Από τα χτυπήματα που δέχτηκα έπεσα στο έδαφος. Το αίμα που έτρεχε από τα χείλη μου πότιζε το χώμα και τα μερμήγκια. Εκείνα, το χρησιμοποιούσανε για βραδιές ινδιάνικες και για αλλαγές εσωτερικών χώρων. Λίγο από αυτό πήρε και η σπουδαία μερμηγκίνα Σμύρνα που ήταν πρώτη σε δημοτικότητα στο Τσίμπο, την γενέτειρα της. Το έβαλε σ’ ένα δοχείο από σιτάρι και πήγε γρήγορα στην αρχαία μάγισσα τους, σε μία σκοτεινή τρυπίτσα γι’ αυτό και δεν είδα ούτε άκουσα τίποτα. Έστρεψα το βλέμμα μου σ’ ένα τούνελ σχετικά μεγάλο που κατέληγε στην κεντρική αποθήκη τροφίμων.
Άρχισαν τότε να σκάβουν για να με θάψουν και τα ζωύφια πανικοβλήθηκαν. Βγήκαν έξω για να σωθούν και συγκεντρώθηκαν στο ύψωμα. Εκεί γνώρισα την Ντέμπορα. Εκείνη για να με ευχαριστήσει, η αρχαία μάγισσα των μυρμηγκιών και σαράντα ‚σαράντα πέντε απ’ αυτά, σε συνεννόηση μαζί της, που δεν άργησαν της εργασίες παράδοσης, μου χάρισε ένα σεντόνι που θα μου επέτρεπε να κοιμηθώ.
Οι ψυχίατροι που με παρακολουθούσαν, εμφανώς ικανοποιημένοι από την πορεία μου, όταν είδαν ότι σιγά, σιγά μ’ έπαιρνε ο ύπνος μετά από τόσο καρό αϋπνίας, με σκέπασαν μ’ ένα σεντόνι που εγώ μέσα στο όνειρο μου νόμισα πως ήταν το δώρο της μάγισσας. Η χαρά των γιατρών ήταν τόσο μεγάλη που τρέξανε να ανακοινώσουν τα νέα. Ορισμένοι εξ αυτών μάλιστα, συνδύασαν το γεγονός και μίλησαν για την «Σεντόνια εποχή» που είναι και όρος, της αναρρωτικής ψυχασθένειας. Όταν όμως άνοιξαν την πόρτα για να κάνουν πράξη όλα αυτά, ακούστηκε το
ραδιόφωνο στο θάλαμο μου που έλεγε ότι ο Ταχμαζίδης έκανε με συρτό φάουλ το 3-2 και τότε πια δεν είχα όρεξη να κοιμηθώ.
Κανδύλας Β Γεώργιος