Μέρος 1ο
Tα χρόνια κι αν προσπέρασαν και φτιάξαν παρελθόν
Η θύμηση γεφύρωσε τα χάσματα του χρόνου,
Σαν φλόγα που ξεπήδησε ανάβει το παρόν
Και κάθετη προσμέτρησε τ’ αμέτρητο του πόνου
Και χάθηκα στο σούρουπο μα βρέθηκα σε κήπο
Κι η μνήμη με πλημμύρισε και λύγισε τον χτύπο
Της καρδιάς μου που σκίρτησε κι έλεγα θα ραγίσει
Στον κήπο που τ’ αντίκρισε σαν ρόδο να ’χει ανθίσει
Στο νου μου η φύση, λυγερή, γέρνει να το μυρίσει
Με χάδια και φιλήματα το πρωινό θ’ αφήσει
Ψιλή δροσιά στα πέταλα και πέπλο π’ ασημώνει
Που καθρεφτίζει την αυγή σαν παίρνει να χρυσώνει
Μα τα φάσματα κι όσα κρατήσαν
Ζωντανή την εικόνα του, σβήσαν,
Χαρωπή, να, ξεπρόβαλε η μέρα
Με τον ήλιο στο δάχτυλο βέρα
Και στη θέρμη που λιώνει τ’ αγιάζι
Σταγόνα-σταγόνα,
Η φτωχή μου καρδιά που στενάζει
Νιώθει μόνο χειμώνα.
Μέρος 2ο
Μέσα από λόγια μπερδεμένα
σκέψεις κι αισθήματα θολά
μέσα στο χάος και στη ζάλη
ακάλεστη φυτρώνει πάλι
σαν δίχτυ αγάλι – αγάλι μέσα
μου απλώνεται και με μεθά
Μια αγάπη ακλόνητη
βαθιά ριζωμένη
μα πάντα τρεμάμενη
μα πάντα χαμένη
μονάχη κι ανήμπορη
τον πόνο προσμένει·
μ’ αυτός να ταράζεται
ω δυστυχισμένη
κι εσύ να τον νοιάζεσαι
τρελή, ερωτεμένη:
«Κόπιασε πόνε
και μη λογαριάζεις
μπες στην καρδιά μου
χωρίς να διστάζεις
κι αν έχει παλάτια
ακούραστα χτίσει
αμμούδινο χάλασμα
το κύμα θ’ αφήσει·
το δάκρυ της –θάλασσα, κοίταξε!
Θα σε ζεματίσει.»
Μέρος 3ο
Κι η ζωή μου θα ναι εκεί που η μοναξιά σμίγει με την αιωνιότητα,
Εκεί που η αγάπη της για μένα θα φαντάζει πλέον χίμαιρα πικρή·
Να, όμως, που οι ορίζοντες του νου βυθίζονται σ’ ανάερα πέλαγα,
Εκεί που οι ψυχές γλυκοκοιμούνται διάσπαρτες κι αέρινες στο άπειρο
Και που δε νιώθουν ούτε λύπη ούτε χαρά παρά μια ανείπωτη γαλήνη
Στην αγκαλιά της ύπαρξης και της ανυπαρξίας μαζί με τα όνειρά τους.