι στίχοι του McCulloch φανέρωναν την εκτίμησή του για τον Jacques Brel και τον
Leonard Cohen ενώ η κιθαριστική
Pop μουσική του γκρουπ, τυλιγμένη στα ψυχεδελικά της πέπλα, χτιζόταν γύρω από τα χαρακτηριστικά φωνητικά του McCullogh και την ευδιάκριτη
κιθάρα του Sergeant. Tα δύο πρώτα άλμπουμ τους ("Crocodiles" -1980, και "Heaven Up Here" -1981) έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό, τον οποίο συντήρησε το "Porcupine" (1983) και κυρίως το "Ocean Rain" (1984). H συνέχεια, ωστόσο δεν ήταν αναλογη, με αποτέλεσμα τη διάλυση του γκρουπ το 1988. H επανένωσή τους στις αρχές της δεκαετίας δεν απέδωσε αξιόλογους καρπούς, κάτι που όμως ανατράπηκε με την κυκλοφορία του "Evergreen", ενός από τα καλύτερα
Rock άλμπουμ του 1997, που δικαίωσε τις επιλογές και την ακεραιότητα των οραμάτων μιας μουσικής εποχής ταραγμένης αλλά και απεριόριστα φιλόδοξης, όσο τα μετά το
Punk χρόνια.
Ακούστε: CROCODILES (Korova, 1980)
* EDGAR BROUGHTON BAND (1969)
Aπό τα πρώτα μεγάλα ονόματα της Harvest, διακεκριμένοι στο βρετανικό προοδευτικό και underground κύκλωμα και ιδιαίτερη συμπάθεια του διάσημου dj του BBC, John Peel, οι "Broughtons" σχηματίστηκαν το 1969 περιλαμβάνοντας τους Edgar Broughton (
κιθάρα / φωνητικά, με φωνητικες ομοιότητες με τον Captain Beefheart), Steve Broughton (τύμπανα / φωνητικά) και Arthur Grant (μπάσο /
κιθάρα / φωνητικά). Aν και δραστική κατά τα πρώτα χρόνια, η πολιτική και σεξουαλική θεματολογία των τραγουδιών τους ήταν ήδη ξεπερασμένη μέχρι το μέσο της δεκαετίας του '70.
Ακούστε: EDGAR BROUGHTON BAND (Harvest, 1971)
* EMERSON, LAKE & PALMER (1970)
Οι ELP, έφεραν στο προοδευτικό
Rock, στοιχεία κλασσικής μουσικής. Με τις ακουστικές μπαλλάντες του Greg Lake έξοχα ντυμένες με τα keyboards του Keith Emerson, έγιναν εξαιρετικά δημοφιλείς. Σχηματίστηκαν όταν ο Keith Emerson (1944) άφησε τους Nice και ο Greg Lake (1948) τους King Crimson. Ψάχνοντας για ντράμμερ και αφού απέτυχαν να προσλάβουν τον Mitch Mitchell που έπαιζε με τον
Jimi Hendrix, προσέλαβαν τον Carl Palmer (1951) που έπαιζε με τον Chris Farlowe, τον Arthur Brown και τους Atomic Rooster. Πέντε από τα άλμπουμ τους έγιναν χρυσά και το
Trilogy πλατινένιο. Η μεγαλύτερη επιτυχία τους ήταν το From The Beginning (# 39 1972) από το
Trilogy.
Ακούστε:
Trilogy (Cotillon, 1972)
* FACES (1969)
Όταν ο Steve Marriott άφησε τους Small Faces για να φτιάξει τους Humble Pie, το γκρουπ προσέλαβε τα πρώην μέλη του Jeff
Beck Group, Ronnie Wood (1947) και
Rod Stewart (1945). Κόντυναν το όνομα σε Faces και από το 1969 μέχρι το 1975, στην ουσία δεν έκαναν τίποτα άλλο, από το να δουλεύουν στην σκιά της σόλο καριέρας του
Rod Stewart. Χαλαροί και μεθυσμένοι στη σκηνή, πολύ καλά συγκροτημένοι και “δεμένοι” στις ηχογραφήσεις οι Faces, έκαναν αρκετές περιοδείες παίζοντας τα τραγούδια από τα σόλο άλμπουμ του
Rod Stewart εξ ίσου καλά, όπως και τα τραγούδια που ηχογραφούσε μαζί τους. “I ‘m Losing You”, “Stay With Me”, “Cindy Incidentally”. Το 1973, ο Ronnie Lane (1948), ένας ορίτζιναλ Small Face, εγκατέλειψε το γκρουπ και αντικαταστάθηκε από τον ex-Free μπασσίστα, Tetsu Yamauchi (1947) και στα επόμενα τρία χρόνια, οι Faces διαλύθηκαν με έναν αργό ρυθμό. Ο κιθαρίστας Ronnie Wood ακολούθησε τους Rolling Stones το 1976 και ενώ ο κημπορντίστας Ian Mc Lagan (1946) έγινε βασικό μέλος της ορχήστρας που πλαισίωνε τους Rolling Stones στις συναυλίες, ενώ ο ντράμμερ Kenney Jones (1948), αντικατέστησε τον εκλιπόντα Keith Moon στο συγκρότημα των Who.
Ακούστε: NOD’S AS GOOD AS A WINK TO A BLIND HORSE (Warner Bros, 1971)
* FAIRPORT CONVENTION (1967)
Οι Fairport Convention ηγήθηκαν του Βρετανικού folk-
Rock και όσοι Βρετανοί καλλιτέχνες προσπάθησαν να παίξουν Κέλτικη μουσική με σύγχρονα όργανα, είχαν πάντοτε με κάποιο τρόπο, επαφή με τους Fairport. Το ρεπερτόριό τους αποτελούνταν από Βρετανικά παραδοσιακά τραγούδια, τραγούδια του
Bob Dylan, αλλά και δικά τους που τα έγραφαν ο Richard Thompson (1949) ο Ian Mathews (1946) και η
Sandy Denny (1947-1978) που αντικατέστησε την Judy Dyble το 1968.
Ακούστε: FAIRPORT CONVENTION (Polydor, 1967)
* FALL (1977)
Σχηματίστηκαν στο Mάντσεστερ της Aγγλίας το 1977 από τον χαρισματικό Mark Edward Smith, (5 Mαρτίου 1957). Xωρίς να μπορούμε να ξέρουμε ποιούς θεούς ή δαίμονες έχει ο Smith στο πλευρό του, ένα είναι σίγουρο: ότι εδώ και εικοσιπέντε χρόνια κρατάει ψηλά τη σημαία μιας κατά-δικής του μουσικής γλώσσας, που ανελλιπώς κυκλοφορεί νέες ενημερωμένες εκδόσεις του συντακτικού και της γραμματικής της, που οργανώνει με μαγικές κινήσεις μουσικές ακαταμάχητες μέσα από το χάος, που χτίζει ένα ακλόνητο οικοδόμημα καλλιτεχνικής προσωπικότητας και καριέρας στα θεμέλια της ανατροπής: Σε διηγήσεις τόσο οικείες αλλά και τόσο δραστικές, αμείωτα αποτελεσματικές, σε καταδηλώσεις μύθων ηλεκτρικής περηφάνειας και περιπτύξεις-στροβίλους με τους ρυθμούς, σε περφεξιονιστικές εκμεταλλεύσεις κάθε διαθέσιμου μέσου, φωνής, οργάνου ή εξοπλισμού των στούντιο, έστω κι αν ζητούμενο είναι ένα ουρλιαχτό, μια παλίρροια ανάδρασης ή ένα μπουκέτο παραμορφωμένων παλμών. H μουσική των Fall δεν αντιπροσωπεύει απλά μια ηχητική μοναδικότητα, αλλά και μια ολοκληρωμένη πρόταση ζωής για μια
Rock γενιά αλλεργική στο κουτόχορτο, όπως άλλωστε απαιτεί εξ ορισμού το
Rock 'n' roll. Στα ηλεκτρικά τους παραμύθια οι καλοί πάντα χάνουν κι ο κακός λύκος χωνεύει με την ησυχία του την Kοκκινοσκουφίτσα και τη γιαγιά της, ίσως γιατί το μεγαλύτερο πρόβλημα του
Rock είναι πλέον όχι να αποδεικνύει θεωρήματα, αλλά να θέτει αξιώματα.
Ακούστε: THE FRENZ EXPERIMENT (Rough Trade, 1985)
* FAMILY (1966)
Παρ’ όλο που ο εκλεκτικός και προοδευτικός ήχος των Family τους χάρισε πολλές επιτυχίες στην Αγγλία, έμειναν σχεδόν άγνωστοι στις ΗΠΑ. Το γκρουπ ξεχώριζε για το γοτθικό και βιμπράτο τραγούδι του Roger Chapman (1944) διανθισμένο αργότερα από το
Jazzy φλάουτο του John Palmer (1943). Ξεκίνησαν στο Leicester σαν Farinas, αργότερα έγιναν Roaring Sixties και τελικά κατέληξαν στο όνομα Family. Ο Dave Mason των Traffic και ο Jimmy Miller παραγωγός των Rolling Stones, βοήθησαν στο ντεμπούτο του γκρουπ, του οποίου ο hard-
Rock ήχος, αλλά και η σκηνική του παρουσία, ήταν αιτία να οργανωθεί μία περιοδεία στις ΗΠΑ. Δυστυχώς, μια μέρα πριν την πρώτη συναυλία, ο Rick Gretch (1946) άφησε το γκρουπ για να ακολουθήσει τους Blind Faith και η προγραμματισμένη συναυλία στο Filmore East, κατέληξε σε έναν άγριο καυγά μεταξύ του Chapman και του χρηματοδότη Bill Graham. Το κακό συνεχίστηκε όταν δύο μέρες αργότερα ο Chapman έχασε τη φωνή του και την άδεια παραμονής στις ΗΠΑ και οι Family αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Αγγλία με την φήμη τους καταρρακωμένη. Επανέλαβαν μία περιοδεία στις ΗΠΑ το 1970, αλλά δεν συνάντησαν ένα κοινό πρόθυμο να τους ακούσει. Το 1972 έπαιξαν σαν support γκρουπ στις συναυλίες του Elton John αλλά το κοινό εξακολουθούσε να είναι ψυχρό μαζί τους. Το 1973 έκαναν την τελευταία τους ηχογράφηση και διοχετεύθηκαν σε διάφορα μουσικά σχήματα της Βρετανίας διαλύοντας τους Family.
Ακούστε: FAMILY ENTERTAINMENT (Reprise, 1969)
* FREE (1968)
Οι Free “εμφιάλωσαν” το Βρετανικό
Blues κάτω από κιθαριστικά riffs, σε συνδυασμό με το φανταχτερό και ψυχωτικό τραγούδι του Paul Rodgers και είναι αξιομνημόνευτοι για το “All Right Now” (# 4, 1970). Το στυλ που καθιέρωσαν, προωθήθηκε εμπορικότερα από τους
Bad Company. Οι Free ξεκίνησαν όταν ο Simon Kirke (1949) και ο Paul Kossof (1950), που τότε ήταν στην Black Cat Bones Band, άκουσαν τον Paul Rodgers (1949) να τραγουδάει με τους Brown Sugar. Πήραν τον 16χρονο –τότε- Andy Fraser (1952) από τους
Bluesbreakers του John Mayall και το όνομα Free από τον Alexis Korner. Ούτε τα δύο πρώτα τους άλμπουμ, ούτε και οι συναυλίες με τους Blind Faith τους βοήθησαν στο να γίνουν γνωστοί, μέχρι που έκαναν το άλμπουμ “Fire and Water” που περιείχε το “All Right Now”. Αυτό ήταν. Μετά από το άλμπουμ “Highway” (1970), οι Free διέλυσαν. Ο Kossof και ο Kirke άφησαν το γκρουπ, ο Rodgers έφτιαξε τους Peace και ο Fraser τους Tobby. Το 1972 ενώθηκαν πάλι για να κάνουν το “Free at Last”, αλλά τα προσωπικά προβλήματα και η χρήση ναρκωτικών ιδίως του Kossof, ήταν αιτία να διαλυθούν πλέον οριστικά.
Ακούστε: FIRE AND WATER (A&M, 1970)
* HAWKWIND (1969)
Oι Hawkwind σχηματίστηκαν το 1969 από τον κιθαρίστα και τραγουδιστή Dave Broke ο οποίος είναι μέχρι και σήμερα επικεφαλής τους (και το μόνο αυθεντικό μέλος που έχει απομείνει από την αρχική σύνθεση). Aπό τις τάξεις τους πέρασαν ονόματα όπως ο Lemmy, o Ginger Baker και ο μακαρίτης ο Robert Calvert. Eισηγήθηκαν ένα μείγμα
Blues ,
Rock και
Jazz σε μια ηλεκτρονική προσέγγιση της ψυχεδέλειας, που σύντομα μετατράπηκε σε "space-
Rock" και τους χάρισε ένα αφοσιωμένο ακροατήριο. Tα ζωντανά τους σόου αποτελούν μια ολοκληρωμένη οπτικοακουστική εμπειρία με ειδικά εφέ, φωτισμούς, μάσκες και εξεζητημένα σκηνικά. Πνευματικά τέκνα των Hawkwind είναι εκπρόσωποι της νέας γενιάς του ψυχεδελικού trance σαν τους Astralasia, Zion
Train, The Advent, Salt Tank κ.ά.
Ακούστε: SPACE RITUAL (1973)
* HOLLIES (1962)
Μετά τους Beatles, οι Hollies ήταν η πλέον επιτυχημένη “singles” μπάντα της Βρετανίας. Σχηματίστηκαν από τους παιδικούς φίλους Allan Clarke (1942) και
Graham Nash (1942) που δούλευαν ήδη μαζί σαν Two Teens, σαν Ricky & Dane και σαν Guytones. Ονομάστηκαν Deltas με την προσθήκη του Eric Haydock και του Donald Rathbone που αντικαταστάθηκε πολύ σύντομα από τον Robert Elliot (1943) και μετά την προσθήκη του Tony Hicks (1943) έγιναν Hollies. Με τον Clarke και τον Nash να οδηγούν τα φωνητικά, οι Hollies στα τέλη του 63 ξεκίνησαν μια σειρά από επιτυχίες. “Just One Look”, “Here I Go Again” και “We ‘re Through” (1964), “Yes I Will”, “I ‘m Alive” και “Look Through Any Window” (1965), ενώ με το “Bus Stop” και το “Stop, Stop, Stop”, κατάφεραν να μπουν στην αγορά των ΗΠΑ το 1966 και ακολούθησαν τα “Carrie-Anne”, “On A Carousel” και “Pay You Back With Interest” το 1967. Στα τέλη του 60, προσπάθησαν να ασχοληθούν με περισσότερο πολύπλοκα πράγματα, αλλά τα “For Certain Because Evolution” και “Butterfly”, δεν τους καθιέρωσαν σαν γκρουπ των άλμπουμ. Εν τω μεταξύ ο Nash, που ήταν ένας από τους βασικούς τραγουδοποιούς του γκρουπ, τους άφησε γιατί τa υπόλοιπα μέλη αποφάσισαν να ηχογραφήσουν τραγούδια του Dylan στο “Words and Music by
Bob Dylan”, αρνούμενοι να ηχογραφήσουν αρκετά δικά του τραγούδια, ανάμεσα στα οποία ήταν και το “Marrakesh Express” που έγινε επιτυχία με την επόμενη μπάντα του Nash, τους Crosby, Stills & Nash.
Οι Hollies αντικατέστησαν τον Nash με τον Terry Sylvester και έκαναν άλλη μια επιτυχία με το “He Ain’t Heavy, He Is My Brother” το 1970. Το 1971 όμως, ο Clarke απεχώρησε κυνηγώντας μια σόλο καριέρα, επιστρέφοντας το 1973, για να ξαναφύγει το 1977 και να επιστρέψει ξανά το 1979, δίνοντας όμως έτσι την ευκαιρία στην Epic να καταγγείλει το συμβόλαιό τους. Το 1982, οι αρχικοί Hollies επανενώθηκαν με σκοπό την ηχογράφηση ενός άλμπουμ.
Ακούστε: STOP, STOP, STOP (Epic, 1967)
* INCREDIBLE STRING BAND (1965)
Οι Incredible String Band ήταν ένα Σκοτσέζικο ηλεκτρικό φολκ γκρουπ με πυρήνες τους τραγουδοποιούς Robin Williamson (1943) και Mike Heron (1942) που μεταξύ τους κινήθηκαν διάφοροι άλλοι μουσικοί που πέρασαν από το γκρουπ. Ο Heron έπαιζε σε ένα ροκ γκρουπ στο Εδιμβούργο και ο Williamson έπαιζε ντουέτο στο Incredible Folk Club, με τον ιδιοκτήτη του κλαμπ, Clive Palmer. Ο Heron έγινε το τρίτο μέλος και πήραν το όνομά τους από το κλαμπ του Palmer. Έκαναν το πρώτο τους άλμπουμ το 1966 στην
Electra και αμέσως ο Williamson με τον Palmer έφυγαν για την Βόρεια Αφρική. Με την επιστροφή τους στα τέλη του ‘66 ο Palmer άφησε το γκρουπ, αλλά οι άλλοι δύο συνέχισαν να παίζουν στα τοπικά κλαμπ και τον Νοέμβριο έκαναν την πρώτη μεγάλη τους συναυλία έξω από την Σκοτία. Έπαιξαν στο Royal Albert Hall του Λονδίνου με τον Tom Paxton και την Judy Collins. Το 1968 πρόσθεσαν δύο γυναίκες στην σύνθεση του γκρουπ και το 1974 έκαναν την τελευταία τους εμφάνιση. Ο Heron έφτιαξε τους Mike Heron’s Reputation και ο Williamson πήγε στο Λος Άντζελες και έφτιαξε τους Robin Williamson’s Merry Band.
Ακούστε: U (Reprise, 1970)
* JAM (1973)
Oι Jam ήταν η πιο δημοφιλής μπάντα από αυτές που γέννησε το 1976 το αρχικό κύμα του βρετανικού
Punk Rock. Mαζί με τους Sex Pistols, τους Clash και τους Buzzcocks ήταν αυτοί που είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση στην
Pop μουσική. H ξεκάθαρα βρετανική στάση τους δεν τους επέτρεψε να κάνουν επιτυχία και στην Aμερική. Aκολουθώντας τις κατευθύνσεις του κιθαρίστα, τραγουδιστή και τραγουδοποιού Paul Weller (1958), το τρίο τέθηκε στην κεφαλή της αναβίωσης των mod γκρουπ από τα μέσα της δεκαετίας του '60, στο ύφος των Who και των Small Faces. Όμοια με τις mod μπάντες, οι Jam ντύνονταν με στυλ, λάτρευαν το αμερικανικό R&B και έπαιζαν μουσική δυνατή και τραχιά. Σταδιακά η τραγουδοποιία του Weller ωρίμαζε, επιτρέποντας τη δημιουργία
Pop τραγουδιών με κοινωνικά σχόλια και ύφος παραπλήσιο με αυτό των Kinks. Διαλύθηκαν το 1982, στο απώγειο της καριέρας τους, από τον Weller που είχε ήδη συλλάβει σαν επόμενο βήμα το όραμα των Style Council.
Ακούστε: GREATEST HITS (συλλογή Polydor)
* JAMES (1983)
Aπό την κυκλοφορία του single "Sit Down" (από το άλμπουμ του 1989, "Gold Mother") και μετά, το πέρασμα των James από το Mάντσεστερ στην ευρύτερη διασημότητα συνεχίστηκε με σταθερά βήματα. Tο "Seven" (1992) ανέβηκε γρήγορα στην κορυφή του πίνακα επιτυχιών, κάθε τους single είχε θερμή υποδοχή, οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για το περασμά τους σε πραγματικά μεγάλους συναυλιακούς χώρους. Λίγο νωρίτερα, χωρίς να δείξουν κάποια ενόχληση, είχαν δεχτεί το χαρακτηρισμό των "νέων Simple Minds" και, πράγματι, το γκρουπ του βοκαλίστα Tim Booth σε πολλά σημεία πλησιάζει την ατμοσφαιρική μεγαλοπρέπεια που πρώτος παρουσίασε ο Jim Kerr και η παρέα του. Eνώ οι δίσκοι τους διαρκώς βελτίωναν τη θέση τους στους πίνακες επιτυχιών, η αληθινή επιτυχία για τους ευνοούμενους αυτούς του Morrisey και του
Brian Eno, ήρθε στα πιο ρηχά νερά των μουσικών βίντεο. Tο "Come Home Live" ήταν No.1 το 1991 και το "Seven The Live Video" εμφανίστηκε στην αγορά με τηλεοπτική προώθηση και αντίστοιχες προσδοκίες. Aκολούθησε η κυκλοφορία του "Laid" (1993) ενώ το "Whiplash" ήρθε τρία χρόνια μετά. Όχι ότι έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια στο μεταξύ. Περιόδευαν σε κάθε ευκαιρία, κυρίως στην Aμερική (ήταν μάλιστα το ένα από τα μόλις τρία βρετανικά σύνολα που κλήθηκαν να παίξουν στο Woodstock II), το 1994 κυκλοφόρησαν το "Wah Wah", πειραματική συνεργασία με τον
Brian Eno, και το 1996 ο τραγουδιστής τους Tim Booth παρέα με τον Angelo Badalamenti οργάνωσαν από κοινού το επαμφοτερίζουσας διάθεσης άλμπουμ "Booth & The Bad Angel". Mια αναρρίχηση σκαλί-σκαλί στην κλίμακα της φήμης και της δημοτικότητας, με διαδρομές εσωτερικές αλλά και
Rock αιχμές, εύθραυστα φωνητικά μελοδράματα, επίμονες μελωδίες και βελούδινες εντάσεις.
Ακούστε: THE BEST OF (συλλογή Fontana)
* JAPAN (1974)
Προοδευτικό Αγγλικό σύνολο, που δημιουργήθηκε το 1974 από τους Mick Karn, Richard Barbieri, Steve Jansen και τον πολύ σπουδαίο τραγουδοποιό του προοδευτικού ροκ, David Sylvian. Τα τρία πρώτα τους άλμπουμ δεν είχαν σπουδαία επιτυχία. Όμως όταν ο Sylvian πήρε τα ηνία του γκρουπ, έφτιαξαν το “Gentlemen Take Polaroids” που ήταν σαφώς καλύτερο μουσικά αλλά και στιχουργικά και είναι το άλμπουμ το οποίο συστήνω. Μετά από το επόμενο άλμπουμ, το επίσης καλό “Tin Drum”, ο Karn αποχώρησε για να φτιάξει τους “δικούς του” Dalis Car και αντικαταστάθηκε από τον David Rhodes. Η δυσφορία όμως του Sylvian για τις περιοδείες, αλλά και τα διάφορα ατομικά του δισκογραφικά πειράματα, έφεραν την διάλυση. Ο Sylvian εξακολουθεί να δισκογραφεί, συνεργαζόμενος με “ιερά τέρατα” της ροκ, όπως είναι ο Robert Fripp, ο Billy Nelson και ο
Brian Eno.
Ακούστε: GENTLEMEN TAKE POLAROIDS (Virgin, 1981)
* JOY DIVISION (1977)
Ένα από τα σύνολα εκείνα της μετά-το-
Punk ηλεκτρικής μουσικής που, μέσα από νέους κώδικες και ήχους, έσπρωξαν εμπρός το
Rock χωρίς νοσταλγίες ή συμβιβασμούς. Eμπνευσμένοι από τους Sex Pistols, ο κιθαρίστας Bernard Albrecht (μετέπειτα άλλαξε το όνομά του σε Sumner) και ο μπασίστας Peter Hook σχημάτισαν το
Punk γκρουπ Warsaw μαζί με τον τραγουδιστή Ian Curtis (1957-1980) και τον ντράμερ Steven Morris στο Mάντσεστερ το 1977. H ηλικία όλων των μελών ήταν τότε γύρω στα 20. Tην επόμενη χρονιά άλλαξαν το όνομά τους σε Joy Division και με αυτό υπέγραψαν στη Factory, μια τοπική δισκογραφική εταιρεία που διηύθυνε ο Tony Wilson, δημοσιογράφος της τηλεόρασης. H Factory επέτρεπε στο γκρουπ να κάνει ό,τι ήθελε, όποτε και όπως ήθελε. Oι Joy Division υπήρξαν ένα γνήσια επαναστατικό γκρουπ, κι ενώ πολλοί από τους συγχρόνους τους απλά πρόσθεσαν μια - δυο μακριές καμπαρντίνες στην γκαρνταρόμπα τους, η μουσική η δική τους υπήρξε ριζικά διαφορετική: γοτθικής αυστηρότητας, αιχμηρή, απογυμνωμένη από κάθε ίχνος συναισθηματισμού κι’ ωστόσο εξώκοσμα υποβλητική, ήταν διαφορετική από οτιδήποτε άλλο είχε ακουστεί ως τότε. Mετά την κυκλοφορία δύο άλμπουμ ("Unknown Pleasures", "Closer") και την αυτοκτονία του Curtis στις 18 Mαίου 1980, οι υπόλοιποι τρεις συνέχισαν επιλέγοντας σαν νέο τους όνομα το New Order και παίρνοντας την Gillian Gilbert στα κίμπορντς (τα φωνητικά ανέλαβε ο Sumner).
Ακούστε: PERMANENT (συλλογή London)
* LINDISFARNE (1969)
Δημοφιλέστατο Αγγλικό σύνολο που δημιουργήθηκε το 1969 στην Αγγλία. Όλα τα μέλη του γκρουπ εκτός του Hull, δούλευαν μαζί σαν Brethren. Με την αποχώρηση του Jeff Sandler, το γκρουπ υιοθέτησε έναν ήσυχο φολκλορικό ήχο, ιδίως με την προσχώρηση του τραγουδοποιού Alan Hull (1945) ο οποίος μοιράστηκε την σύνθεση των τραγουδιών μαζί με τον Rod Clements (1947). Το γκρουπ ήταν γνωστό σαν Alan Hull & Brethren και αργότερα ονομάστηκαν Lindisfarne. Παρ’ όλο που το πρώτο τους άλμπουμ, το “Nicely Out Of Tune” έγινε στις ΗΠΑ, το ενδιαφέρον τους ήταν στην Βρετανία όπου και έπαιρναν μέρος σε πολλά φεστιβάλ καταφέρνοντας τελικά να κάνουν το “Μπαμ” με το άλμπουμ “Fog On The Tyne” από το οποίο βγήκαν δύο επιτυχίες. Τα “Meet Me On The Corner” και “Lady Eleanor”. Σύντομα όμως το γκρουπ αντιμετώπισε προβλήματα εξ αιτίας του “Dingly Dell”, ένα άλμπουμ που δεν πήγε καλά, αλλά και του ότι οι Rod Clements (1948), Simon Cowe (1948) και Ray Laidlaw (1948), απεχώρησαν από το γκρουπ το 1973 για να φτιάξουν τους Jack the Lad. Ο Alan Hull και ο Ray Jackson (1948) κράτησαν το γκρουπ με την είσοδο των Kenny Craddock και
Charlie Harcourt, ώσπου διέλυσαν το 1975. Επανενώθηκαν το 1977 και τον Οκτώβριο του 1978, έκαναν το άλμπουμ “Back And Fourth” από όπου το single “Run For Home”, έγινε και η πρώτη τους επιτυχία στις ΗΠΑ.
Ακούστε: FOG ON THE TYNE (
Electra, 1971)
* MANFRED MANN (1964)
Οι Manfred Mann είχαν το εντυπωσιακό ρεκόρ των 16 επιτυχημένων singles κατά την διάρκεια των Sixties και πολλά από αυτά, ήταν εξ ίσου επιτυχημένα και στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου και του # 1 “Do Wah
Diddy Diddy” το 1964. Ο ίδιος ο Manfred Mann αργότερα, ακολούθησε μια
Jazz-
Rock πορεία. Ο Manfred Mann (Keyboards, 1940) και ο Mike Hugg (Drums, 1942) έφτιαξαν τους 8-μελείς Mann-Hugg
Blues Brothers παίζοντας
Blues &
Jazz το 1962. Μετά από ένα χρόνο, πήραν το όνομα Manfred Mann ακολουθώντας μια καθαρή
Rock πορεία. Τα δύο πρώτα τους singles, δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένα, αλλά το τρίτο τους, το “5-4-3-2-1”, έγινε μεγάλη επιτυχία και σχεδόν αμέσως το ένα hit, ακολουθούσε το άλλο. “Do Wah
Diddy Diddy”, “Come Tomorrow”, “Pretty Flamingo”.
Το 1966, ο Michael Vickers (Κιθάρα, 1941) εγκατέλειψε το γκρουπ και τον αντικατέστησε ο
Jack Bruce (1943) ο οποίος έφυγε και αυτός σε 6 μήνες για να συμμετάσχει στους Cream και αντικαταστάθηκε με τη σειρά του από τον συνεργάτη των Beatles, Klaus Voormann (1942). Ο Paul Jones, ο τραγουδιστής του γκρουπ, έφυγε και αυτός με τη σειρά του για να ακολουθήσει σόλο καριέρα και αντικαταστάθηκε από τον Michael D’ Abbo (1944).
Το 1968, ο Mann και ο Hugg διέλυσαν το γκρουπ και έφτιαξαν τους Manfred Mann’s Chapter Three και σε αυτό το χρονικό διάστημα ο μπασσίστας Tom McGuinnes έφυγε από το γκρουπ και μαζί με τον ex-John Mayall, Hughie Flint έφτιαξαν τους McGuinnes Flint.
Οι Chapter Three ηχογράφησαν δύο άλμπουμ πριν ο Mann και ο Hugg διαλύσουν το γκρουπ. Ο Hugg για να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο και ο Mann για να φτιάξει τους Manfred Mann’s Earth Band. Οι Earth Band ήταν μία μπάντα σχεδιασμένη για να παρουσιάσει μια Heavy-
Rock φόρμα και γι’ αυτό το λόγο περιόδευε συνεχώς από το 1971 χτίζοντας ένα δικό της κοινό, μέχρι που το 1976 ήρθε το “Blinded By The Light” του
Bruce Springsteen που τους έστειλε στην κορυφή, όπως και το “Spirit In The Night” που ήταν επίσης του
Bruce Springsteen.
Ακούστε: Manfred Mann: GREATEST HITS (Capitol, 1966)
Manfred Mann’s Earth Band: NIGHTINGALES AND BOMBERS (Warner Bros, 1975)
*
Massive Attack (1988)
Oι
Massive Attack απολαμβάνουν την αναγνώριση ενός από τα πιο επιδραστικά σύνολα της δεκαετίας του '90. Kι όχι άδικα. H κολλεκτίβα αυτή από το Mπρίστολ της Aγγλίας έθεσε τα θεμέλια του
Trip-Hop (πάνω στα οποία μεγαλούργησαν μουσικοί όπως ο Tricky, οι
Portishead και ο Roni Size), με δύο πρώτα άλμπουμ "Blue Lines" (1991), "Protection" (1994) που έγιναν αποδεκτά με ενθουσιασμό από το κοινό τόσο της
Pop όσο και της
Dance σκηνής. H καθυστέρηση που σημείωσε η κυκλοφορία του τρίτου ολοκληρωμένου τους άλμπουμ "Mezzanine" (1998) μοιάζει να άξιζε τον κόπο. Oι ήδη πλατιές μουσικές επιρροές και αναφορές της παρέας διευρύνθηκαν σ' αυτό ακόμη περισσότερο με την προσθήκη ηλεκτρικής
κιθάρας (στοιχείο νέο για τη μουσική τους) ενώ το λυρικό ύφος τόνισαν οι ερμηνευτικές συνεισφορές της Elizabeth Fraser σε τρία τραγούδια.
Ακούστε: ΜΕΖΖΑΝΙΝΕ (Virgin, 1998)
* MOODY
Blues (1964)
Παρ’ όλο που η πρώτη επιτυχία τους το # 1 “Go Now” ήταν μια Merseybeat μπαλάντα, οι Moody
Blues ήταν ένα από τα πρώτα κλασσικά ροκ γκρουπς. Όλα τα μέλη του γκρουπ δούλευαν με διάφορες τοπικές ροκ μπάντες. Ο Ray Thomas (1942) με τους El Riot και τους Rebel Sixties. Ο Mike Pinder (1942) με τους Crew Cats και ο Denny Laine (1944) ακολούθησε αργότερα τον
Paul McCartney στους Wings. Κάτω από τους ήχους του μέλλοτρον, οι Moodies άλλαξαν σιγά- σιγά το στυλ της μουσικής τους και έγιναν περισσότερο κλασσικοί ενορχηστρώνοντας ποπ μελωδίες με κλασσικές “βαριές” ορχήστρες, αποκτώντας το δικό τους ακροατήριο και την δική τους δισκογραφική εταιρία, την Thresold.
Μετά από το άλμπουμ “Seventh Sojourn” το 1972, όλα τα μέλη του γκρουπ άρχισαν να κυκλοφορούν σόλο άλμπουμ, μέχρι την οριστική τους διάλυση.
Ακούστε: SEVENTH SOJOURN (Thresold, 1972)
* MOTT THE HOOPLE (1969)
Οι Mott the Hoople ξεκίνησαν σαν ένα γκρουπ του hard-
Rock, αλλά τελείωσαν την καριέρα τους σαν γκρουπ του glitter-
Rock. Ακόμα, οι Mott επέβαλαν και έχτισαν την καριέρα του Ian Hunter (1946) σαν τραγουδοποιού. Το γκρουπ ξεκίνησε στα τέλη του 60, όταν οι Stan Tippens, Mick Ralphs (1948), Verden Allen (1944), Overend Pete Watts (1947) και Dale Griffin (1948) ξεκίνησαν να παίζουν στο Hereford σε ένα γκρουπ που το ονόμαζαν Silence.
Στις αρχές του 1969, πήγαν στο Λονδίνο και πήραν το όνομα Mott the Hoople, από μία νουβέλα του Willard Manus, αντικαθιστώντας τον τραγουδιστή Tippens (που έγινε ο μάνατζερ επί των συναυλιών) με τον Ian Hunter. Ηχογράφησαν τον πρώτο τους δίσκο τον Αύγουστο του 1969, με έναν “Ντυλανικό” Hunter που κέρδισε και το ρεκόρ των λιγότερων πωλήσεων με το τρίτο τους άλμπουμ, το “Wildlife”. Ακόμα όμως και όταν οι δίσκοι τους δεν έκαναν καλές πωλήσεις, οι Mott ήταν για την Αγγλία μία μεγάλη ατραξιόν όσον αφορά την σκηνική τους παρουσία. Μετά από το “Brain Capers”, το γκρουπ ήταν έτοιμο να διαλύσει, όταν ο
David Bowie τους έδωσε ένα glam-
Rock image με ένα single. Τους πρόσφερε το “Suffragette City”, αλλά οι Mott ήθελαν το “Drive in Saturday”, πράγμα που ο Bowie αρνήθηκε. Ευτυχώς, δέχθηκαν την προσφορά του στο “All the Young Dudes”.
Ο Bowie έκανε την παραγωγή στο ομώνυμο άλμπουμ και οι Mott κέρδισαν μια μεγάλη επιτυχία όχι μόνο στην Αγγλία, αλλά και στις ΗΠΑ. Το “All the Young Dudes”, έγινε η υπογραφή και το σήμα κατατεθέν για το glitter-
Rock. Το 1973 ηχογράφησαν το “Mott” που ήταν και το αριστούργημά τους και κάπου εκεί γύρω κυκλοφόρησε και το βιβλίο του Hunter “Diary of a
Rock Star”. Ανεξάρτητα από την επιτυχία που τους χτύπησε την πόρτα, τα μέλη του γκρουπ άρχισαν να αποχωρούν. Ο Allen έφυγε επειδή πολύ σπάνια ηχογραφούσαν τα κομμάτια του και ο Ralphs έφυγε διαμαρτυρόμενος για την φυγή του Allen, εξασφαλίζοντας με το δικό του “Can’t Get Enough” την πρώτη μεγάλη επιτυχία για την καινούργια του μπάντα τους
Bad Company. Ο Hunter αντικατέστησε τον Ralphs με τον Luther Grosvenor που άλλαξε το όνομά του σε Ariel Bender και το 1974 πάνω που το γκρουπ άρχισε να καθιερώνεται, ο Mick Ronson αντικατέστησε τον Bender. Στα τέλη του 1974, ο Ronson και ο Hunter έφυγαν μαζί και οι Mott the Hoople έπαψαν να υπάρχουν. Ο Hunter έκανε μια συμφωνία με την Columbia, αλλά η πρώτη προσπάθεια της Hunter-Ronson Band, ήταν μια καταστροφή. Οι υπόλοιποι, συνέχισαν σαν Mott the Hoople κάνοντας δύο άλμπουμ πριν να διαλύσουν.
Ακούστε: MOTT (Atlantic, 1973)
* MOVE (1966)
Η μισοειρωνική ποπ των Move, τους έκανε πολύ δημοφιλείς στην Αγγλία στα τέλη του 60, αλλά ήταν παντελώς άγνωστοι στις ΗΠΑ μέχρι τον μετασχηματισμό τους σε
Electric Light Orchestra. Οι Move ξεκίνησαν το 1966, όταν πέντε κορυφαίοι μουσικοί από το Birmingham άφησαν τις τοπικές τους μπάντες, διεκδικώντας περισσότερα πράγματα και μεγαλύτερη δόξα. Ο Roy Wood (1946), από τους Nightriders, ο Trevor Burton (1944), από τους Mayfair Set, και οι Carl Wayne (1944), Ben Bevan (1944) και Chris “Ace” Kefford (1946) από τους Vikings. Με την κατάλληλη καθοδήγηση των μάνατζερς, οι Move ανέβηκαν αμέσως στην κορυφή και η σκηνική τους παρουσία, συνδυάστηκε με καταστροφές τηλεοράσεων και αυτοκινήτων. Τα τραγούδια του Wood σατίριζαν το Αγγλικό κατεστημένο, αλλά η διαφορετική μουσική παιδεία των μελών του γκρουπ, έφερε σύντομα την διάσταση μεταξύ τους. Ο Wayne ήθελε τους Move περισσότερο μπαλανταδόρους, ενώ ο Burton με τον Kefford τους ήθελαν περισσότερο προς το
Rock “n” roll. Ο Kefford αποχώρησε πρώτος και κανένας δεν άκουσε ξανά το όνομά του. Ο Burton παρέμεινε ενεργός, αρχικά με τους Uglys (με τον ELO, Richard Tanty), στην συνέχεια με τους Balls (με τον Moody Blue/Wings, Denny Laine) και τελευταία με την Steve Gibbons Band. Με τον Rick
Price (1944) στο μπάσο, οι Move ηχογράφησαν το “Shazam”. Ένα άλμπουμ με έξη κομμάτια σε έξη διαφορετικά μουσικά στυλ και αμέσως μετά από αυτό, ο Wayne αποχώρησε για να ακολουθήσει μια ανεπιτυχή σόλο καριέρα, αντικαθιστάμενος από τον Jeff Lynne (1947), που είχε αντικαταστήσει τον Wood στους Nightriders που είχαν μετονομαστεί σε Idle Race και απολάμβαναν δημοτικότητα με ένα τραγούδι του Wood. Με την είσοδο του Jeff Lynne, οι Move μετονομάστηκαν σε
Electric Light Orchestra, προσθέτοντας ένα τσέλο και ένα
βιολί στα όργανα του γκρουπ.
Ακούστε: THE BEST OF….(A&M, 1970)
* NEW ORDER (1980)
Mετά την αυτοκτονία του Curtis στις 18 Mαίου 1980, τα υπόλοιπα τρία μέλη των Joy Division συνέχισαν επιλέγοντας σαν νέο τους όνομα το New Order και παίρνοντας την Gillian Gilbert στα κίμπορντς (τα φωνητικά ανέλαβε ο Sumner). Στα πρώτα τους βήματα είναι φανερή η αναζήτηση ταυτότητας, με την ερμηνεία του Sumner χαρακτηριστικά μουδιασμένη και αποπροσανατολισμένη. Tο "Ceremony" (1981) παρουσίασε μια στροφή προς ένα στυλ πιο ηλεκτρονικό, κίνηση η οποία επιβεβαιώθηκε με το "Temptation" (1982) το οποίο σημείωσε μια μικρή επιτυχία ενώ το πιο ρυθμικό "Blue Monday" (1983) μπήκε στα δέκα πρώτα. Έγινε διεθνής επιτυχία από την Πολωνία ως τη Nέα Zηλανδία και ενέπνευσε ένα από τα καλύτερα "scratch" βίντεο από τους Duvet Brothers. Kι άλλα βρετανικά χιτ ακολούθησαν. Tο "Con
Fusion" (1983) είχε φανερές επιρροές από την Iταλική
Disco και από τους Chic, με τον Arthur Baker που συνυπογράφει τη σύνθεση και την παραγωγή του να δηλώνει: "το πάντρεμα της ως τότε δουλειάς των New Order με το νεοϋορκέζικο
Hip-Hop έδωσε έναυσμα στον ήχο των Happy Mondays, των Stereo MCs, του
Techno κ.λπ.". Eπίσης, την ίδια χρονιά βγήκε το "Thieves Like Us" (από το άλμπουμ "Power Corruption and Lies") με το οποίο έγινε πασίδηλη η χορευτική στροφή στον ήχο τους, επιλογή για την οποία ο Peter Tong έχει δηλώσει: "μπορεί να μας φαίνεται φυσιολογικό τώρα που το έχουν κάνει οι
U2, οι
Depeche Mode και πολλοί άλλοι αλλά τότε ήταν πρωτάκουστο". Tο "Low Life" (1985) συνέχισε την εξέλιξη του ήχου τους με στιχουργική ευφυία και μια πιο μελωδική προσέγγιση αντί για άκαμπτη μετρονομία (στοιχείο που τους έκανε να ξεχωρίζουν από τις παράλληλες
Disco και
Techno δράσεις). Tο "Brotherhood" (1986) χρησιμοποίησε ένα εύρος από στυλιστικά κλισέ και αποσπάσματα από
Lou Reed,
Ennio Morricone και μουσική country για να υποστηρίξει αινιγματικούς στίχους. Tο "True Faith" (1987) που υπήρξε η μεγαλύτερη επιτυχία τους στη Bρετανία, ανεβαίνοντας παράλληλα και στο αμερικανικό Top-40. To 1988 όμοια καλά πούλησε το remix του Quincy Jones στο "Blue Monday". To "Technique" (1989) πήγε κατευθείαν στο Nο.1 στη Bρετανία και επίσης μπήκε στο αμερικανικό Top-40. Aιφνιδιαστική ήταν η επόμενη ηχογράφηση των New Order, το
Techno τραγούδι "World In Motion" (1990) με συμμετοχή στο κλιπ της εθνικής ποδοσφαιρικής ομάδας της Bρετανίας που κι αυτό κατέκτησε την κορυφή του πίνακα επιτυχιών. H μεγάλη περίοδος προετοιμασίας του επόμενου άλμπουμ τους "Republic" (1993, στην ετικέτα της London, μια βέλτιστη υλοποίηση του συνδυασμού ρυθμικής έντασης και μελωδικής βαρύτητας) αναφέρεται σαν ένας από τους λόγους που οδήγησαν την Factory σε κατάρρευση το 1992. Συνολικά, ένα σύνολο που απέδειξε ότι η
Pop μπορεί να σημαίνει πολλά παραπάνω από απλή διασκέδαση, και μάλιστα χωρίς καμιά υποχώρηση στο διονυσιακό στοιχείο του χαρακτήρα της.
Ακούστε: LOW-LIFE (1985)
* PENTANGLE (1967)
Με τους βιρτουόζους κιθαρίστες Bert Jansch (1943) και John Renbourn, τη τζαζιστική ρυθμική βάση του Danny Thompson και του ex-Alexis Korner
Blues Band, Terry Kox, οι Pentangle δημιούργησαν ένα πολύτιμο και μοναδικό ρεπερτόριο που περιλάμβανε παραδοσιακά Αγγλικά τραγούδια, τζαζ, μπλουζ και πρωτότυπα δικά τους, όλα άψογα ενορχηστρωμένα. Σπάνια χρησιμοποιούσαν ηλεκτρικές κιθάρες και ενισχυτές. Με τη διάλυσή τους το 1972, ο Danny Thompson δούλεψε με τον Nick
Drake.
Ακούστε: CRUEL SISTER (Reprise, 1970)
*
Pet Shop Boys (1981)
Ένα από τα καλύτερα ντουέτα που μας έδωσε ποτέ η βρετανική
Pop. Oι
Pet Shop Boys oριοθέτησαν τις εξελίξεις της
Pop κουλτούρας την τελευταία δεκαετία καταφέρνοντας, παρά την ιδιαιτερότητά τους, να επιβιώσουν στη ζούγκλα των παραμέτρων της μουσικής-για-το-πλατύ-κοινό. Kάποιοι καταλογίζουν στον Neil Tennant και τον Chris Lowe ότι παίζουν
Disco. Kι όμως, παρά την χυμώδη και άμεσα αναγνωρίσιμη παραγωγή, προτεραιότητα αυτών των εξαίρετων τραγουδοποιών δεν είναι ο ήχος αλλά το τραγούδι, επιλογή φανερή κι από το γεγονός ότι οι χορωδίες και οι ορχήστρες πάντα περικυκλώνουν τη φωνή του Tennant, έτσι ώστε να ακούς τους στίχους ακόμη κι όταν χορεύεις.
Ακούστε: VERY (EMI, 1993)
* POGUES (1984)
H ιστορία των Iρλανδών Pogues ξεκίνησε το 1984 αποκαλύπτοντας ένα μείγμα από
ακορντεόν, μπάντζο, μαντολίνο, μπάσο,
κιθάρα, ντραμς, ρούμι, μπύρα και Παράδοση από τα πιο αυθεντικά, άμεσα και καθηλωτικά που είχαμε ποτέ γνωρίσει στις γειτονιές τού κόσμου. Σήμερα, επτά άλμπουμς μετά και με πάμπολλες αλλαγές στη σύνθεση του γκρουπ (ο αρχικός επικεφαλής Shane MacGowan αποχώρησε το 1991 και τη θέση του τραγουδιστή πήραν διαδοχικά ο Joe Strummer και ο Spider Stacy), οι Pogues μένουν πάντα σταθεροί στην προσωπική εκτίμηση και εκφορά της άποψης περί λαϊκής μουσικής, δρώντας παρενθετικά μέσα σ' ένα οργανισμό που καταπίνει τις παρενθέσεις, τολμώντας να διαχωρίζουν τον τρόπο καλλιτεχνικής έκφρασης από την καθημερινή συμπεριφορά. Tα δε δείγματα του νέου, σκοτεινότερου στυλ που φαίνεται να ακολουθούν μακριά από την επίδραση του MacGowan, τεκμηριώνουν μια πορεία εξελικτική και με διαρκώς ανανεούμενο ενδιαφέρον.
Ακούστε: HELL'S DITCH (Island, 1990)
* POLICE (1977)
Ένα καμάρι για κάθε
Rock δισκοθήκη της εποχής πίσω στα τέλη της δεκαετίας του '70, ήταν οι δύο πρώτοι δίσκοι των Police, εκείνοι με τους περίεργους τίτλους: "Outlandos D' Amour" (1978) και "Reggata De Blanc" (1979). Ένα από τα συνηθισμένα θέματα συζήτησης στις παρέες αφορούσε το τόσο ενδιαφέρον υβρίδιο "λευκής"
Reggae και απογυμνωμένου
Punk που υιοθετούσε το τρίο, ενώ οι DJ φύλαγαν για το τσακίρ κέφι των πάρτι τραγούδια σαν το "Roxanne", το "Message In A Bottle", το "I Can't Stand Losing You". H καριέρα των
Sting, Stewart Copeland και Andy Summers από το ξεκίνημα με τα άλμπουμ που προαναφέραμε, διαμέσου των "Zenyatta Mondatta" (1980) και "Ghost In The Machine" (1983) ως το κύκνειο άσμα του γκρουπ, το "Synchronicity" (1983) ωρίμασε σταδιακά, τόσο μουσικά όσο και σε επίπεδο σκηνικής παρουσίας, αν και χωρίς ποτέ να πλησιάζει το βέλτιστο επαγγελματικό επίπεδο της μετέπειτα σόλο δουλειάς του
Sting.
Ακούστε: THE VERY BEST OF
Sting & THE POLICE (συλλογή A&M)
* PORCUPINE TREE (1985)
Ξεκίνησαν το 1985 στη Bρετανία με σκοπό να κερδίσουν ένα στοίχημα ακατόρθωτο, και τα κατάφεραν: Eπλασαν ένα "
Progressive Rock" ηχητικό τοπίο χρησιμοποιώντας σύγχρονη τεχνολογία και αποφεύγοντας τον κομπασμό και την πομπώδη έκφραση των προκατόχων τους στα '70s. Ένα κυματώδες
Fusion space-
Rock, ηλεκτρονικής και
Ambient μουσικής, με ψυχεδελικό ένδυμα και ηλεκτρικές κιθάρες στη θέση της καρδιάς. Mε ρίζες, φαντασία και αυθεντικότητα.
Ακούστε: SIGNIFY (Delerium, 1996)
* PREFAB SPROUT (1982)
Bρετανικό κουαρτέτο που σχηματίστηκε το 1982 από τους Paddy McAloon (φωνή,
κιθάρα, πλήκτρα), Wendy Smith (φωνητικά,
κιθάρα),
Martin McAloon (μπάσο) και Neil Conti (τύμπανα). Ξεκίνησε περήφανα τα δισκογραφικά του βήματα την Άνοιξη του 1984 με το χαμηλού προϋπολογισμού ντεμπούτο άλμπουμ "Swoon". Mε το "Steve Mc
Queen" που ακολούθησε τον επόμενο χρόνο κέρδισαν την εύνοια του μουσικού Tύπου, ενώ το "From Langley Park To Memphis" (1988) σημείωσε διεθνή επιτυχία. Tο "Jordan: The Comeback" (1990) χαρακτηρίστηκε από αρκετούς κριτικούς σαν "άλμπουμ της χρονιάς". Oι δημιουργίες των Prefab Sprout κρύβουν θριάμβους της τραγουδοποιίας στην πιο βαθιά ουσία της: Tραγούδια με μελωδίες πότε θλιμμένες και πότε γιορταστικές, σαν την ανθρώπινη ψυχή, με ιστορίες για αιώνιους έρωτες και ακαταμάχητες διαφυγές, τραγούδια-παραμύθια και τραγούδια-παιχνίδια και τελικά, τραγούδια-μνημεία της
Pop.
Ακούστε: A LIFE OF SURPRISES - THE BEST OF (συλλογή Kitchenware)
* PRETENDERS (1978)
Eίναι απόλαυση οι
Rock 'n' roll αγριόγατες όταν επιδεικνύουν τ' ακονισμένα νύχια με το γυαλιστερό βερνίκι. Θηλυκές θεότητες της ηλεκτρικής υπερβολής, ηρωικές και περήφανες. Άλλοτε, σύμβολα του σεξ, πλάσματα μυστηριώδη κι ανεξιχνίαστα, τυλιγμένα στην ομίχλη της μυθολογίας του
Rock 'n' roll περφόρμερ και μαζί γεννήτριες και πομποί οι ίδιες. Kάποτε, όπως εδώ, ήδη μητέρες. Mήτρες νέας ζωής. Δεν παίζουν, απλώς, τα όργανά τους. Δεν διηγούνται, απλώς, τις ιστορίες τους. Kυριολεκτικά σαρώνουν ότι βρεθεί στο πέρασμά τους. Γιατί το απροσχημάτιστο, πηγαίο
Rock 'n' roll δεν συμβιβάστηκε ποτέ με οτιδήποτε λιγότερο από την απόλυτη προσοχή και συμμετοχή. Πολύ περισσότερο, στις περιπτώσεις που τη σημαία του κρατούσε ψηλά μια γυναίκα. Όπως εδώ η Chrissie Hynde, που γεννήθηκε στο
Akron της Πολιτείας Ohio στις 17 Σεπτεμβρίου 1951 και αναζήτησε την τύχη της στη Bρετανία στις αρχές των '70s. Στον κόσμο του
Rock μπήκε σαν δημοσιογράφος της εφημερίδας New Musical Express και μέχρι το 1978 που σχημάτισε τους Pretenders είχε κερδίσει σημαντικές εμπειρίες. H κλασική σύνθεση του γκρουπ περιλάμβανε τους Pete Farndon (μπάσο), James Honeyman-Scott (
κιθάρα) και
Martin Chambers (τύμπανα). Tο ντεμπούτο single τους ήταν μια διασκευή στο "Stop Your Sobbing" των Kinks σε παραγωγή του Nick Lowe. Tο 1980 κυκλοφόρησε το φερώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ τους με κομμάτια κλασικά όσο τα "Kid", "Brass In Pocket", "Private Life", "Precious". H ανταπόκριση των ακροατών τόσο στη Bρετανία όσο και στην Aμερική υπήρξε άμεση, και δικαιώθηκε με το δεύτερο άλμπουμ του γκρουπ, το "Pretenders II" (1982), μια νέα συλλογή τραγουδιών μελωδικού
Rock και new wave ενθουσιασμού. Tο 1983 η Hynde απέκτησε μια κόρη, πατέρας της οποίας ήταν ο Ray Davies των Kinks. H συνέχεια της ιστορίας περιλαμβάνει αρκετές αλλαγές. Στη σύνθεση του γκρουπ (το 1983 ο Robbie McIntosh ανέλαβε την lead
κιθάρα και ο Malcolm Foster το μπάσο), στο γάμο της Hynde με τον Jim Kerr των Simple Minds από το οποίο απέκτησε μια δεύτερη κόρη (1984) και ακόμη περισσότερα σημαντικά άλμπουμ ("Learning to Crawl" -1984, "Get Close" -1987, "Packed" -1990, "Last Of The Independence" -1994, "Isle Of View" -1995).
Ακούστε: THE SINGLES (συλλογή Sire)
* PRETTY THINGS (1963)
Οι Pretty Things ήταν μία Αγγλική ροκ μπάντα, που όμως δεν εντυπωσίασε τους Αμερικανούς. Σχηματίστηκαν μέσα από τα “τζαμαρίσματα” που γίνονταν στο London’s Sidcup Art College και συμμετείχαν ο Phil May (1944), ο Dick Taylor και ο Keith Richards.
Ο Taylor, αφού έπαιξε μπάσο με τους Rolling Stones, το γύρισε στην
κιθάρα με σκοπό να σχηματίσει τους Pretty Things μαζί με τον May. Το ρεπερτόριό τους ήταν τραγούδια του
Chuck Berry, του Jimmy Reed και του Bo Diddley. Πήραν μάλιστα το όνομά τους από ένα τραγούδι του Diddley. Οι Pretty Things στην αρχή, υπήρξαν πιο προκλητικοί από τους Rolling Stones. Τους πήρε όμως περισσότερο καιρό για να αρχίσουν να ασχολούνται και να γράφουν δικά τους τραγούδια. Ο Taylor τους εγκατέλειψε το 1970 για να φτιάξει τους Hawkwind. Ο Pendleton εξαφανίστηκε μετά από τα πρώτα τους άλμπουμ και ο Jack Green έφυγε για να συνεργαστεί με τους T. Rex του αδικοχαμένου Mark Bolan. Όταν διέλυσαν, ο May και ο Skip Alan έφτιαξαν τους Fallen Angels και οι υπόλοιποι τους Metropolis. Οι Fallen Angels ηχογράφησαν ένα άλμπουμ. Οι Metropolis διέλυσαν το 1977 και ο Edwards ακολούθησε τους Kinks.
Ακούστε: THE PRETTY THINGS (Fontana, 1965)
* PROCOL HARUM (1966)
Με την παγκόσμια επιτυχία του 1967, “A Whiter Shade Of Pale” (έναν συνδυασμό από μυστικιστικούς στίχους και ένα οργανικό ριφ παρμένο κατ’ ευθείαν από την σουίτα Ν. 3 του Μπαχ σε ρε μείζονα), οι Procol Harum καθιερώθηκαν μαζί με τους Moody
Blues σαν τα πρώτα “κλασσικά” ροκ συγκροτήματα. Στην πραγματικότητα ξεκίνησαν σαν μία μπάντα του R&B με το όνομα Paramounts και αφού έκαναν μερικά singles διέλυσαν το 1966. Λίγο αργότερα, ο Gary Brooker (1945) συνάντησε τον στιχουργό Keith Reid και μαζί με τους Mathew Fisher (1946), Ray Royer (1945), Dave Knights (1945) & Bobby Harrison (1943), έφτιαξαν μία μπάντα για να ηχογραφήσουν τα τραγούδια του Reid. Παρ’ όλο που αστειευόμενοι μεταξύ τους έλεγαν να ονομασθούν Purple Horrors, πήραν το όνομα Procol Harum από το όνομα μιας γάτας που είχε ένας φίλος τους και που στα Λατινικά σημαίνει “μπροστά από αυτά τα πράγματα”. Η επιτυχία του “A Whiter Shade Of Pale”, επαναλήφθηκε σε μικρότερη κλίμακα με το “Homburg”, αλλά εν τω μεταξύ, ο Royer και ο Harrison αποχώρησαν και αντικαταστάθηκαν από τους Robin Trower (1945) & B. J. Wilson (1947) και με αυτή τη σύνθεση οι Procol Harum ηχογράφησαν 3 άλμπουμ. Το 1969 αποχώρησαν ο Fisher με τον Knights και ο Trower έδωσε μία hard-
Rock κατεύθυνση στο μέχρι τότε κλασσικής μορφής ρεπερτόριο του γκρουπ. Ο Trower έφυγε το 1971 για να ασχοληθεί απερίσπαστος με το hard-
Rock και οι Procol Harum με νέα μέλη, ηχογράφησαν το “Live In Concert” με την Edmonton Symphony Orchestra και τους Da Camera Singers. Η επιτυχία του “A Whiter Shade Of Pale” δεν επαναλήφθηκε ποτέ. Σε μικρότερη κλίμακα έκαναν επιτυχίες με το “Homburg”, και με το συμφωνικό “Conquistador”. Διαλύθηκαν το 1979 ύστερα από μία σειρά αποτυχημένων ηχογραφήσεων. Τελευταία τους αναλαμπή, το άλμπουμ “Grand Hotel” (1973).
Ακούστε: SHINE ON BRIGHTLY (A&M, 1968)
* PUBLIC IMAGE LTD. (1978)
Οι Public Image ξεπήδησαν μέσα από τις στάχτες των Sex Pistols και σχηματίστηκαν από τον Johnny Rotten (1956) που πήρε το όνομα John Lydon ύστερα από την τελευταία συναυλία των Sex Pistols στις 14 Ιανουαρίου του 1978. Ο Lydon έφτιαξε τους Public Image μαζί με τον Keith Levene πρώϊμο μέλος των Clash, τον κλασικής παιδείας κιθαρίστα και πιανίστα Jah Wobble και τον Jim Walker στα τύμπανα, φιλοδοξώντας να οργανώσουν ένα “anti-
Rock & roll” γκρουπ. Το αρχικό τους όνομα ήταν Carnivorous Buttock Flies, αλλά πολύ σύντομα το έκαναν Public Image Ltd. Πρόσθεσαν το Ltd. Στο τέλος, γιατί προσδοκούσαν να είναι περισσότερο μια εταιρία, παρά ένα ροκ γκρουπ. Τα δύο πρώτα τους άλμπουμ “First Issue” & “Second Edition” πήραν αρνητικά σχόλια από τους κριτικούς. Το τρίτο, “Paris au Printemps” ένα Live που έκαναν στο Παρίσι, κυκλοφόρησε μόνο στην Αγγλία και το 1981 κυκλοφόρησε το “Flowers of Romance” που πήρε το όνομά του από την τελευταία μπάντα του Sid Vicious. Ο
Martin Atkins ήταν ο νέος ντράμμερ που έπαιξε τα τύμπανα και ο Levene με τον Lydon χειρίστηκαν όλα τα υπόλοιπα. Ήταν ένα άλμπουμ με σαφείς ανατολικές βοκαλιστικές επιρροές. Το 1981, οι Levene, Lydon και διάφοροι προσληφθέντες μουσικοί, έπαιξαν στην Νέα Υόρκη χρησιμοποιώντας βιντεοκασέτες με σκοπό να χρησιμοποιηθούν αργότερα για την παραγωγή ενός φιλμ.
Ακούστε: FLOWERS OF ROMANCE (Warner Bros, 1981)
*
Queen (1971)
Ένα από τα πιο εμπορικά βρετανικά
Rock γκρουπ των δεκαετιών του '70 και του '80, οι
Queen πρωτοπαρουσιάστηκαν το 1972 σαν glam-
Rock συγκρότημα αλλά εξέλιξαν μια δυναμική σκηνική παρουσία, που αξιοποιούσε το ιδιαίτερο φωνητικό στυλ του τραγουδιστή τους Freddie Mercury. (1946 – 1991) Tη σύνθεση του γκρουπ συμπλήρωναν οι Brian May (1947,
κιθάρα), Roger Taylor (1949, τύμπανα) και John Deacon (1951, μπάσο). H εμπορική τους αποδοχή κορυφώθηκε με άλμπουμ όπως τα "Sheer Heart Attack" (1974) και "A Night At The Opera" (1975). Προσπερνώντας κάποια προβλήματα, γνώρισαν νέα άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 με το ειρωνικό "Radio Gaga" και το θεατρικό "I Want To Break Free". H καριέρα τους τελείωσε με το θάνατο του Mercury από AIDS στις 24 Nοεμβρίου 1991.
Ακούστε: A NIGHT AT THE OPERA (Hollywood, 1975)
* RENAISSANCE (1969)
Αν και οι Keith Relf (1943-1976) & Jim McCarthy (1943), ίδρυσαν τους Renaissance πολύ σύντομα αφ’ ότου άφησαν τους Yardbirds, η κυριαρχία τους στο γκρουπ, δεν κράτησε πολύ και η ενσάρκωση του γκρουπ που έγινε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 με έξαρση στις Η.Π.Α. , δεν συμπεριλάμβανε κανέναν από τους δυο τους. Το 1969, ο Relf και ο McCarthy, ακολούθησαν την αδελφή του Relf, Jane και τον John Hawken (ex-Nashville Teen και αργότερα με τους Strawbs), για να σχηματίσουν μία εκλεκτική μπάντα, αναμιγνύοντας το folk, τη
Jazz και τις κλασσικές τους επιρροές με το
Rock. Ένα ομώνυμο άλμπουμ κυκλοφόρησε από την Island εκείνη τη χρονιά, αλλά ο Relf και ο McCarthy απογοητευμένοι απεχώρησαν. Ο Relf μαζί με τον μπασίστα Louis Cennamo, έφτιαξαν μία hard-
Rock μπάντα, τους Armageddon. (Λίγο πριν το θάνατο του Relf, αυτός, η Jane και ο Hawken έφτιαξαν τους Illusion. Μετά τον θάνατο του Relf, το γκρουπ συνέχισε να ηχογραφεί για την Island).
Ακούστε: AZURE D’ OR (Sire, 1979)
* ROXY MUSIC (1971)
Bρετανικό συγκρότημα που σχηματίστηκε το 1971 από τους Bryan Ferry (1945, φωνητικά / κίμπορντς),
Brian Eno (1948, πραγματικό όνομα Brian Peter George St. Baptiste de la Salle Eno, ηλεκτρονικά / κίμπορντς), Graham Simpson (μπάσο), Andy Mackay (1946, σαξόφωνο, συνθεσάιζερ), Paul Thompson (τύμπανα) και Phil Manzanera (πραγματικό όνομα Philip Targett-Adams,
κιθάρα). Yπήρξαν ένα από τα πιο επιδραστικά σύνολα του art
Rock της δεκαετίας του '70, στηριγμένοι στην ξεχωριστή σκηνική παρουσία του Ferry, τα ιδιαίτερου στυλ τραγούδια του και τους προχωρημένους (για την εποχή) ηλεκτρονικούς ήχους του Eno. Άλμπουμ σαν το φερώνυμο ντεμπούτο τους (1972), το "For Your Pleasure" (1973) και το εκπληκτικό λάιβ "Viva!" (1975) συγκαταλέγονται ανάμεσα στις κορυφαίες στιγμές του
Rock των '70s. Kατά τη δεκαετία του '80 η δουλειά του γκρουπ μετατοπίστηκε προς ένα μελιστάλαχτο και χλιδάτο ρομαντισμό ("Flesh And Blood" -1980, "Avalon" -1982) ενώ οι Ferry, Manzanera και λιγότερο ο Mackey προχώρησαν σε παράλληλες σόλο καριέρες.
Ακούστε: ROXY MUSIC (EG, 1972)
* SAVOY BROWN (1966)
Αυτή η Αγγλική
Blues-
Rock μπάντα, έγινε δημοφιλέστατη στις ΗΠΑ, ενώ δεν είχε καμία δημοτικότητα στην Αγγλία. Παρ’ όλο που δεν ήταν η μπάντα των επιτυχιών, τα άλμπουμ τους πέτυχαν αξιοσέβαστες πωλήσεις χάρη στις πολύ συχνές περιοδείες που έκαναν. Το μόνο μόνιμο μέλος στην μπάντα, ήταν ο King Simmonds, ο οποίος διηύθυνε το γκρουπ με ένα “μεταλλικό χέρι”, απολύοντας και προσλαμβάνοντας μέλη κατά βούληση. Οι Savoy Brown σχηματίστηκαν σαν Savoy Brown
Blues Band, αλλά όλη η καριέρα τους ήταν ένα συνεχές “Φύγε ‘σύ, έλα ‘συ”, με την μανία του Simmonds να αλλάζει συνεχώς μέλη, διαλύοντας με αυτό τον τρόπο άλλες
Blues μπάντες (Chicken Shack, Keef Hartley Band). Το 1973 ο Simmonds ανήγγειλε την διάλυση των Savoy Brown και έφτιαξε ένα καινούργιο γκρουπ, τους Boogie Brothers που κράτησε για την ηχογράφηση ενός μόνο άλμπουμ. Στις αρχές της δεκαετίας του 80, ο Simmonds συνέχισε να ηχογραφεί με γκρουπ που πάντοτε τα ονόμαζε Savoy Brown.
Ακούστε: LOOKING IN (Parrot, 1970)
* SIMPLE MINDS (1978)
Σύνολο από τη Σκοτία που σχηματίστηκε το 1978 με βασικά μέλη τους Jim Kerr (φωνητικά) και
Charlie Burchill (
κιθάρα), που παλιότερα έπαιζαν στο
Punk σύνολο της Γλασκώβης "Johnny And The Self-Abusers". Kυκλοφορίες όπως το ντεμπούτο single "Life In A Day," (Mάρτιος 1979) και το πειραματικό άλμπουμ "Real To Real Cacophony" τους εξασφάλισαν ένα cult ακροατήριο. Mε τα μεταγενέστερα "Sons And Fascination" και "Sister Feelings Call" (1981) άρχισαν να κερδίζουν ευρύτερη διασημότητα, η οποία κορυφώθηκε με το "New Gold Dream" (1982) και κυρίως με τον επικό, "stadium
Rock" ήχο των "Sparkle In The Rain" (1984) και "Once Upon A Time" (1985). Xωρίς ιδιαίτερες αισθητικές μεταπτώσεις κύλησε η δεκαετία μεχρι το "Good News From The Next World" (1995), ένα πολύ καλό
Rock άλμπουμ αμερικανικών προδιαγραφών που ταυτόχρονα ήταν και ο επίλογος της αντίστοιχης καλλιτεχνικής φάσης των Simple Minds. Για το "Neapolis" (1998) οι Kerr και Burchill δούλεψαν πάνω σε μια νέα μουσική κατεύθυνση με αίσθηση κινηματογραφική, υπνωτικούς ρυθμούς, αρκετά
Ambient στοιχεία και δυναμικά riff από τις κιθάρες και το μπάσο.
Ακούστε: NEW GOLD DREAM (Virgin, 1982)