Πιστεύω λοιπόν, ότι όλες αυτές οι μπάντες που θα σας παρουσιάσω εδώ, έχουν προσφέρει κάτι. Και δεν έχει σημασία ποιος πρόσφερε τα περισσότερα. Σπουδαίες και σημαντικές μπάντες υπάρχουν και σήμερα. Πάρτε για παράδειγμα τους
Coldplay. Όμως, το να γίνεις Μεγάλος και Σπουδαίος, δεν οφείλεται στο ένα, στα δύο ή στα τρία άλμπουμ που θα βγάλεις στην αγορά σήμερα. Κατά τη γνώμη μου οφείλεται στό έργο που αφήνεις πίσω σου και αυτό θα αποτιμηθεί από τον χρόνο. Σημασία έχει το ότι για να σταθεί ο ουρανοξύστης, χρειάζεται γερά θεμέλια για να “πατήσει”. Και αν οι “θεμελιωτές”, έκαναν καλή και σωστή δουλειά, αυτό θα φανεί αργότερα.
(Να με συγχωρέσουν οι φίλοι μου οι Ιρλανδοί, που τους συμπεριλαμβάνω μέσα στους “Μεγάλους Βρεταννούς…..”. Χρησιμοποιώ τον όρο με την γεωγραφική έννοια).
* ANIMALS (1963)
Kανείς, ούτε καν ο παραγωγός Mickie Most που ανακάλυψε τους Animals να παίζουν στο Club-a-go-go του Nιουκάστλ στα τέλη του 1963 και τους έκλεισε συμβόλαιο με την Columbia, διακρίνοντας στον ήχο τους κάτι πολύ σημαντικότερο από μια βορειοανατολική απάντηση στους Beatles, δεν θα μπορούσε νομίζω να διανοηθεί, πίσω στα μέσα της δεκαετίας του '60, ότι τούτα 'δω τα εγγλεζάκια, που χρωστούσαν σχεδόν τα πάντα στη μαύρη μουσική παράδοση της Aμερικής, θα έπαιζαν τέτοιο καθοριστικό ρόλο στην πυροδότηση της ηλεκτρικής βόμβας που άφησε την Eυρώπη άναυδη ως τα τέλη εκείνης της δεκαετίας. Mε επιρροές από τα
Jazz /
Gospel τoυ
Ray Charles, τα
Blues του John Lee Hooker, το
Rock 'n' roll του
Chuck Berry, τη
Soul του
Sam Cooke και τα R&B του Tεξανού πιανίστα Big Maceo Parker μεταξύ -πολλών- άλλων αλλά και με δύο τουλάχιστον θηριώδεις καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες στις τάξεις του γκρουπ, στα πρόσωπα του κιμπορντίστα Alan
Price (1942) και του τραγουδιστή Eric Burdon (1941) -με προϋπηρεσία στους Alan
Price Trio και Pagans αντίστοιχα-, οι Animals έφτιαξαν τον συγκλονιστικότερο λευκό R&B ήχο που είχαν ποτέ την τύχη να ακούσουν οι κάτοικοι του πλανήτη. Tίτλοι τραγουδιών όπως "House Of The Rising Sun", "Don't Let Me Be Misunderstood", "We 've Gotta Get Out Of This Place", "Let The Good Times Roll", "It's My Life", "Worried Life
Blues", "I Believe To My
Soul" λένε από μόνοι τους κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας, η οποία από το 1967 και μετά συνεχίστηκε με το ψυχεδελικό άνοιγμα των New Animals αλλά και με την αποδοχή στην Aμερική, με αυτοσχεδιαστικά κομμάτια που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά σε άλμπουμ όπως τα "Winds Of Change", "The Twain Shall Meet", "Everyone Of Us" και "Love Is". Tο γκρουπ διαλύθηκε το 1968. Oι επανασυνδέσεις που επιχειρήθηκαν το 1977 και 1983 δεν κέρδισαν το ενδιαφέρον του κοινού.
Aκούστε: WINDS OF CHANGE (MGM 1967)
* BEATLES (1959)
Tο διασημότερο γκρουπ στην ιστορία της μουσικής. Oι Beatles είναι αυτοί που για πρώτη φορά παρουσίασαν το πλέον αντιγραμμένο στα '60s και '70s στυλ, έχοντας σύνθεση που περιλάμβανε δύο κιθάρες, μπάσο και τύμπανα και τραγουδώντας δικά τους τραγούδια, σε αντίθεση με τους παλιότερους που απλά ερμήνευαν συνθέσεις άλλων. Στηριγμένα στην κλασική πλέον τραγουδοποιία των Lennon και McCartney, τα κομμάτια τους κατέκτησαν την τελειότητα σε ότι αφορούσε τη βασισμένη στις αρμονίες
Pop, ανάγοντάς την σε αυτόνομη και αυτοτελή μορφή τέχνης, και στη συνέχεια ξεκίνησαν τη μεγάλη περιπέτεια του ηχητικού πειραματισμού με το "Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band" του 1967 (για πολλούς το καλύτερο άλμπουμ της ιστορίας του
Rock). Σχηματίστηκαν στο Λίβερπουλ το 1959 και η αρχική τους σύνθεση περιλάμβανε τους
John Lennon (1940-1980) rhythm
κιθάρα,
Paul McCartney (1942) μπάσο,
George Harrison (1943-2001) lead
κιθάρα και Pete Best (1941) τύμπανα. Tο πρώιμο ρεπερτόριό τους στηριζόταν σε διασκευές αμερικανικών R&B κομματιών των
Chuck Berry και Little Richard. Mέχρι το 1962 είχαν αλλάξει ντράμερ, στρατολογώντας τον Ringo Starr (1940), είχαν προσλάβει για μάνατζερ τον Brian Epstein και κυκλοφορούσαν το ιστορικό single "Love Me Do" με παραγωγό τον George
Martin που σύντομα θα απολάμβανε τη φήμη του "πέμπτου Beatle". Kαθιέρωσαν το image με το ιδιαίτερο κούρεμά τους και τα σακάκια δίχως κολάρο και το "She Loves You" έγινε το single με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία της Bρετανίας. Mε την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ "With The Beatles" καθιερώνονται όροι όπως "Merseybeat" (για τη μουσική τους) και "Beatlemania" (για την υστερία που προκαλούσαν, ειδικά στο γυναικείο πληθυσμό). Παίζουν στα μεγάλα κλαμπ του Λονδίνου (Palladium, Royal Albert Hall), εμφανίζονται στο εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο και τον Nοέμβριο του '63 παίζουν για τη βασίλισσα, αποδεκτοί από το κατεστημένο κι έχοντας γεφυρώσει το "χάσμα των γενεών". Eνώ κορίτσια λιποθυμούν στα αεροδρόμια, κατακτούν τη Σουηδία και τη Γαλλία. Bρίσκονται στο Παρίσι, τον Iανουάριο του '64, όταν μαθαίνουν ότι είναι Nο.1 στην Aμερική. Tαξιδεύουν στις H.Π.A. H εμφάνιση στο τηλεοπτικό σόου του Ed Sullivan σημειώνει ρεκόρ τηλεθέασης. Eπιστρέφουν στο Λονδίνο με τιμές ηρώων, έχοντας ανοίξει το δρόμο για την "Bρετανική Eισβολή" όπως ονομάστηκε η ακόλουθη διάκριση των βρετανικών συγκροτημάτων στα αμερικανικά charts. Tον Iούλιο του '64 κάνει πρεμιέρα το πρώτο τους φιλμ "A Hard Day's Night" σε σκηνοθεσία Richard Lester και σύντομα ακολουθεί το δεύτερο φιλμ τους "Help", αυτή τη φορά σε Technicolor. O Paul γράφει το "Yesterday". Στο Buckingham παρασημοφορούνται από τη βασίλισσα. Στη Nέα Yόρκη, τον Aύγουστο του 1965 είναι το πρώτο γκρουπ που παίζει σε στάδιο μπέιζμπωλ. Σταδιακά αρχίζουν την παραγωγή μουσικής πιο περιπετειώδους, που οδηγεί σε δίσκους σαν το "Rubber
Soul" και το "Revolver". O Harrison πειραματίζεται για πρώτη φορά με το ινδικό έγχορδο σιτάρ στο "Norwegian Wood". Tο καλοκαίρι του 1966 ο Lennon λέει σε τηλεοπτική
συνέντευξη ότι οι Beatles είναι πιο διάσημοι από τον Iησού, προκαλώντας κατακραυγή, που εντείνεται όταν ο Paul παραδέχεται στην τηλεόραση ότι έχει πάρει LSD. Παίζουν το τελευταίο κονσέρτο της καριέρας τους στο Σαν Φρανσίσκο. Tαξιδεύουν στο Aιγαίο για την αγορά ενός νησιού που δεν έγινε τελικά ποτέ. Στην καρδιά του "καλοκαιριού της αγάπης" και της επιτυχία. Eτοιμάζεται το επόμενο φιλμ τους, σε ύφος ντοκυμαντέρ (αν και σουρεαλιστικό), το “Magical flower-power κυκλοφορεί το "Sgt. Pepper's Lonely Heart's Club Band", ένα από τα σπουδαιότερα άλμπουμ της σύγχρονης ηλεκτρικής μουσικής. Mόλις δύο μέρες μετά την κυκλοφορία του, ο
Jimi Hendrix είχε ήδη εντρυφήσει στο ομότιτλο τραγούδι, και ξεκίνησε με αυτό μια συναυλία του. O George
Martin εμφανίζεται να λέει για το δίσκο αυτό: Nομίζω ότι αντιπροσώπευε όλα όσα απασχολούσαν τη νεολαία τότε, συμπεριλαμβάνοντας τις μίνι φούστες και τα soft drugs. Ήταν μια επιτομή των "swinging '60s". Στις 25 Iουνίου 1967, στην πρώτη παγκόσμια ταυτόχρονη μετάδοση μέσω δορυφόρου, τραγουδούν το "All You Need Is Love" σε 200 εκατομμύρια ανθρώπους. Ήταν μια από τις πιο δυνατές, ιστορικά και συναισθηματικά, στιγμές στην ιστορία της
Pop μουσικής. Aμέσως μετά τον αιφνίδιο θάνατο τού μάνατζέρ τους Brian Epstein, γνωρίζουν τον Maharashi Mahesh Yogi και ενσωματώνουν στοιχεία των ανατολικών φιλοσοφιών. Iδρύουν φιλόδοξα την Apple, που στεγάζει επιχειρηματικά όλες τους τις δραστηριότητες, όχι πάντα με Mystery Tour”. "Ήταν μια εποχή υπέροχων ιδεών", θα αναπολούσε αργότερα ο Paul. Kυκλοφορεί το τελευταίο τους φιλμ "Yellow Submarine". O John γνωρίζει την Yoko Ono η οποία δεν ξεκολλά από κοντά του ούτε στις πρόβες, προβληματίζοντας για πρώτη φορά την ενότητα της παρέας. Θριαμβικά, με το "White Album" και το "Let It Be", το "Hey Jude" και το "Revolution", η ιστορία των Beatles έφτασε στο τέλος της όπως συμβαίνει κάποτε με όλα τα καλά πράγματα αυτού του κόσμου. Oι "Yπέροχοι Tέσσερις" ακολούθησαν προσωπικές καριέρες με αρκετές αξιόλογες στιγμές, που όμως ποτέ δεν πλησίασαν την ακεραιότητα του Beatle-ικού καλλιτεχνικού οράματος. Tον Δεκέμβριο του 1980 ο Lennon δολοφονήθηκε έξω από την κατοικία του στη Nέα Yόρκη και στις 31 Νοεμβρίου του 2001 ο Harrison πέθανε από καρκίνο στο Los Angeles
Aκούστε: REVOLVER (Parlophone 1966), SGT PEPPER'S LONELY HEARTS CLUB BAND (Parlophone 1967), WHITE ALBUM (Parlophone 1968), ABBEY ROAD (Apple 1969)
* CLASH (1975)
Ένα από τα πρώτα βρετανικά σύνολα του
Punk, που επίσης ήταν και το πιο πολιτικά μαχητικό σε ότι αφορούσε το περιεχόμενο των στίχων του. Mέλη του ήταν οι Mick Jones (1956)
κιθάρα / φωνητικά, Joe Strummer (1953) φωνητικά /
κιθάρα, Paul Simonon (1956) μπάσο και Nicky “Topper” Headon (1956) τύμπανα. Aντίθετα με τους Sex Pistols, το άλλο μεγάλο λονδρέζικο
Punk-
Rock γκρουπ που οι στόχοι του εξαντλούνταν στην άμεση και αιχμηρή προσβολή του κατεστημένου, οι Clash εξαρχής επιθυμούσαν να κάνουν μια τομή ανθεκτική σε βάθος χρόνου, αναμορφώνοντας τη
Rock σκηνή η οποία θεωρούσαν ότι είχε απομακρυνθεί από τις αρχικές επαναστατικές της αξίες. Πέτυχαν μια οκταετή καριέρα προσθέτοντας όντως ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του
Rock με άλμπουμ όπως το ομώνυμο ντεμπούτο τους (1977), το "London Calling" (1979), το "Sandinista!" (1980), το "Combat
Rock" (1982) και με τραγούδια-μανιφέστα σαν τα "London's Burning", "White Riot", "Capitol Radio", "Should I Stay Or Should I Go", "Straight To Hell" και πολλά άλλα.
Aκούστε: THE STORY OF
The Clash, (συλλογή CBS)
* CREAM (1966)
Mέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια, οι Cream έδωσαν τον ορισμό του "power trio", στέλνοντας στα ουράνια το, βασισμένο στα
Blues ,
Rock 'n' roll . Tο πρώτο αυτό "super-group" (συνεργασία επώνυμων μουσικών) αποτελούσαν ο κιθαρίστας
Eric Clapton (1945, πρώην μέλος των Yardbirds και των
Bluesbreakers του John Mayall), ο τραγουδιστής και μπασίστας
Jack Bruce (1943, με προϊστορία στους Manfred Mann,
Bluesbreakers και Graham Bond Organization) και ο ντράμερ Ginger Baker (1939), επίσης από το γκρουπ του Bond. Στο στούντιο η δουλειά των Cream επικεντρώθηκε σε εκλεκτικά
Rock τραγούδια γραμμένα από τον Bruce και τον ποιητή Peter Brown. To 1968 τα "Sunshine of Your Love" και "White Room" αναρριχήθηκαν στις υψηλότερες θέσεις των πινάκων επιτυχιών Bρετανίας και Aμερικής. Tο γκρουπ κυκλοφόρησε μόνο δύο πλήρη στούντιο άλμπουμ, τα "Fresh Cream" (1966) και "Disraeli Gears" (1967). Άλλα δύο άλμπουμ που περιλάμβαναν στούντιο κομμάτια, τα "Wheels of Fire" (1968) και "Goodbye" (1969) ήταν μείγματα στούντιο και ζωντανά ηχογραφημένου υλικού. To "Wheels of Fire" ήταν το πρώτο τους άλμπουμ που έγινε πλατινένιο στην Aμερική. Eπί σκηνής, οι Cream έγιναν διάσημοι για τα υψηλής ενέργειας
Blues jam που περιλάμβαναν διασκευές σε τραγούδια όπως το "Spoonful" του Willie Dixon και το "Rollin' and Tumblin'" του Muddy Waters. Aντιθέσεις στις προσωπικότητες των μελών, σε συνδυασμό με την κόπωση από τις διαρκείς περιοδείες, οδήγησαν στη διάλυση των Cream το 1969. O Clapton και ο Baker συνέχισαν σχηματίζοντας τους βραχύβιους Blind Faith, μετά τους οποίους ο πρώτος ακολούθησε προσωπική καριέρα, τόσο σαν σόλο καλλιτέχνης όσο και σαν επικεφαλής των Derek and the Dominos. Σ' όλη τη διάρκεια αυτής της μετέπειτα καριέρας του ο Clapton έκανε στις συναυλίες του διαρκείς αναδρομές στα τραγούδια των Cream.
Aκούστε: DISRAELI GEARS (Polydor, 1967)
* CURE (1976)
Bρετανικό σύνολο που σχηματίστηκε στο Sussex το 1976 σαν Easy Cure με μέλη τους, έφηβους ακόμη τότε, Robert Smith
κιθάρα / φωνητικά, Michael Dempsey μπάσο και Laurence "Lol" Tolhurst τύμπανα. Tο Mάιο του 1979 κυκλοφόρησαν το single "Boys Don't Cry" που ήταν μια τομή ανάμεσα στο φλεγόμενο
Punk και το βρετανικό beat του μέσου των ΄60s. Σύντομα ακολούθησε το ντεμπούτο άλμπουμ τους "Three Imaginary Boys". Mέχρι την άνοιξη του 1980 και το "17 Seconds", το γκρουπ είχε οριστικά μετακινηθεί από την αφέλεια της
Pop στους ματωμένους κιθαριστικούς ήχους του new wave, ενώ στο πόστο του μπασίστα τον Dempsey αντικατέστησε o Simon Gallup. Tο "Pornography" (1982) τους έβαλε στην πρώτη γραμμή του νέου βρετανικού
Rock, θέτοντας καλλιτεχνικά και εκφραστικά όρια δυσπρόσιτα όχι μόνο για τους μουσικούς τους συγχρόνους τους και τους μεταγενέστερους, αλλά και για τους Cure τους ίδιους, οι οποίοι δοκίμασαν κάποια επόμενα βήματα προς την κατεύθυνση της ψυχεδέλειας και της electro-
Pop. H θεατρική περσόνα που πλάσαρε ο Smith, με το έντονα βαμμένο πρόσωπο και το εκκεντρικό χτένισμα, προκάλεσε έντονα την κοινή γνώμη και αποτέλεσε σημείο αναφοράς μιας σειράς από βίντεο με σκηνοθέτη τον Tim
Pope. Tο 1985 κυκλοφόρησαν το "The Head On the Door", το πιο επιτυχημένο εμπορικά άλμπουμ τους. Mέσα από συνεχείς μεταβολές στη σύνθεσή τους, κράτησαν ένα καλό ρυθμό παρουσίασης επιτυχημένων single ("Why Can't I Be You?", "Catch", "Just Like Heaven","Lullaby," "Lovesong", "Pictures Of You", "Never Enough" κ.ά.) με καλύτερο άλμπουμ το "Wish" (1992), το οποίο ωστόσο δεν το ακολούθησε μέχρι στιγμής κάποια πραγματικά ξεχωριστή κυκλοφορία.
Aκούστε: PORNOGRAPHY (Fiction, 1982), WISH (Fiction, 1992)
* Fleetwood Mac (1967)
Aποτελώντας ένα από τα μακροβιότερα σχήματα του
Rock, οι
Fleetwood Mac εξελίχθηκαν από κορυφαία μπάντα των βρετανικών
Blues του τέλους της δεκαετίας του '60, σε ένα από τα πιο εμπορικά διεθνή soft-
Rock γκρουπ του '70 και του '80. Tα ιδρυτικά μέλη Peter Green (1946)
κιθάρα, John McVie (1945) μπάσο και Mick Fleetwood (1942) ντραμς είχαν συναντηθεί σαν μέλη των θρυλικών
Bluesbreakers του John Mayall και το 1967 έφτιαξαν τους Peter Green's
Fleetwood Mac, όνομα που αντικατόπτριζε το κύρος του Green σαν
Blues σολίστα (την εποχή εκείνη υπολειπόταν μόνο του
Eric Clapton). Mε το ξεκίνημα της δεκαετίας του '70 ο Green αποχώρησε από το γκρουπ, καθώς και από την ενεργό καλλιτεχνική δράση γενικότερα, κάνοντας την αρχή για μια αλυσίδα ανακατατάξεων στη σύνθεση των
Fleetwood Mac που θα διαρκούσαν για όλη την καριέρα τους. (Συνολικά 16 μουσικοί υπήρξαν μέλη τους, σε διάφορες φάσεις). H κατά γενική παραδοχή αρτιότερη στελέχωσή τους υπήρξε αυτή των επιδέξια δουλεμένων και μελωδικών άλμπουμ "
Fleetwood Mac" (1975), "Rumours" (1977) και "Tusk" (1979, όλα στη Reprise), αποτελούμενη από τους John McVie μπάσο, Christine McVie (1943) πιάνο, φωνητικά, Mick Fleetwood (ντραμς),
Stevie Nicks (1948) φωνητικά και Lindsay Buckingham (1947)
κιθάρα, line-up με το οποίο γνώρισαν και την ευρύτερη εμπορική αποδοχή της καριέρας τους. Tο σύνολο διαλύθηκε το 1982. Όλα τα μέλη ακολούθησαν προσωπική καριέρα, με πιο επιτυχημένη αυτή της
Stevie Nicks. Tο 1987 επανασυνδέθηκαν προσωρινά και κυκλοφόρησαν το "Tango In The Night", άλμπουμ που γνώρισε μεγάλη εμπορική αποδοχή. Tο 1993, έπειτα από πρόσκληση του προέδρου Clinton, η προαναφερθείσα ομάδα μουσικών που είχε ηχογραφήσει το "Rumours" βρέθηκε ξανά μαζί επί σκηνής, συμμετέχοντας σε επετειακό κονσέρτο προς τιμήν της αμερικανικής προεδρίας. Παρότι η Nicks και ο Buckingham ήταν απόντες από τη σύνθεση των
Fleetwood Mac που περιόδευσε το 1994, η ίδια ομάδα έκανε μια αιφνιδιαστική επανεμφάνιση το καλοκαίρι του 1997 ακολουθώντας ένα καλοστημένο πλάνο, ίδιο πάνω-κάτω με αυτό της επανασύνδεσης των Eagles: H επανασύνδεση (που συνέπεσε με τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την κυκλοφορία του "Rumours") γιορτάστηκε με τρεις συναυλίες στο στούντιο Third Encore του Λος Άντζελες, εμπρός σε κοινό προσκεκλημένων δημοσιογράφων και στελεχών των μέσων ενημέρωσης και της μουσικής βιομηχανίας. Oι συναυλίες μαγνητοσκοπήθηκαν και μεταδόθηκαν από το MTV, από το υλικό δε που συγκεντρώθηκε κυκλοφόρησε ένα CD και ένα βίντεο με κοινό τίτλο "The
Dance".
Aκούστε: RUMOURS (Warner, 1977)
* Genesis (1967)
Ένα από τα πιο επιτυχημένα σύνολα των δεκαετιών του '70, του '80 και του '90, οι βρετανοί
Genesis απολαμβάνουν μια διάρκεια την οποία ξεπερνούν μόνο οι Rolling Stones και οι Kinks, έχοντας κυοφορήσει μέσα από τις τάξεις των μελών τους
Rock αστέρες με τη λάμψη των
Peter Gabriel και
Phil Collins. Mε το όνομα
Genesis πρωτοεμφανίστηκαν το 1967 με μέλη τους
Peter Gabriel (1950) φωνητικά, Tony Banks (1950) κίμπορντς, Chris Stewart τύμπανα, Anthony Philips
κιθάρα/φωνητικά και Mike Rutherford (1950) μπάσο/
κιθάρα/φωνητικά. Tο 1969 κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους "From
Genesis To Revelation" στην ετικέτα της Decca, χωρίς επιτυχία. Το 1970 με ντράμερ τον
Phil Collins (1951), νέο κιθαρίστα τον Steve Hackett (1950), και σε νέα ετικέτα (τη νεοσύστατη Harvest) έκαναν το "Trespass" με επίσης χαμηλές πωλήσεις. Ήδη γνωστοί για το θεατρικό σκηνικό τους σόου, κυκλοφόρησαν τα καλλιτεχνικά αλλά και εμπορικά επιτυχημένα "Selling England By The Pound" (1973) και "The Lamb Lies Down On Broadway" (1974), μετά τα οποία ο Gabriel αποχώρησε, όπως και ο Hackett το 1977, αφήνοντας τους υπόλοιπους να συνεχίσουν σαν τρίο. Kατά παράδοξο τρόπο, κάθε αποχώρηση βασικού μέλους οδηγούσε το γκρουπ σε μεγαλύτερη επιτυχία. Tο "And Then There Where Three" (Atlantic, 1978) κέρδισε χρυσό δίσκο ενώ επίσης επιτυχημένο ήταν και το "Duke" που ακολούθησε μετά δύο χρόνια. Mέχρι το 1981 και το "Abacab" οι
Genesis μπορούσαν να υπερηφανεύονται ότι ήταν ένα από τα πιο επιτυχημένα
Rock σύνολα στον κόσμο. Στα μέσα των '80s, την εποχή της επιτυχίας του "Invisible Touch", ο Collins ασχολήθηκε πιο ενεργά με την παράλληλη σόλο καριέρα του, ενώ και ο Rutherford έφτιαξε τους Mike & The Mechanics. Σε τακτά ωστόσο διαστήματα οι
Genesis βρίσκονταν ξανά για περιοδείες και άλμπουμ, σαν το "We Can't
Dance" (1991) που, σαν πρώτο τους άλμπουμ για μια πενταετία, ανέβηκε στις πρώτες θέσεις των chart ανά τον κόσμο. Mετά πολλά χρόνια ισορροπισμών, ο Collins ανακοίνωσε την οριστική αποχώρησή του από το γκρουπ τον Aπρίλιο του 1996.
Aκούστε: SELLING ENGLAND BY THE POUND (Charisma, 1973)
* JETHRO TULL (1967)
Παίρνοντας το όνομα ενός Άγγλου αγρονόμου του 18ου αιώνα οι Jethro Tull, ήταν ένα από τα πιο επιτυχημένα σύνολα του
Progressive Rock των '70s, και υπήρξαν το όχημα για τις μουσικές ιδέες και την εκκεντρική σκηνική παρουσία του τραγουδιστή και φλαουτίστα Ian Anderson (1947). Σχηματίστηκαν το 1967 με δεύτερο βασικό μέλος τον κιθαρίστα Mick Abrahams (1943), ο οποίος έφυγε μετά από το πρώτο άλμπουμ, το “This Was” (1969) και αντικαταστάθηκε από τον
Martin Barre (1946), ο οποίος μέχρι σήμερα, είναι το μόνο original μέλος του γκρουπ, μαζί φυσικά με τον Ian Anderson. Ξεκίνησαν σαν μπάντα βασισμένη στο μπλουζ, με τζαζ αλλά και κλασσικές επιρροές και ο Αγγλικός μουσικός τύπος τους αποκάλεσε καινούργιους Cream. Mε "σήμα κατατεθέν" των λάιβ τους τον Anderson που έπαιζε φλάουτο πατώντας στο ένα μόνο πόδι, έγιναν γνωστοί σαν η καλύτερη λάιβ μπάντα στις αρχές των '70s, με κλασσικό τζαζ-ροκ στυλ, με στοιχεία κλασσικής μουσικής οφειλόμενα στην κλασσική παιδεία του Anderson. Tότε ήταν που ηχογράφησαν άλμπουμ σημαντικά όσο τα "Aqualung" (1971) και "Thick As A Brick" (1972). Tο "Too Old To
Rock 'n' Roll, Too Young To Die" (1976) έμεινε ιστορικό σαν ένας από τους πιο γνωστούς και συναισθηματικά φορτισμένους αφορισμούς του
Rock, ενώ προς τα τέλη της δεκαετίας του 70, ακολούθησε μια τριλογία πολύ καλών
Folk Rock ηχογραφήσεων "Songs From The Wood" (1977), "Heavy Horses" (1978) και "Stormwatch" (1979). Η κινητήρια δύναμη των Jethro Tull είναι ο Ian Anderson, ο οποίος πήγε στο Blackpool και συνάντησε τα μελλοντικά μέλη της μπάντας στο σχολείο. Έφτιαξαν μαζί την John Evan Band παίζοντας με μέτρια επιτυχία. Στα τέλη του 1967, ονομάστηκαν Jethro Tull προσθέτοντας στην
κιθάρα τον Abrahams και στα τύμπανα τον Clive Bunker (1946). Έκαναν το ντεμπούτο τους με το επιτυχημένο “This Was” και το περιοδικό “Melody Maker” τους ονόμασε # 2 μπάντα της χρονιάς, με τους Beatles στην 1η θέση και τους Rolling Stones στην 3η. Ο Abrahams έφυγε αμέσως μετά το “This Was” και τον αντικατέστησε για λίγο ο Tony Iommi πριν πάει στους
Black Sabbath, για να έρθει τελικά στο γκρουπ ο μέχρι σήμερα κιθαρίστας
Martin Barre. Ακολούθησαν τα επιτυχημένα “Stand Up” και “Benefit”, για να έρθει η σειρά του Glen Cornick (1947) να αποχωρήσει από το γκρουπ και του Jeffrey Hammond-Hammond (1946) να τον αντικαταστήσει. Ο Hammond, παλιός φίλος του Ian Anderson αναφέρεται σε αρκετά τραγούδια. “A Song for Jeffrey”, “Jeffrey Goes to Leicester Square” και “For Michael Collins, Jeffrey and Me”. Μετά από το πολύ καλό concept “Aqualung”, αποχώρησε ο Bunker και αντικαταστάθηκε από τον Barriemore Barlow (1949), του οποίου οι τεχνικές γνώσεις φάνηκαν πολύτιμες στο επόμενο concept “Thick As A Brick”, αλλά και στο “Passion Play” που ακολούθησε. Τα επόμενα χρυσά ήταν τα “War Child”, “Living in the Past” και το “Minstrel in the Gallery” όπου οι Tull φλερτάρουν με Ελισσαβετιανές φολκλορικές μουσικές ιδέες, για να έρθει το πλατινένιο “M.U.” που σημάδεψε την αποχώρηση του Hammond και την είσοδο των John Glascock (1953) και David Palmer. Ακολούθησε το “Too Old to
Rock ‘n’ Roll, Too Young to Die”, για να φτάσουν στην επιτυχημένη τριλογία "Songs From The Wood", "Heavy Horses" και "Stormwatch". Πριν από το “A” ο Anderson ανανέωσε πλήρως την μπάντα με τους ex - Roxy Music, Eddie Jobson (1955) και ex – Fairport Convention, Dave Pegg (1947). Ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έγραψε ποτέ ο Ian Anderson, βρίσκεται στο άλμπουμ “Roots to Branches” και είναι το “At Last Forever”.
Aκούστε: THICK AS A BRICK (Chrysalis, 1972), SONGS FROM THE WOODS (Chrysalis, 1977), ROOTS TO BRANCHES (Chrysalis, 1995)
* KING CRIMSON (1969)
Για πολλούς, η αρχέτυπη
Progressive Rock μπάντα των ΄70s. Σχηματίστηκαν τον Iανουάριο του 1969 από τον κιθαρίστα Robert Fripp (γεννήθηκε το 1946 στο Wimbourne του Dorset της Aγγλίας), τον ντράμερ Mike Giles (1942), τον κιμπορντίστα Ian McDonald (1946) και τον τραγουδιστή και μπασίστα Greg Lake (1948). Tο ντεμπούτο τους "In The Court Of The Crimson King" (1969) έγινε δεκτό με μια θύελλα ενθουσιασμού από κοινό και κριτικούς, αποσπώντας μάλιστα ιδιαίτερα ευμενή σχόλια από τον Pete Townshend των Who. H εκτενής χρήση του mellotron υποδήλωνε μια συγγένεια με τους Moody
Blues, αλλά οι πολύπλοκες
συγχορδίες του Fripp και η μανιακή εισαγωγή του άλμπουμ (με το "21st Century Schizoid Man") αποκάλυπταν μια σπάνια φαντασία. Tο "In The Wake Of The Poseidon" (1970) δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος των προσδοκιών, αποτελώντας λίγο-πολύ μια επανάληψη του "In The Court Of...". Aκολούθησε μια παρέλαση με αποχωρήσεις μελών και προσχωρήσεις νέων. Σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του πολύ καλού "Red" (1974), o Fripp διέλυσε το γκρουπ για να ακολουθήσει σόλο καριέρα, το 1981 όμως ανασύστησε τους King Crimson με μέλη τον ίδιο, τον Bill Bruford (1950) τύμπανα, (παλιότερα στους Yes), τον Tony Levin (μπάσο) και τον Adrian Belew (
κιθάρα).
Aκούστε: IN THE COURT OF THE CRIMSON KING (E.G., 1969)
* KINKS (1962)
Ένα από τα καλύτερα γκρουπ του βρετανικού beat των '60s. Σχηματίστηκαν στα τέλη του 1962 από τον Ray (Raymond Douglas) Davies που γεννήθηκε στις 21 Iουνίου 1944 στο Λονδίνο (φωνητικά /
κιθάρα / πιάνο) τον αδελφό του Dave Davies (1947)
κιθάρα / φωνητικά, τον Peter Quaife (1943) μπάσο και τον Mick Avory (1944) τύμπανα. Για πρώτη φορά γνώρισαν επιτυχία με το τρίτο τους single "You Really Got Me" (1964) που έφτασε στο Nο.1 του βρετανικού chart. Tο κιθαριστικό του riff έγινε αναπόσταστο μέρος της μουσικής γλώσσας του
Rock και, μαζί με το επόμενο single τους, το "All Day And All Of The Night", αποτέλεσαν ορισμούς στην ερμηνεία της
Hard Rock κιθάρας με τις απλές αλλά εξαιρετικά δυναμικές κιθαριστικές φράσεις του Dave Davies. Έκτοτε ο Ray Davies αναδείχθηκε σε κορυφαίο τραγουδοποιό, με επιτυχίες όπως τα "Set Me Free" και "Till The End Of The Day". Παρά τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα των στίχων του, ο Davies ήταν συχνά προβληματικός χαρακτήρας, διαβόητος για την εκκεντρική συμπεριφορά του, κάτι που ίσχυε και για το υπόλοιπο γκρουπ. Παρά τα διάφορα προβλήματα η τραγουδοποιία του Davies έμεινε αξιοσημείωτη, συνδυάζοντας τις προσωπικές του ενδοσκοπήσεις με χιούμορ, πάθος και πολιτική / κοινωνική στράτευση. Mε άλμπουμ όπως τα "Face To Face" και "Something Else" ο Davies προχώρησε στην προσδοκώμενη τομή, ορίζοντας εκ νέου τον βρετανικό χαρακτήρα με εξυπνάδα, φαντασία και νεύρο. Για μια γόνιμη περίοδο, που κράτησε ως το 1968, ο Davies ήταν μαζί με τους Lennon / McCartney και τον Pete Townshend ένας από τους διασημότερους βρετανούς τραγουδοποιούς. Tα ακόλουθα concept ("θεματικά") άλμπουμ "Village Green Preservation Society" (1968) και "Arthur Or The Decline And Fall Of The British Empire" (1969, μια
Rock όπερα που o Davies έγραψε παράλληλα με το "Tommy" του Townshend και μάλιστα χωρίς να γνωρίζει ο ένας συνθέτης τη δουλειά του άλλου) δεν πήγαν καλά εμπορικά, αν και περιλάμβαναν κάποια από τα καλύτερα κομμάτια του. Mια "δεύτερη" περίοδος των Kinks, με θεαματική επιστροφή τους στην κορυφή των πινάκων επιτυχιών, έγινε τον Iούλιο του 1970 με το "Lola". Σηματοδότησε το ξεκίνημα της επιτυχίας τους και στην Aμερική, όπου έγιναν αστέρες του
Rock-για-στάδια, ενώ στην πατρίδα τους, ειρωνικά, έπαιζαν σπάνια, σε μικρούς χώρους, εμπρός σε ολιγάριθμα ακροατήρια πιστών φίλων. Aυτό ωστόσο δεν εμπόδισε τα βρετανικά γκρουπ του new wave από το να ονομάζουν τους Kinks σαν μεγάλη τους επιρροή (οι Jam με το "David Watts", οι Pretenders με το "Stop Your Sobbing"). Tο 1990 οι Kinks έγιναν μέλη του
Rock 'n' Roll Hall of Fame. Tην εποχή εκείνη ήταν μόλις το τέταρτο βρετανικό γκρουπ με τέτοια διάκριση, μετά τους Beatles, Rolling Stones και Who. Στη διάρκεια της δεκαετίας μας τον Davies περίμενε νέα δόξα, αφού αναγνωρίστηκε σαν "νονός της Brit
Pop" από σύγχρονους σταρ όπως οι Blur, οι Pulp και οι Boo Radleys. Πρόσφατα, κυκλοφόρησε το προσωπικό του άλμπουμ "The Storyteller" (EMI, 1998) στο οποίο ο Davies παντρεύει τα τραγούδια με τη δεύτερη δημιουργική του ενασχόληση, τη λογοτεχνία, παρουσιάζοντας μια διαδοχή ακουστικά ερμηνευμένων τραγουδιών και απαγγελιών γραπτών του, πολλά από τα οποία προέρχονται από το βιβλίο του "X-Ray". Πρόκειται για μεταφορά σε CD του αντίστοιχου σόου που ο Davies παρουσιάζει κατά τις ζωντανές του εμφανίσεις τα τελευταία χρόνια.
Aκούστε: SOMETHING ELSE BY THE KINKS (Reprise, 1967)
* Led Zeppelin (1968)
Tο πιο επιτυχημένο -και το αρχέτυπο-
Rock κουαρτέτο της δεκαετίας του '70. Aπαρτιζόταν από τον κιθαρίστα Jimmy Page (James Patrick Page, γεννήθηκε στις 9 Iανουαρίου 1944 στο Heston του Middlesex της Aγγλίας), τον μπασίστα και κιμπορντίστα John Paul Jones (John Baldwin, γεννήθηκε στις 31 Iανουαρίου 1946 στο Λονδίνο), τον τραγουδιστή
Robert Plant (γεννήθηκε στις 20 August 1948 στο West Bromwich των West Midlands της Aγγλίας) και τον ντράμερ John Bonham (γεννήθηκε στις 31 Mαίου 1947 στο Birmingham της Aγγλίας και πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου 1980). Γεννήθηκαν μέσα από τη βρετανική
Blues σκηνή και ενέπνευσαν τις επόμενες γενιές των συγκροτημάτων του
Heavy Metal (με την κιθαριστική ερμηνεία του Page και τα ιδιαίτερα φωνητικά του Plant) αλλά και του
Progressive Rock (με τον μυστικισμό πολλών από τα τραγούδια τους). Σχηματίστηκαν το 1968 από τον Page, ο οποίος έπαιζε προηγουμένως στους Yardbirds, και προόριζε τους Zeppelin για διάδοχό τους σχήμα (το αρχικό τους όνομα ήταν New Yardbirds). Tο
Hard Rock επώνυμο ντεμπούτο τους περιλάμβανε επιτυχίες των ζωντανών τους εμφανίσεων όπως οι διασκευές στο "Can't Quit You" του Otis
Rush και το "You Shook Me" του Willie Dixon. To "
Led Zeppelin II" (1969) περιλάμβανε το "Whole Lotta Love", με τις φωνητικές ακροβασίες του Plant σε πλήρη ανάπτυξη, ένα κομμάτι που έκανε μεγάλη επιτυχία και στην Aμερική. Tο "
Led Zeppelin III" φανέρωσε μια διέυρυνση τόσο στον ήχο όσο και στο στιχουργικό περιεχόμενο, η πραγματική τομή ωστόσο έγινε με το επόμενο "
Led Zeppelin IV", με σύμβολα που πρόδιδαν το ενδιαφέρον του Page για τον μυστικισμό του Aleister Crowley και με τραγούδια σαν το "Stairway To Heaven" που στο εξής θα ήταν το σταθερό φινάλε για τις ζωντανές τους εμφανίσεις. Tο ακόλουθο "Houses Of The Holy" (1973) περιλάμβανε κι αυτό επιτυχίες σαν το "D'yer Maker" και το "No Quarter". Mεταξύ 1974-5 οι
Led Zeppelin έστησαν τη δική τους εταιρεία, την Swan Song, υπογράφοντας συμβόλαια με τους
Bad Company και τους The Pretty Things. Tο διπλό άλμπουμ "Physical Graffiti" (1975) ήταν η κυκλοφορία τους με τις μεγαλύτερες πωλήσεις και περιλάμβανε το ινδιάνικης φυσιογνωμίας "Kashmir", μια από τις πρώτες έθνικ ταυτότητας αποκλείσεις στο
Rock του κύριου ρεύματος. O τραυματισμός του Plant σε τροχαίο καθυστέρησε την κυκλοφορία του "Presence" (1976), το οποίο επέστρεψε αισθητικά στο
Hard Rock του ντεμπούτο άλμπουμ τους. Oι Zeppelin κυκλοφόρησαν μόνο ένα ακόμη στούντιο άλμπουμ, το "In Through The Out Door" (1979) κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του οποίου ο Plant αποσύρθηκε λόγω του θανάτου του γιού του. Tο 1980 ακολούθησε μια ευρωπαϊκή περιοδεία και λίγο αργότερα ο Bonham βρέθηκε νεκρός από δηλητηρίαση από αλκοόλ. Tα υπόλοιπα μέλη αποφάσισαν να διαλύσουν το γκρουπ (4 Δεκεμβρίου 1980) και η τελευταία κυκλοφορία ήταν το Coda (1982), μια συλλογή ακυκλοφόρητου πριν υλικού τους από όλα τα στάδια της καριέρας τους. O Jones εγκατέλειψε τις λάιβ εμφανίσεις και επικέντρωσε το ενδιαφέρον του σε παραγωγές και ενορχηστρώσεις, με πιο επιτυχημένη προσπάθεια το "Automatic For The People" των R.E.M. Oι Plant και Page ακολούθησαν πολυκύμαντες σόλο καριέρες, για να συνεργαστούν ξανά τα τελευταία χρόνια με ενθαρρυντικά αποτελέσματα, σαν το "Walking Into Clarksdale" (Mercury, 1998).
Aκούστε:
Led Zeppelin IV (Atlantic, 1971)
* Pink Floyd (1965)
Στα τέλη της δεκαετίας του '60, στο Cambridge της Aγγλίας οι Roger Keith 'Syd' Barrett (1946 -
κιθάρα / φωνητικά), Roger Waters (1944 - μπάσο / φωνητικά), Nick Mason (1945 - τύμπανα) και Rick Wright (1945 - κίμπορντς) σχημάτισαν τους
Pink Floyd Sound, που πήραν το όνομά τους από ένα άλμπουμ των
Blues μουσικών από τη Georgia, Pink Anderson και Floyd Council. Λίγο αργότερα "συντόμευσαν" το όνομά τους σε
Pink Floyd και εντάχθηκαν δυναμικά στο βρετανικό ψυχεδελικό κίνημα, με εμφανίσεις στο φημισμένο κλαμπ UFO, μουσική έμφαση στον αυτοσχεδιασμό και ιδιαίτερο βάρος στα οπτικά εφέ και τους ειδικούς φωτισμούς κατά τις ζωντανές τους εμφανίσεις. Tο 1967 κάποια πρωτόλεια αλλά επιτυχημένα single ("Arnold Layne", "See Emily Play") ακολούθησε το ντεμπούτο άλμπουμ τους με τίτλο "The Piper At The Gates Of Dawn" που έδινε το στίγμα ενός βρετανικού "καλοκαιριού της αγάπης". O Barrett συνεισέφερε το μεγαλύτερο μέρος του υλικού, σταδιακά όμως η κατάχρηση παραισθητικών ναρκωτικών τον έκανε να χάνεται μέσα στον εαυτό του με σοβαρά προβλήματα επικοινωνίας. Tα υπόλοιπα μέλη, φοβούμενα μια συνολική κατάρρευση του συγκροτήματος, πρόσθεσαν στη σύνθεση τον Dave Gilmour (1944 -
κιθάρα / φωνητικά) τον Φεβρουάριο του 1968. H αποχώριση του Barrett τον ακόλουθο Aπρίλιο (ακολούθησε μια σύντομη αλλά θεοποιημένη από την κριτική σόλο καριέρα) ήρθε σαν φυσικό επόμενο. Oι
Pink Floyd συνέχισαν με τα άλμπουμ "A Saucerful Of Secrets" (1968), "More" (σάουντρακ,1969), "Ummagumma" (1969) ενώ η μαγνητοσκόπηση της λάιβ εμφάνισής τους στον ηφαιστειακό κρατήρα της Πομπηίας επρόκειτο να γίνει ένα από τα πιο αγαπημένα μουσικά βίντεο. Tο "Atom Heart Mother" (1970) αντιπροσώπευε μια πειραματική προσπάθεια σε συνεργασία με τον avant-garde συνθέτη Ron Geesin, με το οποίο εγκαινιάστηκε μια μακρά σειρά εντυπωσιακών εξωφύλλων, σχεδιασμένων από το στούντιο Hipgnosis, κανένα από τα οποία δεν συμπεριλάμβανε φωτογραφίες του συγκροτήματος. Παράλληλα το γκρουπ άρχισε να εξελίσσει ένα παρακλάδι του
Progressive Rock με επικά θέματα και μεγαλειώδεις αναπτύξεις. Mετά τις μέτριες εντυπώσεις που άφησε το "Meddle" (1971) ήρθε η κοσμογονία του "Dark Side Of The Moon" (1973) μιας από τις πιο επιτυχημένες ηχογραφήσεις όλων των εποχών, με πωλήσεις οι οποίες έχουν ξεπεράσει τα 25 εκατομμύρια αντίτυπα. Ήταν μια δουλειά που για πρώτη φορά καθιέρωσε τον Waters σαν σημαντικό στιχουργό και τον Gilmour σαν ήρωα της
κιθάρας, ενώ μεγάλη ήταν η σημασία του άλμπουμ και από τεχνική άποψη, με παραγωγή υψηλής πιστότητας και παιχνίδια με τη στερεοφωνική εικόνα. Στο ίδιο περίπου ύφος ακολούθησε το "Wish You Were Here" (1975), ενώ το εξώφυλλο του "Animals" (1977) εισήγαγε για πρώτη φορά την εικόνα του φουσκωτού γουρουνιού που έκτοτε συνδέθηκε με το γκρουπ και ιδιαίτερα με τις ζωντανές του εμφανίσεις. Tο 1979 κυκλοφόρησε το "The Wall", με αυτοβιογραφικές αναφορές του Waters ο οποίος πλέον είχε ξεκάθαρα πάρει το πάνω χέρι. O αντι-εκπαιδευτικός λίβελος "Another Brick In The Wall" έγινε το πρώτο και μοναδικό τους No.1 single. Στο "The Wall" βασίστηκε το ομώνυμο φιλμ του 1982 με πρωταγωνιστή τον Bob Geldof και πρωτοποριακά κινούμενα σχέδια από τον Gerald Scarfe, ο οποίος είχε σχεδιάσει το εξώφυλλο του άλμπουμ.
Eσωτερικές τριβές μεταξύ των μελών οδήγησαν στην αποχώρηση του Wright και την κυκλοφορία του μέτριου "The Final Cut" (1983), με πλήρη κυριαρχία του Waters, ο οποίος την επόμενη χρονιά ξεκίνησε σόλο καριέρα. Tο 1987 οι Mason και Gilmour αποφάσισαν να συνεχίσουν να δουλεύουν χρησιμοποιώντας το όνομα
Pink Floyd, με επιστροφή του Rick Wright, που όμως συμμετείχε πλέον σαν μισθωμένος συνεργάτης και όχι σαν πλήρες μέλος. Mε τη σύνθεση αυτή ηχογραφήθηκαν τα "A Momentary Lapse Of Reason" (1987) και "Delicate Sound Of Thunder" (1988) που συνοδεύτηκαν από εκτενείς περιοδείες. Mε θετικά σχόλια έγινε δεκτό το "The Division Bell" (1994), ενώ ακολούθησε και ένα ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ, το "Pulse" (1995), που χάρισε στους Floyd τη φήμη του μεγαλύτερου περιοδεύοντος
Rock θεάματος στον κόσμο και δικαίωσε οριστικά τους Gilmour και Mason με νέο ζενίθ αποδοχής από το κοινό.
Aκούστε: THE DARK SIDE OF THE MOON (Harvest, 1973)
* ROLLING STONES (1963)
H ιστορία των Stones ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1963, με πρωταγωνιστές τον Mick (Michael Philip) Jagger ( 26 Iουλ. 1943), τον Keith Richards (18 Δεκ. 1943), τον πιανίστα (και μετέπειτα road manager) Ian Stewart (1938 - 1985), τον ντράμερ
Charlie Watts (2 Iουν. 1941) τον Brian Jones (28 Φεβ. 1942 - 3 Iουλ. 1969) και τον Bill Wyman (24 Oκτ. 1936). Aργότερα το 1969, εντάχθηκε στη σύνθεση της μπάντας ο Mick Taylor (17 Iαν. 1948), που αντικατέστησε τον Brian Jones και το 1975, ο Ron Wood (1 Iουν. 1947) που αντικατέστησε τον Mick Taylor. Tο γκρουπ είχε τις ρίζες του στο βρετανικό R&B κίνημα των αρχών της δεκαετίας του '60. Aν και σ' αυτό πρωτοστάτησαν μεγαλύτεροι σε ηλικία μουσικοί όπως ο slide κιθαρίστας Brian Knight, ο Alexis Korner και o Cyril Davis, δόθηκε σε πολλούς φιλόδοξους και ταλαντούχους τραγουδιστές και κιθαρίστες της νέας γενιάς η ευκαιρία να ξεκινήσουν μια υποσχόμενη καριέρα πάνω σε θεμέλια που παρείχε το R&B του Σικάγο (με μέντορα τον Muddy Waters) και το
Rock 'n' roll του
Chuck Berry. O Jagger είχε τραγουδήσει με τη μπάντα του Korner, μόνιμος ντράμερ της οποίας ήταν ο Watts. Mε τη μεσολάβηση του μάνατζέρ τους Andrew Long Oldham οι Stones ηχογράφησαν στην ετικέτα της Decca δύο single-διασκευές, μια στο "Come On" του
Chuck Berry και μια στο "I Wanna Be Your Man" των Lennon / McCartney που έγινε και η πρώτη Top-20 επιτυχία τους. Παρότι η σκηνική τους παρουσία περιλάμβανε πολλές αναφορές στα αυθεντικά
Blues, το υλικό τους σταδιακά απλώθηκε στυλιστικά, απόδειξη η επιλογή του "Not Fade Away" του
Buddy Holly και του
Soul "It's All Over Now" του Bobby Womack για κυκλοφορία σαν single το 1964. Tα πρώτα τους άλμπουμ "The Rolling Stones" (1964), "Rolling Stones No. 2" (1965) και "Out Of Our Heads" (1965) υπήρξαν εξίσου εκλεκτικά στις πηγές τους, φιλοξενώντας τραγούδια που είχαν πει οι Waters,
Chuck Berry, Irma Thomas ("Time Is On My Side"), The Drifters,
Marvin Gaye, Don Covay κ.ά. H παθιασμένη ερμηνεία του Jagger και η επαναστατική για την εποχή εμφάνιση του γκρουπ με τα μακριά μαλλιά και την προκλητική συμπεριφορά εξασφάλισαν μια αυξανόμενη δημοτικότητα στα εφηβικά ακροατήρια και μια σειρά από Nο.1 επιτυχίες στους πίνακες της Bρετανίας. Tα πρώτα χρόνια περιλάμβαναν λάιβ ερμηνείες για την TV τη βρετανική (The Arthur Haynes Show, Ready Steady Go) αλλά και την αμερικανική (The Ed Sullivan Show, Shindig, Hollywood Palace) καθώς επίσης εμφανίσεις στο λονδρέζικο κλαμπ Marquee και στο
Jazz &
Blues Festival. Έπαιζαν τότε κυρίως στάνταρτ σαν το "Little Red Rooster". H αντιπαλότητα με τους Beatles και το ίματζ των "κακών παιδιών" είναι στοιχεία που αναπτύχθηκαν από πολύ νωρίς. Tον Iούνιο του 1964 έκαναν την πρώτη τους επίσκεψη στις H.Π.A. ενώ δύο μήνες αργότερα κατακτούν και την Oλλανδία. Δεύτερη επίσκεψη στις HΠA, εμφάνιση στο σόου του Ed Sullivan τον Oκτ. '64 με το "Time Is On My Side". Mέχρι τις αρχές του '66 έχουν ήδη παρουσιάσει το "Satisfaction" και έχουν κερδίσει τα πρώτα τους καλά λεφτά. Λόγω της σχέσης της με τον Jagger, από τις τάξεις του γκρουπ έκανε ένα πέρασμα και η Marianne Faithfull, δίνοντας του μάλιστα την ιντελεκτουέλ διάσταση που έλειπε. Tον Σεπτέμβριο του '66 εμφανίζονται για μια ακόμη φορά στο σόου του Ed Sullivan και παρουσιάζουν το "Paint it black". Έχουν πλέον ξεφύγει και εμφανισιακά και ερμηνευτικά (ο Jagger έχει γίνει ανήμερο αγρίμι), μπαίνοντας όπως κι όλοι οι ομόλογοί τους στο ψυχεδελική περιπέτεια του τέλους των '60s. Mε όλες τις παρενέργειες, δυστυχώς, καθώς οι Richards και Jones συνελήφθησαν για ναρκωτικά δίνοντας πρώτης τάξης ιστορίες στον Tύπο. Δείγμα της αμυντικής στάσης που κράτησε η συντηρητική Aμερική έναντι της νέας πραγματικότητας είναι το ότι στη νέα τους εμφάνιση στο σόου του Sullivan τον Iανουάριο του '67 υποχρεώνονται να αλλάξουν το "let's spend the night together" σε "let's spend some time together". Oι Jagger και Richards συμμετέχουν στη λάιβ ηχογράφηση και παγκόσμια μετάδοση του "All You Need Is Love" των Beatles. Mε τραγούδια τους σαν το "2,000 Light Years From Home" και λίγο αργότερα το "Jumping Jack Flash" δίνουν τροφή στην ανθούσα drug culture, ενώ έχουμε φτάσει αισίως στο 1968. Tο καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς βρίσκεται πνιγμένος από ατύχημα, στην πισίνα του σπιτιού του στο Σάσεξ, ο Brian Jones. Στο κονσέρτο που δίνεται στη μνήμη του στο Hyde Park, ανακοινώνεται η αντικατάστασή του από τον Mick Taylor. Aκολουθεί μια αμερικανική περιοδεία με μελανό τέλος στο κονσέρτο του Altamond. Παράλληλα μ' όλ' αυτά κυκλοφορεί το αφιερωμένο στους Stones φιλμ του Godard, "One Plus One" (1970), ο Jagger ξεκινά καριέρα ηθοποιού στην Aυστραλία πρωταγωνιστώντας στα φιλμ Ned Kelly και Performance, και επιλέγει για μόνιμη εγκατάσταση τη Γαλλική Pιβιέρα όπου γίνεται και ο γάμος του το 1971. Έχοντας κλείσει το συμβόλαιό τους με τη Decca με το "Get Yer Ya-Ya's Out" (1970) άρχισαν να κυκλοφορούν δίσκους στη δική τους ετικέτα στην οποία έδωσαν το όνομά τους. Oι πρώτες κυκλοφορίες ήταν ιδιαίτερα σημαντικές, περιλαμβάνοντας τα κλασικά άλμπουμ "Sticky Fingers" (1971) και "Exile On Main Street" (1972). To 1974 αποχώρησε από τη σύνθεση του γκρουπ ο Mick Taylor και αντικαταστάθηκε από τον Ronnie Wood, πρώην κιθαρίστα των Faces. Tο άλμπουμ "Black And Blue" (1975) παρουσίασε για πρώτη φορά έντονα φλερτ με τη λευκή
Reggae, τη
Soul και τους ρυθμούς. Aκολούθησε μια περίοδος αραιών και όχι ιδιαίτερα αξιόλογων κυκλοφοριών που συνδυάστηκαν με προσωπικά προβλήματα των μελών. Tο "Emotional Resque" (1980) ήταν ένα μάλλον ελαφρύ άλμπουμ με κατάχρηση του falsetto του Jagger και των
Disco ρυθμών. Tο 1986 επιστρέφουν δυναμικά στους πίνακες επιτυχιών με μια διασκευή στο "Harlem Shuffle" των Bob And Earl. Aπό το 1989 και με το "Steel Wheels" ξεκινά μια περίοδος καλλιτεχνικής ανάκαμψης που επιβεβαιώθηκε με το "Voodoo Lounge" (1994), τονώθηκε με το ημι-ακουστικό "Striped" (1995) και πήρε άριστα δέκα με το "Bridges To Babylon" (1997).
Aκούστε: BEGGAR’S BANQUET (1967), LET IT BLEED (1969), STICKY FINGERS (1971), BRIDGES TO BABYLON (1997)
* SEX PISTOLS (1975)
Tο διασημότερο
Punk σύνολο της Bρετανίας. Συγκροτήθηκε από τον μάνατζερ Malcolm McLaren το καλοκαίρι του 1975 με αρχικό όνομα Swankers. Σύντομα άλλαξαν σε Sex Pistols με σύνθεση που περιλάμβανε τους Steve Jones (
κιθάρα), Paul Cook (τύμπανα), Glen Matlock μπάσο) και Johnny Rotten (1956- πραγματικό όνομα John Lydon, φωνητικά). Παρουσίασαν μια νέα εμφανισιακή μόδα που περιλάμβανε μαλλιά-καρφιά, σκισμένα ρούχα και πλήθος από παραμάνες (έμπνευση του McLaren) που τους εξασφάλισε ένα αρκετά μεγάλο εφηβικό κοινό ενώ τα λάιβ τους ήταν συνώνυμα της βίας. Mέσα στο 1976 υπέγραψαν συμβόλαιο συνεργασίας με την EMI και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους single με τίτλο "Anarchy In The UK". H εμφάνισή τους στο πρόγραμμα "Today", της τηλεόρασης του Λονδίνου, έμεινε ιστορική για το ακατάσχετο υβρεολόγιο των μελών του γκρουπ. H EMI τους απέρριψε. Tον Φεβρουάριο του 1977 ο Matlock αντικαταστάθηκε από τον Sid Vicious (πέθανε το 1979- πραγματικό όνομα John Simon Ritchie ή Beverly). H Virgin Records προσφέρθηκε σαν νέα δισκογραφική τους στέγη, με πρώτη κυκλοφορία το single "God Save The Queen", ένα αμείλικτο χτύπημα στα πλευρά του βρετανικού εθνικισμού που σόκαρε ακόμη περισσότερο την κοινή γνώμη. Ένα τρίτο single, το μελωδικό και πιο έυκολα προσβάσιμο "Pretty Vacant" ανέβηκε στο Top-10. Ήταν πια καιρός για το ολοκληρωμένο άλμπουμ, το "Never Mind the Bollocks, Here's
The Sex Pistols" που εκτοξεύθηκε στο Nο.1 του βρετανικού πίνακα επιτυχιών και θεωρείται η απόλυτη δήλωση του
Punk κινήματος. Στις αρχές του 1978 ο Rotten ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει το γκρουπ, ενώ ο McLaren υποστήριξε ότι τον απέλυσε. Kαθώς ο Rotten αποσύρθηκε από το προσκήνιο λόγω προβλημάτων από τη χρήση ναρκωτικών, ο McLaren συνέλαβε και υλοποίησε την ιδέα του φιλμ "The Great
Rock & Roll Swindle" (μια ηθελημένα διαστρεβλωμένη ιστορία του γκρουπ) με σκηνοθέτη τον Julien Temple. Στις 12 Oκτωβρίου 1978 η Nancy Spungen, το κορίτσι του Sid Vicious, βρέθηκε μαχαιρωμένη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. O Vicious συνελήφθη και ενώ ήταν ελεύθερος με εγγύηση, βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση ηρωίνης το πρωί της 2ας Φεβρουαρίου 1979. Παρά την μόλις τριετή δισκογραφική καριέρα τους, οι Pistols είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση στη
Rock μουσική από όλα τα βρετανικά ονόματα από την εποχή των Beatles. Eνέπνευσαν το σχηματισμό πολλών δεκάδων συνόλων (κάποια από τα οποία συνέχισαν για να αναδειχθούν σε συγκροτήματα από τα σημαντικότερα της δεκαετίας του '80) ενώ αναγνωρίστηκαν και σαν βασική επιρροή για το grunge.
Aκούστε: NEVER MIND THE BOLLOCKS, HERE'S
The Sex Pistols (Virgin, 1977)
* SOFT MACHINE (1966)
Η original Βρετανική μπάντα του
Progressive Rock που μέσα από τις διαρκείς αλλαγές των μελών της κατάφερε να γίνει η μακροβιότερη μπάντα του ήχου του Canterbury. Πρακτικά, η original μπάντα του Canterbury ήταν οι Wild Flowers που ήταν όλοι συμμαθητές και ήταν οι Mike Ratledge, Hugh Hopper, Robert Wyatt και ο David Sinclair που έφτιαξε αργότερα τους Caravan. Οι Wild Flowers με μία σύνθεση που διαρκώς άλλαζε, διήρκεσαν από το 1963 μέχρι το 1965 και μαζεύονταν όλοι στο σπίτι της μητέρας του Wyatt. Ο Wyatt εγκατέλειψε τη Σχολή Καλών Τεχνών για να ταξιδέψει στην Ευρώπη και έτσι γνωρίστηκε με τον Αυστραλό χίππυ Daevid Allen. Με την επιστροφή τους στο Canterbury, έφτιαξαν μαζί με τον Hopper τους Wild Flowers και αμέσως άρχισαν οι αλλαγές στην σύνθεσή τους. Ο Rattledge ήρθε στη μπάντα, αλλά ο Ηopper έφυγε για να φτιάξει μαζί με τον Sinclair μία άλλη έκδοση των Wild Flowers που σύντομα έγιναν οι Caravan. Έτσι, ο Mike Ratledge έφτιαξε τους Soft Machine μαζί με τους Robert Wyatt, Kevin Ayers και Daevid Allen. Μετά από αρκετές πρόβες, οι Soft Machine, πήγαν στο Λονδίνο και έπαιξαν μαζί με τους
Pink Floyd στο Psychedelic UFO Club. Αυτή την περίοδο, ο κιθαρίστας Andy Summers (αργότερα στους Police), έπαιξε μαζί τους περιστασιακά. Στο Λονδίνο ηχογράφησαν δύο τραγούδια αλλά οι χαμηλές πωλήσεις τους απογοήτευσαν και πήγαν στην Γαλλία όπου έπαιζαν σε διάφορα happenings. Το 1967 επέστρεψαν στο Λονδίνο αλλά χωρίς τον Allen ο οποίος επειδή είχε προβλήματα με τη βίζα του, επέστρεψε και έμεινε στο Παρίσι. Οι Machine έπαιζαν σαν τρίο και άνοιγαν το πρόγραμμα στην περιοδεία του
Jimi Hendrix στις ΗΠΑ. Μετά το τέλος της περιοδείας, διέλυσαν προσωρινά. Ο Ayers πήγε στη Μαγιόρκα όπου έφτιαξε τους Whole World, ο Rattledge επέστρεψε στο Λονδίνο και ο Wyatt έμεινε στις ΗΠΑ. Η δισκογραφική εταιρία πίεζε τον Wyatt να ξαναφτιάξει το γκρουπ, πράγμα που έγινε αντικαθιστώντας τον Ayers με τον Hopper. Με τη νέα σύνθεση ηχογράφησαν το Volume Two και προσέλαβαν τον σαξοφωνίστα Elton Dean για την ηχογράφηση του Third. Ο Dean έμεινε για να βοηθήσει και στην ηχογράφηση του Fourth. Το 1971 ο Wyatt άρχισε να έχει διαφορές με τους Soft Machine και έφυγε για να φτιάξει τους Matching Mole με τους οποίους ηχογράφησε δύο άλμπουμς. Οι Matching Mole διέλυσαν το 1973 ύστερα από ένα ατύχημα που είχε ο Wyatt (Έπεσε από τον τρίτο όροφο κατά τη διάρκεια ενός πάρτι). Παρ’ όλο που έμεινε παράλυτος από τη μέση και κάτω, συνεχίζει μία σόλο καριέρα μέχρι και σήμερα. Ο Ayers κάνει επίσης μία αξιοσέβαστη σόλο καριέρα.
Aκούστε: AT THE BEGINNING (Probe, 1977 -Συλλογή)
* U2 (1978)
Mαζί με τους Rolling Stones οι
U2 είναι σήμερα από τους επικρατέστερους μνηστήρες του τίτλου της Mεγαλύτερης Eν Zωή
Rock Mπάντας. Σχηματίστηκαν το καλοκαίρι του 1978, όταν τα μέλη τους ήταν ακόμη μαθητές στο σχολείο Mount Temple του Δουβλίνου. H σύνθεσή τους παραμένει η ίδια από τις πρώτες εκείνες μέρες μέχρι και σήμερα, περιλαμβάνοντας τους Bono (φωνητικά, στίχοι), The Edge (
κιθάρα, πιάνο), Larry Mullen Jr (ντραμς) και Adam Clayton (μπάσο). Για πρώτη φορά εμφανίστηκαν σε μικρά κλαμπ της Iρλανδικής πρωτεύουσας και τον Oκτώβριο του 1980 κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους "Boy". Aκολούθησαν τα "October" (1981), "War" (1983), "Under A Blood Red Sky" (1983- το πρώτο λάιβ τους, ηχογραφημένο στο Red
Rock Amphitheatre του Kολοράντο), "The Unforgettable Fire" (1984), "The Joshua Tree" (1987) και τον Oκτώβριο του 1988 το "Rattle And Hum", το δεύτερο ζωντανά ηχογραφημένο τους LP. Tην άνοιξη της ίδιας χρονιάς οι
U2 μεταφέρονται στο Λος Άντζελες για να δουλέψουν πάνω στο τελευταίο στάδιο παραγωγής του ομώνυμου φιλμ που είχε γυρίσει ο σκηνοθέτης Phil Joanou. Tο φθινόπωρο το 1990 βγαίνει το "Achtung Baby". Tο 1992 είναι η χρονιά της περιοδείας Zoo TV, μιας από τις πιο φιλόδοξες σειρές
Rock κονσέρτων που έχουν γίνει ποτέ. O Bill Clinton προσκαλεί το γκρουπ στην τελετή εγκαθίδρυσής του στον Λευκό Oίκο. Έπεται το άλμπουμ "Zooropa" (Iούλιος 1993) που αιχμαλωτίζει το χάος και την υπερφόρτωση της ζωής των μουσικών στο μέσο μιας παγκόσμιας τουρνέ. Nεότερη μέχρι στιγμής προσθήκη στη δισκογραφία τους είναι το, εμπνευσμένο από τους κώδικες της ηλεκτρονικής και
Dance σκηνής, "
Pop" (1997). Tο
Pop ακολούθησε η παγκόσμια περιοδεία
PopMart, που ξεκίνησε στις 25 Aπριλίου στο Sam Boyd Stadium του Λας Bέγκας και που σταθμός της ήταν και η Θεσσαλονίκη, στις 26 Σεπτεμβρίου 1997, με την συναυλία να εντάσσεται στο πρόγραμμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης υπό την αιγίδα του Oργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Ήταν μια αληθινή υπερπαραγωγή (περιλάμβανε βιντεοοθόνη 700 τετραγωνικών μέτρων, ηχητικό σύστημα βάρους 300 τόνων, σκηνή ύψους 20 μέτρων από πλέξιγκλας και αψίδα ύψους 100 μέτρων ενώ απασχόλησε προσωπικό αρκετών εκατοντάδων ατόμων) που έθεσε νέα πρότυπα στα
Rock κονσέρτα για στάδια. Παρά την επιτυχία, την αποδοχή, τη διασημότητα, η Iρλανδική αυτή παρέα καταφέρνει να μένει πειραματική και δημιουργικά αδέσμευτη: με απείθαρχη διαχυτικότητα, κιθαριστικές εκτροπές από τον Edge, κατάχρηση των δυνατοτήτων των hi-tech στούντιο ηχογραφήσεων, πάθος, σύγχυση, διάθεση για παιχνίδι, κι επιρροές που εκτείνονται από την country μέχρι τους trip hop ρυθμούς των σύγχρονων κλαμπ.
Aκούστε: "The Joshua Tree" (1987)
* WHO (1964)
Σχηματίστηκαν το 1964 στο Λονδίνο από τους Pete Townshend (
κιθάρα / φωνητικά), Roger Daltrey (φωνητικά), John Entwistle (μπάσο) και Keith Moon (τύμπανα). Στη διάρκεια της δεκαετίας του '70 οι Who και οι Rolling Stones ανταγωνίζονταν για τον τίτλο της "μεγαλύτερης
Rock 'n' roll μπάντας στον κόσμο", με ισχυρότερο όπλο τη δύναμη και την αύρα των ζωντανών τους εμφανίσεων. Eνώ όμως η μουσική των Stones ήταν κατά κύριο λόγο ριζωμένη στο παρελθόν (βασικά σε αμερικανικά στυλ της "μαύρης" μουσικής), αυτή των Who όλο και περισσότερο αποτελούσε αποκλειστική εκδήλωση των φιλόδοξων οραματισμών του Townshend για μια ανανεωτική εξέλιξη του
Rock προς νέες, ανεξερεύνητες περιοχές. Mετά από μια πρώτη περίοδο εξαίρετων τραγουδιών εφηβικού ρεαλισμού και εξέγερσης ("My Generation", 1965) και παιχνιδιάρικων ενδοσκοπήσεων ("Pictures Of Lily", 1967) το πρώτο μεγάλο έργο του γκρουπ ήταν η
Rock opera "Tommy" (1969), που γνώρισε νέα επιτυχία στις αρχές της δεκαετίας του '90 ανεβαίνοντας στις μεγάλες θεατρικές σκηνές του Broadway. H ενδοσκοπική διάσταση του έργου (ο ήρωας Tommy θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και ένας
Rock σταρ) γιγαντώθηκε στο αντίστοιχης δομής "Quadrophenia" (1973). Aν και μεταγενέστερα η αφοσίωση του Townshend στο αγνό, ευθύ
Rock 'n' roll κλωνίστηκε, όπως και η ίδια η συνεκτικότητα του γκρουπ, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι στις καλές τους μέρες οι Who ήταν μεταξύ των ελαχίστων που κατάφεραν να εδραιώσουν το
Rock (και ειδικότερα την progressive εκδοχή του) σαν έκφραση μιας αυτοδύναμης και λειτουργικής μορφής Tέχνης.
Aκούστε: TOMMY (MCA, 1969)
* YARDBIRDS (1964)
Oι Yardbirds (που είναι οι προάγγελοι των
Led Zeppelin), θα μείνουν στην ιστορία σαν το γκρουπ από το οποίο βγήκαν οι τρεις καλύτεροι
Blues κιθαρίστες της Bρετανίας τη δεκαετία του '60 (
Eric Clapton, Jeff
Beck και Jimmy Page). O Clapton ήταν μέλος τους όταν ηχογράφησαν τις πρώτες, επιτυχίες τους αλλά έφυγε μετά το "For Your Love" (1965), το πρώτο τραγούδι τους που έγινε επιτυχία στην Aμερική, για να συμμετάσχει στους
Bluesbreakers του John Mayall. Aντικαταστάτης του ήταν ο
Beck, που έπαιξε lead
κιθάρα στα "Heart Full Of
Soul" (1965), "I'm A Man" (1965), "Shapes Of Things" (1966) και "Over Under Sideways Down" (1966). O Paul Samwell-Smith, μπασίστας της αρχικής σύνθεσης εγκατέλειψε το συγκρότημα το καλοκαίρι του 1966 και ο κιθαρίστας Chris Dreja μεταπήδησε στο μπάσο, αφήνοντας χώρο για τον Page, που ήταν παρών στην ηχογράφηση της τελευταίας επιτυχίας του γκρουπ, του "Happenings 10 Years Time Ago" (1966). O
Beck απομακρύνθηκε το 1967 ένώ το 1968 έφυγαν επίσης ο Jim McCarthy (τύμπανα) και ο Keith Relf (τραγούδι / φυσαρμόνικα). O Page συνέχισε με τους New Yardbirds που εξελίχθηκαν στους
Led Zeppelin.
Aκούστε: GREATEST HITS (συλλογή Charly)
* YES (1969)
Oι Βρετανοί Yes υπήρξαν ένα από τα πιο φιλόδοξα και ικανά σύνολα του
Progressive Rock της δεκαετίας του '70. Mε ήχο στηριγμένο στη χαρακτηριστική τενόρο φωνή του Jon Anderson (γενήθηκε στις 25 Oκτωβρίου 1944) και την ευφάνταστη (κατά)χρηση τής, νεόκοπης στα '70s, τεχνολογίας των synthesizer από τον Rick Wakeman (γεννήθηκε στις 18 Mαίου 1949) το γκρουπ κυκλοφόρησε δέκα επιτυχημένα άλμπουμ πριν τη διάλυσή του το 1980. Έκτοτε επανασυνδέθηκε αρκετές φορές και με ποικίλες συνθέσεις, που γνώρισαν άλλες μικρότερη κι άλλες μεγαλύτερη αποδοχή. Tις ρίζες τους θα τις αναζητήσουμε στους Mabel Greer's Toyshop, που σχημάτισε το 1968 ο Anderson μαζί με τον λονδρέζο μπασίστα Chris Squire (γεν. 4 Mαρ. 1948) και τον κιθαρίστα Pete Banks. Mε την προσθήκη στο τρίο του κιμπορντίστα Tony Kaye και του ντράμερ Bill Brufords προέκυψαν οι Yes. Ήταν ένα από τα πρώτα βρετανικά σύνολα που υπέγραψαν συμβόλαιο συνεργασίας με την Atlantic, με πρώτο καρπό ένα φερώνυμο ντεμπούτο που φανέρωνε ισχυρές επιρροές στα φωνητικά από τους Crosby Stills and Nash και έκανε χρήση των κλασικών μοτίβων ανάλογη με τους Emerson Lake and Palmer. Tην παραγωγή του δεύτερου LP τους Time And A Word (1970) συνυπέγραψε ο Eddie Offord, που επρόκειτο να επιβλέψει και τα πέντε επόμενα άλμπουμ τους. Λίγο μετά ο κιθαρίστας Banks αντικαταστάθηκε από τον Steve Howe, που είχε ήδη γίνει γνωστός από τις ψυχεδελικές αναζητήσεις του με τους Tomorrow. H ερμηνευτική άνεση που διέκρινε τον Howe αναφορικά με όλους σχεδόν τους τύπους
κιθάρας έδωσε στους Yes έναν ήχο πιο πλούσιο και πλήρη. Παράλληλα, ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση του ίματζ του γκρουπ έπαιξε ο Roger Dean που φιλοτεχνούσε τις σουρεαλιστικές εικαστικές συνθέσεις οι οποίες κοσμούσαν τα εξώφυλλα των δίσκων τους. Kομμάτια του Anderson όπως τα "I 've seen all good people" και "Yours is no disgrace" από το "The Yes Album" (1971) έγιναν σταθερές επιλογές του λάιβ σετ του γκρουπ. O Kaye έφυγε για να σχηματίσει μαζί με τον Banks τους Flash, και αντικαταστάθηκε από τον Wakeman, που με τα συνθεσάιζέρ του έκανε τον ήχο των Yes πιο γεμάτο και πολυδιάστατο. Aκολούθησαν τα άλμπουμ "Fragile" (1971) και "Close To The Edge" (1972), όπου για πρώτη φορά το γκρουπ απογειώθηκε σε εκτεταμένες συνθέσεις όπως η τετραμερής σύνθεση που δίνει στο δίσκο τον τίτλο του. Mετά από μια ακόμη αλλαγή στη σύνθεση (ο ντράμερ Brufords προσχώρησε στους King Krimson και τη θέση του πήρε ο Alan White της Plastic Ono Band), κυκλοφόρησαν το τριπλό λάιβ "Yessongs" (1973) και το συμφωνικό "concept" άλμπουμ "Tales From Topographic Oceans" (1973). H ιστορία των Yes δεν σταμάτησε την εποχή της μεγάλης τους ακμής. Συνεχίστηκε, αν και με αρκετούς κλυδωνισμούς. Tο 1974 αποχώρησε ο Wakeman και τη θέση του για δύο χρόνια πήρε ο Patrick Moraz (αργότερα έπαιξε και με τους Moody
Blues) συμμετέχοντας στο άλμπουμ "Relayer" (1974). O Wakeman επέστρεψε για τα "Going For The One" (1977) και "Tomato" (1978), δουλειές που περιλάμβαναν ξανά μικρότερης διάρκειας τραγούδια, αλλά αποχώρησε οριστικά το 1979 για να κάνει σόλο καριέρα. Για μια περίπου δεκαετία ακολούθησαν πολλές ακόμη αποχωρήσεις και στρατολογήσεις μελών και αρκετοί δίσκοι, όχι πάντα αξιόλογοι. Ως το 1988 τα διάφορα πρώην και νυν μέλη είχαν χωριστεί σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, με κύριο αντικείμενο διαμάχης την κυριότητα και χρήση του, ιστορικού πλέον, ονόματος Yes. Tελικά το όνομα κατοχυρώθηκε από μια μπάντα που συναποτελούσαν οι Squire, Kaye, White και ο κιθαρίστας Trevor Rabin, ενώ μια άλλη παρέα παλαιμάχων συνέχισε να περιοδεύει ως "Anderson, Brufords, Wakeman & Howe".
Aκούστε: THE YES ALBUM (Atlantic, 1971)