Τα πλουμιστά βραχιόλια
μιας γυναίκας
σκεπάζανε το χώμα που πατούσα.
Πάνω σ’ ένα χώμα,
γεμάτο ρωγμές,
που τήκεται αδιάκοπα,
πατούσε κι ολάκερη η γης.
Ολόγυρα, ο ποταμός ψυχορραγούσε,
και οι αδέξιες κινήσεις του λιγοστού νερού
εδραίωναν τον πανικό στις ξέρες και τις όχθες του.
Και κάτι καλάμια, σάπια μέχρι το μεδούλι, μαράζωναν
στον βούρκο που γεννήθηκαν για να πεθάνουν.
Στο θλιβερό σπιτάκι, που κείται πλάι στην χαρούμενη κοιλάδα,
ακούγονται οι στριγκλιές ενός παλιού πιάνου. Διστακτικό και αισθαντικό παίξιμο, σαν του Σκαλκώτα.
***
Περασμένα μεσάνυχτα. Η αχλή των τρελών σου ονείρων κατακάθιζε σαν ίζημα στο μυαλό σου. Το ωραίο μπιμπελό στο σαλόνι σου διαλυόταν κι εσύ, στον αγχωμένο ύπνο σου, ούρλιαζες συλλαβές απ’ τα έγκατα της καρδούλας σου.
Ακόμη κι ο ίδιος σου εαυτός φέρεται να σ’ εγκατέλειψε.
Οι ταλαντώσεις της σκέψης σου τσαλακώνουν πια το χρόνο γύρω σου κι οι αισθήσεις σου λιποτακτούν. Το κορμί σου είναι λίγο για να αντέξει τα συναισθήματα σου.
Πετάχτηκες από την άβολη καρέκλα σου και το ωχρό σου δάχτυλο μού ‘δειξε τα κάγκελα. Σφήνωσες το στόμα σου ανάμεσά τους και φώναξες με όλο σου το σθένος:
«Ανήκω αλλού.
Ανήκω στο λυκόφως, που αγγίζει τη σκοτεινή γη.
Ανήκω στο μάτι του κυκλώνα, που σαρώνει τις πολιτείες.
Ανήκω στη στιγμή, που ταλαιπωρεί τον χρόνο.»
Και άφησες να κυλήσει αυτή η στιγμή.
Kι άλλη μία.
Kαι μετά μια ημέρα
Kαι μετά μια αιωνιότητα.
(Φθονούσες τον θάνατο τον ίδιο για τη εξουσία που έχει στους ανθρώπους.
Κι ο θάνατος ο ίδιος φθονούσε το φόβο του θανάτου για τη εξουσία που έχει στους ανθρώπους.)
Ώσπου το κατάλαβες:
ανατίναξες την ίδια σου την ύπαρξη με την ηλίθια βούληση σου,
με την μεγάλη σου καρδιά, τα βουρκωμένα μάτια σου.
Αδυναμία. Η δύναμη του «μακάρι» και του «αλλιώς».
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#18293 / 18.04.2009, 17:45 / Αναφορά ωραιο. και ο τίτλος του μεγάλη αλήθεια.. |