Η Άννα Ιωαννίδου αποκαλύπτει τις ιστορίες πίσω από τους στίχους των μεγάλων επιτυχιών της!
Η Άννα Ιωαννίδου, τραγουδίστρια και στιχουργός μεγάλων επιτυχιών του Στέφανου Κορκολή, του Γιώργου Αλκαίου κ.ά., αποκαλύπτει τις ιστορίες των τραγουδιών της και των σημαντικών συνεργασιών της και μας μεταφέρει σε μία άλλη εποχή, όπου τόσο η δισκογραφία όσο και η νυχτερινή ζωή ήταν εντελώς διαφορετική…
Άννα Ιωαννίδου: Γεννήθηκα στις 29 Ιουνίου του 1966 στην Κομοτηνή, αλλά δεν έζησα καθόλου εκεί γιατί οι γονείς μου ήρθαν στην Αθήνα το 1970, κι εγώ ήμουν 4 ετών, οπότε στην Αθήνα μεγάλωσα και πήγα σχολείο κι αυτή γνώρισα σαν πόλη μου. Βέβαια την Κομοτηνή την αγαπώ πάρα πολύ, γιατί όλα τα δικά μου πρόσωπα είναι εκεί, αλλά μεγάλωσα στην Αθήνα και μάλιστα κάτω από την Ακρόπολη επειδή μέναμε στου Μακρυγιάννη και όλη μου η εφηβική ηλικία, ξέρεις, πέρασε στην Πλάκα, στο Λουμπαρδιάρη, στο Θησείο, στο Μοναστηράκι…
Στο χώρο της μουσικής πώς μπήκες;
Α.Ι.: Νομίζω ότι με διάλεξε ο χώρος της μουσικής και νομίζω ότι περισσότερο ήταν ο χώρος της λογοτεχνίας. Δηλαδή αυτό που μ’ άρεσε εμένα και στο σχολείο και πάντα ήταν τα ανθολόγια, τα ποιήματα, τα μυθιστορήματα, οι γιορτές πιο πολύ, όπου πάντα ήμουν στη χορωδία -οπότε τραγουδούσα- συνεπώς ήταν δύο πράγματα, η γραφή και το τραγούδι, που ήταν πάντα δίπλα μου. Με διαλέξανε, δεν τα διάλεξα εγώ. Ήταν αυτά που μ’ αρέσανε και τα μόνα που ευχαριστιόμουν. Ήθελα πάντα να είμαι σε γιορτές, να τραγουδάω, και διάβαζα πάρα πολύ. Ξεκίνησα να γράφω από πολύ μικρή. Ήμουνα 10-12 χρονών όταν έγραψα τα πρώτα μου έμμετρα, τα οποία ήταν πολύ απλοϊκά, αλλά είχα την ανάγκη να το κάνω. Κάπως έτσι ξεκίνησε, χωρίς να σκέφτομαι ποτέ ότι θα γίνω στιχουργός ή θα γράψω τραγούδια. Ήθελα πάντα να τραγουδήσω. Αυτό το ψώνιο γεννήθηκε μαζί μου.
Στη δισκογραφία μπήκες πρώτα ως τραγουδίστρια ή ως στιχουργός;
Α.Ι.: Πρώτα ως τραγουδίστρια ή, μάλλον, σχεδόν ταυτόχρονα. Είχα ξεκινήσει ήδη να τραγουδάω εκείνη την εποχή, το 1988, που υπήρχαν ακόμα τα piano bars, τα οποία ήταν μικροί χώροι που εμφανίστηκαν μετά τις μπουάτ. Έτσι ξεκίνησα, μέσω μιας παρέας που με παρότρυνε «έλα, σήκω, τραγούδα, τι ωραία φωνή που έχεις» κ.λπ., χωρίς να έχω εγώ βλέψεις για κάτι τέτοιο. Απλά άρχισαν να μου προτείνουν να το κάνω επαγγελματικά. Τότε ήμουν στη Γαλλική Ακαδημία κι έκανα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ήθελα να κάνω δικό μου φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Μ’ αρέσανε πάρα πολύ οι ξένες γλώσσες, ήθελα να μάθω και ισπανικά, γενικά μου άρεσε αυτός ο χώρος, αλλά επειδή χρειαζόμουνα και κάποιο χαρτζιλίκι εκείνα τα χρόνια, είπα «Ο.Κ., εντάξει», μέχρι να βγάλω και τη σχολή γιατί να μην τραγουδάω, να βγάλω κανένα μεροκάματο. Αυτό αποδείχθηκε η… «καταστροφή» μου! (γέλια) Πήγα κι έμεινα! Από κει και πέρα άλλαξαν όλα τα πράγματα. Το επέλεξα, βέβαια, δεν μ’ ανάγκασε κανείς, αλλά είδα ότι ανήκω εκεί, σ’ αυτόν το χώρο.
Θα σου διαβάσω τίτλους τραγουδιών, των οποίων τους στίχους έχεις γράψει εσύ και θα ήθελα να μας πεις την ιστορία τους.
ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ – Άντζελα Δημητρίου
(1992, μουσική: Ηλίας Αχλαδιώτης, στίχοι: Άννα Ιωαννίδου)
Α.Ι.: Τη μουσική την έχει γράψει ο Ηλίας Αχλαδιώτης. Αυτός ήταν ο πρώτος που γνώρισα στο χώρο της δισκογραφίας. Ο Ηλίας και ο Μάκης Αχλαδιώτης ήταν οι ιδιοκτήτες του Studio Sierra. Κάποια στιγμή, πήγα να κάνω το πρώτο μου demo και ν’ ακούσω τη φωνή μου στο studio. Έτσι γνώρισα αυτά τα παιδιά. Εκείνη την εποχή, επειδή ο Ηλίας Αχλαδιώτης είναι και drummer, έπαιζε με τον Στέφανο Κορκολή. Έτσι δημιουργήθηκε μία γνωριμία με τον Στέφανο και τον Ηλία. Τους άρεσε η φωνή μου. Του Ηλία του είπα ότι γράφω και ζήτησε να δει κάποια δικά μου πράγματα. Του έδειξα και μου είπε:
- Έχω μία παραγωγή αυτό τον καιρό που είναι για την Άντζελα Δημητρίου. Θέλεις να κάνουμε ένα κομμάτι;
- Δεν έχω ξανακάνει.
Ήταν το πρώτο τραγούδι που έγραψα. Και χωρίς να δώσω καθόλου σημασία, να σου πω την αλήθεια. Δεν το θεώρησα κάτι φοβερό. Κι είπα:
- Θες να μου δώσεις μια μουσική;
Μου έδωσε μια μουσική και είπα:
- Ο.Κ. Θα το κάνω.
Κι είναι κάτι που βγήκε σ’ ένα βράδυ. Το είδα στον ύπνο μου!
Είδες στον ύπνο σου τους στίχους;
Α.Ι.: Ναι! Όλους! Το πρωί ξύπνησα και είχα το κομμάτι (γέλια). Λες και μου το έγραψε κάποιος και μου το έδωσε. Μου κατέβηκε! Μου είχε κολλήσει αυτή η φράση, «κόκκινο της φωτιάς», σαν όραμα. Και δεν έκανα τίποτα γι’ αυτό. Απλά πήρα τηλέφωνο τον Ηλία και του είπα:
- Εκείνο το κομμάτι που μου έδωσες, το ‘χω!
- Πώς το ‘χεις; Κιόλας;
- Ναι. Το ‘χω. Ξέρω γω; Τι να σου πω. Βγήκε. Άμα σας κάνει…
Ο Γιάννης Δουλάμης ήταν τότε παραγωγός στη SONY Music, όπου ήταν και η Άντζελα Δημητρίου, και ήθελε ένα τραγούδι ξεχωριστό επειδή η Άντζελα ετοιμαζόταν να κάνει ένα show στο Rex, εκείνα τα χρόνια που έπεφταν και πολλά λεφτά, και να κάνει μεγάλη εντύπωση. Το έβλεπε σχεδόν σαν Rock opera αυτό το πράγμα. Αν δεν απατώμαι, πήγανε στην Ουγγαρία -αν δεν κάνω λάθος- σε κάποιο παλάτι και γυρίσανε το video clip.
Και πώς ταίριαξαν οι στίχοι που είδες στον ύπνο σου με τη μουσική;
Α.Ι.: Άκουγα τη μουσική συνέχεια, την είχα στο μυαλό μου, τότε ακόμα στο αυτοκίνητο δεν υπήρχε CD, είχα την κασέτα και την είχα λιώσει. Το ‘βαζα, το ξανάβαζα και πάντα έτσι δούλευα, στο αυτοκίνητό μου με την κασέτα και αργότερα με τα CD -στο αυτοκίνητο πάλι- άκουγα τις μουσικές και μου έρχονταν πράγματα οδηγώντας. Τα βιωματικά έρχονται από μόνα τους αλλά όταν σου ζητάνε κάτι, και θέλουν ένα συγκεκριμένο πράγμα, είναι σίγουρα πιο εύκολο γιατί σε καθοδηγεί η μουσική και η ατμόσφαιρα κι αν έχεις και το προφίλ του καλλιτέχνη και ξέρεις τι λόγια θα βάλεις στο στόμα του -αν μπορεί να τα πει, πώς θα τα εκφέρει, πώς θα ερμηνεύσει- είναι πιο εύκολο γιατί περιορίζεται αυτό και ξέρεις που βαδίζεις. Είδα στ’ όνειρό μου το «Κόκκινο Της Φωτιάς» και σου λέω ότι δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία αλλά όταν το πήραν ο Γιάννης Δουλάμης κι ο Ηλίας Αχλαδιώτης, μου είπαν:
- Αυτό είναι! Και θα είναι ο τίτλος του δίσκου!
- Παιδιά, σοβαρολογείτε; Δεν έχω ξαναγράψει τραγούδι να μελοποιηθεί!
Κι όταν έγινε και χρυσό είπα «Χριστέ μου!». Κι έχω κι άλλα δύο κομμάτια μέσα σ’ αυτό το άλμπουμ. Πολύ ωραία κομμάτια κι αυτά, που θεωρώ ότι η Άντζελα τα έφερε εις πέρας μια χαρά. Τότε ήθελε να κάνει κάτι άλλο, να την πάρουν στα σοβαρά, δεν ήθελε πια να την έχουν ως τραγουδίστρια του σκυλάδικου και προσπάθησε μ’ αυτό να κάνει κάτι. Την ίδια εποχή έκανε και το «Σήμερα» με τον Σταμάτη Σπανουδάκη. Εγώ δούλευα τότε με την Άντζελα στο Zoom στην Πλάκα. Η Άντζελα Δημητρίου μόνη της χωρίς άλλο μεγάλο όνομα κι είμασταν στο σχήμα ο Ντίμης ο Κόκοτας -πρωτοεμφανιζόμενος τότε- η Ελένη Πέτα, η Έλενα Πατρόκλου, ο Ντίνος Βρεττός από τη Θεσσαλονίκη κι εγώ. Να πω εδώ ότι η SONY δεν μου έδωσε ποτέ πλακέτα με το χρυσό δίσκο για το «Κόκκινο Της Φωτιάς»! Τι να σου πω. Θα παραμείνει ένα μυστήριο! (γέλια) Ίσως επειδή δεν ήμουν γνωστή και δεν με ήξερε κανείς;
ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΖΩ – Στέφανος Κορκολής
(1994, μουσική: Στέφανος Κορκολής, στίχοι: Άννα Ιωαννίδου)
Α.Ι.: Πολλές συνεργασίες ξεκίνησαν από τα μαγαζιά που τραγουδούσα. Εκεί, λοιπόν, που έκανα διάφορες γνωριμίες, όταν μετά από τα piano bars πέρασα σε μεγαλύτερες πίστες, άρχισα να γνωρίζω και τον κόσμο τον καλλιτεχνικό, παραγωγούς, μουσικούς, τραγουδιστές και συνθέτες, οπότε στη δουλειά εκείνης της εποχής είχε έρθει ο Στέφανος Κορκολής από το Παρίσι -γιατί δεν ζούσε στην Ελλάδα, ζούσε έξω- και τότε είχε πρωτοεμφανιστεί και είχε ξεκινήσει κι αυτός την καριέρα του δειλά-δειλά εδώ στην Ελλάδα και του είχανε προτείνει να κάνει ως μαέστρος το πρόγραμμα στο Shangri-La, δεν ξέρω αν το θυμάσαι, ήταν ένα μαγαζί στο Μαρούσι, στο εμπορικό κέντρο στο Αίθριο, πίσω από τον ΟΤΕ. Εκεί πέρα γνώρισα στον Στέφανο ως μαέστρο του προγράμματος. Του Στέφανου, επειδή του άρεσε η φωνή του, μου έδωσε τα τραγούδια που είχε γράψει για τη Γαλάνη με τον Παρασκευά Καρασούλο (δίσκος «Παλίρροια», 1989) και τα έλεγα εγώ στο πρόγραμμα. Κι είχαμε γνωριστεί με τον Στέφανο, του είπα κιόλας ότι γράφω, και μου λέει:
- Μ’ ενδιαφέρει αυτό!
Τότε ο Στέφανος είχε κάνει τον πρώτο του δίσκο, που είχε τους «Πέντε Ανέμους» (δίσκος «Οι Μέρες Της Φωτιάς», 1991), με τη συγχωρεμένη την Ιφιγένεια Γιαννοπούλου, και είχε κάνει μεγάλη επιτυχία και ξεκίνησε την καριέρα του μετά βαΐων και κλάδων. Και μου πρότεινε να συνεργαστούμε και να είμαι στην ομάδα των συναυλιών του, γιατί ήμουνα και vocalist κι έκανα πολλά φωνητικά στο στούντιο -έτσι ξεκίνησα. Λόγω του Sierra, που σου είπα προηγουμένως ότι είχα γνωριστεί με τον Ηλία και τον Μάκη Αχλαδιώτη, είχα ξεκινήσει να κάνω στη δισκογραφία φωνητικά, σχεδόν σε όλους. Ο Στέφανος, λοιπόν, μου είπε:
- Θα κάνω συναυλίες και μαγαζιά και θέλω μία ομάδα μαζί μου.
Ήθελε τότε τρεις κοπέλες για να κάνουνε τα φωνητικά στα τραγούδια του και να τον βοηθάνε, γιατί ο Στέφανος δεν ήτανε ποτέ τραγουδιστής αλλά σ’ αυτά που έλεγε τα τραγούδια μόνος του ήθελε μία υποστήριξη. Έτσι μπήκα στην ομάδα των φωνητικών του Στέφανου και γύρω στα 4-5 χρόνια συνεργαζόμουν αποκλειστικά μαζί του, μέχρι που έκανε τις «Χαμένες Ατλαντίδες» (1994). Πριν είχε κάνει το «Εφ’ Όλης Της Ύλης» (1993). Εκεί πέρα ήταν και η πρώτη μου δισκογραφική παρουσία με τον Στέφανο, όπου είχα πει το «Κι Άκουγα Την Ανάσα Σου» σε ζωντανή ηχογράφηση από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, όπου είχε κάνει ο Στέφανος μία μεγάλη συναυλία. Στο επόμενο άλμπουμ που έκανε, τις «Χαμένες Ατλαντίδες», το ένα μέρος ήταν ορχηστρικό -τα «Λιμάνια»- και το άλλο μέρος ήταν τραγουδιστικό, με διάφορους στιχουργούς μέσα -τον Βασίλη Μαστροκώστα, την Εύη Δρούτσα κ.ά.- και μου πρότεινε να κάνουμε κάποια κομμάτια. Κι εκεί έκανα έξι κομμάτια. Το «Ανατριχιάζω» ήταν αυτό που ακούστηκε πρώτο. Και κάναμε επίσης το «Ενώ Εσύ», το «Μη γυρνάς», το «Νύχτα Μαστίγιο», που ήταν bonus track στο βινύλιο, το «Αλήτισσα Βραδιά» σε στίχους του Βασίλη Μαστροκώστα που το λέμε μαζί με τον Στέφανο, το «Εν Ψυχρώ» και το «Είσαι Αστέρι». Αυτός ο δίσκος είχε κάποια κομμάτια που για μένα είναι μοναδικά, κυρίως λόγω του Στέφανου, τον οποίο θεωρώ αξεπέραστο μουσικό και συνθέτη. Εκεί πέρα μπορώ να σου πω ότι η μουσική μού έδινε το στίχο. Δηλαδή δεν θα μπορούσα να γράψω κάτι και να γράψει ο Στέφανος από πάνω. Ο Στέφανος καθόταν στο πιάνο, έπαιζε, κι εγώ ταυτόχρονα έγραφα. Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα σου δώσει τη μουσική και θα κάτσεις μετά να το σκεφτείς, να το δουλέψεις και να γράψεις. Έπαιζε εκείνη την ώρα κι έπρεπε να είσαι τόσο γρήγορος και τόσο μέσα σ’ αυτό το συναίσθημα, που να μπορείς να το βγάλεις εκείνη την ώρα. Κι εγώ τη χημεία αυτή την είχα με τον Στέφανο και το ‘κανα. Όταν είχε ακούσει τη λέξη «Ανατριχιάζω», μου είπε:
- Τί θα πει «ανατριχιάζω»; Είναι λέξη αυτή;
Στην αρχή έκανε πίσω. Δεν του άρεσε. Εμένα μου άρεσε αυτό. Ήθελα πάντα να έχω κάτι που να «ξινίζει», ευχάριστα όμως. Μου είπε:
- Δεν χρησιμοποιείται αυτή η λέξη στα τραγούδια. Άλλαξέ το!
- Ναι, αλλά όλα τα τραγούδια είναι πλέον «σ’ αγαπώ», «σε θέλω», «μου λείπεις». Μη γράφουμε τα ίδια.
Το «Ανατριχιάζω» ήταν μία λέξη που στην αρχή φάνηκε «κάπως». Ο Στέφανος ανατρίχιασε με το που την άκουσε! (γέλια) Αλλά μετά κάθισε τόσο καλά με το υπόλοιπο, και με τη μουσική, που δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αλλάξει. «Ανατριχιάζω όταν σε κοιτάζω». Δηλαδή είναι τόσο έντονο αυτό το πράγμα, που μου σηκώνεται η τρίχα. Ήθελα κάπως να το εκφράσω αυτό το πράγμα. Κι ο Στέφανος με πίστευε. Δεν μου άλλαζε πράγματα.
ΕΙΣΑΙ ΑΣΤΕΡΙ – Στέφανος Κορκολής
(1994, μουσική: Στέφανος Κορκολής, στίχοι: Άννα Ιωαννίδου)
Α.Ι.: Είμαι περήφανη γι’ αυτό το τραγούδι. Έτσι όπως το έδωσα στον Στέφανο, έτσι το είπε. Δεν άλλαξε τίποτα. Και να σου πω ότι πάντα ο κόσμος μπερδευόταν και νόμιζε ότι είναι ένα ερωτικό τραγούδι, αλλά δεν έχει καμία σχέση. Η ιστορία η ενδιαφέρουσα πίσω από το «Είσαι Αστέρι», αν θέλεις ιστορίες, είναι ότι όταν γράφτηκε ξεκίνησε με τον εξής τρόπο: ο Στέφανος είχε μία πολύ συγκεκριμένη φράση που έλεγε σε κάθε συναυλία μόλις έβγαινε. Όταν έβγαινε, άναβε έναν αναπτήρα, κοίταζε τον κόσμο κι έλεγε:
- Είστε αστέρια!
Αυτή ήταν η μόνιμη φράση που έλεγε όταν έβγαινε σε κάθε συναυλία. Εμπνεύστηκα, λοιπόν, απ’ αυτό για να γράψω για τη μοναξιά του καλλιτέχνη. Το «Είσαι Αστέρι» που λέει ο Στέφανος, το λέει στο κοινό του. Το αστέρι που τον φωτίζει είναι το κοινό του. Όταν σβήνει, αυτός τελειώνει. Ο καλλιτέχνης δεν υπάρχει χωρίς το κοινό του. Και μετά έρχεται η μοναξιά, με την οποία παλεύει, αλλά σαν τον φοίνικα αναγεννιέται από τις στάχτες του. Το κοινό είναι αυτό που του δίνει το φως. Το αστέρι δεν είναι ο καλλιτέχνης. Το αστέρι είναι το κοινό. Κι αυτή είναι η ιστορία του τραγουδιού. Δεν μιλάει για κάποια γυναίκα, ούτε για κάποιον έρωτα. Βέβαια, αυτό είναι κάτι που ο στιχουργός πάντα αφήνει να πλανιέται γιατί ο κόσμος ταυτίζεται μ’ αυτό που αισθάνεται. Αν το αισθάνεται ερωτικά, ναι. Γιατί όχι; Αλλά το έναυσμα το δικό μου δεν ήταν ερωτικό. Ήταν καθαρά η μοναξιά του καλλιτέχνη και ο διάλογος με τον ανθρώπινο εαυτό του και τον καλλιτέχνη εαυτό του. Με τον Στέφανο δεν ήταν τυπικές οι σχέσεις μας και γι’ αυτό ήταν τόσο καλή η συνεργασία. Θα σου πω και κάτι, το οποίο είναι… bonus! (γέλια) Υπάρχει μία μουσική, υπάρχει και σε κασέτα -ίσως να τη βρω και να σου τη στείλω, για του λόγου το αληθές δηλαδή- που ο Στέφανος έκανε ντουέτο με τον Δημήτρη Μητροπάνο, ένα ωραίο χασάπικο (σ.σ. το «Κάποιες Φορές», 1995). Αυτή τη μουσική, μου την είχε δώσει ο Στέφανος πριν χρόνια για να γράψω. Δεν ήταν χασάπικο, ήταν μία επική μουσική, πολύ διαφορετικά ενορχηστρωμένη, ακριβώς η ίδια μελωδία, και είχα γράψει επάνω ένα στίχο. Τότε συνεργαζόμασταν και με τον Φάνη Μεζίνη και ήταν να το πει ο Φάνης αλλά δεν έκατσε. Και την κράτησε τη μουσική ο Στέφανος, κράτησα κι εγώ τον στίχο για αργότερα, και αυτή η μουσική μού είχε μείνει σε κάποια κασέτα. Μετά από τόσα χρόνια, άκουσα το χασάπικο και είπα: «βρε, αυτή είναι η μουσική που είχα!». (γέλια) Συμβαίνουν κι αυτά γιατί πολλές φορές κάτι μπορεί να μην κολλήσει με κάτι άλλο. Κι έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία μετά, αλλά ήταν κάτι που είχε σκεφτεί χρόνια πριν, το είχε δουλέψει και του είχε μείνει.
ΜΟΝΟΣ – Γιώργος Αλκαίος
(1995, μουσική: Γιώργος Αλκαίος, στίχοι: Άννα Ιωαννίδου)
Α.Ι.: Με τον Γιώργο γράψαμε πολλά κομμάτια κι ο Γιώργος μαζί μου έκανε τον πρώτο του χρυσό. Είχαμε συνεργαστεί το 1991, στο τελευταίο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που παρουσίασε ο Άλκης Στέας με τη Ζωή Λάσκαρη, όπου είχε γίνει και σεισμός την ώρα που γινόταν το φεστιβάλ. Είχαμε πάρει μέρος σαν γκρουπ με τον Γιώργο Αλκαίο, όπου στο ίδιο φεστιβάλ έπαιρνε μέρος ο Σάκης Ρουβάς με τον Νίκο Τερζή και το «Παρ’τα», είχε συμμετοχή και ο πατέρας του Γιώργου Αλκαίου, ο Γιάννης Βασιλείου (σ.σ. με το τραγούδι «Αυτό Με Νοιάζει»), και νομίζω ότι ήταν και η τελευταία εμφάνιση του Τώνη Βαβάτσικου. Ήταν ιστορικό φεστιβάλ αυτό. Βγαίνουμε, λοιπόν, στη σκηνή, τραγουδάμε (σ.σ. το «Δεν Με Θέλεις Τολμηρό») -υπάρχει και βίντεο στο YouTube- και ήταν μία τραγική εμφάνιση. Ο μαέστρος μας, ο πρωτοεμφανιζόμενος Γιώργος Θεοφάνους, μόλις είχε έρθει από την Κύπρο και τον καλέσανε να διευθύνει την ορχήστρα -υπήρχε ακόμα ζωντανή ορχήστρα. Κάναμε διάλειμμα, για να γίνει η ψηφοφορία και να βγουν οι νικητές, και βγήκε η Τάνια Τσανακλίδου πάνω στη σκηνή για να τραγουδήσει και έγινε ο σεισμός. Οπότε μας είπαν να βγούμε έξω, βγήκε όλος ο κόσμος, το αδειάσανε το Palais Des Sports και όταν πέρασε η μπόρα, ας πούμε, βγήκε ο Άλκης Στέας και είπε ότι θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα -διότι υπήρχε και ζωντανή μετάδοση από την ΕΡΤ- και βγήκαμε σ’ ένα άδειο Palais Des Sports στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων όπου πήρε 1ο βραβείο σύνθεσης ο Νίκος Τερζής για το «Παρ’ Τα», 1ο βραβείο ερμηνείας ο Γιώργος Αλκαίος για το «Δεν Με Θέλεις Τολμηρό» -σύνθεση του Αβέτ Κιζιριάν- και το 1οβραβείο τραγουδιού μία τραγουδίστρια που λυπάμαι αλλά δεν τη θυμάμαι και δεν θυμάμαι ούτε το τραγούδι (σ.σ. πρόκειται για την Ανθή Τατσιούλη που κέρδισε με το «Ερωτικό»). Γελάσαμε πάρα πολύ γιατί είχαμε περάσει πολύ ωραία σ’ εκείνο το φεστιβάλ. Με τον Γιώργο ήμασταν πολύ φίλοι, ακόμα είμαστε, κάναμε πάρα πολύ παρέα, όλα τα φωνητικά σ’ όλους τους δίσκους του τα κάναμε μαζί. Όταν έκανε το άλμπουμ όπου ήταν και το «Μόνος» (σ.σ. «Άνευ Λόγου»), κάναμε πολύ δουλειά με τον Γιώργο. Ήταν αυτό το στυλ το Pop, το ελαφρύ, ήξερα ακριβώς πώς ήθελε να τα λέει και την εικόνα που ήθελε να παρουσιάσει κι έγραφα ανάλογα. Έγραφε τις μουσικές ο Γιώργος, μου τις έστελνε κι εγώ καθόμουνα και έγραφα. Ήταν ένα, ας πούμε, πολύ «βατό» αλισβερίσι. Είχε έτοιμες τις μουσικές, είχε έμπνευση, έγραφε αυτά τραγούδια που ήταν σ’ αυτό το ύφος, ήταν όλα ερωτικά, βασίζονταν στα ίδια θέματα και δεν ήταν κάτι δύσκολο. Ο Γιώργος είναι πολύ καλό παιδί. Εξαιρετικός. Και σαν συνεργάτης και σαν όλα. Δεν σταμάτησε να γράφει μουσική. Απλά έφυγε απ’ αυτό το είδος που πούλαγε. Όταν δεν αισθάνεσαι ότι έχεις να πεις κάτι, δεν χρειάζεται να λες πράγματα χωρίς λόγο.
Δηλαδή όλοι αυτοί που ακούμε σήμερα, αισθάνονται ότι έχουν να πουν κάτι;
Α.Ι.: Τώρα πια, ό,τι βλακεία θες, την ακούς. Το κοινό θέλει τα πάντα. Μπορείς να του δώσεις τα πάντα. Αλλά το κοινό θα πρέπει να το σεβαστείς. Ακόμα και κάτι βλακώδες να φαίνεται ή απλό, θα πρέπει να το δουλέψεις. Δεν μπορείς να ταΐζεις σανό συνέχεια.
Από τις συνεργασίες που είχες μέχρι σήμερα, είτε ως στιχουργός είτε ως τραγουδίστρια, ποιες ξεχωρίζεις;
Α.Ι.: Σαν τραγουδίστρια συνεργάστηκα με όλους και σε όλα τα μαγαζιά, τις εποχές εκείνες που ήταν ωραία μαγαζιά, η «Φαντασία», ήμουν εκεί με τον Τόλη Βοσκόπουλο, τα «Δειλινά», όπου δούλεψα με τον Αντώνη Βαρδή, τον Γιώργο Σαρρή, τον Κώστα Τουρνά, τη Γλυκερία, την Ελένη Δήμου, τη Χριστίνα Μαραγκόζη, την Πίτσα Παπαδοπούλου, με τον Χρήστο Νικολόπουλο στο Show Center, την Κατερίνα Κούκα, τον Γιάννη Καλατζή, τον πρόλαβα, δούλεψα με τον Γιάννη Πουλόπουλο στη Θεσσαλονίκη… Δεν υπάρχει άνθρωπος με τον οποίο να μην έχω δουλέψει. Τότε υπήρχανε και μεγάλα σχήματα και κάθε σχήμα είχε 5-6 ονόματα, δεν ήταν ένας μόνο, και γενικά είχαμε και πολλή δουλειά εκείνα τα χρόνια, όχι όπως τώρα που ψάχνεις να βρεις ένα Σάββατο, άντε και μια Κυριακή. Τότε δουλεύαμε κάθε μέρα και παρακαλούσαμε να μας δώσουνε κανένα ρεπό. Αυτά τελειώσανε. Πάει. Τα θυμόμαστε και κλαίμε. Η αλήθεια είναι ότι έχω απομυθοποιήσει πολλούς. Άλλο το πρόσωπο του καλλιτέχνη κι άλλο ο άνθρωπος από πίσω. Κάποιες φορές αυτά τα δύο ταυτίζονται κι αυτό είναι πολύ ωραίο. Αλλά υπάρχουν και φορές που δεν ταυτίζονται και είναι άλλος ο άνθρωπος που νομίζεις ότι γνωρίζεις και άλλος αυτός που είναι τελικά. Ο άνθρωπος με τον οποίο θα ήθελα να συνεργαστώ και δεν έχει γίνει ακόμα είναι ο Νταλάρας. Αυτό δεν το έχω καταφέρει. Ίσως κι εγώ ανήκα ας πούμε στον πιο «ελαφρύ» χώρο κι όχι στο τόσο έντεχνο. Εκείνα τα χρόνια ήταν τόσο πολύ το εμπορικό στο προσκήνιο που όσοι ξεκινήσαμε τότε, θέλαμε-δεν θέλαμε, μπλέξαμε με το εμπορικό.
Ναι, αλλά την ίδια εποχή, αρχές της δεκαετίας του 1990, γνώριζαν επιτυχία και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Ορφέας Περίδης, ο Μανώλης Λιδάκης και άλλοι που ανήκαν στο χώρο του έντεχνου.
Α.Ι.: Σωστά, αλλά ήτανε ένα πιο κλειστό κύκλωμα αυτό για να μπεις μέσα και η τύχη μου δεν μ’ έφερε εκεί πρώτα. Μ’ έφερε στους άλλους. Επειδή ήταν στα πρώτα άτομα που είχα γνωρίσει ο Κορκολής, ο Αλκαίος και τ’ άλλα παιδιά, πήγα προς τα κει. Ήτανε τυχαίο ή τυχερό, δεν ξέρω. Πάντως ήταν κάπως έτσι. Όταν έφτιαξα το πρώτο μου CD, το 2000, το είχα κάνει με τέτοιο τρόπο που ήταν πιο έντεχνο, αλλά δεν πούλησε τίποτα! (γέλια)
Αυτό που οφείλεται;
Α.Ι.: Η εποχή ήθελε το πιο εύκολο. Προσωπικά πιστεύω ότι κι εγώ δεν φρόντισα να πουλήσω τον εαυτό μου όπως το έκαναν άλλοι. Δεν ήμουνα ποτέ τρομερά φιλόδοξη ούτε ήμουνα, ξέρεις, «θυσιάζω τα πάντα» για να κάνω καριέρα. Όχι. Έμεινα έγκυος, έκανα οικογένεια, παντρεύτηκα και ήταν πάρα πολύ δύσκολο να ξαναγυρίσω πίσω και να συνεχίσω μια καριέρα. Οπότε κάπου μπορώ να πω ότι το άφησα κι εγώ λίγο. Ε, και μετά όταν το αφήσεις, σε αφήνει κι αυτό. Νομίζω ότι τα πράγματα γίνονται όπως πρέπει να γίνουνε. Αν έπρεπε να γίνουν αλλιώς, θα γίνονταν αλλιώς. Ήτανε επιλογή μου, γιατί πολλές φορές, ξέρεις, όταν είσαι τραγουδίστρια και δουλεύεις νύχτα, πρέπει να επιλέξεις: ή θα γίνεις μάνα και θα κοιτάς το παιδί σου ή θα το μεγαλώσουν άλλοι το παιδί σου κι εσύ θα δουλεύεις νύχτα. Εγώ επέλεξα να μεγαλώσω το παιδί μου. Ήθελα την καριέρα αλλά δεν ξέρω αν θα μπορούσα να την έχω κάνει. Επέλεξα την οικογένεια κι αποφάσισα να εγκαταλείψω τη νύχτα, γιατί το στιχουργικό και τα στούντιο τα συνέχισα. Τα τελευταία 7 χρόνια είχα το δικό μου group, με το οποίο παίζαμε live σε διάφορα μαγαζιά, σε μικρότερες μουσικές σκηνές κ.λπ., με άλλο ρεπερτόριο βέβαια -καμία σχέση με λαϊκό- με ξένο και κυρίως Rock κλασικό, γιατί αυτό είναι το είδος που μ’ αρέσει εμένα. Το ότι βρέθηκα στον λαϊκό χώρο ήταν θέμα συγκυριών και εποχής. Δεν αισθάνθηκα ποτέ λαϊκή τραγουδίστρια. Ή καλύτερα , δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι είμαι αποκλειστικά λαϊκή τραγουδίστρια. Αλλά ήταν η δουλειά μου αυτή. Εγώ αισθάνομαι ότι μπορώ να πω τα πάντα. Τραγουδάω άνετα σε τέσσερεις ξένες γλώσσες, σε διάφορα είδη μουσικής και αυτό μου αρέσει πολύ. Δεν επιδίωξα τόσο πολύ την καριέρα της λαϊκής τραγουδίστριας γιατί δεν ήταν αυτό που ήθελα να κάνω. Και να σου πω, Κωνσταντίνε, δεν το μετάνιωσα. Είναι αυτό που λέμε «αν είναι να ‘ρθει, θε να ‘ρθει -αλλιώς θα προσπεράσει».
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο