Έπινα χρόνια, από το ίδιο δισκοπότηρο
Για να ξεπλύνω, τα παλιά αμαρτήματά μου
Να ξεδιαλύνω τη σωρό, απ’ το ανώτερο
Και το απτό, απ’ τα σαθρά πατήματά μου
Στη φαντασία τη θλιμμένη, αποκρίθηκα
Μ’ ένα χαμόγελο, αντέδρασα στα δίκια
Κοίταξα πίσω, μια ζωή που την αρνήθηκα
Κι ως την αυγή, θα ισορροπώ με δεκανίκια
Σύννομα χρόνια, συμμαχούν σε κάτι ενδότερο
Ισχνά φεγγάρια, που φωτίζουν το παρόν μου
Μαβιές οι λέξεις , νηπενθές το περισσότερο
Για της ψυχής τις προτομές, σβήνω το φως μου
Έπινα χρόνια, απ’ της λάβας τα ανήμερα
Τις πετρωμένες μου χαρές, εγκυμονούσα
Φύλαγα κάβα κοχλασμούς και νυχτοήμερα
τα θειαφίσματα της σκέψης συναντούσα
Για αυτοκάθαρση, μιλούσα στα αόρατα
σ’ ένα αέρα, που τα χέρια μου μουσκεύει
μ’ αυτά τα λόγια τα στερνά και τ’ αδιόρατα
στην ερημιά θα ξεδιψώ, μ’ αυτή τη ρέμβη
Κι έφτασα εδώ, με κόπο ως τα ριζοβούνια
Για της Αστάρτης τον χρησμό, στρατοπεδεύω
Ψηλά στου χάρτη τις κορφές και στα ανόμια
Φιλοσοφώ κι εκστατικά παραμονεύω
Τα μύρια όνειρα ν’ ακροβατούν στα όρια
Του σκοταδιού ν’ ακούσω, το βαθύ τον ήχο
Να ξεδιψάσω, από της φυγής τα μόρια
Να εκκενωθώ και να περάσω απ’ τον τοίχο