Α' Μέρος
Ένας δίσκος - απολογισμός και μια μεγάλη ραδιοφωνική επιτυχία υπήρξαν μόνο η αφορμή για να γνωρίσουμε καλύτερα μία από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες του ελληνικού τραγoυδιού...
Εδώ και αρκετά χρόνια αποτελεί μία από τις σταθερότερες αξίες σε πολλούς τομείς της ελληνικής μουσικής. Η χαρακτηριστική χροιά, η ερμηνεία, το πολύ προσεγμένο ρεπερτόριο, οι σωστές επιλογές χώρων για παραστάσεις, οι άρτιες παραγωγές σε ζωντανές εμφανίσεις και δισκογραφία, οι συνεργασίες με δημιουργούς που άφησαν ανεξίτηλες σφραγίδες, η λαμπερή κι αέρινη παρουσία και οι καθοριστικές συμμετοχές της σε δίσκους άλλων, κάνουν δικαίως την Ελευθερία Αρβανιτάκη ένα μεγάλο κεφάλαιο για το ελληνικό τραγούδι. Ένας δίσκος- απολογισμός και μια μεγάλη ραδιοφωνική επιτυχία υπήρξαν μόνο η αφορμή για να γνωρίσουμε καλύτερα και να συζητήσουμε με μία από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες του ελληνικού τραγουδιού.
Ας ξεκινήσουμε από τα σημερινά δεδομένα. Σας βρίσκουμε στην κορυφή των προτιμήσεων του ραδιοφωνικού κοινού. Απ’ ότι διάβασα το τραγούδι «Μην ορκίζεσαι» έχει μεταδοθεί περισσότερο από κάθε άλλο στο ελληνικό ραδιόφωνο τους τελευταίους μήνες…
Αυτό ξέρετε δεν λέει και πολλά. Από τη μία είναι σημαντικό γιατί το
ραδιόφωνο είναι το μέσο που κάνει γνωστά τα τραγούδια, από την άλλη η ουσία είναι κατά πόσο το τραγούδι μπαίνει στη ζωή του κόσμου και έπειτα σε ακολουθεί. Αν το «Μην ορκίζεσαι» έχει αυτά τα χαρακτηριστικά θα το δείξει ο χρόνος. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει.
Στις ζωντανές σας εμφανίσεις το συμπεριλαμβάνετε στο πρόγραμμα. Ο κόσμος πώς αντιδρά στο άκουσμά του;
Ανταποκρίνεται τραγουδώντας. Ποτέ δεν μπορείς να προβλέψεις πώς θα αντιδράσει ο κόσμος σε ένα καινούργιο τραγούδι και η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να αντιδράσει έτσι. Άλλες φορές σε εκπλήσσει η συμπεριφορά του κοινού και του
ραδιόφωνου στα νέα τραγούδια και άλλες σε επιβεβαιώνει. Συγκεκριμένα στο «Μην ορκίζεσαι» δεν περίμενα τέτοια ανταπόκριση.
Πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτό. Είναι μια διασκευή ενός ιταλικού κομματιού.
Είναι μια διασκευή του ιταλικού Come Monna Lisa των Μ. Τζουζέπε και Ρ. Τζούλιο και τους στίχους στα ελληνικά τους έγραψε ο Νίκος ο Μωραΐτης. Όταν μου το έφερε ήταν η περίοδος ετοιμασίας του δίσκου «Δυνατά- δυνατά». Ήθελα να υπάρχουν στον δίσκο ένα-δύο νέα κομμάτια κι έτσι όταν το άκουσα το ξεχώρισα αμέσως. Έπειτα το δουλέψαμε μουσικά με τον Soumka και να το αποτέλεσμα. Υπήρξε κι άλλο ένα τραγούδι που ήθελα να συμπεριληφθεί αλλά δεν προλάβαμε χρονικά να το ετοιμάσουμε γιατί έπρεπε να βγει έγκαιρα το «Δυνατά- Δυνατά». Ίσως να το έχουμε στον επόμενο δίσκο.
Ξέρουμε ότι πλέον στην ραδιοφωνική πραγματικότητα επικρατεί η μέθοδος του playlist, πιστεύετε πως αν δεν συνέβαινε αυτό το τραγούδι θα πήγαινε ακόμα καλύτερα;
Δεν ξέρω να σου απαντήσω. Το τοπίο έχει αλλάξει τόσο πολύ, που πλέον η ανθρώπινη παρουσία στο
ραδιόφωνο είναι η ελάχιστη δυνατή. Το σημαντικό όμως είναι να ερμηνεύουμε πώς εξελίσσεται κάτι και να μπορούμε να λειτουργούμε μέσα από αυτό. Ή όσο το δυνατόν να προλαβαίνουμε τις εξελίξεις και να αποτρέπουμε να συμβούν πράγματα που θα μας βγάλουν από το δρόμο μας και από όσα θέλουμε να ορίζουν την τέχνη μας. Όλα αυτά βέβαια δεν είναι εύκολα. Έτσι φτάσαμε στην σημερινή κατάσταση του ραδιοφώνου, να ορίζεται από μία playlist και ο ανθρώπινος παράγοντας με τις προσωπικές επιλογές κάθε ραδιοφωνικού παραγωγού να είναι πολύ περιορισμένος.
Είστε από τους καλλιτέχνες που εδώ και πολλά χρόνια απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη των ΜΜΕ και ιδιαίτερα του ραδιοφώνου, με την έννοια ότι τραγούδια σας μεταδίδονται συχνά. Δεν θυμάμαι να λείψατε ποτέ από τις προτιμήσεις των παραγωγών.
Εννοείς μόνο του ραδιοφώνου. Γιατί στην ελληνική τηλεόραση δεν υπάρχουν εκπομπές που μπορούν να φιλοξενήσουν τους τραγουδιστές και τη μουσική τους, παρά μόνο τα γνωστά πρωινάδικα. Είναι δηλαδή ένα μέσον στο οποίο δεν υπάρχει θέση για εμάς, εκτός αν δίνεις συνεντεύξεις. Για παράδειγμα πέρσι φιλοξενήθηκα στις «Συναντήσεις», την εκπομπή του στιχουργού Λευτέρη Παπαδόπουλου και όντως ήταν κάτι όμορφο. Δεν είναι όμως αυτή η δουλειά της τηλεόρασης για έναν μουσικό. Δεν υπάρχουν δηλαδή εκπομπές που να έχουν ως βάση τη μουσική και μόνο αυτή.
Δεν υπάρχουν εκπομπές που στηρίζουν και προβάλουν το ποιοτικό τραγούδι; Ας πούμε το «Στην υγειά μας» ή ενίοτε το «Έχει γούστο»…
Δεν μιλάω για ποιοτικό ή μη ποιοτικό τραγούδι. Θεωρώ ότι η τηλεόραση με το να στήνει ένα στούντιο και να ετοιμάζει μια εκπομπή ποικίλης ύλης που σε κάποια σημεία να περιέχει και μουσική, απέχει πολύ από αυτό που λέω. Η τηλεόραση πρέπει να έχει σχέση με αυτό που λέγεται μουσική και να οργανώνει ξεχωριστές εκπομπές γι’ αυτήν, όχι μέσα σε magazinο. Η Μπίλιω Τσουκαλά με το «Έχει γούστο» που ανέφερες κάνει εξαιρετικές εκπομπές, αλλά δεν είναι αυτό μια αμιγώς μουσική εκπομπή.
Ας περιοριστούμε λοιπόν στο ραδιόφωνο. Υπήρξε ποτέ κάποια περίοδος που τα ραδιόφωνα να μην μετέδιδαν τα τραγούδια σας τόσο πολύ; Να υπέστη μία κάμψη αυτή η προτίμηση στο ρεπερτόριό σας;
Στο
ραδιόφωνο συμβαίνει το εξής λογικό: την εποχή που κάνεις καινούργια πράγματα, βρίσκεσαι στην επικαιρότητα κι έτσι υπάρχει πολύ μεγαλύτερη προσοχή των μέσων στο πρόσωπό σου. Άρα, μαζί με τα καινούργια, μοιραία ακούγονται και κάποια παλαιότερα με αποτέλεσμα να βρίσκεσαι όλο και πιο μπροστά. Για παράδειγμα πριν το «Δυνατά- Δυνατά» είχα να κάνω δίσκο τρία χρόνια που είναι αρκετός καιρός. Μεσολάβησε βέβαια η συνεργασία με τον Νίκο Ξυδάκη στο «Γρήγορα η ώρα πέρασε», όμως αν και οι πωλήσεις του ήταν υψηλές, δεν ήταν δίσκος με μεγάλη ραδιοφωνική εμβέλεια. Τα τραγούδια αυτά μπόρεσαν να ακουστούν σε δύο ραδιοφωνικούς σταθμούς το πολύ, λόγω του συγκεκριμένου ύφους.
Χρησιμοποιήσατε ποτέ τα ΜΜΕ στρατηγικά;
Τέτοιες στρατηγικές που εκμεταλλεύονται τα ΜΜΕ κάνουν μονάχα οι «επαγγελματίες» του είδους και αν το θέτεις με την έννοια αυτή, δεν είμαι επαγγελματίας. Είμαι βαθειά επαγγελματίας όσον αφορά την τέχνη μου. Ό,τι κάνω θέλω να το χαίρομαι και να είμαι απόλυτα μέσα του. Από εκεί και πέρα δεν θα έκανα πράγματα για τα ΜΜΕ. Στρατηγικά και με αυτή την έννοια δρουν οι εταιρίες όταν κυκλοφορούν έναν δίσκο. Έχουν κάποιες σχέσεις, κανονίζουν κάποιες συνεντεύξεις και άλλα διάφορα τα οποία γίνονται από τότε που υπάρχει η δισκογραφία. Οι σχέσεις της δισκογραφίας δηλαδή και των ΜΜΕ είναι πολύ κοντινές λόγω της αγοράς. Κυρίως το
ραδιόφωνο το οποίο στην κυριολεξία ζει από τη μουσική, άρα από εμάς και από τις εταιρίες δισκογραφίας που παράγουν το «προϊόν». Επίσης υπάρχουν και άλλοι φορείς που στηρίζονται εκεί, όπως τα μουσικά περιοδικά, η τηλεόραση με τα βίντεο κλιπ και άλλα. Είναι μια ζωντανή βιομηχανία η οποία περικλείεται από τη μουσική.
Ας αφήσουμε λοιπόν το εμπορικό κομμάτι και ας πάμε στην τέχνη. Παίρνετε την ευθύνη επάνω σας για ό,τι κάνετε;
Εννοείς την επιλογή των τραγουδιών; Ναι, έχω την πλήρη την ευθύνη της παραγωγής τους.
Στο κομμάτι αυτό παίζει και έναν μικρό ρόλο η τύχη;
Η ευθύνη και η τύχη δεν είναι ασυμβίβαστα. Η τύχη μπορεί να σου φέρει συναντήσεις και πράγματα άξια, μπορεί και όχι. Η τύχη έρχεται και φεύγει, η επιλογή είναι στο χέρι μας και όχι στης τύχης. Θα μπορούσε για παράδειγμα να έχει έρθει το «Μην ορκίζεσαι», να μην μου αρέσει, να μην μπει στον δίσκο και να μην το γνωρίσει ο κόσμος με ό,τι ακολούθησε και ακολουθεί.
Πάντως τόσο το κοινό, όσο και ο δημοσιογραφικός τομέας, απ’ ότι έχω διαβάσει κατά καιρούς, σας έχουν συνδέσει με ένα προσεκτικά επιλεγμένο ρεπερτόριο. Σας έχει επιβληθεί ποτέ η εταιρία στο συγκεκριμένο θέμα;
Ήμουν από τους τυχερούς, δεν μου επιβλήθηκαν ποτέ. Μπήκα στην δισκογραφία με ένα συγκρότημα, την Οπισθοδρομική Κομπανία, αλλά και από την πόρτα των συμμετοχών. Ξεκίνησα δηλαδή να τραγουδάω καλεσμένη σε κάποιους δίσκους συνθετών ή τραγουδοποιών φτιάχνοντας παράλληλα με το γκρουπ έναν δρόμο με σύγχρονες ερμηνείες. Η Οπισθοδρομικής Κομπανία λοιπόν είχε ένα πολύ συγκεκριμένο ρεπερτόριο και η πρώτη μας παραγωγή έγινε από τον Διονύση Σαββόπουλο ο οποίος μας έδωσε και την πλήρη ελευθερία να κάνουμε ό, τι θέλαμε. Και στη Λύρα που έγινε ο δίσκος μας τότε αλλά και στην Universal, στην οποία μεταπήδησα μετά, ευτύχησα να μην νιώσω ποτέ πίεση για το ρεπερτόριο κι αυτό συνέβη γιατί οι διευθυντές εταιριών ήταν άνθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση με τη μουσική. Απλά διεύθυναν μια εταιρία και εμπιστεύονταν ανθρώπους για τις δουλειές. Εκεί έκανα και την πρώτη μου παραγωγή, το «Μένω εκτός». Από τότε μέχρι και σήμερα, πάντα με τη βοήθεια φίλων, είμαι εξολοκλήρου υπεύθυνη των παραγωγών μου.
Οι επιλογές γίνονται με τα δικά σας, αυστηρά κριτήρια ή μετράει και τι θέλει ο κόσμος να ακούσει;
Δεν μπορώ να ξέρω τι θέλει κάθε εποχή να ακούει ο κόσμος, αλλά φαντάζομαι πως για να συνεχίζει να με στηρίζει, του αρέσουν οι επιλογές μου. Με ενδιαφέρει αρκετά η εναλλαγή, να δοκιμάζω καινούργια πράγματα, διαφορετικά πλήττω. Οι δουλειές που κυκλοφορώ έχουν μεγάλες διαφορές η μία από την άλλη στο ύφος, έχουν όμως κι έναν κοινό παρονομαστή που διαμορφώνεται από την ποίηση και από την ελληνικότητα της μουσικής, παρόλο που κάνω και διασκευές. Υπάρχει σίγουρα κι ένα κομμάτι του κοινού που ξενίζεται από τις επιλογές μου όπως επίσης και άνθρωποι που ενθουσιάζονται. Επιλέγω με βάση αυτό που αισθάνομαι να με αντιπροσωπεύει και να με ενδιαφέρει καλλιτεχνικά και όχι ανάποδα, δηλαδή με βάση τις προτιμήσεις του κοινού.
Πόσο εύκολο είναι να στηρίζετε ερμηνευτικά εκ διαμέτρου αντίθετα είδη τραγουδιών; Έχετε τραγουδήσει από λαϊκά και ροκ μπαλάντες μέχρι παραδοσιακά και λάτιν.
Όλα αυτά είναι στυλ μουσικής που είναι οικειοποιημένα με την ελληνική κουλτούρα. Το λάτιν για παράδειγμα το έχουμε εμπεδώσει εδώ και χρόνια με πρωτεργάτη τον Μανώλη Χιώτη. Ακόμα πιο πριν υπήρξε μια μεγάλη παράδοση στην Ελλάδα με αγάπη για τη λάτιν μουσική μέσω του «τότε» ελαφρού τραγουδιού. Όταν κάτι λοιπόν είναι μέρος της παράδοσής μου μπορώ να το ερμηνεύσω εξίσου καλά.
Με την μουσική μας παράδοση τι σχέση έχετε;
Στο σπίτι άκουγα ελαφρά τραγούδια, ό,τι δηλαδή άρεσε στη μητέρα μου. Η σχέση που έχω με την παράδοση προέρχεται μέσα από το νησί μου, την Ικαρία, στο οποίο περνούσα τα περισσότερα καλοκαίρια. Στην αρχή, όταν πρωτοήρθα σε επαφή με την παραδοσιακή μουσική, σχεδόν μισούσα τα δημοτικά τραγούδια γιατί την εποχή εκείνη ταυτίζονταν με την χούντα. Ανακαλύπτοντας όμως σιγά- σιγά τα ρεμπέτικα, ανακάλυψα παράλληλα το δημοτικό και το νησιώτικο τραγούδι στην πηγή του. Ψάχνοντας τις πιο αυθεντικές εκτελέσεις ανακάλυψα ερμηνευτές και δημιουργούς που σήμερα θεωρούνται δεδομένοι, για εμάς όμως τότε ήταν μια ανακάλυψη. Πλέον έχω μια σχέση πάθους με την παραδοσιακή μουσική και νομίζω πως μια από τις καλύτερες συγκινήσεις μου είναι εκεί.
Έχετε σκεφτεί να κάνετε έναν δίσκο με παραδοσιακά τραγούδια; Από διάφορες περιοχές ίσως.
Κάθε τόπος έχει τόσο ιδιαίτερα τραγούδια και είναι τόσα πολλά που μόνο και μόνο η ανθολόγησή τους είναι κάτι πολύ δύσκολο, πόσο μάλλον η ερμηνεία. Ακόμα και σπουδαίοι τραγουδιστές του δημοτικού μας τραγουδιού δεν μπορούν να τα πουν όλα όπως πρέπει. Είναι ένα έδαφος πολύ πλούσιο, θέλει πολλή δουλειά, μεγάλη προσοχή και μεγάλη αφοσίωση. Μπορεί όμως και να συμβεί, δεν το απορρίπτω
Πολυσυλλεκτικοί δίσκοι ή κύκλοι τραγουδιών;
Είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα που είναι εξίσου σημαντικά. Ο κύκλος τραγουδιών είναι ένα ζητούμενο που θέλει συνεργασία ενός συνθέτη κι ενός στιχουργού, πρέπει να ολοκληρωθεί μια σκέψη κι ένας λόγος. Δεν είναι εύκολο. Η πολυσυλλεκτικότητα είναι και ζητούμενο ραδιοφωνικό. Δεν πιστεύω πως έχει να κάνει με την ποιότητα της δουλειάς το είδος ενός δίσκου.
Αν κι έχετε κάνει δουλειές με έναν συνθέτη που μελοποιεί διάφορους στιχουργούς, αμιγώς κύκλο τραγουδιών δεν έχετε κάνει. Με έναν συνθέτη και έναν στιχουργό.
Έχω τραγουδήσει αρκετούς συνθέτες που μελοποιούν ποιητές ή στιχουργούς. Επίσης το Κοντραμπάτο με τον Σταμάτη Σπανουδάκη μπορεί να θεωρηθεί κύκλος τραγουδιών. Από εκεί και πέρα ανήκω στη γενιά αυτή που ο συνθέτης και ο στιχουργός δεν είναι τόσο κοντά όσο ήταν στο παρελθόν. Υπάρχει μια απόσταση μεταξύ τους, δεν λειτουργούν πλέον όπως παλιά κι έτσι δεν μπορούν να βγουν πράγματα πιο ολοκληρωμένα. Έχει αλλάξει το σκηνικό. Επίσης έχουν κάνει εδώ και χρόνια την εμφάνισή τους οι τραγουδοποιοί, μια άλλη καινούργια και σημαντική κατηγορία του ελληνικού τραγουδιού. Προσωπικά δεν έχει προκύψει κάτι, αν και υπάρχουν ολοκληρωμένες δουλειές στιχουργών. Αν φτιαχτεί κάτι καλό ίσως και να το κάνω.
Θίξατε το θέμα των τραγουδοποιών. Πολλοί που ξεκίνησαν ως ερμηνευτές σιγά- σιγά άρχισαν να βγάζουν και δικά τους τραγούδια μεταπηδώντας σε άλλη «κατηγορία». Εσείς ασχολείστε με την δημιουργία, έχετε γράψει τραγούδια που δεν έχουν βγει;
Δεν ασχολούμαι όσο θα ήθελα. Επίσης δεν έχει προκύψει κάτι που να με ικανοποιεί. Νομίζω πως, εφόσον μπορώ να κάνω μόνη μου τις παραγωγές και να κρίνω τη δουλειά άλλων, μπορώ και να κρίνω και την ποιότητα της δικής μου δουλειάς.
Αν κοιτάξει κανείς τα τραγούδια που έχετε δισκογραφήσει θα δει ότι μουσικά συγγενεύετε περισσότερο με τον Χατζιδάκι παρά με τον Θεοδωράκη. Επίσης θα δει πως δεν έχετε τραγουδήσει τραγούδια των δύο κορυφαίων, όπως άλλοι συνάδελφοί σας, παρά μόνο το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» του Χατζιδάκι.
Καταρχήν πιστεύω πως συγγενεύω και με τους δύο εξίσου. Μπορεί δισκογραφικά να υπάρχει μόνο το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», τραγούδια όμως και των δύο συμπεριλαμβάνω πάντα στα ζωντανά μου προγράμματα. Για τον Θεοδωράκη μάλιστα είχα τραγουδήσει και σε κάποιο τηλεοπτικό αφιέρωμα που έγινε γι’ αυτόν, όπως κι έχω συμμετάσχει σε συναυλίες που έγιναν προς τιμήν του. Να συμπεριλάβω τραγούδια του σε δίσκο δεν έτυχε.
Πολιτικά τραγούδια επίσης δεν έχετε τραγουδήσει.
Πολλοί μπλέκουν το πολιτικό τραγούδι με το κοινωνικό. Για παράδειγμα το «Είμαστε δυο είμαστε τρεις» του Μίκη Θεοδωράκη είναι ένα πολιτικό τραγούδι. Τέτοια όχι, δεν έχω τραγουδήσει και δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που φτιάχνει και τραγουδά πολιτικό τραγούδι πλέον.
Ο Μάλαμας, για παράδειγμα, δεν κάνει πολιτικό τραγούδι; Δεν έχει πολλές στιγμές δημιουργίας με πολιτικό περιεχόμενο;
Τον Μάλαμα θα τον έλεγα «ποιητή». Πολιτικό είναι το τραγούδι που καθοδηγεί πολιτικά τον κόσμο και κριτικάρει την πολιτική κατάσταση. Δεν νομίζω πως υπάρχει σήμερα. Ακόμα και τα τραγούδια των Active Member που πολλοί τα θεωρούν πολιτικά εγώ θα τα έλεγα κοινωνικά. Εξάλλου η ραπ έτσι ξεκίνησε, κάνοντας μια κριτική στις κοινωνικές συνθήκες, πώς είναι και πώς θα πρέπει να είναι δομημένα τα πράγματα σε μια κοινωνία.
Ας πάμε λίγο στο «Δυνατά- δυνατά» που πέρα από τίτλος τραγουδιού αποτελεί και τίτλο μιας ανθολόγησης τραγουδιών από το σύνολο της πορείας σας. Το τραγούδι αυτό του Ara Dinjian και της Λίνας Νικολακοπούλου είναι από τα πιο παγιωμένα τραγούδια στον χώρο αν και στιχουργικά δύσκολο. Πώς πιστεύετε πως κατόρθωσε να μπει στις ζωές των ανθρώπων και να μείνει;
Στην Ελλάδα υπάρχουν κάποιοι στιχουργοί που με έναν μαγικό τρόπο και με τη βοήθεια της μουσικής και της ενορχήστρωσης, μπορούν να εκφράσουν απλά δυσνόητες εικόνες και έννοιες. Μία από αυτούς είναι και η Λίνα Νικολακοπούλου. Επίσης όταν βγήκε ο δίσκος «Μένω εκτός» που περιέχει και το τραγούδι, ήταν μια εποχή που η Λίνα άλλαξε τον τρόπο της στιχουργικής, άλλαξε δηλαδή τον τρόπο που εκφράζονται κάποια πράγματα κι έβαλε μια πολύ προσωπική σφραγίδα. Ήταν και η περίοδος που ο κόσμος είχε ανάγκη να τραγουδήσει περισσότερο εικόνες που φέρνουν συναισθήματα παρά έναν πιο απλό κι εύκολο στίχο.