Terra Morta
Όλη τη νύχτα, οι δείκτες του ρολογιού κοίταζαν το
χώμα.
Η πανσέληνος φορούσε αγκάθινο στεφάνι.
Δάκρυζε το ασημένιο αίμα της στα γυμνά βουνά.
Πότιζε τα καμένα δέντρα,
τα ανθρώπινα κορμιά που καίγονταν στις ρίζες τους
και κοίταζαν το χώμα...
Όλη τη νύχτα οι τυφώνες μύριζαν σκοτάδι.
Σύννεφα από κάρβουνο μαδούσαν. Μαύρο χιόνι!
Έπεφτε απαλά στους νεκρούς ωκεανούς.
Σκέπαζε με στάχτη την υγρή τους ανάμνηση,
τα ανθρώπινα σκιάχτρα που πνιγόντουσαν στη λάσπη
και μύριζαν σκοτάδι...
Όλη τη νύχτα τα τριαντάφυλλα ματώνανε
στα ίδια τους τ' αγκάθια.
Κάτω απ' τη γη ουρλιάζανε οι σκιές των νεκρών,
όχι για να βγουν.
Μα για να μην τους βγάλουνε...
Κι εκείνη τη νύχτα κάποιος μεθούσε,
πίνοντας ασημένιο αίμα
και δρύινο καπνό.
Έτρωγε το σκοτάδι και τη στάχτη.
Κοίταζε τον ουρανό - όχι το χώμα -
και τα απολιθώματα των πλασμάτων που μάτωναν
στα ίδια τους τα αγκάθια...
Και γελούσε.
Όλη τη νύχτα...
Ήταν η νύχτα που οι δείκτες του ρολογιού κοίταζαν
το χώμα.
Ήταν η νύχτα που θα 'ρθει,
αν την δημιουργήσουμε...
Η νύχτα που θα χορεύει ο Εωσφόρος στη Γη των τρελών,
με την τελευταία Belladonna.