«…αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.» Κ.Π.Καβάφης
Από το απόγευμα ψάχνοντας τρόπους για τη δολοφονία των νυχτερινών μου ωρών, καταλήγω στο video club, γι ακόμη μια φορά. Κι ενώ προσπαθώ να ανιχνεύσω κάτι εύπεπτο, χαζούλικο, βραδινό βρε αδερφέ, καταλήγω γι ακόμη μια φορά στον Sweeney Todd των Τιμ Μπάρτον – Τζόνι Ντεπ, να μου κράζει «νοίκιασέ με». Με την ταινία παραμάσχαλα λοιπόν και ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι, επιστρέφω και αράζω.
Κι εκεί που αράζω και κολλάω την μουτσούνα μου στην οθόνη του Η/Υ μου, χάριν DVD, διαπιστώνω ξαφνικά(!) την συσχέτιση της gothic ταινίας που παρακολουθώ και των επίκαιρων που βιώνουμε.
Αίμα. Αγνό και παχύρρευστο. Εκδίκηση, νέτη σκέτη, που αδιαφορεί για τις συνέπειες στο ίδιο το εκδικητικό υποκείμενο και τα αγαπημένα πρόσωπα του περίγυρου. Αρκεί να πληρώσει ο φταίχτης. Μια αυτοθυσία (αυτό- και πολλώ- θυσία με την έννοια του τετριμμένου, τη σήμερον, όρου της παράπλευρης απώλειας) που μόνο σκοπό έχει την πληρωμή. Μια πληρωμή, που συντελείται με πλάγιους όρους, την ώρα που δεν το περιμένει ο αμαρτάνων (αν θέλεις ως κοινωνική υπόσταση για να μην παρεισφρέουμε σε θρησκευτική ορολογία και άντε να βγάλεις άκρη μετά). Αλλά δίκαιη πληρωμή. Αυτό πρεσβεύει ο Sweeney, με αντίτιμο τον θάνατο της αγαπημένης γυναίκας του από το ίδιο του το χέρι (φυσικά δεν την αναγνώρισε) και, αρνούμενος μια ζωή υποσχόμενη ευφορία και άνεση μετά τα καμώματα του – κάτι σφαγές ευυπόληπτων εθνοπατέρων και ποικίλων αχρείαστων κηφήνων του λονδρέζικου χαμαιτυπείου της εποχής, που κατ ‘ευχήν μόνο ονομάζεται κοινωνία, υπηρετεί τον αρχικό του σκοπό, μέχρι επιτεύξεως του- την τιμωρία. Το τελικό κόστος είναι, και ο ίδιος μάλλον το περιμένει, η απώλεια της ιδίας ζωής. (Δεν μπορώ όπως καταλάβατε να κάτσω να εξηγήσω πλήρως το story, οπότε παραπέμπω στο DVD ή σε δικτυακούς τόπους για περεταίρω πληροφόρηση)
Σάμπως τι συμβαίνει και σήμερα; Ένα γκρουπ (γκρουπάρα, για την ακρίβεια, χιλιάδων και χιλιάδων) κατακαίει τη δύσμοιρη ελλαδίτσα. Ο στόχος προφανής: Άκρατος μηδενισμός. Απώλειες άνευ όρων. Ψέματα: Ο μόνος όρος είναι εκδίκηση. Για ποιο πράμα; Για όλα, λέει ο ποιητής. Για την ανεργία, που μαστίζει τις νεαρές ηλικίες. Για την οικονομία που πάει πίσω. Για την κοινωνία που πάει ακόμα πιο πίσω. Γιατί δεν μου κάθεται η Κωνσταντίνα, η Χριστίνα, η Γιωργία και η Δήμητρα. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο. Οργή συσσωρευμένη, που πρέπει να εκτονωθεί. Όλα φλαμπέ, κι εμείς οι ίδιοι μαζί. Μπας και οι καινούριοι φτιάξουν κάρβουνα από τις στάχτες μας και πυρωθεί το κοκαλάκι τους. Μήπως και υπάρξει ξανά ελπίδα σ ‘ αυτόν τον κωλομεσαίωνα που βυθιστήκαμε, νεκροί κα ζωντανοί, στον απόπατο την άνετης ζωούλας μας. Που φορέσαμε τις ωραίες μας παρωπίδες και εγκλωβιστήκαμε σαν ψωράλογα στον ηλίθιο αφέντη μας, στον Δον Κιχώτη μας, που σαν γιγάντια ψωλή υπονομεύει την παρθένα μας (;;;) συνείδηση. Κάτω τα συστήματα, λοιπόν. Ζήτω ο άνθρωπος. Ζήτω τα παράλογα. Ζήτω μας κι εμάς.
Έρε, ρομάντσο που πετάει ο φυγόκεντρος, θα έλεγε ο καθέκαστος ταλαίπωρος αναγνώστης, όστις πτύει αίμα, για να αφομοιώσει τις προεκτοξευθείσες, ιδεαλιστικού τύπου, πίπες μου.
Άστε να γράφω εγώ, μάγκες. Είμαι ανίκανος για οτιδήποτε άλλο. Εσείς καταστρέψτε.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#17759 / 05.02.2009, 22:13 / Αναφορά Ωραίο το κείμενο σου Αρχηγέ και με νόημα σ΄ό,τι λες. |