Στις 7 Ιουλίου, συμπληρώνονται 8Ο χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Ξυλούρη.
Η πρώτη τους ουσιαστική γνωριμία έγινε το 1973, στη μπουάτ «Αγρύπνια» που είχε ανοίξει ο Χρήστος Λεοντής για να μπορεί να παρουσιάζει τα τραγούδια που συνέθετε. Ήταν ένα υπόγειο στην Αγία Αικατερίνη στην Πλάκα και εκεί ο συνθέτης διεύθυνε μια ορχήστρα δώδεκα ατόμων και τριών νέων τραγουδιστών. Η επιτυχία των παραστάσεων ήταν πολύ μεγάλη, με κοινό ηλικίας το πολύ δεκαεπτά ετών…Η διάρκεια ζωής τους όμως – όπως και της λειτουργίας της μπουάτ - αντιστρόφως ανάλογη: μόνο είκοσι μέρες, δικτατορία γαρ. Είχαν όμως προλάβει να εκπληρώσουν τον σκοπό τους. Γιατί τη βραδιά που κατέβηκε στο υπόγειο ο Νίκος Ξυλούρης να ακούσει και ο ίδιος την παράσταση για την οποία είχε δημιουργηθεί «θόρυβος» - ο ίδιος τραγουδούσε με τον Μαρκόπουλο λίγο πιο δίπλα στη «Λύδρα» - ξεκίνησε η γνωριμία και η μετέπειτα συνεργασία του με τον Λεοντή σε έναν από τους σημαντικότερους ελληνικούς δίσκους όλων των εποχών: το «Καπνισμένο Τσουκάλι», τα μελοποιημένα, δηλαδή, ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου.
Αυτά τα τραγούδια τα είχε μόλις είχε συνθέσει ο Λεοντής και τα παρουσίαζε για πρώτη φορά τότε στο κοινό. Να πώς περιγράφει τη πρώτη τους γνωριμία ο ίδιος ο συνθέτης:
«Με τον Ξυλούρη δεν είχαμε μέχρι τότε γνωριστεί από κοντά, ήξερε βέβαια ο ένας το έργο του άλλου. Μετά από μια παράσταση ήρθε και με βρήκε και πολύ συγκινημένος μου είπε: «Αυτά τα τραγούδια πρέπει και θέλω να τα πω εγώ». Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μας. Αρχίζαμε να δουλεύουμε τα τραγούδια στο σπίτι μου, στην Αγία Παρασκευή κι επειδή ο Νίκος είχε το χάρισμα αυτό που διαθέτουν όσοι έχουν μια έμφυτη σοφία, να ακούει, οι πρόβες εξελίχτηκαν πολύ δημιουργικά».
Πόσο όμως επηρέασε τον συνθέτη στην τελική απόδοση του έργου, η καταλυτική φωνή του Ξυλούρη; «Δεν με επηρέασε στις μελωδίες των τραγουδιών, αφού ήδη αυτές υπήρχαν πριν τα τραγουδήσει ο ίδιος. Η ελευθερία, όμως, που εκπορεύεται από το ηχόχρωμα της φωνής του, ταίριαξε απόλυτα με το κλίμα των τραγουδιών και του λόγου». Οι ώρες ηχογράφησης του δίσκου στο στούντιο ήταν μόλις είκοσι δυο. Οι σχέσεις του Ξυλούρη με τον ποιητή του έργου, Γιάννη Ρίτσο, ήταν «γλυκύτατες» όπως μας λέει ο Λεοντής:
«Ήταν σαν να γνωρίζονται χρόνια. Ο ποιητής θαύμασε την εκφορά του λόγου του τραγουδιστή λέγοντας χαρακτηριστικά: «περίφημη η έκφραση αυτού του ανθρώπου». Ο Ξυλούρης από την άλλη, καταλάβαινε το νόημα των στίχων του ποιητή, άλλωστε αυτό είναι και το μεγαλείο της ποίησής του, το κατανοητό και εικονοποιητικό της και τους απέδιδε με αυτόν τον εξαιρετικό τρόπο».
Έτσι το 1975 κυκλοφόρησε ο δίσκος και αμέσως η επιτυχία του ήταν μεγάλη. Στις συναυλίες που συνεργάζονταν ο κόσμος ήταν ενθουσιώδης. Ο Ξυλούρης με το χάρισμα της ζωντανής επικοινωνίας, «δεν μετέφερε στον κόσμο απλώς νότες. Μετέφερε και μια αίσθηση δεσίματος ώστε να μη μπορούσες να αντισταθείς και να θέλεις είσαι μαζί με τον διπλανό σου. Δεν ήταν απλά μεσολαβητής των τραγουδιών αλλά μύστης μιας τελετουργίας»», όπως τονίζει ο συνθέτης. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο στιγμιότυπο από τις συναυλίες τους, όπως το θυμάται μέχρι σήμερα ο Λεοντής:
«Ήταν 24 Φλεβάρη του 1975. Θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία γιατί τότε έγινε το «Πραξικόπημα της πιτζάμας» όπως ονομάστηκε μια ακόμη αποτυχημένη απόπειρα να καταληφθεί και πάλι η εξουσία. Παίζαμε μαζί με τον Ξυλούρη στο Σπόρτινγκ και ο κόσμος ήταν πολύς. Οι εκδηλώσεις όταν ακουγόταν το «Καπνισμένο τσουκάλι» απερίγραπτες. Ειδικά όταν ακούστηκαν οι στίχοι από το «Αυτοί που περιμένουν»: «Είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας δυνατοί/ είναι οι ξωμάχοι κι οι προλετάριοι» οι φωνές σκέπασαν τα ηχητικά εφέ. Ο Ξυλούρης στο διάλλειμα ήρθε και με βρήκε και μου είπε: «Μα ήντα θα πει μωρέ «προλετάριοι»;» Εγώ του εξήγησα σύντομα. Και τότε μου απάντησε: «Εδά θα δεις, στο δεύτερο μέρος. Πράγματι βγήκε στον κόσμο και καθώς τραγουδούσε κάποια στιγμή γονάτισε. Φυσικά όλος ο κόσμος ξεσηκώθηκε».
Μετά το «Καπνισμένο τσουκάλι» η συνεργασία του Λεοντή με τον Ξυλούρη συνεχίστηκε σε λίγες συναυλίες και σε ορισμένα τραγούδια, στο δίσκο «Παραστάσεις» που κυκλοφόρησε το Δεκέμβρη του 1975. Ο Ξυλούρης τραγούδησε τα τραγούδια «Οι νεκροί της πλατείας» (του Πάμπλο Νερούντα), «Ο ήλιος εβασίλεψε» (του Μακρυγιάννη) και το «Θούριο» (του Ρήγα). Η προσωπική τους επικοινωνία τις επόμενες χρονιές έγινε πιο αραιή λόγω διαφορετικών προγραμμάτων ζωής και υποχρεώσεων, όμως η εκτίμηση αμοιβαία.
Το τέλος ως γνωστόν πρόωρο. Ο Λεοντής, δεν θέλει να θυμάται τις τελευταίες τους συναντήσεις, όταν τον είχε επισκεφτεί στο σπίτι του, στο Πόρτο Ράφτη, άρρωστο πια, ανήμπορο να περπατήσει, «ένας αλλιώτικος Ξυλούρης». Ο θάνατός του άφησε στο συνθέτη μια λύπη και μια πίκρα. Τα ίδια συναισθήματα που του είχε δημιουργήσει ο χαμός, πρόωρος και αυτός, ενός άλλου μεγάλου καλλιτέχνη και στενού του φίλου, του Μάνου Λοίζου. Λύπη λοιπόν για το συνθέτη η απώλεια του Ξυλούρη. Πόσο όμως λείπει σήμερα και από το τραγούδι; «Αυτά τα φαινόμενα» τονίζει ο Λεοντής, «εμφανίζονται μια φορά. Κάθε κοινωνία διαμορφώνει το πρόσωπό της και σε αυτό συμμετέχει και ο λαός και η κυβέρνησή του. Κάθε εποχή είναι ένας καθρέφτης για το πώς αισθάνεται το σύνολο των ατόμων. Και τα τραγούδια, λοιπόν, εκφράζουν την εποχή τους. Ο Ξυλούρης ήταν μοναδικός».
Το κείμενο εμπεριέχεται στο βιβλίο Νίκος Ξυλούρης,«...τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο», εκδ. Μετρονόμος, 2010
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#29479 / 22.06.2016, 03:23 / Αναφορά Πολύ όμορφο. Ο Λεοντής έχει πει για τον Ψαρονίκο, πολύ όμορφα περιστατικά, που αν μη τι άλλο έδειχναν και ένα ήθος. |