Η κατεξοχήν πολιτική περίοδος του Μάνου Λοΐζου.
Συνεχίζεται από το μέρος Β
Η περίοδος αυτή, συνιστά την κατεξοχήν πολιτική περίοδο του Μάνου Λοΐζου. Γι΄αυτήν επικρίθηκε πως ανάλωσε το τάλαντό του στην στρατευμένη τέχνη. Προσωπικά δεν συμφωνώ. Εισήλθε σε αυτήν, όντας από το 1971-72, ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών Στιχουργών Ελλάδος (Ε.Μ.Σ.Ε.). Η αγωνιστική του δραστηριότητα, θα επιδράσει και στην δημιουργία. Από την άλλη, η ανήσυχη φύση του και η τάση προς την αναζήτηση ιδιαίτερων ήχων και ατμόσφαιρας, δεν άφησε αλώβητο ούτε τον στιχουργικό τομέα. Αποφάσισε να κάνει το επόμενο βήμα μακριά από το φίλο του Λευτέρη. Η πρώτη του ανάλογη συνεργασία, πραγματοποιήθηκε με έναν ποιητή και στιχουργό εξίσου πολιτικό, λιγότερο, όμως, ερωτικό, τον Δημήτρη Χριστοδούλου. Σύμφωνα με μαρτυρία του Λ. Παπαδόπουλου, συνιστούσε ένα παλαιό απωθημένο του. Της ιδίας, περίπου, εποχής, του 1972-73, ήταν και το άλλο απωθημένο του, ο κομμουνιστής ποιητής Ναζίμ Χικμέτ. Κατά το ίδιο έτος, καλλιτεχνικά, είχαμε την προβολή του με κάθε προφύλαξη γυρισμένου «Θιάσου» του Θ. Αγγελόπουλου. Παράλληλα ηχογραφήθηκε στο Λονδίνο η «Μεγάλη Αγρυπνία» των Ε. Καραΐνδρου – Κ. Χ. Μύρη. Στην Ελλάδα μεταξύ άλλων είχαν εκδοθεί το «Ηλιοσκόπιο» των Σ. Κουγιουμτζή – Γ. Θέμελη, οι «Άπονες Εξουσίες» του Μ. Θεοδωράκη με ερμηνευτή τον Στ. Καζαντζίδη και ο δρομικός «Βυζαντινός Εσπερινός» των Α. Καλδάρα – Λευτέρη Παπαδόπουλου. Το θεατρικό «Μεγάλο μας τσίρκο» του Ι. Καμπανέλλη θριάμβευε..και κατήλθε μη συμμορφούμενο εις τας υποδείξεις... Πολιτικά οι αντιδράσεις ξεκίνησαν το Φλεβάρη από τη Νομική. Το Μάιο το αντιτορπιλικό «Βέλος» διέφυγε στην Ιταλία, εν συνεχεία είχαμε τις ταραχές κατά το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου, έπειτα το Πολυτεχνείο. Ο Μάνος συνελήφθη για 10 ημέρες αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος. Δεν έχασε χρόνο και έβαλε μπρος την ηχογράφηση των τραγουδιών του Χριστοδούλου στο τέλος του χρόνου. Το υλικό ήταν από καιρό έτοιμο. Μάλιστα η πρώτη σχετική ηχογράφηση, θα ακουστεί στην ταινία «Μαύρο – Άσπρο» του Ν. Ζερβού, αρχές του 1973. Πρόκειται για το τραγούδι «Βγήκαμε κάποτε στο δρόμο», την πρώτη μορφή του «Καλημέρα Ήλιε» με την Χαρούλα Αλεξίου. Προφανώς δεν θα πέρναγε με τους πρώτους στίχους την τότε λογοκρισία, ιδίως μετά το Πολυτεχνείο.
Να σημειώσουμε, εδώ, πως η, έως τότε, κύρια δισκογραφία του, δεν είχε βασική γυναικεία παρουσία. Ίσως γιατί είχε, διαρκώς, κατά νου, μόνο την Μαρία Φαραντούρη (η οποία φυσικά δεν μπορούσε να έρθει στην Ελλάδα). Συνεπώς αφού «πενία τέχνας κατεργάζεται», οδηγήθηκε στην λύση της άπειρης Αλέκας Αλιμπέρτη (για την οποία επικρίθηκε από τους συνεργάτες του και ίσως, όχι μόνο γι΄αυτήν) και της εκ του λαϊκού προερχομένης Χαρούλας Αλεξίου. Ο δίσκος βγήκε τον Απρίλιο του 1974, ωστόσο λόγω των διώξεων κυκλοφόρησε επί της ουσίας με την μεταπολίτευση. Στους στίχους του Χριστοδούλου αντανακλάται η μελαγχολία και το συγκεκαλυμμένο πίσω από τις λέξεις-βιτρίνα: Μια καλημέρα είν΄αυτή πές΄την κι΄ας πέσει χάμω/ παλάτια χτίζουν οι θεοί κι΄εμείς πάνω στην άμμο ή τι να το κάνεις το κορμί/ που το τσακίζει ο πόνος/ αν δεν ανοίξει στην καρδιά/ του ουρανού ο δρόμος. Στην μουσική του Λοΐζου ανιχνεύεται η δυναμική και η αισιοδοξία παρά τις δύσκολες στιγμές.
Η μεγάλη επιτυχία του, ήταν, βέβαια, το καπηλευμένο «Καλημέρα Ήλιε». Ο Κ. Σμοκοβίτης θα κληθεί απροειδοποίητα να το τραγουδήσει σε νέους στίχους του Μάνου, αφού ηχογραφήθηκε ο υπόλοιπος δίσκος. Ένα τραγούδι, το οποίο όπως σχολιάζει ο Κ. Γανωσέλης, ξεκινάει με εισαγωγή φλάουτου σαν βολιβιανή μελωδία, κινείται σε 2/4 και αλλάζει σε 3/4, χαρακτηρίζοντάς το «πραγματικό θρίαμβο» και «εξαιρετικό μουσικό κομμάτι». Εξαιρετικά όμως και πολλά από τα λοιπά του δίσκου: «Μια καλημέρα» και «Τι να το κάνεις το κορμί» με την Αλεξίου (εμφανώς βελτιωμένη σε σχέση με την κινηματογραφική πρώτη συνεργασία).
Ο Σμοκοβίτης από τη μεριά του ερμήνευσε έξοχα και δωρικά το «Χτύπησαν αργά την πόρτα» και τα «Δώδεκα παιδιά». Όσο για την Αλιμπέρτη, ήταν αξιόλογη καίτοι με εμφανείς επιρροές από τη Φαραντούρη στο «Θα έρθει μόνο μια στιγμή». Ο ίδιος ο συνθέτης τραγούδησε στο «Κανένας δεν μου μίλησε».
Με την μεταπολίτευση, πρώτο μέλημα του Μάνου ήταν η έκδοση του υλικού που δεν μπορούσε να εκδοθεί αλογόκριτο. Έτσι στη συνέχεια θα μπορούσε για πρώτη φορά να δημιουργήσει ελεύθερα αυτό που πραγματικά ήθελε. Φυσικά η αγορά κατακλύζονταν από 100δες πολιτικά τραγούδια και κυρίως τα απαγορευμένα του Μίκη. Υπό το πρίσμα αυτό θα παρουσιαστούν κατά τον Νοέμβρη του 1974 τα «Τραγούδια του δρόμου». Ένας αμιγώς πολιτικός δίσκος, με πολλά τραγούδια υπαρκτά, ήδη, από τη δεκαετία του 60΄. Ο Αχιλλέας Θεοφίλου, θρυλικός παραγωγός της ΜΙΝΟΣ, έχει σε γενικές γραμμές χαρακτηρίσει την ηχογράφηση ως κάτι που έπρεπε να γίνει, αλλά όχι νέο, αφού στις αντιφρονούσες παρέες όλα τα τραγούδια ήταν χιλιοτραγουδισμένα, αν και τυπικά ανέκδοτα. Εδώ συνυπάρχουν δεύτερες εκτελέσεις, όπως ο «Δρόμος» της Κωστούλας Μητροπούλου (1η εκτέλεση Σούλα Μπιρμπίλη 1965), αλλά και το ομώνυμο λορκικό «Τραγούδι του δρόμου» του 1962.
Απαντούν μνήμες από τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής και με αναφορά στη δικτατορία, όπως ο «Αρχηγός» και τα «Συρματοπλέγματα» του Λ. Παπαδόπουλου και το «Ακκορντεόν» του Γιάννη Νεγρεπόντη. Έχουμε τον δημοφιλή «Στρατιώτη» και τον «3ο Παγκόσμιο» με τον νεοφανή, τότε, Β. Παπακωνσταντίνου. Υπάρχει βέβαια και ο «Τσε» με τον ίδιο τον Λοΐζο. Μέσα σε αυτά, ακούγεται και το πειραματικό και με μουσικές διαφωνίες «Μη με ρωτάς».
Το 1975 θα κατορθώσει να εκδώσει τα «Νέγρικα» (που όπως όμως αναφέρθηκε, είχε διαμορφώσει το 66-67΄). Κυρίως, όμως, προετοιμάζονταν για τον πλέον πολιτικό δίσκο του. Φυσικά αναφερόμαστε στα «Τραγούδια μας», σε στίχους Φώντα Λάδη με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα. Κυκλοφόρησαν τον Οκτώβριο του 1976. Σε αυτό, περίπου, το διάστημα, ο Γ. Μαρκόπουλος είχε παρουσιάσει μέσα σε ελάχιστους μήνες την «Θητεία», τους «Μετανάστες» και τα «Ανεξάρτητα». Αντίστοιχα ο Λεοντής είχε μελοποιήσει το «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Γ. Ρίτσου. Τι ανταγωνισμός αλήθεια ! Ο δίσκος αυτός βγήκε με ενστάσεις από τον Μ. Μάτσα (μάλλον για το αντίστοιχα πεπληρωμένο της αγοράς). Υπήρχαν αντιρρήσεις του Γ. Νταλάρα για το «Στη διαδήλωση», που τελικά κόπηκε (κυκλοφόρησε σε 45ρι με τον Μπάμπη Αντωνίου). Την ίδια τύχη είχε και ο «Άνεργος». Ένα εξαιρετικό τραγούδι, που αναφέρονταν, όμως, σε μια Ελλάδα που δεν είχε, τότε, πολλούς ανέργους. Εκατομμύρια Ελλήνων ήταν μετανάστες και ελλείψει αυτών, συχνά έλειπαν τα εργατικά χέρια (η αυθεντική αυτή ηχογράφηση, κυκλοφόρησε, τελικά, στην επανέκδοση του δίσκου από το ΒΗΜΑ το 2011). Ο ίδιος ο στιχουργός, έγραψε έχοντας υπόψιν την τοπική εργατική παράδοση και όχι ειδικά το διεθνιστικό κίνημα. Καταπιάστηκε με το εν γένει εργατικό κίνημα σε μια ιδεατή μορφή, χωρίς να αποτελεί έναν στρατευμένο κάποιου πολιτικού φορέα και ειδικά του Κ.Κ.Ε. όπως έχει ειπωθεί κατά καιρούς. Εδώ να πούμε, πως ούτε ο Λοΐζος είχε προσχωρήσει στο Κ.Κ.Ε., άσχετα αν ήταν αριστερός, χωρίς βέβαια παρωπίδες. Ωστόσο ως είθισται τα τραγούδια οικειοποιούνται: Το κόκκινο εργατικό «Δέντρο» από το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. Τραγούδια με στίχους όπως το Όλοι μέρα στα λιμάνια, στα μηχανουργία από τους απεργούς, τότε, της ΛΑΡΚΟ.
Παρασκηνιακά, σε εκπομπή του Γ. Παπαστεφάνου, δίδεται από ανώτερο της Ε.Ρ.Τ. ρητή εντολή, για μη αναμετάδοση τραγουδιών του δίσκου. Έτσι η υπέροχη «Τσιμινιέρα», μετά και την σθεναρή αντίδραση του Γ. Νταλάρα, θα παιχτεί τελικά, αλλά μόνο ένα τμήμα της. Η διφωνία του Λοΐζου στον Νταλάρα κατά την «τηλεοπτική» πρόβα στο studio, πολύ καλύτερη, από την επίσημη ηχογράφηση. Ο δίσκος θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, απόλυτα ταυτισμένος με τους κοινωνικούς αγώνες κατά των εργατικών αδικιών και παρά τον αποκλεισμό από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο