Ο Θοδωρής Γκόνης αποκαλύπτει τις υπέροχες ιστορίες των στίχων και των... ανθρώπων που κρύβονται πίσω τους!
Αντί του συνηθισμένου προλόγου, αυτή τη φορά ζήτησα από τον συνθέτη Γιώργο Ανδρέου να πει μερικά λόγια για τον σημαντικό στιχουργό -και όχι μόνο- Θοδωρή Γκόνη.
Γιώργος Ανδρέου: Ο Θοδωρής Γκόνης είναι πολύτιμος - ως στιχουργός, συγγραφέας, θεατρικός σκηνοθέτης, δημιουργικός πάντα διευθυντής ΔΗΠΕΘΕ (Αγρίνιο, Σέρρες, Κομοτηνή, Καβάλα), διευθυντής-ανανεωτής του Φεστιβάλ Φιλίππων. Ως μουσικός θαυμάζω τον στιχουργό Γκόνη (για τα πολλά του εξαιρετικά δείγματα στιχουργικής τραγουδιών - κάποια τα έχω μελοποιήσει με αγάπη και συγκίνηση). Ως άνθρωπος της εποχής μου εκτιμώ βαθιά τη διαρκή του προσπάθεια να παραμείνει σταθερά ενεργός, ευαίσθητος, δημιουργικός - στον δημόσιο χώρο αλλά και στον ιδιωτικό. Όπως έγραψα σε ένα εισαγωγικό κείμενο για την παρουσίαση του βιβλίου του «Ο Ύπνος Της Αδριανουπόλεως»: «Ο Θοδωρής Γκόνης λυπάται αλλά δεν απελπίζεται. Ορμητικά απαιτεί το μερίδιο που του αναλογεί, πανηγυρικά αποδέχεται την ευθύνη που του έχει χρεωθεί, το μερίδιο ζωής που του ανήκει». Ο Θοδωρής, ο φίλος μου.
Θοδωρής Γκόνης: Γεννήθηκα σ’ ένα μικρό χωριό, μεταξύ Ναυπλίου και Επιδαύρου, που λέγεται Γκάτζια, και μετά κατέβηκα στο Ναύπλιον, όπου πήγα σχολείο και δούλευα ταυτόχρονα σ’ εστιατόρια. Εξάλλου πολλά τραγούδια μου έχουν αναφορά σε εστιατόρια, σε σερβιτόρους, σε βοηθούς σερβιτόρου… Διακρίθηκα σ’ αυτό το επάγγελμα και κατόρθωσα να γίνω και σερβιτόρος (γέλια)! Μετά ανέβηκα στην Αθήνα, στο Πανεπιστήμιο, κι εκεί βρέθηκα με ανθρώπους που με τον τρόπο τους με προσανατόλισαν. Επιθυμούσα να κάνω κάτι, δεν ήξερα ακόμα τι, και σιγά-σιγά βρέθηκα σε μια παρέα κι άρχισα να σπουδάζω θέατρο, παράλληλα με το Πανεπιστήμιο και να γράφω και τραγούδια. Είχα την τύχη να βρεθώ με τον Νίκο Ξυδάκη και ξεκίνησα πάρα πολύ καλά και δύσκολα, γιατί συνεργάστηκα μ’ έναν άνθρωπο απαιτητικό και σημαντικό, όπως είναι ο Νίκος. Κι έτσι σιγά-σιγά βρέθηκα μες στον ποταμό αυτόν, όπου συνεχίζω ακόμα να ταξιδεύω. Ήταν μία επιθυμία. Στη ζωή προσεύχεσαι για να βρεθείς κάπου. Η προσευχή πάντα είναι μυστική, δηλαδή ποτέ δεν είπα ότι θέλω να κάνω αυτό, θέλω να γίνω ηθοποιός, θέλω να γράψω τραγούδια… Όλα αυτά ήταν πολύ πιο εσωτερικά, σαν την πίστη αν την έχεις και η προσευχή σου πιάνει τόπο.
Καμιά φορά δημιουργούμε εντυπώσεις στους νεότερους, ότι εμείς θέλαμε να γίνουμε κάποιοι από τότε που γεννηθήκαμε ή ότι είμαστε τυχεροί. Δεν συμβαίνει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ήταν σαν ένα μυστικό που δεν μπορούμε να το πούμε φωναχτά, γιατί έτσι και το πεις το έχεις ήδη «κάψει». Όταν ήμουν έφηβος δεν ήξερα ακόμα τι να κάνω. Θα μπορούσα να είχα μείνει σερβιτόρος στα εστιατόρια του Ναυπλίου, που είναι ένα τουριστικό μέρος, αλλά δεν ήταν κάτι που το επιθυμούσα βαθιά. Δεν το ήθελα. Βρέθηκα αλλού, σ’ έναν χώρο δύσκολο και απαιτητικό, που σε κρατά σ’ εγρήγορση, με πάρα πολλά λάθη και αστοχίες για να καταφέρεις τελικά κάτι. Έχει σημασία ο αυτο-προσανατολισμός, δηλαδή σε ποια προοπτική ανοίγει κάποιος τον εαυτό του και ποιον κόσμο καλωσορίζει.
Θα σας διαβάσω τίτλους τραγουδιών, των οποίων έχετε γράψει τους στίχους, και θα ήθελα να μας πείτε την ιστορία τους.
ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΠΟΥ ΤΡΩΝ ΤΑ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ – Νίκος Ξυδάκης
(1987, μουσική: Νίκος Ξυδάκης, στίχοι: Θοδωρής Γκόνης)
Θ.Γ.: Εργαζόμουν από πολύ μικρός σε εστιατόρια στο Ναύπλιον, τώρα βέβαια το Ναύπλιον είναι καθαρά τουριστική πόλη αλλά μιλάω για μία άλλη εποχή πολύ πριν φουντώσει ο τουρισμός στην πατρίδα μας, κι εκεί θυμάμαι μικρό παιδί να περνάει μία πάρα πολύ ωραία κοπέλα, τα απογεύματα, νομίζω πήγαινε φροντιστήριο ή εργαζόταν σε κάποιο γραφείο -δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς… Απέναντι από το εστιατόριο ήταν βουλκανιζατέρ, συνεργεία αυτοκινήτων και φορτηγά και μηχανές μεταφορών, κι ήταν διάφορα λαϊκά παιδιά, ευγενικά παιδιά, βεβαίως, και εργατικά, όπως και οι σερβιτόροι -το Ναύπλιον είχε και λαϊκή πλευρά, δεν είναι μόνο η τουριστική πόλη που βλέπετε σήμερα- και περνώντας αυτή η κοπέλα προκαλούσε επιφωνήματα χαράς και θαυμασμού και υπέροχα πειράγματα, καθόλου πρόστυχα και προκλητικά, αλλά ευφάνταστα, και αυτή η εικόνα μού γέννησε τους στίχους, πιο πολύ βλέποντας στα μάτια των άλλων την ομορφιά της, γιατί εγώ ήμουνα αρκετά μικρός τότε. Περνούσε κάθε απόγευμα, ντυμένη άψογα και περπατώντας πάρα πολύ χαριτωμένα με τα μποτάκια της πάνω στην άσφαλτο. Αυτή ήταν η αφορμή. Από κει και πέρα, το πού σε πάει ο στίχος είναι σαν τη θάλασσα. Σε βγάζει όπου θέλει. Αλλάζουν πολύ εύκολα οι άνεμοι σ’ ένα τραγούδι. Εκεί που πηγαίνεις με τον νοτιά, ξαφνικά σε παίρνει ο βορράς και γίνεσαι σαν τον Χριστόφορο Κολόμβο. Δηλαδή ξεκινάς για τις Ινδίες και βρίσκεσαι στην Αμερική. Όταν ήμουν δευτεροετής φοιτητής στην Αθήνα, βρέθηκα σε μία παρέα που ήταν μέσα δύο άνθρωποι, οι οποίοι δεν ζουν πια, ο σπουδαίος συγγραφέας Χρήστος Βακαλόπουλος (1956-1993) και ο Κωστής Παπαγιώργης (1947-2014), νέα παιδιά τότε, και μιλούσαμε, περπατούσαμε, πηγαίναμε στον κινηματογράφο, ψάχναμε για βιβλία… Η Αθήνα ήταν γενναιόδωρη σε πάρα πολλούς επαρχιώτες. Μπορώ να πω ότι ήμουν άσχετος όταν ανέβηκα στην Αθήνα. Δεν ήξερα τίποτα. Απλώς κάτι επιθυμούσα, δεν ήξερα τι, και η Αθήνα ως μεγάλη πόλη με πήρε από το χέρι και μου έδειξε όλα αυτά.
Πήγα κινηματογράφο, διάβασα βιβλία, είδα θέατρο… Να φανταστείτε ότι εγώ ζούσα δίπλα στην Επίδαυρο και δεν μπορούσα να δω παραστάσεις της Επιδαύρου γιατί δούλευα τις ημέρες των παραστάσεων. Εγώ πρώτη φορά πήγα στην Επίδαυρο από την Αθήνα και μάλιστα θέλοντας και μη σαν ηθοποιός! Οπότε το ‘φερε η τύχη και η μοίρα. Και θέλω να πω ότι στην παρέα αυτή, κάποια στιγμή που συζητάγαμε, ο Χρήστος Βακαλόπουλος μου λέει:
- Ρε συ Θοδωρή, όλα αυτά που λες είναι υπέροχα λόγια για τραγούδια. Γράψε ένα τραγούδι ωραίο!
Και έδωσα τους στίχους στον Χρήστο και ο Χρήστος στον Νίκο Ξυδάκη, με τον οποίο ήταν φίλος. Έτσι μπήκε το τραγούδι. Το οφείλω, λοιπόν, στην παρέα. Και για να επιστρέψουμε στο συγκεκριμένο τραγούδι η ηρωίδα του είναι υπαρκτό πρόσωπο. Τώρα την βλέπω καμιά φορά στο Ναύπλιον, είναι πολύ ηλικιωμένη πια, χωρίς να ξέρει βεβαίως ότι το τραγούδι είναι γραμμένο γι’ αυτήν. Και δεν έχω πάρει το θάρρος να της το πω. Αυτή ήταν ανέκαθεν ωραία κι ευγενική, όπως και τα πειράγματα ήταν ευγενικά. Δεν ήταν κάτι χυδαίο. Αυτό το τραγούδι έχει αγαπηθεί από τα παιδιά στο εστιατόριο και από τον σερβιτόρο που ήμουν βοηθός του. Όταν το άκουσε χάρηκε. Όποτε κατέβαινα στο Ναύπλιον και τον έβρισκα, έλεγε «τι ωραία, τι ωραία! Που να φανταστώ ότι είχες τέτοια πράγματα εσύ!». Ήμουν τυχερός που συνεργάστηκα με τον Νίκο Ξυδάκη, γιατί είχε κάνει σημαντικά πράγματα και πριν, με τον σπουδαίο Ρασούλη αν θυμάστε.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΜΟΥ ΑΔΕΛΦΟΣ – Μανώλης Λιδάκης
(1998, μουσική: Ορφέας Περίδης, στίχοι: Θοδωρής Γκόνης)
Θ.Γ.: Εγώ δεν έχω μικρό αδελφό, μια αδελφή έχω. Την Αγγελική καλή της ώρα.. Όταν ήμουν στη Θεσσαλονίκη, δούλευα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος κι έμενα στη Βασιλίσσης Όλγας & 25ηςΜαρτίου. Κάθε μέρα κατέβαινα την παραλία με τα πόδια για να πάω στο Κρατικό Θέατρο. Έχετε εικόνα, ξέρετε από Θεσσαλονίκη, οπότε καταλαβαίνετε ότι κάθε μέρα έκανα αυτή την απόσταση κι αυτό το τραγούδι γράφτηκε καθώς περπατούσα με τα πόδια από τη Βασιλίσσης Όλγας & 25ηςΜαρτίου μέχρι το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, δηλαδή στον Λευκό Πύργο απέναντι. Το μυαλό μου ήταν σ’ έναν άνθρωπο από τα μέρη μου, μακρινός συγγενής, που ήταν ένας άνθρωπος «αναχωρητής», λίγο σαν, πως να το πω…, «απόκληρος», αλλά πολύ ευγενικό παιδί. Μιλούσε πάρα πολύ λίγο, δεν έχω γνωρίσει άνθρωπο που να έχει μιλήσει λιγότερο στη ζωή του, ενώ καταλάβαινα ότι μέσα του έχει έναν βαθύτερο εσωτερικό κόσμο.
Γι’ αυτόν το έγραψα, γιατί ήταν ένας άνθρωπος της οικογένειας, όχι αδελφός, αλλά της οικογένειας με την πλατιά έννοια. Τον είχα στο μυαλό μου αρκετά εκείνον τον καιρό γιατί του συνέβαιναν διάφορα και ήξερα ότι είχε κάποιες περιπέτειες. Μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτό το τραγούδι κι όπως το λέει μοναδικά ο Λιδάκης. Είναι ένα τραγούδι που με συγκινεί όταν το ακούω και ξέρω ακριβώς βήμα-βήμα που έχει γραφτεί στην παραλία της Θεσσαλονίκης από την 25ηςΜαρτίου μέχρι τον Λευκό Πύργο. Ήταν μία μέρα που είχα ξεκινήσει στις 9 το πρωί, γιατί είχα πρόβα στις 10, και γράφτηκε 9 με 10. Αν έχεις το μυαλό σου στον στίχο και τον ψάχνεις, δεν καταλαβαίνεις πότε φτάνεις. Έχεις έναν στόχο, δεν περπατάς άσκοπα. Τότε τραγουδούσε στη Θεσσαλονίκη ο Μανώλης Λιδάκης κι ερχόταν στο σπίτι, θυμάμαι, και του είχα δώσει τα λόγια για να τα δώσει στον Ορφέα [Περίδη]. Ήταν όταν ετοίμαζαν τον δίσκο «Ο Ήλιος Του Γενάρη», που τον αγαπάω πολύ. Έχει πολύ ωραία τραγούδια.
Λόγω της καταγωγής μου από τη Νιγρίτα, δεν μπορώ να μην μπω στον πειρασμό να ρωτήσω και για το τραγούδι «Στη Νιγρίτα Και Στις Σέρρες» που είναι στο ίδιο άλμπουμ.
ΣΤΗ ΝΙΓΡΙΤΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΣΕΡΡΕΣ – Μανώλης Λιδάκης
(1998, μουσική: Ορφέας Περίδης, στίχοι: Θοδωρής Γκόνης)
Θ.Γ.: Έχω φίλους πολλούς στις Σέρρες και αδελφικούς μάλιστα φίλους. Δούλευα με τον δάσκαλό μου Βασίλη Παπαβασιλείου (σκηνοθέτη), που είναι Σερραίος, ως καλλιτεχνικός διευθυντής και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος αλλά και στο ΔΗΠΕΘΕ Σερρών τότε, και είχα συνεργαστεί μαζί του. Δούλευα στις Σέρρες κι είχα φίλους και στη Νιγρίτα, πήγαινα και στην Τερπνή, όπου έχω έναν πολύ καλό φίλο, και άκουγα ιστορίες δικών μας φαντάρων -νότιων- που είχανε υπηρετήσει στις Σέρρες και κάποιοι είχανε αρραβωνιαστεί και παντρευτεί εκεί, κι έλεγαν ότι αν συνάψεις σχέσεις με μία γυναίκα από κει αποκλείεται ν’ αποφύγεις τον γάμο! (γέλια) Τους τυλίγουν με τις μαλαγανιές τους και τις ομορφιές τους κι υπήρχε μια παράδοση ότι πολλοί νότιοι που πάνε στον βορρά -και ειδικά στις Σέρρες που φημίζονταν για τις γυναίκες ότι είναι πολύ ωραίες- δεν πάνε μόνο για τη θητεία τους αλλά για όλη τους τη ζωή! (γέλια) Κάπως έτσι ξεκίνησε. Την απόσταση Νιγρίτα-Τερπνή την έχω κάνει πολλές φορές με τα πόδια. Αλλά, πρέπει να το πω, εμένα μ’ αρέσουν οι τόποι και το πάθος μου είναι να περπατάω και να γνωρίζω τον τόπο βήμα-βήμα. Είμαι ένας περιπατητής και τα τραγούδια μου γράφονται στον δρόμο. Ο στίχος είναι το ποίημα του δρόμου, δεν είναι το ποίημα του γραφείου.
ΤΑ ΜΕΓΑΡΑ – Μανώλης Λιδάκης
(1998, μουσική: Ορφέας Περίδης, στίχοι: Θοδωρής Γκόνης)
Θ.Γ.: Εγώ είμαι νότιος, όπως ξέρετε, από το Ναύπλιον, και στη διαδρομή, που έκανα για ν’ ανέβω στην Αθήνα και να επισκεφτώ ένα πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο, βιαζόμουν ιδιαίτερα. Ήθελα να φτάσω νωρίς στην Αθήνα. Επειδή μ’ αρέσει και η Γεωγραφία πάρα πολύ, αν κάποιος θέλει να μάθει τον χάρτη της περιοχής, μπορεί να τον μάθει μέσα από το τραγούδι κανονικά. Δηλαδή είναι ο Ισθμός, τα Μέγαρα, η Ελευσίνα, η Σαλαμίνα απέναντι, η Αθήνα στο βάθος. Είναι η περιγραφή της διαδρομής. Ο Παυσανίας, ως μεγάλος αρχαίος περιηγητής, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γράψει αυτό το τραγούδι. Λόγω της επιθυμίας μου να είμαι πιο γρήγορα στην Αθήνα, έκανα αυτό το τέχνασμα και ξεγελούσα τον εαυτό μου, βαφτίζοντας τα Μέγαρα ως Ελευσίνα για να είμαι πιο κοντά. Αλλά πάντα με τον Ισθμό συμβαίνει και κάτι που δεν είναι καθόλου μεταφυσικό. Με τον γιο μου, και πιο παλιά με τους δικούς μου -που δεν ζουν πια- όταν περνάγαμε με το Ι.Χ. ή με λεωφορείο από τον Ισθμό, κάναμε ένα «αααπ» και σηκωνόμασταν λίγο από τη θέση μας, σαν να πηδάγαμε, και ξαναπέφταμε.
Σαν να είναι κάποιος άλτης ή χορευτής που θέλει να κάνει το βήμα και να περάσει απέναντι. Κι όταν κατεβαίναμε καμιά φορά και είχαμε πονοκέφαλο, μου ‘χει συμβεί και μένα να ‘χω πονοκέφαλο και να κατεβαίνω από την Αθήνα στο Ναύπλιον, μόλις έκανα το «απ!» μού έφευγε ο πονοκέφαλος! Πραγματικά! (γέλια). Παλιά, βέβαια, είχαμε και τον φόβο της Κακιάς Σκάλας. Τότε δεν υπήρχε ο καινούριος δρόμος και ως παιδιά μπερδεύαμε τη μυθολογία με την πραγματικότητα. Και αυτό είχε πολύ ενδιαφέρον.
ΕΧΩ ΑΝΘΡΩΠΟ – Γιώτα Νέγκα
(2007, μουσική: Κώστας Λειβαδάς, στίχοι: Θοδωρής Γκόνης)
Θ.Γ.: Ήταν μία συνεργασία πάρα πολύ καλή με τον Κώστα Λειβαδά, έναν συνθέτη που πολύ εκτιμώ κι έχει το χάρισμα -γράφει υπέροχα τραγούδια ο Κώστας- και φυσικά με τη Γιώτα Νέγκα, που είναι μία σημαντική τραγουδίστρια πια και χαίρομαι γι’ αυτήν. Το τραγούδι αυτό το είχα γράψει πηγαίνοντας από την Αθήνα στο Αγρίνιο, γιατί δούλευα στο ΔΗΠΕΘΕ του Αγρινίου, και νομίζω ότι δεν είχα κινητό τότε -τώρα καμιά φορά γράφω και στο κινητό κάποιες σημειώσεις- και θυμάμαι ότι στο Ρίο είχα πάρει το ferry boat με το αυτοκίνητο για να περάσω απέναντι. Τότε, όσο ήμασταν στη θάλασσα, ολοκλήρωσα τους στίχους που δούλευα από την αρχή στο μυαλό μου και, όταν κατέβηκα, πήγα σε κάποιο καρτοτηλέφωνο κι από κει υπαγόρευσα τους στίχους στον Κώστα Λειβαδά, για να μην τους ξεχάσω. Και, όντως, ομολογώ, έκανε το καλύτερο γιατί είναι πολύ σπουδαία αυτή η μελοποίηση που έχει κάνει.
Και πώς επιλέξατε να πάρετε τηλέφωνο τον Κώστα Λειβαδά και όχι κάποιον άλλο συνθέτη;
Θ.Γ.: Με τον Κώστα είχαμε αρχίσει ήδη τη συνεργασία μας. Ήταν κι άλλα, δεν ήταν μόνο αυτό το τραγούδι. Κάναμε μία παράσταση μ’ αυτά τα τραγούδια, στην Πλάκα, και πήγε πάρα πολύ καλά. Ήταν μία σειρά 12 τραγουδιών, του είχα δώσει και άλλα δηλαδή, και γι’ αυτό πήρα τον Κώστα. Ο Κώστας ήταν ένα παιδί, πολύ πιο νέος, κι είχε πάντα μια επιθυμία να συνεργαστούμε κι ερχόταν στις συναυλίες που έκανε ο Ξυδάκης ή σε παραστάσεις που έκανα στο θέατρο. Και, ευτυχώς, έγινε αυτή η συνεργασία.
Εκτός από αυτά τα τραγούδια που επέλεξα, υπάρχει κάποιο τραγούδι του οποίου θα θέλατε να αφηγηθείτε την ιστορία;
Θ.Γ.: Υπάρχει ένα τραγούδι, «Το Φόρεμα» (1997), που είπε υπέροχα η Έλλη Πασπαλά σε μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου. Τότε εργαζόμουν στη Θεσσαλονίκη, στο Κρατικό Θέατρο, και περπατούσα στην Τσιμισκή κι ήταν μπροστά μου μία γυναίκα που φορούσε ένα φόρεμα, το οποίο θυμάμαι ότι το φορούσε η μητέρα μου όταν ήταν νέα. Την πήρα από πίσω αυτή τη γυναίκα και την παρακολουθούσα, γιατί μου θύμιζε τη μητέρα μου. Κι έτσι έγραψα αυτό το τραγούδι, για μια κυρία μ’ ένα φόρεμα που φορούσε η μητέρα μου το 1960. Μικρό παιδάκι εγώ, το θυμάμαι σαν όνειρο. Θυμάμαι ακόμα την αφή του υφάσματος που είχα στον δείκτη μου και στον αντίχειρα.
Φαντάζομαι ότι δεν της αγγίξατε το φόρεμα! (γέλια)
Θ.Γ.: Προς Θεού! (γέλια) Διακριτικά και με απόσταση. Η γυναίκα αυτή, το 1990 τόσο, φορούσε ακριβώς το ίδιο φόρεμα. Νόμιζα, ας πούμε, ότι ήταν η μητέρα μου. Την παρακολουθούσα, πάντα διακριτικά, μέχρι που έφτασε σχεδόν στα Δικαστήρια -αν έχετε εικόνα, όταν τελειώνει η Τσιμισκή αριστερά- όπου φαντάζομαι ότι θα είχε κάποια δουλειά. Αυτή ήταν η αφορμή να κάτσω να γράψω αυτό το τραγούδι. Πάλι στον δρόμο δηλαδή. Τα πιο πολλά μου τραγούδια είναι γραμμένα στον δρόμο και δεν ανήκουν αποκλειστικά σε μένα. Ανήκουν και στις συναντήσεις που είχα στους δρόμους, είτε με ανθρώπους είτε με σκέψεις.
Διαβάζοντας κανείς τους στίχους σας, μπορεί να ταξιδέψει σ’ όλη την Ελλάδα. Ενδεικτικά από βορρά προς νότο βρίσκουμε στους στίχους σας τη Δράμα, τη Καβάλα, το Παγγαίο, Σέρρες, Νιγρίτα, Καρδίτσα, Αθήνα, Υμηττός, Κατεχάκη, Πατησίων, Ερμού, Ιερά Οδός, Φρεαττύδα, Πελοπόννησος, Ναύπλιο, Ταίναρο... Τα τραγούδια σας θα μπορούσαν να ντύσουν ένα road movie διατρέχοντας τη ραχοκοκαλιά της Ελλάδας και της στιχουργικής σας.
Θ.Γ.: Νομίζω ότι πρωταγωνιστές δεν είναι οι τόποι, αλλά είναι οι άνθρωποι που κατοικούν σ’ αυτούς τους τόπους. Απλώς διαλέγεις τον τόπο για να μιλήσεις για όλους τους ανθρώπους, όχι μόνο για έναν. Είναι πάντα πιο ευγενικό να μιλήσεις για τον τόπο του παρά γι’ αυτόν τον ίδιο. Και οι τόποι είναι άνθρωποι. Και τα βουνά ακόμα είναι αυτοί που τα έχουν ανέβει ή είναι οι θεοί που τα κατοικούν.
Εκεί ακριβώς ήθελα να καταλήξω, ότι σ’ αυτό το στιχουργικό «ταξίδι» συναντάμε πολλά ενδιαφέροντα πρόσωπα, από τη Ρουθ τη Μωαβίτισσα και την Ιζαμπώ μέχρι τον Αρίσκο τον Κιαμήλη και τον παγοπώλη της Ερμού. Έχετε σκεφτεί να γράψετε ένα έργο, βιβλίο ή θεατρικό, με αυτό το θέμα;
Θ.Γ.: Αυτό είναι πολύ σωστό και πολύ ωραίο, αλλά ήδη με τη στιχουργική κάθεσαι στη γωνία σου και φτιάχνεις το δικό σου μικρό έργο. Αυτό μου αρκεί εμένα. Μου αρέσει.
Απ’ όλες τις συνεργασίες σας, υπάρχει κάποιο περιστατικό που το θυμόσαστε και σας αρέσει να αφηγείστε;
Θ.Γ.: Θυμάμαι πάρα πολύ τις διαδρομές, τους περιπάτους που κάναμε με τον Νίκο Ξυδάκη στην Αθήνα, πριν γίνει η Αθήνα έτσι όπως είναι τώρα. Ατελείωτες ώρες περπατάγαμε. Και στον δρόμο γράφτηκαν τραγούδια και μελωδίες που ο Νίκος σφύριζε δίπλα μου κι εγώ σκεφτόμουν στίχους. Μια φορά περπατώντας αργά τη νύχτα, μπορεί να ήταν και 2 τα ξημερώματα, κάπου εκεί στην Αθηνάς, μπροστά στην Αγορά, και μιλώντας για λογοτεχνία, ποίηση και διάφορα άλλα μελοδραματικά και… βαρύγδουπα, είδαμε ένα φορτηγό που είχε χαλάσει, κι ήταν εκεί ένας τύπος που μας είπε:
- Βοηθήστε με να το σπρώξουμε! Δεν παίρνει μπρος!
Είχε φορτώσει πράγματα από την Αγορά και το φορτηγό του δεν έπαιρνε μπροστά. Τέλος πάντων, εμείς σπρώξαμε, πήρε μπρος το φορτηγό κι ο άνθρωπος κατέβηκε κάτω και μας έδωσε ένα εικοσάρικο. (γέλια). Μετά πήγαμε στην Ομόνοια, όπου είχε ένα παλιό γαλακτοπωλείο -τώρα δυστυχώς δεν τα έχει αυτά- που σερβίριζε αυτούς που ξενυχτούσαν, αυγά μάτια, γάλα, βούτυρο, τέτοια πράγματα, και με το εικοσάρικο αυτό ήπιαμε δύο ζεστά γάλατα μ’ ένα κουλούρι! (γέλια)
Τώρα είστε κάτοικος Καβάλας.
Θ.Γ.: Ναι, εργάζομαι στην Καβάλα και τώρα ετοιμάζουμε για το καλοκαίρι το Φεστιβάλ των Φιλίππων, που θα είναι αφιερωμένο στον Διονύσιο Σολωμό. Και προσπαθούμε τώρα να τα βγάλουμε πέρα μ’ αυτόν τον κορωνοϊό, τον δαιμονισμένο «φίλο» μας που έτυχε να μας επισκεφτεί… Ας ελπίσουμε ότι με τα εμβόλια, τη σύνεση και την προσοχή όλων μας να κάνουμε κάτι γιατί ο κόσμος έφτασε στα όρια της αντοχής του, αν δεν τα έχει ξεπεράσει κιόλας.
Από δισκογραφία, ετοιμάζετε κάτι;
Θ.Γ.: Ναι, είναι δύο δουλειές έτοιμες: μία με τον συνθέτη Χρήστο Θεοδώρου που θα κυκλοφορήσει από τη Μικρή Άρκτο και λέγεται «Τα Καινούρια Νερά» και τα τραγουδάει εξαιρετικά ο Θανάσης Αναστασίου και συμμετέχει η Χριστίνα η Μαξούρη και η άλλη με τον Φώτη Σιώτα, που γράψαμε τα «Δεύτερα» - και είμαι πάρα πολύ χαρούμενος με αυτό- και λέγεται «Δύο Λάθη». Με τον Φώτη έχω μια πολύ καλή συνεργασία και χαίρομε διπλά γιατί συνεργαζόμαστε και στο θέατρο. Και τις δύο δουλειές τις αγαπώ πολύ και περιμένω να τις ακούσουμε όλοι.
Σας εύχομαι κάθε επιτυχία και σας ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνατε.
Θ.Γ.: Εγώ σας ευχαριστώ για την καλή σας διάθεση!
Υ.Γ. Εκτός από τον Θοδωρή Γκόνη και τον Γιώργο Ανδρέου, ευχαριστώ θερμά τον σπουδαίο στιχουργό Χριστόφορο Μπαλαμπανίδη που συνέβαλε σημαντικά στην πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#30013 / 14.04.2021, 20:33 / Αναφορά Πολύ ευχάριστη συνέντευξη, CHE! Ο λόγος του Θοδωρή Γκόνη λιτός, απέριττος, ανθρώπινος, ευαίσθητος και καθόλου σοφιστικέ. Μ΄αρέσει πολύ να διαβάζω ή να ακούω αυτού του είδους τις αφηγήσεις και, ιδιαίτερα, από ανθρώπους που μπορούν να μετουσιώνουν το λόγο αυτό σε δημιουργία, σε ένα απόσταγμα που σου ζεσταίνει την ψυχή και έχει πολύ γλυκιά και ευχάριστη επίγευση... Το τραγούδι "Ο μικρός μου αδελφός" είναι από τα πολύ αγαπημένα μου, υπέροχος στίχος, απόλυτα ταιριαστή και ταξιδιάρα μουσική και μια καταπληκτική ερμηνεία από έναν πολύ σπουδαίο ερμηνευτή, τον Μανώλη Λιδάκη. Κάθε φορά που το ακούω, και αυτό γίνεται συχνά, με καταλαμβάνει μια αδιόρατη θλίψη που, όμως, μου αρέσει... Ευχαριστούμε!!! |
#30014 / 14.04.2021, 21:46 Σ' ευχαριστώ πολύ Sven για τα καλά σου λόγια. Συμφωνώ απόλυτα με την άποψή σου τόσο για τον Θοδωρή Γκόνη όσο και για τον "Μικρό Μου Αδελφό". Να είσαι πάντα καλά! |
#30015 / 14.04.2021, 22:15 / Αναφορά "Ο στίχος είναι το ποίημα του δρόμου, όχι του γραφείου" Αυτή η κουβέντα, κάνει ποοοολλά λεφτά!!! Εύγε Κωνσταντίνε για τη συνέντευξη! |
#30016 / 15.04.2021, 07:16 Συμφωνώ κι επαυξάνω Γιώργο! Γι' αυτό άλλωστε τη συγκεκριμένη φράση την ξεχώρισα ως τίτλο της συνέντευξης. Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια! |
#30017 / 15.04.2021, 14:34 / Αναφορά Καλησπέρα, CHE- Κωνσταντίνε. Θα συμφωνήσω με τον Orfeus ότι ο τίτλος της συνέντευξης είναι όλα τα λεφτά. Αυτή η συνέντευξη είναι αποτέλεσμα συνεργασίας αρκετών ανθρώπων και είσαι εσύ που της έδωσες σάρκα και οστά. Εκείνο που εξέπληξε ευχάριστα είναι η ιστορία του τραγουδιού: "Το φόρεμα". Δύο γυναίκες με διαφορά τριάντα χρόνων φορούσαν το ίδιο ακριβώς φόρεμα. Κατά τη γνώμη μου, οι δύο γυναίκες είχαν το ίδιο γούστο και άποψη για τη μόδα και ότι η ιστορία της μόδας επαναλαμβάνεται. Όσον αφορά το Θοδωρή Γκόνη μπορείς να γράψεις ένα κατεβατό εγκωμιαστικά λόγια για ένα τόσο πολυτάλαντο άνθρωπο. |