Η άνοιξη προμηνύει την τελευταία της ανάσα.
Κάθε Μάης μήνας κι ένας θάνατος μισός. (Πως να νταγιαντίσω μπλιό;)
Ένα πεύκο στέκεται βουρκωμένο και δεν περιμένει τίποτα πια...
Το χτυπάω ανελέητα μέχρι να λυγίσει, να σπάσει, να μην είναι πια τ’ αγαπημένο μου!
Γράφει το μέλος
steinway2 άρθρα στο MusicHeaven
Έτσι που να μην καταφέρω ποτέ να σου πλέξω, όλα τ’ ανείπωτά μου. Όλα τα ψυχικά συμπλέγματα που ξεφορτωνόμουν απ’ το στήθος μου, κάθε που μου ‘δινες μια βιαστική αγκαλιά.
Περαστικός εσύ κι εγώ μια διακονιάρα πευκοβελόνα στη ζωή σου.
Αχ και να ‘ξερες!
Πόσες φορές τύλιξα την καρδιά μου μ’ ένα σπασμένο γέλιο σου να στα στείλω, μα στο τέλος την έσχιζα. Οι φλέβες μου είχαν παραφουσκώσει από τις τόσες χειραψίες με τον θάνατο. Εξερράγησαν κιόλας τη μέρα που πέθανες κι έγιναν αλλόκοτη σιωπή.
Την έχωσα σ’ ένα φάκελο κι ήρθε η στιγμή να γράψω τη διεύθυνση. Σοκαρίστηκα.
Κανείς δεν κατοικούσε εκεί για μένα. Παρά μόνο η απουσία σου.
Μια απουσία που τόσο αγάπησα! Τόσο αγάπησα μια απουσία!
Ύστερα θυμάμαι την ιστορία σου με το καχεκτικό κουτάβι που μάζεψες απ’ το δρόμο.
Ταυτίζομαι για λίγο με το κουτάβι.
Μια μέρα που ‘σασταν στα τελειώματα, λοιπόν, σου μασουλάει τα γυαλιά, το δέρνεις με μανία και τον προτρέπεις να του δίνει.
Κάθε πρωί σε ξύπναγε με τα κλαψουρίσματά του να του ανοίξεις για να ξαναφύγει.
Έτσι δεν έκανα κι εγώ;
Βάραγα στην πόρτα τρεις φορές εσύ, εσύ, εσύ και περίμενα να σ’ ακούσω να φωνάξεις: «Στρίβε παλιόσκυλο. Ουστ!»
Και κάθε φορά, μα κάθε φορά, ριγούσα από λησμονιά, και γινόμουν αδέσποτη πάλι.
Σαν τις αδέσποτες φήμες, που ποτέ δεν σου εξομολογήθηκα ό,τι δεν τις πίστεψα λεπτό κι ας μη μου το απέδειξες ποτέ. (Τι σημασία έχει;)
Δεν μου χρωστάς τίποτα. Τίποτα δε μου χρωστάς. Ούτε κι εγώ.
Άρα, ποιος ο λόγος να σου πω, ότι σ’ αγάπησα που δεν σ’ αγάπησαν. Σε πίστεψα που δε σε πίστεψαν. Έμαθα τα στραβά μου μέσα απ’ τα δικά σου γκρίζα.
Μετάνιωνα κάθε που σου τσαλάκωνα τα γυαλιά. Τα λάτρευα όμως βαθιά κι αγύριστα!
Γιατί είδα για λίγο και την δική μου ομορφιά! Καταλάγιασα την αρρώστια μου, έγινα γενναία και με πίστεψα! Σ’ ευχαριστώ(ερήμην σου όλα αυτά)…
Σ’ αφήνω λοιπόν κι εγώ τώρα. Παιδί κι εγώ ζητώ την αγάπη σου χαρταετό και γέλιο και μου την αρνείσαι. Ας είναι! Τέτοιους λεβέντες θέλουμε εμείς τα σκυλιά.
Να μας αρνιούνται κατάμουτρα κι ας γεμίζει η ψυχή μας μ' απώλεια. Φεύγω. Όλοι φεύγουμε.
Πάω να σμίξω το κουτάβι σου-που τώρα πια θα ‘ναι γερασμένο-! Μόλις το βρω, θα το χώσω στην αγκαλιά μου και θα γείρουμε μαζί, σ’ ένα βουνό. Εκεί στα ψηλά. Σαν αντάρτες γενναίοι και φτωχοί. Εμείς γλείφαμε με την ψυχή μας, αλλά εσύ μόνο τα τσιμπούρια λογάριαζες.
Αν ήταν δυνατόν θα γλείφαμε ξανά και ξανά εκεί που φτύσαμε, μήπως σε βλέπαμε για μια στιγμή να γελάς…! Να γελάς σαν παρόρμηση κι όχι σαν ειρωνεία.
Πάντα θυμόμαστε…
Και ξερογλείφουμε αυτούς που άργησαν και δεν τους γνωρίσαμε ποτέ. Θα φανείς;
Φέρε κι ένα αδικημένο κουμπαράκι να του τραγουδήσω-σκυλίσια- έναν νησιώτικο λυγμό, σα συγγνώμη γι’ αυτά που δεν θα καταφέρω να ξεστομίσω ποτέ… Έτσι είναι ο κόσμος!
Όλα μισοτελειωμένα τ’ αφήνει. Μισοτελειωμένα κι υπνοβατικά.
Δεν θα ταράξω την υπνοβασία σας ποτέ ξανά. Το υπόσχομαι! Κι εγώ, και το ξεχασμένο σκυλί...