Ο χεβιμεταλάς κιθαρίστας που έγραφε τραγούδια και έπαιζε για τους μεγάλους Pop stars!
Ένας χεβιμεταλάς κιθαρίστας που βρέθηκε -τυχαία, όπως λέει ο ίδιος- στη δισκογραφία και να παίζει για την Άννα Βίσση, τη Δέσποινα Βανδή, τον Σάκη Ρουβά και άλλους, να γράφει Pop επιτυχίες, και να γίνει μαέστρος στο Voice, δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση. Σκέφτηκα ότι θα έχει σίγουρα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να μας πει και κάπως έτσι βρεθήκαμε να τα λέμε στη μουσική του σχολή (Tony Kontaxakis Music Studies) που έχει στο Παλαιό Φάληρο.
Τόνυ Κονταξάκης: Γεννήθηκα στο Παλαιό Φάληρο τον Νοέμβριο του 1962. Κρητικός μπαμπάς, νησιώτες γενικώς οι παππούδες μου, αλλά εγώ Παλαιό Φάληρο. Ο μπαμπάς μου έκανε «διασκευές» πλοίων για το ναυτικό, όταν έπαιρναν τα καράβια από τον πόλεμο και τα κάνανε φορτηγά για διάφορες εταιρείες, αλλά δεν είχε καλή υγεία και ήταν συνταξιούχος, καθηγητής σε κάποιες σχολές επίσης, και η μαμά νοικοκυρά, πρώην βοηθός συμβολαιογράφου, σε χορωδία όμως. Άκουγε Clayderman, ABBA και τέτοια και κλασική λίγο. Έτσι άκουγα ωραία πράγματα μικρός. Στο χωριό του πατέρα μου στην Κρήτη, είχε μία κιθάρα ένας ξάδερφός μου, στα 13-14, δεν είχα κάνει μαθήματα και την έπιασα κι έβγαλα μια μελωδία μόνος μου, έτσι σε μία χορδή, και τρελαθήκανε και μου πήρανε μία κιθάρα όταν πήγαινα Γ’ γυμνασίου, κάτι τέτοιο. Ξεκίνησα αυτοδίδακτος, έπαιζα, αλλά δεν ήξερα τι έπαιζα. Έπαιζα τα ακόρντα αλλά δεν ήξερα πώς τα λένε και μετά έκανα μαθήματα για να μάθω. Αλλά με τους δίσκους. Με «Temple Of The King» και τέτοια. Πρώτα, λοιπόν, έμαθα μόνος μου, μάλιστα ορισμένα ακόρντα τα παίζω με λάθος τρόπο, με άλλη δαχτυλοθεσία ας πούμε, γιατί έχω συνηθίσει έτσι. Μετά έμαθα νότες και κλίμακες και λοιπά, αλλά έπαιζα σε συγκρότημα πριν μάθω μουσική, το οποίο είναι αυτό εκεί [σ.σ. δείχνει μία κορνίζα στον τοίχο]. Λέγεται Douglas. Μπήκα τυχαία στο χώρο της μουσικής. Εδώ στο Παλαιό Φάληρο… Εντάξει, θα σου πω πολλά και κόψε! (γέλια)
Όχι, δεν πειράζει!
Τ.Κ. Λοιπόν, μία φίλη απ’ το σχολείο έκανε παρέα με τον γνωστό συνθέτη Δημήτρη Παπαδημητρίου που εκείνη την εποχή -1984- έγραφε τη μουσική για την ταινία «Ρεβάνς» (η οποία πήρε και το βραβείο στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης κι έγινε γνωστός) κι έψαχνε κάποιο συγκρότημα στη γειτονιά, να γράψει ένα Rock κομμάτι για την σκηνή της ταινίας στην οποία θα χόρευε ο Καφετζόπουλος με τον Πουλικάκο σ’ ένα πάρτι. Η κοινή φίλη τού είπε για μένα και έτσι γνώρισα τον Δημήτρη και το παλιό μου συγκρότημα Foxes έγινε Douglas, με δύο συμμαθητές μου και τον αδερφό του ενός. Τέσσερις ήμασταν. Έγραψα ένα τραγούδι επί τόπου, γιατί πάντα έγραφα ξένα, δεν έγραφα ελληνικά. Λεγόταν «I’m Free Now» και ακούγεται στην ταινία «Ρεβάνς». Μετά, μας πήρε η Minos κι έκανα και μία διασκευή στους Who για το single και τελικά, απ’ αυτή τη βλακεία του σχολείου, μας πήρανε συμβόλαιο να κάνουμε LP, ο Άκης Γκολφίδης, ο Καλημέρης…
Α, που ήτανε στο Studio Sierra.
Τ.Κ.: Ναι, στο Studio Sierra. 1983-1984, το βράδυ, τις ώρες που δεν είχε δουλειά το Sierra, πήγαιναν οι ηχολήπτες, ο Καλημέρης, ο Γκολφίδης, ο Μίλτος Καρατζάς, διάφοροι παραγωγοί, έκαναν κάποιες παραγωγές, και δεν πλήρωνε κανείς -πλήρωναν μόνο το ρεύμα. Σε εκείνο το studio εκείνα τα βράδια έγραφαν: ο Ρακιντζής με τους Scraptown, ο Καρβέλας μόνος του ως Nick Carr, εμείς, οι Douglas και τα δύο αδέρφια De Angelis, δηλαδή το συγκρότημα Kyoto, που μετά εξελίχθηκαν σε μορφές στην Αγγλία -έπαιζαν keyboards στους Stock, Aitken & Waterman, στη Nina Hagen και άλλους. Εκεί βγήκε το δικό μας LP, το «State Of Rock» (1987), με 12 τραγούδια και από αυτό μας άκουσαν κάποιοι Γερμανοί και μας έκαναν συμβόλαιο στη Γερμανία. Ενώ είχαμε κάνει 500 πρόβες και μόνο τρία live, είχαμε δύο δίσκους και συμβόλαιο στη Γερμανία. Άλλοι κάνουν 100.000 live και δεν συμβαίνει τίποτα. Ήμουν πολύ τυχερός. Την ίδια εποχή περίπου, έγραφα στο μουσικό περιοδικό Discomoda μία σελίδα για μουσικά όργανα -για να έπαιρναν και καμιά διαφήμιση. Επειδή είχα δημοσιογραφική ταυτότητα, ένας παραγωγός της Polygram, ο Βάσος Τσιμιδόπουλος, μου κανόνισε να πάω στο μεγαλύτερο φεστιβάλ Heavy Metal της Γερμανίας: Scorpions, Ozzy Osbourne, Def Leppard, Michael Schenker Group και Bon Jovi. Οι Bon Jovi ανοίγανε τη συναυλία πρωί. Μόλις είχαν βγάλει το «Slippery When Wet» (1986). Μελέτησα εγώ, μου είχαν δώσει και το demo, για να πάρω συνέντευξη από τους Bon Jovi και τους Scorpions. Μου είχαν δώσει VIP, να μπορώ να μπω όπου θέλω… (γέλια). Ανατριχιάζεις! Οι Scorpions ήταν τρομεροί τότε, οι αρχηγοί της συναυλίας. Monsters Of Rock. Εγώ μια βαλίτσα είχα και μια φωτογραφική μηχανή. Αφού έχω πάρει συνέντευξη από τον drummer των Bon Jovi -κι ευτυχώς βρήκα ερωτήσεις να του κάνω, αν και δεν είμαι δημοσιογράφος- πάμε σε μια μπυραρία κι ήμασταν τρεις δημοσιογράφοι, ένας σαν και σένα, σοβαρός, Ελβετός, ένας Άγγλος κι εγώ. Σαν ανέκδοτο είναι! (γέλια). Κι είναι όλοι οι stars εκεί και μας κερνάνε μπύρες, λες κι ήμασταν κάτι πολύ σημαντικό εμείς! Έρχεται ο Klaus Meine και μου λέει «Klaus». Ω, ρε! Πίσω μου ήταν ο Sambora, μετά από τους Def Leppard αυτός με το κομμένο χέρι και ο Ozzy Osbourne με Armani κοστούμι και γυαλιά μυωπίας Ray-ban, απλανές ύφος -μετά πήγε σε rehab. Έχω ζήσει αυτό το πράγμα! Και ν’ ακούω να μιλάνε και να λένε «ο drummer των AC/DC έχει πέσει λίγο στο groove» κι εγώ να λέω «πού είμαι; Στη Νέα Σμύρνη, στον Γαλαξία;». Αυτό σκέφτηκα. Εκεί ήμασταν τότε όλα τα group της εποχής και θάβαμε ο ένας τον άλλον. Απλότητα. Ίσως ο Rudolf Schenker των Scorpions να είχε λίγο «μύτη». Μου ζήτησαν οι Bon Jovi να τους βγάλω φωτογραφία μπροστά σ’ ένα πούλμαν, νομίζανε ότι ήμουν φωτογράφος, κι έκαψα το φιλμ γιατί δεν ήξερα να το βγάζω! Ως Douglas, μας είχε δει σε μια συναυλία ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στο Άλσος της Νέας Σμύρνης, όπου παίξαμε σε φεστιβάλ της ΚΝΕ, και από κει έγινε και μας θέλανε για δίσκους κ.λπ. Ήτανε πολύ ωραία. Κι επειδή συνέβη αυτό, την ίδια ώρα που γράφαμε εμείς στο Sierra, έγραφε ο Καρβέλας επάνω την «Επόμενη Κίνηση» (1986) της Βίσση.
Και ο Καρβέλας στο Παλαιό Φάληρο έμενε.
Τ.Κ.: Ναι, αλλά αν και η μητέρα μου και η μητέρα του έμεναν στο ίδιο τετράγωνο, στη λεωφόρο Αμφιθέας, και πίνανε και τσάι κ.λπ., εγώ δεν ήξερα τον Νίκο. Με είδε ο Καρβέλας κάτω στο στούντιο που έγραφα με τους Douglas και κούρδιζα, και επειδή κούρδιζα με παραμόρφωση Heavy Metal -ήμουνα πολύ άγριος- και δεν το είχε ξαναδεί αυτό, λέει «αυτός είναι δικός μου! Είναι τρελός!». Και μου λέει:
- Θέλω να έρθεις να κάνεις ένα σόλο πάνω.
- Δεν παίζω ελληνικά!
- Έλα τώρα! Κι εμείς Rock είμαστε, ειδικά εγώ!
Έπαιξα το σόλο στο τραγούδι «Τώρα» (1988), χωρίς να θέλω να πάω να παίξω με τη Βίσση. Δεν είχα τέτοιες φιλοδοξίες. Σπούδαζα οικονομικά, είχα πρωινή δουλειά, αλλά από τότε έκανα παρέα με τον Νίκο. Τότε στον μικρό Διογένη, πριν ανοίξει ο μεγάλος, στη Νέα Σμύρνη, το σχήμα ήταν Δάκης, Σοφία Αρβανίτη και Άννα Βίσση. Όταν, κάποια στιγμή, έδιωξαν τον κιθαρίστα από το μαγαζί, με παρακαλούσαν δύο εβδομάδες να πάω να παίξω. Εγώ και ντρεπόμουνα και δεν ήθελα να παίζω ελληνικά. Τότε έπαιρνα γύρω στις 40.000 δραχμές τον μήνα στη δουλειά μου την πρωινή, ο βασικός μισθός ήταν κάτι λιγότερο, και μου λέει ο Καρβέλας 10.000 την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα! Καταλαβαίνεις ότι δεν συγκρινότανε, ήταν σαν… συμβόλαιο ποδοσφαιριστή δηλαδή. Οπότε, μετά από δύο εβδομάδες, με έπεισαν μ’ αυτόν τον τρόπο, πήρα την κασέτα κι έμαθα μόνος μου το πρόγραμμα. Είχε πάρα πολύ καλούς μουσικούς η Βίσση τότε, τον Νίκο Αντύπα -τον γνωστό συνθέτη- drummer, τον Νίκο Βαρδή στο μπάσο και μπήκα στα βαθιά κατ’ ευθείαν. Είμαι πολύ τυχερός γενικά σε τέτοιες γνωριμίες. Θα μου πεις «αν δεν τους έκανα, δεν θα με παίρνανε», αλλά, ναι, ήμουν τυχερός. Κατέληξα, εκεί που δεν ήθελα να παίζω ελληνικά, να είμαι βοηθός του Καρβέλα και να τον βοηθάω και στις ενορχηστρώσεις στο στούντιο. Στο «Όλα Ή Τίποτα» (1987) του Καρβέλα παίζει το συγκρότημά μου ολόκληρο. Επίσης, στην «Έμπνευση» (1988) της Άννας Βίσση παίζει το συγκρότημά μου κανονικά, χωρίς τον τραγουδιστή μας. Ή παίζαμε εμείς με τον Καρβέλα. Στη Θεσσαλονίκη είχαμε πάει για κάποιες συναυλίες και έκλεισε το στούντιο του Παπάζογλου και παίξαμε live. Αυτός ο δίσκος [«Όλα Ή Τίποτα»], με τον Καρβέλα μαζί μας, είναι live στο στούντιο. Παίξαμε και στο «Ψεύτικα» [σ.σ. δίσκος «Φωτιά», Άννα Βίσση, 1989] και ανοίξαμε τον Διογένη με τον Πανταζή, που έγινε χαμός, εμείς με το «Ψεύτικα τα δάκρυά σου» κι εκείνος με την «Ταραχή». Γινότανε εννέα μήνες πανηγύρι. Δεν σταματούσαν. Αφού κάναμε ένα Διογένης-Rex και μια Θεσσαλονίκη, ο Καρβέλας ξεκίνησε τους «Δαίμονες» (1991). Επειδή έκανε τους «Δαίμονες» και δεν προλάβαινε να φροντίσει και τον δικό του δίσκο πολύ, ο οποίος ήταν «Ο Τελευταίος Χορός» (1991), μισός-μισός Βίσση-Καρβέλας, μου ζήτησε αν έχω τραγούδια να του γράψω, μια που έγραφα για το συγκρότημα, και να γράψει αυτός στίχο. Και έτσι έγραψα ένα τραγούδι, στίχο και μουσική, που λέγεται «Μου Λείπεις» -και το τραγούδησε ο Καρβέλας που δεν έχει τραγουδήσει ποτέ τραγούδια άλλου. Του έγραψα τρία τραγούδια και τα έχει βάλει και τα τρία με τ’ όνομά μου, παρόλο που δεν ήταν ο στίχος δικός μου και στα τρία. Το «Μου Λείπεις» ήταν δικό μου ολόκληρο. Στα άλλα δύο ήταν μισός-μισός ο στίχος, αλλά δεν ήθελε να βάλει το δικό του όνομα σ’ αυτά αφού εγώ έγραψα τη μουσική και τον μισό στίχο. Και το έβαλε όλο σε μένα για «ευχαριστώ». Ήταν πολύ σωστός μαζί μου. Στους «Δαίμονες» εγώ δεν μπορούσα να παίξω γιατί είχε κλασική ορχήστρα και ήταν άλλο πράγμα. Ούτε με χρειάζονταν ούτε εγώ ήθελα κάτι τέτοιο. Οπότε πήγα φαντάρος γιατί τελείωσε η αναβολή μου, αλλά τους τρεις τελευταίους μήνες του στρατιωτικού έκανα περιοδεία με την Άννα και τον Νίκο. Μετά, το 1992, κάναμε στο Zoom την αναδρομή των 20 ετών στην καριέρα της Άννας -ένα πάρα πολύ ωραίο πρόγραμμα- και τραγούδαγε κι ο Λάμπης Λιβιεράτος. Εκεί γνωρίστηκαν η Άννα και ο Λάμπης. Επειδή ήταν καλός τραγουδιστής, του ζήτησα να ανοίγει πρόγραμμα, ήταν στο σχήμα του Γιώργου Μαρίνου πριν κι επειδή ήταν κι ηθοποιός κάνανε κάποια σκετς κι ήταν ό,τι πρέπει. Η Άννα είχε τον Σαμσιάρη από τους «Δαίμονες» και τον Λάμπη, δηλαδή ήταν λίγο μουσικοθεατρικό. Ο Λάμπης έπαιζε και με τον Γιώργο Κωνσταντίνου σ’ ένα σίριαλ [σ.σ. «Τα Επτά Κακά Της Μοίρας Μου», 1991-1993].
ΑΣ ΕΙΧΑ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ – Λάμπης Λιβιεράτος
(1993, μουσική: Τόνυ Κονταξάκης, στίχοι: Λάμπης Λιβιεράτος)
Τ.Κ.: Του Λάμπη του άρεσαν οι Beatles, η Rock, και γίναμε σαν… ντουέτο συγγραφικό. Ερχόταν σπίτι μου και γράφαμε τραγούδια. Το «Ας Είχα Τη Δύναμη» είναι πολύ αγαπημένο τραγούδι. Το γράψαμε μαζί το 1992, όταν ήμασταν στο Zoom. Είχε γράψει ο Λάμπης ένα μέρος του κομματιού, τις πρώτες νότες, και το πείραξα κι έγραψα το υπόλοιπο. Έβαλα κάτι ακόρντα, λίγο… μπιτλικά, μινόρε-ματζόρε στο ρεφρέν κι έγραψα και το κουπλέ, τη γέφυρα και το σόλο. Αυτό ήταν το πρώτο μας τραγούδι. Και αποφασίσαμε να τα μοιράσουμε τα τραγούδια μας. Δηλαδή είτε γράφω 2/3 εγώ και 1/3 αυτός, είτε 2/3 αυτός και 1/3 εγώ, να τα μοιράζουμε και να μην πούμε και στίχο και μουσική και οι δύο. Μετά γράψαμε το «Πως», που είναι στον ίδιο δίσκο, και πήγε πολύ καλά ο Λάμπης. Δεν έγινε χρυσός αλλά πούλησε 20.000 -τότε ο χρυσός ήταν στις 25.000. Είχε βγει και video clip με την Βίκυ Κουλιανού, την Ίνα Λαζοπούλου… Είχαμε μια πολύ καλή χημεία με τον Λάμπη, γιατί είναι και ευαίσθητο παιδί και καλή παρέα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά γράψαμε μαζί και της Δέσποινας το «Δεν Πεθαίνει» και το «Έφυγες». Ερχόταν σπίτι μου, πίναμε καφέ και γράφαμε τραγούδια. Αν μας άρεσαν, τα κρατούσαμε. Έτσι γράφονταν τα τραγούδια εκείνη την εποχή. Τότε είχε έρθει στο στούντιο ο Νίκος Καρβέλας, αφού τελειώσαμε τον δίσκο, και είπε ότι θα είναι hit. Κι είπαμε κι εμείς ότι καλά πάμε, δεν πάμε άσχημα. Αν δεις το «Get Back», το ντοκιμαντέρ των Beatles, μπαίνει μέσα ο McCartney και λέει: έγραψα χθες ένα κομμάτι, το «Let It Be». Και λένε «πώς πάει;». Κάποια σημεία δεν ήταν πολύ καλά. Ερχόταν ο Lennon και του έλεγε «κάνε αυτό», για το break άκουγε ο κακομοίρης ο Ringo Starr τι να κάνει, ο Harrison πείραζε «να παίξω μία απάντηση εδώ;», «Όχι!»… Έτσι φτιάχνονται τα τραγούδια. Δεν είναι όπως το «Bohemian Rhapsody» που το έφερε έτοιμο, γραμμένο σε χαρτοπετσέτες, ο Freddie Mercury. Τώρα πια, τα τραγούδια τα γράφουν… δέκα μαζί.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΙΠΟΤΑ – Δέσποινα Βανδή
(1994, μουσική-στίχοι: Τόνυ Κονταξάκης)
Τ.Κ.: Εκεί που ήμουν με τον Λάμπη, λοιπόν, ο Λάμπης πήγε με την Καίτη Γαρμπή στο Ποσειδώνιο, με τον Βασίλη Καρρά, και άνοιγε το πρόγραμμα η Δέσποινα Βανδή, ο Διονύσης Σχοινάς και τα Κακά Κορίτσια. Εκεί γνώρισα τη Δέσποινα, αφού είχαμε κάνει επιτυχία με τον Λάμπη. Δηλαδή, ο Λάμπης τότε ήταν δυνατός, οπότε εγώ πήγα σαν κιθαρίστας του Λάμπη και έπαιζα και με τη Γαρμπή. Γνώρισα τη Δέσποινα εκεί, μου άρεσε πάρα πολύ, λέω «αυτή θα γίνει σίγουρα σταρ, δεν υπάρχει περίπτωση». Είχε ήδη γράψει ο Καρράς το «Γέλα Μου» και το «Αδιέξοδο», αλλά δεν τα είχαμε ηχογραφήσει ακόμα. Τα γράψαμε στο στούντιο μαζί με το «Δεν Υπάρχει Τίποτα», που είναι δικό μου, και δύο άλλα τραγούδια δικά μου που μπήκανε στον δίσκο. Το «Δεν Υπάρχει Τίποτα» το έγραψα στο αυτοκίνητό μου. Είχα το λαϊκό άκουσμα της Γαρμπή στο κεφάλι μου, αν και ροκάς, και είναι το πρώτο λαϊκό που έχω γράψει. Το τραγουδούσα ολόκληρο μέσα σ’ έναν Σκαραβαίο κάμπριο που είχα και γυρνούσα από το Ποσειδώνιο στο Φάληρο. Μέχρι τότε δεν είχα γράψει κανένα λαϊκό. Είχα γράψει ένα άλλο κουπλέ, το οποίο ήταν πολύ «ψαγμένο» μουσικά και πιο καλό από αυτό που βγήκε. Πάω στον Θεοφίλου και μου λέει:
- Τρελός είσαι; Μην μου κάνεις αυτά που μου κάνει ο Βαρδής! Πρέπει να είναι εύκολο!
Επειδή έπαιζα κάθε μέρα στο πρόγραμμα της Βανδή τσιφτετελάκια του Φοίβου κ.λπ., το μυαλό είχε για επιτυχία αυτό το πράγμα και είχε στροφάρει λίγο στο Rock-λαϊκό. Σφουγγάρια είμαστε! Δεν υπάρχει παρθενογένεση. Σίγουρα δεν έκλεψα τίποτα, δικό μου ήτανε, αλλά σαν ρυθμός δεν ήτανε λαϊκό-λαϊκό. Ήτανε χαρούμενο σαν του Σπανού το «Ρίξε Στο Κορμί Μου Σπίρτο», που είπε η Κούκα. Το ενέκρινα μέσα μου, γιατί ο μεγαλύτερος κριτής του εαυτού είμαι εγώ -έχω πετάξει πάρα πολλά τραγούδια στα σκουπίδια, κυριολεκτικά. Το άλλαξα εύκολα, σε μια στιγμή, το πήγα στον Θεοφίλου και μου έκανε συμβόλαιο ο Μάτσας μ’ αυτό το τραγούδι. Μου έδωσε κάποια εκατομμύρια, σε δραχμές, και πήρα μια Mercedes cabrio. Από τον Σκαραβαίο πήγα στη Mercedes. Ακόμα την έχω. Εμένα μ’ αρέσουν οι αντίκες. Δεν αλλάζω αμάξι. Πριν κάνω οικογένεια πήγαινα μόνο μ’ αυτό. Μετά πήρα ένα Fiat 500ράκι για να πηγαίνω από δω κι από κει. Το «Δεν Υπάρχει Τίποτα» έγινε μεγάλη επιτυχία και έγινε και video clip. Το δικό μου και τα δύο τραγούδια που της είχε γράψει ο Βασίλης [Καρράς]. Ο Βασίλης, πρέπει να σου πω, ότι ήταν καταπληκτικός άνθρωπος. Εμένα ο Καρράς με έβαλε στις αφίσες των μαγαζιών. Σε μία συνεργασία που είχαμε, επειδή έβλεπε ότι κάνω εγώ το πρόγραμμα της Δέσποινας, του Λάμπη κ.λπ. και είχε δει πώς δουλεύω, λέει «δεν γίνεται να μην βάλετε τον Τόνυ στην αφίσα, δεν θα βάλω τον δικό μου μαέστρο μόνο». Ήταν πάρα πολύ δίκαιος άνθρωπος. Και είπε στον Μαροσούλη:
- Θα βάλεις και τον Τόνυ στην αφίσα της Δέσποινας!
Κι έτσι ξεκίνησα αυτού του είδους την καριέρα, γιατί μετά συνέχισα με τη Δέσποινα για 19 χρόνια περίπου. Μέσω της Δέσποινας, δούλεψα με τον Νότη Σφακιανάκη, τον Γιάννη Πάριο, τον Βασίλη Καρρά, τον Αντώνη Ρέμο κ.λπ. Το συμβόλαιο με τον Μάτσα δεν καρποφόρησε γιατί δεν ήμουν παραγωγικός. Δεν ήμουν πολυγραφότατος με τίποτα. Το εκτιμούσαν αυτό που έκανα με τη Βανδή, οπότε δεν μου γκρίνιαζαν. Ο δεύτερος δίσκος της Βανδή πούλησε αρκετά. Ερχόταν η Δέσποινα σπίτι μου και γράφαμε τραγούδια, θέλαμε να πάμε και στη Eurovision, αλλά τότε ήταν πιο μιλημένα τα πράγματα και ξέραμε ποιος θα πάει. Το μάθαμε από τον Χάρη Ανδρεάδη ότι είχε γίνει η επιλογή κι ότι θα πήγαινε η Ελίνα Κωνσταντοπούλου, οπότε δεν στείλαμε.
ΕΣΕΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ – Δέσποινα Βανδή
(1996, μουσική: Τόνυ Κονταξάκης, στίχοι: Ναταλία Γερμανού)
Τ.Κ.: Το 1994, πρέπει να ήταν ο δεύτερος δίσκος του Λάμπη [σ.σ. «Υπόθεση Προσωπική»] και το 1996 ο δεύτερος της Δέσποινας [«Εσένα Περιμένω»], όπου είχα γράψει πολλά κομμάτια. Το «Εσένα Περιμένω» το είχα γράψει instrumental. Δεν είμαι πιανίστας, κιθαρίστας είμαι, αλλά είχα πάρει ένα synthesizer, προ computer, ένα sequencer -αυτά που έχουν οι rappers τώρα- και μάθαινα πώς θα το κάνω από αργό σε γρήγορο. Μια κλίμακα ήταν, σαν του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Προσπαθούσα να γίνω κάτι άλλο εκείνη την ώρα. Δεν ήταν για Ελληνίδα τραγουδίστρια. Ήταν για μένα, να μάθω το πρόγραμμα. Κάνω πολλά τέτοια κι ακόμα το κάνω. Είχα βάλει, λοιπόν, το sequencer σε πιο γρήγορη ταχύτητα, γιατί δεν μπορούσα να το παίξω, κι ήταν μια μέρα που ήρθε η Ναταλία γιατί γράφαμε για τον Λάμπη. Και λέω:
- Έχω γράψει κι αυτό, αλλά δεν κάνει για τον Λάμπη.
- Φανταστικό! Θα στο γράψω σήμερα!
Δεν ήξερα ότι θα μπορούσε να ταιριάζει με στίχο. Δεν το είχα φανταστεί. Φαντάστηκε, όμως, η Ναταλία Γερμανού. Και μου το έγραψε αμέσως και η Δέσποινα τρελάθηκε! Έχω γράψει κι άλλα τέτοια που έγιναν κατά τύχη τραγούδια, γιατί δεν μπορώ να τα φανταστώ εγώ και τα φαντάστηκε άλλος. Αυτό έγινε και video clip και βοήθησε στο να γίνει επιτυχία. Ήταν κι η Ναταλία όνομα, οπότε ήταν καλές οι συνθήκες. Μετά η Δέσποινα γνώρισε τον Φοίβο και έγραψα μόνο τρία τραγούδια. Το «Προσπαθώ» και άλλα δύο, στον δίσκο «Δέκα Εντολές» (1997) που ήταν η μεγάλη επιτυχία της Δέσποινας, που την ανέβασε κατηγορία τέλος πάντων.
ΠΡΟΣΠΑΘΩ – Δέσποινα Βανδή
(1997, μουσική: Τόνυ Κονταξάκης, στίχοι: Γιάννης Πάριος)
Τ.Κ.: Είχα γράψει άλλον στίχο εγώ, δικό μου, και λεγόταν «Που Θα Πας». Και ήταν συμπλήρωμα αυτό το τραγούδι, δηλαδή δεν ήταν το βασικό τραγούδι που άρεσε σ’ εμένα. Απ’ ό,τι είδα και στο σεμινάριο του Desmond Child φέτος, και αυτός θέλει έναν στίχο ψεύτικο στην αρχή για να γράψει ένα τραγούδι. Εγώ αυτόν τον «ψεύτικο» στίχο, τέλος πάντων, τον έκανα πραγματικό. Έλεγα «Που θα πας μακριά από μένα» κ.λπ. Μπούρδες. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά περνάει από το στούντιο ο Πάριος, το ακούει και λέει:
- Ωραίο τραγούδι αλλά ο στίχος…
- Εγώ τον έγραψα.
- #@&#! Φέρε ένα χαρτί!
Το έγραψε όλο σε ένα δευτερόλεπτο. Και έκανε και δεύτερη φωνή. Και στο «Αδιέξοδο» (1994, μουσική-στίχοι: Βασίλης Καρράς), που δεν είναι δικό μου, δεν ήταν για ντουέτο. Περνούσε από εκεί, έγραφε τον δικό του δίσκο δίπλα, στην Polysound, ακούει το τραγούδι και τρελαίνεται! Λέει:
- Θα το πω! Θα τη βοηθήσω, να το κάνουμε ντουέτο!
- Μα… ο τόνος είναι της Δέσποινας!
Δεν αλλάξανε τόνο. Ήταν ο τόνος της Δέσποινας. Ο Πάριος είναι καταπληκτικός. Και πρόβες ωραίες, ώρες πολλές… έχω ζήσει πράγματα που δεν περίμενα. Με τη Δέσποινα πήγαμε πολύ καλά και στο Rex τα επόμενα χρόνια. Στο Rex παίξαμε και με τον Σάκη Ρουβά, ο οποίος δεν είχε μαέστρο οπότε έγινα μαέστρος του αυτόματα. Και από κει και πέρα ήμουν μαέστρος και των δύο, μέχρι το 2008 που είχα μόνο τον Σάκη. Το 2008, έπρεπε να διαλέξω. Ήθελαν οι επιχειρηματίες εκεί που παίζουν οι τραγουδιστές να είναι και ο μαέστρος και όχι να είναι σε άλλο μαγαζί, γιατί κάποια στιγμή έφτιαχνα το πρόγραμμα του Σάκη στο Fever με την Παπαρίζου και τον Μαζωνάκη αλλά έπαιζα στο Rex με τη Δέσποινα. Αυτό, όμως, δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα. Έπρεπε να διαλέξω. Κάποια στιγμή, λόγω είδους μουσικής να σου πω την αλήθεια, επειδή του Σάκη είναι λίγο πιο Rock και μου άρεσε πιο πολύ στο παίξιμο, πήγα στον Σάκη μετά το 2010 μέχρι τον κορονοϊό.
ΚΡΑΤΑ ΜΕ ΠΛΑΙ ΣΟΥ – Φίλοι Για Πάντα
(2003, μουσική: Τόνυ Κονταξάκης, στίχοι: Βαγγέλης Κωνσταντινίδης)
Τ.Κ.: Σήμερα το σκεφτόμουν αυτό το τραγούδι! Το έγραψα στο μπάνιο. Τι να κάνω; Ψέματα να σου πω; Ντους έκανα και σκεφτόμουν τη μελωδία. Έδωσα τη μουσική στον Βαγγέλη Κωνσταντινίδη και έγραψε τους στίχους. Έχουμε μακρά ιστορία, γράψαμε ωραία τραγούδια μαζί. Κάπου διάβασα μια συνέντευξη του Brian May, ότι τα πιο ωραία τραγούδια δεν γράφονται με όργανα, αλλά στο μυαλό σου. Μουρμουράς. Γιατί αυτά είναι τα hits. Και το «It’s Late» των Douglas, το πρώτο τραγούδι που γράψαμε για το LP [«State Of Rock», 1987], είναι μια μπαλάντα, πολύ ωραίο κομμάτι, το οποίο μέχρι κι η Πωλίνα ήθελε να διασκευάσει -η Πωλίνα ήταν ξαδέρφη του τραγουδιστή μας [σ.σ. Κορνήλιος Μισαηλίδης]- που το έγραψα επειδή άκουγα τη φωνή μου στο κράνος, πάνω στη μηχανή. Πιστεύω πολύ σ’ αυτό το πράγμα. Αρκεί να μη μιλήσω με άνθρωπο. Πρέπει να το σημειώσω κάπου μετά, με κάποιο τρόπο, είτε με νότες, είτε με μαγνητοφωνάκι. Τώρα και με το τηλέφωνο μια χαρά είναι. Στο τηλέφωνό μου, αυτή την στιγμή που μιλάμε, δεν ξέρω τι έχω! Πρέπει να έχω τέτοιες «βλακείες», με το στόμα ή με την κιθάρα. Δεν είναι πάντα τραγούδι. Μπορεί να είναι instrumental, μπορεί να είναι σόλο κιθάρα… Μπορεί να τ’ ακούσω μετά από 15 χρόνια, αλλά τότε θα είμαστε πολύ μεγάλοι. Ήταν πολύ δύσκολη η συνεργασία με τους Φίλους Για Πάντα, γιατί είναι φίλοι μου, τους είχα D.J. στο πρόγραμμα Βανδή-Λιβιεράτος στο Rex. Ήταν δύο αδέρφια, ο Νίκος και ο Γιώργος Ελευθέρας, και ο Λορέντζο Καριέρε. Ο Νίκος είναι πολύ καλός μουσικός. Είχε πάει, μάλιστα, και στην Αμερική, αλλά είναι dark και ο Γιώργος είναι μέσα στην τρέλα. Ο Λορέντζο είχε μεγάλο άστρο αλλά το παράτησε. Θα μπορούσε να κάνει καριέρα και στο έντεχνο, αν ήταν κάποιος άλλος και όχι ο Λορέντζο. Οι άλλοι δύο είναι… τρελάρες! Ο συνδυασμός αυτός ήταν πολύ ωραίος αλλά επίπονος. Στο στούντιο ήμασταν 6 μήνες. Λες και κάνανε το «Bohemian Rhapsody» επί 10. Δεν τους άρεσε το ένα, δεν τους άρεσε το άλλο, τι θα πει αυτό, θέλανε να τα μοιράσουνε ακριβώς… Όταν το κουπλέ ταίριαζε πάνω στη φωνή του Λορέντζο, δεν μπορούσαμε να βάλουμε τον Γιώργο στη φωνή. Έπρεπε να αλλάξω τον τόνο του τραγουδιού, να μοιράσω τους στίχους ώστε να βγάζει νόημα με τρεις… Ωραία περάσαμε, αλλά τρελαθήκαμε κιόλας.
ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΟΥ ΜΙΣΟ – Σταύρος Κωνσταντίνου & Tamta Goduadze (Τάμτα)
(2005, μουσική: Τόνυ Κονταξάκης, στίχοι: Βαγγέλης Κωνσταντινίδης)
Τ.Κ.: Με τον Λάμπη [Λιβιεράτο] γράψαμε το «Κι Εγώ Σου Εξηγώ» [στο άλμπουμ «Υπόθεση Προσωπική», 1994]. Εκεί έχω βάλει τη φωνή της Δέσποινας Βανδή, γιατί πάντα θεωρούσα ότι θα έπρεπε να είναι ντουέτο. Είναι πολύ δυνατό το κομμάτι. Αν το ακούσει κάποιος, είναι η Δέσποινα Βανδή που κάνει την ψιλή τη νότα στο ρεφρέν, που είναι πολύ δύσκολη -δεν φτάνουν πολλές τραγουδίστριες εκεί πάνω χωρίς φάλτσα, τότε δεν υπήρχε και το Auto Tune. Τώρα θα το διορθώναμε, τότε δεν μπορούσαμε και θέλαμε καλή τραγουδίστρια. Ήτανε η Δέσποινα που έκανε πολύ καλά φωνητικά στον Καρρά κι ήμαστε μαζί τότε στο σχήμα, τη φωνάξαμε, έκανε τη δεύτερη φωνή και την έβαλα πολύ δυνατά, μέχρι παρεξηγήσεως δηλαδή. Αλλά, λέω, είναι σαν ντουέτο. Είναι φανταστική η φωνή αυτή. Αφού ταίριαξαν έτσι στο τραγούδι αυτό, θα γράφαμε ένα άλλο ντουέτο γι’ αυτούς. Και τότε έγραψα και το «Είσαι Τ’ Άλλο Μου Μισό». Έλα, όμως, που ήταν σε διαφορετικές εταιρείες και δεν συμφωνήσανε, ενώ το ήθελαν και ο Λάμπης και η Δέσποινα πάρα πολύ. Σ’ αυτό είχα γράψει εγώ και τον στίχο. Δεν είναι το ίδιο τραγούδι που είναι τώρα. Το «Είσαι τ’ άλλο μου μισό / χωρίς εσένα δεν μπορώ να ζήσω» είναι δικό μου. Το είχα δώσει σε πολλούς στιχουργούς, σε πρώτη φάση το είχε γράψει το υπόλοιπο ο Λάμπης, μετά έγραψε άλλα η Ναταλία Γερμανού, άλλα δεν θυμάμαι ποιος. Αφού τρώμε τη χυλόπιτα από τις εταιρείες, και στενοχωρήθηκε και ο Λάμπης και η Δέσποινα, σκέφτηκα το ντουέτο Γαρμπή-Σχοινά. Λέω αφού παντρεύονται κιόλας… ήταν εκείνη την εποχή κι ακουγότανε τέλειο. Έρχονται σπίτι μου, είχα το ίδιο background και τραγουδούσαν από πάνω. Μάλιστα ο ρυθμός ήταν πιο γρήγορος, σαν την «Αντίστροφη Μέτρηση», δεν ήταν αργό. Μπορούσε να γίνει αργό, το ξέραμε, αλλά το είχα γρήγορο, σε διπλό ρυθμό απ’ ό,τι είναι τώρα. Το τραγουδάει σκέτο η Καίτη Γαρμπή, του Σχοινά του αρέσει πολύ, αλλά η Γαρμπή λέει «όχι, γιατί μοιάζει πολύ με Βίσση», τι να κάνω, τι να κάνω… Σάκης! Ο Σάκης μόνος δεν κάνει. Αντικειμενικά είναι αλήθεια. Χρειαζόταν και άλλη μία φωνή, αλλά ο Ψινάκης δεν ήθελε να κάνει ο Σάκης ντουέτο εκείνη την εποχή. Τελικά, τίποτα, το κομμάτι δεν βγαίνει πουθενά. Σταματάω να γράφω γιατί βαρέθηκα από τέτοιες βλακείες. Συν που δεν γίνονταν τα κομμάτια μου video clip επειδή έγραφε ο Φοίβος σούπερ επιτυχίες, δικαιολογημένα γιατί είχε δυνατό συμβόλαιο η Heaven με τον Φοίβο και δεν θα γινόταν δικό μου τραγούδι video clip. Όπως το «Προσπαθώ» (1997), που έγινε επιτυχία στα μαγαζιά αλλά δεν έγινε video clip. Σταμάτησα, λοιπόν, να γράφω κι έκανα παραγωγή στους Φίλους Για Πάντα. Κι έγραψα μόνο δύο τραγούδια γι’ αυτούς, επειδή ήμουν και παραγωγός κι όχι γιατί ήθελα να γράφω τραγούδια γενικά. Είχα διάφορα θέματα στο μυαλό μου ή γραμμένα κάπου κι αν χρειάζονταν για κάποιο φίλο τα έδινα, αλλά όχι γιατί ήθελα να γίνω συνθέτης. Εμένα μ’ άρεσε η δουλειά μου σαν μαέστρος και μου έτρωγε πολλές ώρες να φτιάξω ένα πρόγραμμα π.χ. με τον Φωκά Ευαγγελινό, με σκηνικά, σαν μιούζικαλ. Δεν είχα χρόνο και ενέργεια να γράφω, όπως όταν ήμουνα μικρός στο δωμάτιό μου. Δεν ξέρω αν είναι δικαιολογία αυτό, αλλά δεν μου άρεσε και η φάση της δισκογραφίας. Το 2004, με πήρε τηλέφωνο ο Νεκτάριος Κόκκινος, παραγωγός της Minos που έψαχνε τραγούδια για την εταιρεία, όταν έφυγαν οι μεγάλοι παραγωγοί, όπως ο Αχιλλέας Θεοφίλου, και μείνανε μόνο τρεις. Και μου λέει:
- Μήπως έχεις κομμάτια, μια που γράφεις σ’ αυτό το στυλ, για τον τελικό του Super Idol;
Εγώ το παρακολουθούσα γιατί μου άρεσε η Τάμτα. Έβλεπα κάτι στην Τάμτα. Μίλαγε αγγλικά με προφορά, ελληνικά δεν ήξερε τότε, κι ενώ μου άρεσε πάρα πολύ η Τάμτα, έλεγα «μάλλον δεν θα κερδίσει» επειδή είναι Κύπριος ο Σταύρος [Κωνσταντίνου, νικητής τελικά του Super Idol] κι έχει και πολύ καλή φωνή. Λέω:
- Θες να σου δώσω ένα ντουέτο που έχω, να το ακούσεις;
Το στέλνω και τρελάθηκε! Δεν το είχε ακούσει, ήταν από τους λίγους από τους οποίους δεν είχε περάσει το τραγούδι (γέλια). Και μου λέει:
- Μπορείς να το κάνεις αργό;
- Φυσικά.
Το είχα κάνει κι αργό. Αφού το είχα κάνει και έτσι και αλλιώς… Δέκα χρόνια είχαν περάσει και το είχα κάνει… 500 demo. Παίχτηκε στον τελικό. Ήμαστε ο Νίκος Τερζής, ο Μάριος Ψιμόπουλος κι εγώ και έλεγαν τραγούδια μας, ένα του καθενός και οι δύο, εκτός από το δικό μου που το είπανε μαζί, για να κριθούν από το κοινό. Ήταν οι δύο τελευταίοι δηλαδή, ο Σταύρος Κωνσταντίνου και η Τάμτα. Κέρδισε ο Σταύρος και είχανε στο συμβόλαιο ότι θα βγει δίσκος μ’ αυτά τα τραγούδια που είπαν στον τελικό κι ένα από τα τρία ήταν το δικό μου κι έγινε No 1 airplay της χρονιάς. Η Τάμτα ήταν από τότε καταπληκτική τραγουδίστρια, εννοείται, αλλά μου βγήκε η Παναγία για να μιλήσει ελληνικά στο στούντιο. Δεν είχε ξαναπεί ελληνικό τραγούδι. Ήταν το πρώτο της, δεν είχε βγάλει δικό της δίσκο. Είναι στον δίσκο του Σταύρου Κωνσταντίνου [σ.σ. «Το Κουδούνι», 2005], δεν μπήκε ποτέ σε δίσκο της Τάμτας. Πήγε No 1 και μετά από 19 χρόνια με πήρε η Panic και μου λέει ότι θέλουν να το πουν οι Μέλισσες, που το έλεγαν έτσι κι αλλιώς στο πρόγραμμά τους. Το κομμάτι παιζότανε πάντα. Όπου ήτανε η Τάμτα το έλεγε με κάποιον, αλλά οι Μέλισσες έβγαζαν live δίσκο και ήθελαν την άδεια μου για να το βάλουν. Και μου ήρθε ένα μήνυμα από τον Χρήστο Μάστορα στο Instagram, ότι με έκανε tag και ότι το τραγούδι είχε 5.000.000 streams. Ξαναένιωσε το κομμάτι! Και με την Παπαρίζου το είχα δει, που ήτανε στο Άλσος, μαζί με τις Μέλισσες. Είναι ένα τραγούδι διαχρονικό κατά τη γνώμη μου και το αγαπάω πάρα πολύ, παρόλη την ταλαιπωρία! Αυτό το τραγούδι ήταν περιπέτεια.
Απ’ όλη εκείνη την εποχή που ηχογραφούσες ως κιθαρίστας στους δίσκους της Άννας Βίσση, του Νίκου Καρβέλα κ.ά., θυμάσαι κάποιο περιστατικό που σ’ αρέσει να το διηγείσαι;
Τ.Κ.: Α, ναι. Έχω ένα. Στο τραγούδι «Ψεύτικα τα δάκρυά σου» [Άννα Βίσση, 1990], ο Καρβέλας έχει φωνάξει τον Σαλέα και τον Ζέρβα, αν και δεν βγήκε τελικά αυτό που δοκιμάσανε. Ο Καρβέλας τότε είχε τεράστιο budget, πούλαγε πολύ η Βίσση και η SONY έδινε πολλά λεφτά για τις ηχογραφήσεις της, και αυτός καθόταν εβδομάδες και δοκίμαζε πράγματα στο στούντιο. Είναι, λοιπόν, ο Σαλέας και ο Ζέρβας σε δύο δωμάτια για να παίξουν σόλο και προσπαθούν οι υπόλοιποι στο στούντιο να καταλάβουν τι λένε. Λέει ο ένας «εγώ θα πάω αριστερά και μετά ευθεία, μετά θα στρίψεις εσύ…». Τα λέγανε στο μικρόφωνο χωρίς να υπάρχει κανένας μουσικός όρος. Ακούγαμε «Θα πάω ίσια, θ’ ανέβω ψηλά, μετά αριστερά, εσύ θα μπεις δεξιά…», σαν να λένε διαδρομή. Εμείς κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον και δεν καταλαβαίναμε τι έλεγαν. Μιλούσαν με τον τρόπο τον δικό τους, τον παραδοσιακό, κι εμείς δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι λέγανε. Έλεγαν διαδρομές, δεν έλεγαν «ντο-ρε, κλίμακα τάδε», μόνο «δεξιά, αριστερά, πίσω, μπρος»! Αυτοί μια χαρά συνεννοούνταν. (γέλια). Εμένα δεν μου αρέσουν οι ηχογραφήσεις. Δεν μου αρέσει να είμαι session εννοώ. Άλλο να γράφω κάτι για μένα και να μου αρέσει. Δεν μου αρέσει γιατί με αγχώνουν. Η κιθάρα είναι ένα όργανο, που δεν είναι σαν το πιάνο όπου περιμένεις ν’ ακούσεις έναν ήχο πιάνου. Η κιθάρα θέλει πεταλάκια, να βάλεις εφέ, δεν ξέρεις και τι έχει ο άλλος στο μυαλό του, τι έχει ο συνθέτης, τι έχει ο ενορχηστρωτής, ο τραγουδιστής… ο καθένας έχει τη γνώμη του μέσα στο στούντιο. Εσύ μπορείς να έχεις παίξει σ’ ένα κανάλι, αλλά μπορεί να έχεις παίξει και σε άλλα δέκα που δεν θα τα βάλουνε, είτε επειδή είναι «καθαρή» η κιθάρα, είτε επειδή είναι «βρώμικη», ή έχει πολλά εφέ, ή είναι πολύ ήρεμη ή πολύ άγρια, ή ξενέρωτη κ.λπ. Επίσης, δεν μ’ αρέσει να είμαι ενορχηστρωτής αν ο τελευταίος λόγος δεν είναι δικός μου, γιατί οι τραγουδιστές δεν ξέρουν τι θέλουν. Στο λέω στα ίσια, μπορείς να το γράψεις αν θες. Δεν ξέρουν τι θέλουν. Άλλος θέλει να κάνει κάτι πρωτοποριακό, αλλά να θυμίζει και κάτι που έγινε μεγάλη επιτυχία πέρυσι. Αλλά η περσινή επιτυχία γράφτηκε πρόπερσι. Ήδη είναι αργά. Δεν μπορείς να αντιγράψεις κάτι αυτή την στιγμή, γιατί σε δύο χρόνια θα βγει κάτι άλλο όταν θα βγεις κι εσύ. Πρέπει να είσαι πάρα πολύ γρήγορος για να προλάβεις τον ήχο που βγήκε σήμερα. Αλλιώς θα είναι ντεμοντέ και χάλια. Όμως ο τραγουδιστής δεν το αντιλαμβάνεται αυτό πάντα. Και φέρνεις εσύ το ωραίο σου τραγουδάκι με τα ακόρντα, που είναι παρθένο, δηλαδή μουσική και στίχος, και σου λέει «μπορείς να το κάνεις reggae;». Λες «δεν μ’ αρέσει πολύ, δεν ταιριάζει», «κάν’το!» και το κάνεις. Και μετά δεν ταιριάζει φυσικά. «Δεν μπορείς να το κάνεις… Heavy Metal;». Γι’ αυτό δεν μ’ αρέσει αυτή η δουλειά. Στο Voice να είμαι ενορχηστρωτής, μ’ αρέσει πάρα πολύ. Έχω κάνει εκεί διασκευές σε τραγούδια, χωρίς να πάρω την ιδέα από κάποιο ξένο Voice.
Πόσα χρόνια ήσουν στο «The Voice»;
Τ.Κ.: Τέσσερις χρονιές. Επειδή η σύζυγός μου, Μαρία Δρούζα, δούλευε σε πολλές εκπομπές και σε show, «Dancing With The Stars» κ.λπ., την πήρε τηλέφωνο μία συνεργάτιδά της αν ξέρει κάποιο συγκρότημα να παίζει jingles στην Καρύδη, στο «Celebrity Game Night». Εγώ είμαι Αμερικανάκι στις σειρές, βλέπω τον Jimmy Fallon κ.λπ., τις ορχήστρες που παίζουν εκεί, που παίζουν 20 δευτερόλεπτα ένα θέμα για intro ή για τις διαφημίσεις ή με καλλιτέχνες που έρχονται και παίζουν κάνα τραγούδι. Αυτό μ’ αρέσει πάρα πολύ εμένα, δηλαδή μ’ αρέσει πιο πολύ κι απ’ τη δουλειά την κανονική, γιατί έβγαζα δικά μου θέματα ή τ’ αμερικάνικα που είχε το NBC στην ίδια εκπομπή στην Αμερική. Είχα φτιάξει ένα Rock συγκρότημα αλλά με σαξόφωνο, χωρίς τραγουδιστή, και παίζαμε jingles εκεί. Μας είδανε απ’ το Voice και πήγα στο Voice. Σκέφτηκα ότι δεν είμαι ο… Keith Richards. Δεν θέλω να παίζω μέχρι τα 80 στην σκηνή. Θέλω να παίζω κιθάρα, φυσικά παίζω και σπίτι κι εδώ στη σχολή, έχω και στούντιο εδώ, αλλά ήθελα μία τέτοια επένδυση ώστε όταν μεγαλώσω να κάνω κάτι σχετικό με τη δουλειά μου, να βρούμε ταλέντα, δεν ήξερα ότι μπορώ να τα συνδυάσω κιόλας και να κάνω audition για το Voice εδώ. Δεν το είχα σκοπό. Εγώ είχα σκοπό να κάνω μια ωραία κατάσταση εδώ, να έρχονται μερικά παιδιά που όταν έχουν ταλέντο, να τους βοηθάω κιόλας.
Κι αν δεν έχουν ταλέντο;
Τ.Κ.: Τότε δεν μπορώ να τους βοηθήσω. Να τους βελτιώσω μπορώ. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος θεόφαλτσος.
Υπάρχω εγώ! Είμαι ο Κακοφωνίξ.
Τ.Κ.: Ναι, αλλά το ξέρεις. Αν σε κάνω να τραγουδήσεις καλύτερα;
Ε, εντάξει. Άντε να πετύχω μία νότα (γέλια)
Τ.Κ.: Μια βελτίωση δεν θα είναι; Έχω πάρα πολύ καλούς δασκάλους. Ο σκοπός είναι να βελτιωνόμαστε συνέχεια, αν μπορούμε. Αν έχεις καλό ρυθμό, μπορεί να ξεδίνεις αλλού και να είσαι ευχαριστημένος. Πού το ξέρεις; Αφού σ’ αρέσει η μουσική. Δες την Κλαυδία [Παπαδοπούλου], που τη βρήκαμε στο Voice. Είναι μια φωνή που μπορεί να πει Aretha Franklin και μπορεί να πει και παραδοσιακό. Και Soul και Rock και όλα. Είναι από οικογένεια Ρωσοποντίων. Δεν ξέρεις πού θα βρεις ένα ταλέντο. Εγώ τρελάθηκα! Ήρθε εδώ πέρα μικρή, 16 χρονών, και μου λέει:
- Τον κύριο Sting, τον ξέρετε;
- Ναι, τον ξέρω.
- Να πω ένα τραγούδι;
Είπε το «Roxanne» και μου έπεσε το σαγόνι. Αλήθεια σου λέω. Το είπε πολύ καλύτερα από τον Sting. Και μ’ αυτό τραγούδησε στο Voice και γυρίσανε όλοι σαν τρελοί. Τη βοήθησε πολύ κι η Παπαρίζου. Από το Voice δεν θα κάνουν όλοι καριέρα φυσικά. Θέλει μυαλό, θέλει συγκυρίες, θέλει να το θέλεις… Στο Voice κάναμε πολύ ωραία δουλειά όταν ήταν εκεί ο Μαραβέγιας, γιατί του Μαραβέγια τού άρεσε να μπλέκει τη φωνή. Εγώ έχω μια τρέλα: ό,τι κάνω δεν θέλω να είναι προχειροδουλειά, όπως πολλές δουλειές που γίνονται στην Ελλάδα. Στην αρχή, λοιπόν, ήμουν φιλόδοξος, και η εκπομπή ήταν φιλόδοξη. Όταν άρχισαν να προσθέτουν στοιχεία reality, έφυγα γιατί άμα δεν ταιριάζεις, δεν συμπεθεριάζεις. Αν το έκανα ξανά, θα ήθελα να είναι αλλιώς, όπως στο American Idol. Ο Adam Lambert βγήκε από αυτό. Βγήκε δεύτερος και παίζει με τους Queen. Κλείνοντας θα σου πω μια ιστορία που ενώνει το παρελθόν με το σήμερα: 2005. Κάναμε πρόβες στον Διογένη, με το σχήμα Καρράς-Νίνο-Βανδή. Ήταν κι ο Φοίβος εκεί και μιλούσε με έναν υπάλληλο του μαγαζιού για Heavy Metal. Ο Φοίβος Heavy Metal ακούει. Αυτή είναι η μουσική που αρέσει και σ’ εμένα. Μελωδικό Heavy Metal (AOR). Και λέει ο υπάλληλος:
- Μήπως ήσαστε σε συγκρότημα εσείς;
- Ναι, στους Douglas.
- Ξέρετε τι έχει γίνει;
- Όχι…
- Ξέρετε πόσο πουλάνε τον δίσκο σας;
Και μου δείχνει ένα άρθρο στο e-bay, 700 δολάρια το CD μας! Νομίζουν ότι είναι αργεντίνικο Metal, δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί γιατί δεν έχω κάνει και πολλή δουλειά στα social media, αλλά έχουμε γίνει cult θρύλος. Μου έκανε εντύπωση γιατί πέρυσι, που είχα σπάσει το πόδι μου και δεν μπορούσα να παίξω πουθενά και είχα χρόνο, μου έκαναν αφιέρωμα στο Κύτταρο. Ένα συγκρότημα έβγαλε όλα τα τραγούδια μας και με κάλεσαν να παίξω μαζί τους. Και κάτω έβλεπες κόσμο να ξέρει όλα μας τα τραγούδια! Χαίρομαι που η μουσική αυτή ζει ακόμα σε μεγάλη μερίδα κόσμου.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο